Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

" Η τελευταία επισκέπτρια" της Μαρίας Γιακουμάκη



 επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Καλόδεχτες οι συμμετοχές όλων υμών που αγαπάτε την μικρή φόρμα και με τον τρόπο σας την υπηρετείτε.Δεν έχουμε περιορισμό λέξεων και θέματος, τουλάχιστον όχι ακόμα, επομένως η επιλογή είναι απολύτως ελεύθερη,δική σας.
Στείλτε το διήγημά σας στο e-mail : lesxianagnosisdegas@gmail.com για να το δημοσιεύσουμε τηρώντας απλά και μόνο την σειρά με την οποία θα μας το στείλετε.
Εκείνο που σας ζητάμε είναι ένα μικρό βιογραφικό κι αν δεν έχετε εσείς κάποια αγαπημένη εικόνα (φωτογραφία ή πίνακα ζωγραφικής κτλ) που θα θέλατε να το συνοδέψει,μην ανησυχείτε θα βρούμε εμείς. 

Γρύπας.Ανάκτορα στην Κνωσσό.Αίθουσα του Θρόνου



Η τελευταία επισκέπτρια

   Αισθάνθηκε τον ηλεκτρισμό,  κι ας μην είχε σηκώσει το βλέμμα. Μια απροσδιόριστη ένταση αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του. Ξεχώρισε έναν ήχο σαν σύρσιμο φιδιού  ανάμεσα στο μικρό  πλήθος που συνωστιζόταν μπροστά του περιμένοντας το εισιτήριο για την είσοδο.
 Φίδι, εδώ και τέτοια ώρα! Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές, σκέφτηκε.
Να δω πώς θ΄ αντέξουν τα νεύρα μου ως το τέλος, αναστέναξε από μέσα του.
   Όλη μέρα καθισμένος σε μια καρέκλα να κόβει εισιτήρια στην είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού. Οι τουρίστες συνέχιζαν να έρχονται κατά χιλιάδες. Βαβέλ γλωσσών που βούιζαν στ’ αυτιά του στο χώρο πριν από το μακρύ διάδρομο με τη γερασμένη βουκαμβίλια,  που έμπαζε στον αρχαιολογικό χώρο.
-Μπορώ να σας απασχολήσω;
   Μικροκαμωμένη και αδύνατη με πολύ λεπτή μέση και μακριά μαύρα μαλλιά. Δε θα την έλεγες όμορφη.
    Συνάντησε τα μάτια της. Παρά την αφόρητη ζέστη ένα ρίγος τον διαπέρασε.  Το βλέμμα της… Δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Όχι μόνο γιατί ήταν  διαπεραστικό και αδιευκρίνιστο. Ήταν που δεν μπορούσες να  το εντοπίσεις, λες και ερχόταν απ΄ αλλού.
- Παρακαλώ, απάντησε κουρασμένα, αλλά ευγενικά. Ήταν στο κλείσιμο μιας δύσκολης μέρας.
-Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;
Του έδειξε την κάρτα ελευθέρας εισόδου.
-Λέγομαι Α.Χ.. Θα ήθελα να μιλήσω στον αρχιφύλακα του αρχαιολογικού χώρου. 
Ο τόνος της φωνής ήταν σταθερός, απαιτητικός, αλλά και ανυπόμονος, λες και κάθε δευτερόλεπτο που έχανε ήταν θέμα ζωής και θανάτου για εκείνην.
-Λυπάμαι. Σήμερα απουσιάζει. Θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω εγώ;
-Νομίζω ότι μόνο εκείνος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Θα ήθελα άδεια εισόδου στο χώρο των διαμερισμάτων της βασίλισσας.
-Όπως ξέρετε, αυτός είναι κλειστός από χρόνια!
-Φυσικά και το ξέρω! Λες και την είχαν προσβάλει θανάσιμα. Και ποιος δεν το ξέρει;
-Θα πρέπει να πάρετε άδεια από τον Προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων.
-Ο Έφορος απουσιάζει και οι υπάλληλοι με παρέπεμψαν εδώ. Αλλά, καθώς φαίνεται, τίποτα δε δουλεύει σωστά πια σ΄ αυτή τη χώρα.
Ένιωσε την ανάγκη να προστατεύσει το συνάδελφό του μόνο και μόνο επειδή εκείνη είχε μια τάση να κατηγορεί τους πάντες.
-Του έτυχε κάτι σοβαρό σήμερα. Δεν απουσιάζει ποτέ χωρίς λόγο. Αφήστε μου τα στοιχεία σας και θα του ζητήσω να επικοινωνήσει μαζί σας, μόλις επιστρέψει.
Άφησε σ΄ ένα χαρτί το όνομα και το τηλέφωνό της.
-Σε πόση ώρα κλείνετε;
-Σε 10 λεπτά.
-Προλαβαίνω ακόμα, την άκουσε να μουρμουρίζει, καθώς του γύριζε την πλάτη και κατευθυνόταν προς τον έλεγχο των εισιτηρίων.
Δε βρισκόταν κανείς φύλακας εκεί, αλλά έκρινε πως δε χρειαζόταν να  φωνάξει κάποιον. Η ώρα ήταν περασμένη. Κι εκείνη είχε ελευθέρας. Την είδε με την άκρη του ματιού του να μπαίνει στο στενό σα  στοά διάδρομο που όριζε μια πολύχρονη βουκαμβίλια.
Γύρισε στα χαρτιά του. Πάνω στο κλείσιμο είχε να κάνει  τον απολογισμό της ημέρας. Ένιωθε εξουθενωμένος. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι του, να βουλιάξει στη μπανιέρα κι έπειτα να κοιμηθεί. Ναι,  να κοιμηθεί  από τις 9.00 μμ. και να ξυπνήσει την άλλη μέρα το πρωί.  Αύριο τον περίμενε μια εξίσου κουραστική μέρα.
Σήκωσε το κεφάλι. Τυχαία; Από διαίσθηση;  Πόση ώρα είχε περάσει; Έπρεπε να κλείσουν. Δεν έβλεπε κανέναν. Σηκώθηκε  βιαστικά, παρασέρνοντας  το λιγοστό νερό από το ποτήρι, να φωνάξει στους τελευταίους επισκέπτες να βιαστούν.
 Προχώρησε στον ίσκιο της γέρικης βουκαμβίλιας. Στα μάτια του έπεσαν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου την ώρα που έκλεινε την καυτή ημέρα. Το μάτι του την πήρε  στη δυτική αυλή. Κατευθύνθηκε εκεί με μισόκλειστα μάτια σαν υπνωτισμένος. Να της πει ότι ήταν ώρα να βγει, για να κλείσουν.
Τότε την είδε. Είχε υπερπηδήσει τα απαγορευτικά  κιγκλιδώματα.
Τέτοια ώρα και οι φύλακες ολιγωρούν, σκέφτηκε.
 Δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν η οργή που τον έπνιγε για το θράσος της να παραβεί τους κανονισμούς των αρχαιολογικών χώρων. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Συνέχισε με το βλέμμα να κάνει τα βήματα που εκείνη έκανε με τα πόδια αργά και τελετουργικά. Πάνω στο πλακόστρωτο της δυτικής αυλής. Με κατεύθυνση προς τη δύση, έχοντας στραμμένη την πλάτη της σ’ εκείνον. Το φως του ήλιου εξαΰλωνε τη μορφή της. Είχε διπλώσει τα χέρια στους αγκώνες. Οι  παλάμες έφταναν στο ύψος των ματιών. Τα χέρια βρίσκονταν κάθετα στο σώμα. Σε μια παράλληλη γραμμή μαζί τους. Τέμνοντας κάθετα τον άξονα των βραχιόνων. Δεν έβλεπε τα  πέλματα να ακουμπούν το πάτωμα. Θα έφταιγε το φως που ερχόταν κόντρα στα μάτια του. Εκείνη συνέχισε να προχωρεί προς την κατεύθυνση του θεάτρου. Με μικρά ανάερα βήματα.  Πλησίασε στον τετράγωνο βωμό. Άπλωσε τα χέρια προς την πανάρχαια πλάκα του στην ίδια στάση. Δίπλωσε τα πόδια στα γόνατα σε στάση καθίσματος και ακούμπησε την άκρη του βωμού. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Άπλωσε τα χέρια σε έκταση και έγειρε πάνω στο βωμό. Ξεδίπλωσε τότε όλο το σώμα πάνω του. Άρχισε να στριφογυρίζει στην επαφή της με την πανάρχαια πέτρα, να απλώνεται και να μαζεύεται, να κουλουριάζεται και να ελίσσεται, αργά στην αρχή κι ύστερα με μανία.
    Πόσο κράτησε αυτό; Όταν ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το  βουνό σηκώθηκε αργά όρθια με την πλάτη γυρισμένη στη δύση. Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσε να κοιτάξει το πρόσωπό της. Τα μάτια του -φορτωμένα ακόμα τη λάμψη του ήλιου- μετέφεραν ένα φωτεινό σκοτάδι στη μορφή της, που την έκανε  δυσδιάκριτη. Του φάνηκε πώς είχε γουρλωμένα μάτια, που κοίταζαν χωρίς να εστιάζουν, και στο κεφάλι της ακουμπούσε ένα αιλουροειδές. Το μακρύ της φόρεμα δε φαινόταν να τη ζεσταίνει. Για μια στιγμή το βλέμμα της ευθυγραμμίστηκε με το δικό τους. Ένιωσε να παραλύει από την ένταση.
  - Κύριε Γιάννη, ελάτε! Είναι ώρα να κλείσουμε! Μα τι έχετε; Μήπως δεν είστε καλά;
Όταν ξανακοίταξε, ο βωμός ήταν άδειος.

Προχώρησε πιο κουρασμένος από ποτέ προς την καρέκλα όπου καθόταν προηγουμένως.  Αναζήτησε το χαρτάκι με τα στοιχεία της.  Το βρήκε μουσκεμένο από το χυμένο νερό. Γράμματα και αριθμοί  είχαν απλωθεί κυκλικά, αγνώριστα σαν ιερογλυφικά που απαιτούσαν αποκρυπτογράφηση.




Μαρία Γιακουμάκη


Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στα Χανιά το 1965. Σπούδασα Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το 1989 εργάζομαι ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1999 μένω και εργάζομαι στο Ηράκλειο Κρήτης. Είμαι παντρεμένη και έχω δυο γιους. 

Τέσσερα ποιήματά μου έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Εμβόλιμον, ενώ άλλα στην ηλεκτρονική ποιητική ανθολογία του ποιητή Τόλη Νικηφόρου "Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται" και στην ανθολογία του ποιητή  Ανδρέα Καρακόκκινου "Πνοή της Άνοιξης" .
Εργασίες μου είναι αναρτημένες στο blog μου ΖΗΤΗΣΙΣ http://margiakou.blogspot.gr/
και

στην 
ιστοσελίδα ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ http://myclassroomstudents.weebly.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου