Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ



Η «Ελληνική Νομαρχία» είναι μια επαναστατική και ιδεολογική προκήρυξη και αποτέλεσε μεγάλο σταθμό για την εθνική αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων και στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης. Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας.
Η ταυτότητα του συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» παραμένει μέχρι σήμερα ένας αξεδιάλυτος γρίφος. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας». Μάλιστα ο «Ανώνυμος» είναι γραμμένος ανορθόγραφα στο πρωτοσέλιδο (Ανόνιμος), με τρόπο που προκαλεί επιπλέον ερωτηματικά στους μελετητές. Έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί πολλές υποθέσεις για την αποκρυπτογράφηση του ψευδώνυμου «Ανώνυμος ο Έλλην». Πρώτος ο Α. Π. Βρεττός το 1857 απέδωσε στον έμπορο Σπυρίδωνα Σπάχο από τα Γιάννενα το έργο, με την παρατήρηση μάλιστα ότι τυπώθηκε στο Άμστερνταμ και όχι στην Ιταλία. Σε λίγα χρόνια επαναλαμβάνει την ίδια υπόθεση ο Κ. Ν. Σάθας (1868 ). Τον επόμενο χρόνο ο Σάθας αλλάζει άποψη και υποδεικνύει ως συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ ως τόπο έκδοσης εντοπίζει την Πίζα της Ιταλίας. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πάμπολλες προσπάθειες ερευνητών να καταλήξουν σε μια οριστική λύση του γρίφου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έχουν υποδειχθεί ακόμα ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Δημήτριος Γουζέλης, ο Φορέστης, ο Ταγιαπέρας, ο Κορίνθιος γιατροφιλόσοφος Γεώργιος Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης Δονάς. Στις 20/4/1978 παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Αθηνών η άποψη της Μαρίας Μαντουβάλου ότι συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ήταν ο ίδιος ο Κοραής. Αυτή την άποψη αντέκρουσε το 1985 ο Ν.Β. Τωμαδάκης. Η πιο πρόσφατη σχετική μονογραφία είναι του Κώστα Παπαχρήστου («Ποιος έγραψε την Ελληνική Νομαρχία», Εστία, Αθήνα 1987), ο οποίος υποδεικνύει ως συγγραφέα τον Κορίνθιο Γεώργιο Καλαρά.
Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο -αφιερωμένο στον Ρήγα- να γράφτηκε από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας -σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης. Άλλωστε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ίσως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Έλληνα», τον κάθε Έλληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα.
«ΝΟΜΑΡΧΙΑ» είναι, κατά τον συγγραφέα, η φιλόνομη πολιτεία η οποία, έλεγε, για να συσταθεί, πρέπει να προηγηθεί η απόκτηση της ελευθερίας. «Ιδού, λοιπόν, πόσον αναγκαία είναι η ελευθερία εις τον άνθρωπον, διά να γνωρίσει το είναι του. Ο δούλος, αδελφοί μου, δεν γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δεν γνωρίσει τι εστί η ελευθερία, και όστις αγνοεί την ελευθερία, αγνοεί το είναι του. Ο δούλος ποτέ δεν στοχάζεται ότι είναι όμοιος με τον κύριόν του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος και εκείνος κύριος», γράφει. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής -στους Γάλλους- και ίσαμ' ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Έλληνες -εμπόρους, δάσκαλους κλπ. Απ' αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι' αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.
Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.
Για την Εκκλησία και τους «κύκλους» της, η «Ελληνική Νομαρχία», είναι έργο του «πράκτορα του Ναπολέοντα, Κοραή, κατά της Ρωμηοσύνης», ενώ εκφράζεται και η ... απορία «Πώς προκύψαμε από Ρωμηοί: "Έλληνες";»Το κείμενο θεωρείται «ρατσιστικό»γεμάτο«φανατισμό, ύβρεις και υπερβολές και δεν βοήθησε στην Επανάσταση, που την έκανε ο ελληνικός λαός με τους ... ποιμένες του»(!!!) και τα περί «εθελοδουλείας», μυθεύματα και«χυδαιότητες» που προσπάθησαν να μολύνουν τον λαό του Θεού,( ... ) συρρικνώνοντας «όσο δεν παίρνει άλλο την Ρωμηοσύνη. Την χαντάκωσαν». Κι όλα αυτά, όταν κοινό μυστικό αποτελεί το γεγονός ότι οι ρασοφόροι καταπίεζαν αγρίως τους Έλληνες από κοινού με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες (τους «χριστιανούς πασάδες» όπως του αποκαλούσε ο λαός) και επέβαλαν άγρια φορολογία. Ο κάθε χριστιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει το 1/3 του εισοδήματός του (!) στην Εκκλησία, η δε κατοχή άνω του 1/3 περίπου της υποδουλωμένης γης από το Πατριαρχείο και τα μοναστήρια, είχε μετατρέψει κατ' ουσία τους περισσότερους Έλληνες σε δουλοπάροικους αυτών των, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του επαναστάτη της Άνδρου Δημήτρη Μπαλή, «τουρκαρχόντων». Αυτή η άγρια ληστεία θεωρείτο βεβαίως «τακτική» ή «κανονική» ή «χρονιάτικη», διότι η τρομερή αλήθεια είναι πως υπήρχαν συχνά-πυκνά και «έκτακτες» τέτοιες. Στην «κανονική» φορολογία, προστίθεντο απανωτές «αρπαχτές» των ρασοφόρων, όπως τα περιβόητα «εμβατίκια», «φιλότιμα», «ζητείαι», «συνοικέσια», «δίσκοι», «λειτουργικά», «παρρησίαι», «προθέσεις», «ψυχομερίδια» και άλλα ανάλογα, που επιπροσθέτως συμπληρώνονταν συχνά από τις λεγόμενες «απανταχούσες» για έκτακτη οικονομική ενίσχυση («παραμυθία των χρεών» κατά την εκκλησιαστική ορολογία) των δεσποτάδων και των λοιπών στελεχών του μαύρου εσμού.
Υπό αυτά τα δεδομένα, γίνεται βεβαίως ευκόλως κατανοητό το γιατί οι ρασοφόροι εξαρχής στάθηκαν εχθρικοί απέναντι στην όποια προσπάθεια εθνικής απελευθέρωσης. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει αυτή η τρομακτική ασυδοσία τους, ιδίως υπό την απειλή των αντικληρικαλιστικών και γιακωβίνικων ιδεών που τότε κυριαρχούσαν στους επαναστατικούς κύκλους της Ευρώπης, οι πονηροί ρασοφόροι εκτός του ότι κατεδίωκαν συλλήβδην ως «άθεο» όποιον χρησιμοποιούσε απλώς την λέξη «Ελευθερία» (βλ. σχετική αναφορά στην «Ελληνική Νομαρχία»), συνιστούσαν στους αγράμματους πιστούς πάντα τυφλή πίστη στον Χριστό και υποταγή στον Σουλτάνο, συχνά μάλιστα με απίθανα θρασείς παραινέσεις όπως η παρακάτω που διασώζεται στην «Ελληνική Νομαρχία»:
«Ο Θεός αδελφοί, μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας, και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός ... ».
Σ' αυτό το σημείο, ίσως είναι χρήσιμο να γίνει αναφορά και στον Αθανάσιο τον Πάριο (πραγματικό όνομα Αθανάσιος Τούλιος, το οποίο αντικατέστησε αρχικά με το ψευδώνυμο «Ναθαναήλ Νεοκαισαρεύς» και αργότερα κατέληξε στο «καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο «Πάριος», 1722-1813), ο οποίος κήρυττε πάνω απ' όλα την άρνηση κάθε αντίστασης στον κατακτητή και έδινε θεολογικό υπόβαθρο στη γνωστή ρήση «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω». Το πρώτο του σχετικό πόνημα ήταν ένας λίβελος κατά του Ρήγα Φεραίου («Ο Νέος Ραψάκης») που έμεινε ανέκδοτο, ενώ σε άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε σε τρεις διαδοχικές εκδόσεις (1798, 1800, 1805) ολοκλήρωσε την πολεμική του κατά του Διαφωτισμού, από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας («Απολογία Χριστιανική»). Εκεί υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι «ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι» στην κοινωνία, ενώ θεωρούσε ότι η κοσμική ελευθερία είναι απαράδεκτη, εφόσον αναγκαία προϋπόθεσή της είναι η αθεΐα. Μάλιστα εκφράζει τη λύπη του επειδή «ο νόμος της χάριτος δεν συγχωρεί θάνατον την σήμερον» σε όσους κήρυτταν την «πολυθρύλητον και πολυτάραχον ελευθερίαν των δημοκρατικών» και σε όσους «εις τάς σημαίας υψηλά επιγράφουσιν ελευθερία, ισότης [ ... ] προς στασιασμούς και δημεγερσίας κατά των κρειττόνων». Ωστόσο, τον παρηγορούσε η δυνατότητα ότι «ημπορεί [ ... ] η ποινή να γίνηται εις τα μιαρά εκείνων συγγράμματα, ήτοι να κατακρίνωνται, να στηλιτεύωνται και να καίωνται». Φυσικά, ο Αθανάσιος ο Πάριος (σε αντιδιαστολή με έναν άλλο Αθανάσιο, τον Διάκο), σε ανταμοιβή των αντεθνικών του ιδεών κι ως ένας από τους πιο μαχητικούς εκφραστές του «Αντιδιαφωτισμού», από το 1995 έχει ανακηρυχτεί «άγιος» της Ορθόδοξης Εκκλησίας με απόφαση του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το απίστευτο ανθελληνικό αίσχος των ρασοφόρων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως συνεχίζονταν ακόμη και εν έτει 1828, όταν πια δηλαδή η Επανάσταση είχε τελειώσει και η Ελλάδα είχε κανονικό κυβερνήτη, στέλνοντας στον Πόρο 4 μητροπολίτες και τον Μεγάλο Πρωτοσύγκελλο των Πατριαρχείων για να συστήσουν με διάφορες απειλές ...; υποταγή στον Σουλτάνο(!). Κι όπως ο Αδαμάντιος Κοραής διέγνωσε λίγο αργότερα: «Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας ... » (1830).
Περισσότερα για τον «αφυπνιστικό» και «εθνικό» ρόλο της Εκκλησίας, μπορείτε να διαβάσετε εδώεδώεδώ κι εδώ.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 μέρη.
Στο Α΄ μέρος, αφού μιλάει για την ανθρώπινη ευτυχία, επηρεασμένος από τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα - υμνεί τα ελεύθερα πολιτεύματα και στιγματίζει τα καθεστώτα της δουλείας. Τονίζει επίσης την ανάγκη για τους Έλληνες να μάθουν την πολεμική τέχνη, την «επιστήμη των αρμάτων», όπως την ονομάζει. Περιγράφει ύστερα τις ιδιότητες, που πρέπει να 'ναι προικισμένος ένας αρχιστράτηγος, δεν παραλείπει να αναφέρει προβλήματα ταχτικής και τέλος σκορπίζει την πεποίθηση στην ικανότητα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό (ας σημειωθεί εδώ ότι πρώτος ο «Ανώνυμος» χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο «Έλληνες»).
Στο Β΄ μέρος - «Τύραννοι και δούλοι», ξετινάζει τα μοναρχικά καθεστώτα, εξευτελίζοντας και γελοιοποιώντας τους μονάρχες. Ψάχνει να βρει τις αιτίες των «άδικων», όπως τους λέει, πολέμων, -σε αντίθεση με τους «δίκαιους».
Στο Γ΄ μέρος - «Η Ελλάδα στα δεσμά της», περιγράφει πολύ παραστατικά την εκμετάλλευση της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των νοικοκυρέων και των πραματευτών.
Το Δ΄ μέρος αρχίζει με τα αίτια, που συντηρούνε τη σκλαβιά και που είναι: «το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» που ζούνε στο εξωτερικό. Συνεχίζει με επίθεση στους πλούσιους: «Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψά και να πεινά;». Αμείλιχτος είναι για τους κληρικούς -εξαιρώντας βέβαια τους τίμιους και αγνούς, που κατά τον «Ανώνυμο» είναι λίγοι. Τους κατηγορεί ότι είναι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση της σκλαβιάς επειδή διδάσκαν στο λαό ότι «ο Θεός μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν, και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός», γιατί «όν αγαπά Κύριος παιδεύει». Και ρωτάει ο συγγραφέας αγαναχτισμένος: «Πως θέλεις, λοιπόν, να εξυπνήσουν οι Ελληνες από την ομίχλη της τυραννίας;» και συνεχίζοντας ξεσκεπάζει και ξετινάζει τη θαυματοκαπηλεία, τη λειψανοκαπηλεία, τη συναλλαγή και τη ληστεία των καλογέρων σε βάρος του λαού. Τους καλόγερους τους υπολογίζει σε 100.000!
Ύστερα έρχεται στη δεύτερη αιτία της σκλαβιάς, τον ξενιτεμό, και κατηγορεί πολλούς ξενιτεμένους ότι ξέχασαν ή πρόδωσαν την Ελλάδα, τονίζει ότι η απουσία τους αφανίζει την Ελλάδα και τους καλεί όλους, με λόγια συγκινητικά, να γυρίσουν στην Ελλάδα: «Υπάγετε εις την Ελλάδα και εις ολίγον καιρόν θέλετε αισθανθεί την διαφοράν οπού θέλει προξενήσει η παρουσία σας εις την κατάστασίν της». Και τους βάζει τέλος το πρόβλημα της ξένης βοήθειας: «Ίσως προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Γιατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν;».
Στο Ε΄ βιβλίο - «Η ανάσταση του γένους», αποδείχνει ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με μόνες τις δυνάμεις του Εθνους. Αφού χτυπάει τη μικροψυχία των Φαναριωτών, αναφέρει τις αιτίες που κάνουν δυνατή την εθνική αντίσταση. Πρώτη είναι ο φωτισμός, η διαφωτιστική αναγέννηση, που πρέπει να γίνει πάνω σε λαϊκές και όχι σε σχολαστικές, καλογερίστικες, βάσεις, που εμποδίζουν την αποτίναξη του ζυγού. «Ω, πόσον ταχύτερα και ευκολότερα ήθελε φωτισθώσιν οι παίδες των Ελλήνων, αν οι παραδόσεις των επιστημών εγίνοντο εις την απλήν μας διάλεκτον!». Και αγαναχτεί γιατί χάνουμε 3-4 χρόνους στη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Ανώνυμος» γράφει πως η απελευθέρωση του Ελληνισμού θα φέρει και την αναγέννησή του και όχι η αναγέννηση την απελευθέρωση, όπως πίστευε ο Κοραής. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι απουσιάζει ο Μεγαλοϊδεατισμός και καταδικάζεται ο βυζαντινός σκοταδισμός. Δεύτερη πηγή δύναμης για την επανάσταση: Οι Κλέφτες, που το ήθος και η πολεμική τους αξιωσύνη είναι αξεπέραστα. Τρίτο, η κλίση του λαού στ' άρματα. Τέταρτο, η ασύγκριτη ηθική υπεροχή μας απέναντι στους εχθρούς μας. «Μη σας φοβίσουν τα μέσα, ό,τι λογής και αν είναι». «Η τυραννία των Οθωμανών αύξησεν τόσον, οπού μόνη της προδεικνύει τον αφανισμόν της». «Το τέλος των τυράννων, είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον». «Ω, Ελληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών και φίλων μας, εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν». « ...;Κάθε μικρά αναβολή είναι επιζήμιος καταπολλά ...;». Και τελειώνει με λόγια γεμάτα πίστη, αισιοδοξία και πρόσκληση στον αγώνα.
Η «Ελληνική Νομαρχία» δεν είναι μόνο πολιτικό-επαναστατικό και ιστορικό βιβλίο. Είναι συγχρόνως και λογοτεχνικό. Το ύφος του σε πολλά μέρη είναι σφιχτοδεμένο, συναρπαστικό, ιδιότυπο, προσωπικό, όλο ζωντάνια. Αλλού πάλι είναι πλαδαρό, κάπως άτονο. Και αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο συγγραφέας δεν είναι ένας, αλλά περισσότεροι.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο «Ανώνυμος» μοιάζει αρκετά με του Κοραή, και έχει αρκετούς μακαρονισμούς, αλλά έχει και πολλούς δημοτικούς τύπους και εκφράσεις. Γενικά, όμως, τη διακρίνει παραστατικότητα και ζωντάνια -αν βέβαια λογαριάσει κανείς πόσο αδύνατα ήσαν, γλωσσικά, τα γραφτά δημοτικά κείμενα της εποχής εκείνης. Ο συγγραφέας είναι και δημιουργικός γλωσσοπλάστης. Λέει «μαυροφορεμένους» και «γιδοκέφαλους» τους κληρικούς. Λαοκλέπτες, τους άρχοντες. Χρησιμοποιεί πλήθος επίσης καινούργιες για τότε, λέξεις, όπως: Λαοπλάνος, μοναρχολάτρης, χρυσολάτρης, αδιήγητος, αρετοδοχείον, αρχαγγελόπουλο, βρωμοάρχων, αυτόματος και πλήθος άλλες.
Δεν ξέρουμε αν η «Νομαρχία» κυκλοφόρησε πλατιά στην εποχή της και διαβάστηκε από τους σκλαβωμένους Έλληνες, είτε απ' αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό. Ο «Ανώνυμος» στο τέταρτο βιβλίο του γράφει αυτά τα προφητικά λόγια: «Ω, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν εις το πυρ τούτο μου το βιβλιάριον όσοι φοβούνται το φως της αληθείας!». Και φυσικά ήταν επόμενο να καταδιωχθεί και να καεί ένα τόσο προοδευτικό, επαναστατικό βιβλίο όχι μόνο από τους αντιδραστικούς της εποχής του, αλλά και από τους τοκογλύφο-κοτζαμπάσηδες, που κυβέρνησαν και μετά το '21 την Ελλάδα. Γι' αυτό και ένα τόσο άξιο μνημείο της νεοελληνικής ιστορίας και φιλολογίας καταχωνιάστηκε και έμεινε ανέκδοτο ως το 1949 ενώ εκδόθηκαν τόσες και τόσες ασήμαντες φυλλάδες. Και οι σπουδαιοφανείς αστοί ιστορικοί της Νεοελληνικής λογοτεχνίας στις Ιστορίες τους αφιερώνουν μόνο λίγες σειρές για τη «Νομαρχία».
Φαίνεται όμως ότι στην εποχή του το βιβλίο εξάσκησε μεγάλη επίδραση και ίσως στάθηκε ο βασικός εμπνευστής και καθοδηγητής της Φιλικής Εταιρείας, που έκανε δικές της τις ιδέες της «Νομαρχίας» και στήριξε την απελευθέρωση της Ελλάδας στις λαϊκές δυνάμεις του έθνους. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αυτό βοήθησε αρκετά τον Κάλβο, το Σολωμό και άλλους. Γενικά στους Έλληνες του εξωτερικού η επίδρασή του πρέπει να ήταν τότε πολύ μεγάλη. Και σήμερα χρειάζεται μια νέα έκδοση, απλή, μ' ένα σύντομο πρόλογο και χωρίς μερικά ανιαρά πια για την εποχή μας κομμάτια του.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου