Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Στην αλληλογραφία του Κάλβου, με την οποία εγκαινιάζει το Μουσείο Μπενάκη την έκδοση των Απάντων του, περιλαμβάνονται όλες οι γνωστές επιστολές και τα σημειώματα (εκδεδομένα ή μη) των οποίων υπήρξε συντάκτης ή παραλήπτης. Πέρα από το γεγονός πως δεν αποκλείεται η πιθανότητα το υλικό να μην είναι ακόμη ολοκληρωμένο, και από κάποια ανέλπιστη τύχη να προκύψουν από κάπου καινούργια δεδομένα, το σύνολο των επιστολών παρουσιάζει μεγάλη ανομοιογένεια ως προς την κατανομή του στον χρόνο. Οι επιστολές που φιλοξενούνται στους δύο τόμους δεν μας προσφέρουν την παραμικρή ένδειξη για την παιδική και την εφηβική ηλικία του Κάλβου πρώτα στη Ζάκυνθο και ύστερα στο Λιβόρνο. Για τα νεανικά του χρόνια, αντίθετα, τα χρόνια της Φλωρεντίας, της Ελβετίας και του Λονδίνου, η κατάσταση είναι εξαιρετικά καλή: 350 επιστολές για το διάστημα 1813-1820. Απομένουν 38 επιστολές, που θα καλύψουν ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του, από το 1821 μέχρι το 1869, στη Γενεύη, το Παρίσι, την Κέρκυρα, το Λονδίνο και το Λάουθ, που θα είναι και ο τόπος του θανάτου του.
ΜΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΕΙΨΗ ΚΑΙ ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗ, ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΕ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ 56 ΕΤΩΝ
Πού, όμως, μας οδηγούν και με τι ακριβώς συμπίπτουν οι δύο χρονικές ενότητες των επιστολών; Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης εξετάζει καταλεπτώς στην εισαγωγή του το φιλολογικό και πολιτικό τους περιβάλλον. Για την πρώτη ενότητα υπάρχουν η γνωριμία, η φιλία και η κατοπινή διάσταση με τον Ούγκο Φόσκολο, το κλίμα των ναπολεόντειων χρόνων, η «Ωδή στους Ιονίους», η «Απολογία της αυτοκτονίας», το «Σχέδιο νέων αρχών της λογοτεχνίας», ο Θηραμένης, η ιταλική μετάφραση των ποιημάτων του Σικελού Giovanni Meli, ενδεχομένως ο Ιππίας, οι πρώτες μορφές των Δαναΐδων, η απόπειρα σύνταξης ελληνοαγγλικού λεξικού, οι ομιλίες για την ελληνική γλώσσα στο Λονδίνο, η σύνταξη της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, τα μαθήματα ιταλικών και ελληνικών, οι επαφές με την αγγλοϊταλική λογιοσύνη, οι ιδεολογικοί αγώνες, η συμμετοχή στο βραχύβιο έντυποApe italiana a Londra, οι πρώτες μεταφράσεις εκκλησιαστικών έργων και η έκδοση του Ύμνου (δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα), των Italian Lessons και των Δαναΐδων. Στη δεύτερη ενότητα τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά. Για την περίοδο της γλωσσικής στροφής του Κάλβου και της δημοσίευσης του ελληνόφωνων ποιημάτων του σώζονται λιγότερες από δέκα επιστολές ενώ για την περίοδο της Κέρκυρας οι επιστολές φτάνουν τις 25 εκ των οποίων οι δεκαεννέα μιλούν αποκλειστικά για τα προβλήματα της διδασκαλίας στην Ιόνιο Ακαδημία.
Μια λειψή. λοιπόν, και ακανόνιστη ποσοτικά και χρονικά αλληλογραφία, μια αλληλογραφία της οποίας οι ελλείψεις θα επιβαρυνθούν και από κάτι άλλο: από τις 388 εν συνόλω επιστολές μόνον οι 54 ανήκουν στον Κάλβο. Είτε χάθηκαν οι υπόλοιπες που έγραψε ο ίδιος (αν και όσες έγραψε, με δεδομένο ότι πολλές μαρτυρίες τον ψέγουν ως ασυνεπή και απρόθυμο αλληλογράφο), είτε δεν κράτησαν αρχείο τα πρόσωπα με τα οποία αλληλογραφούσε, για να έχουμε τουλάχιστον μια πληρότητα από τη δική τους πλευρά, η terra incognita παραμένει: πρώτον, μας λείπουν πολλά ακόμη για τον πολυδιάστατο βίο του και δεύτερον, έστω κι αν διαβάσουμε επιστολές γραμμένες από το χέρι του, σπανίως θα τον ακούσουμε μέσα σ’ αυτές να λέει κάτι για τον εαυτό του. Ο Αρβανιτάκης επισημαίνει πως θα πρέπει εδώ να απομακρύνουμε εξαρχής την υποψία για μια στρατηγική ηθελημένης συγκάλυψης. Ακόμα κι αν δεχτούμε το επιχείρημα πως ο άκρως πολιτικοποιημένος Κάλβος, ο θερμός Καρμπονάρος και ο ακατάβλητος αγωνιστής, δεν βάζει στην ίδια ζυγαριά την ποίηση και την πολιτική δράση, δίνοντας σαφώς προτεραιότητα στην πολιτική δράση, οι δημόσιες συγκρούσεις του και ο τρόπος με τον οποίο θα υπερασπιστεί τη διδασκαλία του στην Ιόνιο Ακαδημία δεν μας επιτρέπουν να πιστέψουμε πως είναι ο άνθρωπος που θα αποφύγει να μιλήσει για την τέχνη του. Γιατί αυτό είναι που κυρίως θα μας ενδιέφερε ως προς τις επιστολές: τι είναι σε θέση να μας πουν για την ποιητική του τέχνη και, πρωτίστως, για την κυοφορία και τη γέννηση των ελληνικών του ποιημάτων.
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ: ΜΙΑ ΠΙΘΑΝΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ;
Αν, όμως, οι επιστολές δεν είναι σε θέση να απαντήσουν στο ερώτημα για τις πηγές και τα απόκρυφα του ποιητικού εργαστηρίου του Κάλβου, τότε προς τι τόσος λόγος και τόση φροντίδα γι’ αυτές; Ο Αρβανιτάκης είναι ξεκάθαρος: ακριβώς επειδή ο ίδιος ο λόγος του Κάλβου απουσιάζει λίγο-πολύ από το σώμα τους, οι επιστολές θα μας βοηθήσουν να μάθουμε όχι, βέβαια, για τα ποιήματά του, αλλά για την ατμόσφαιρα εντός της οποίας θα διαμορφωθεί και θα πάρει βαθμιαία σάρκα και οστά το έργο του, ποιητικό και άλλο. Η αυστηρά χρονολογική κατάταξη των επιστολών και ο εξαντλητικός σχολιασμός προσώπων και πραγμάτων από τη μεριά του επιμελητή σχηματίζουν μια συναρπαστική εικόνα για την πορεία του Κάλβου μέσα στον χρόνο. Αρχικά είναι η Ιταλία, οι λόγιοι της Φλωρεντίας, οι πρώτες ποιητικές δοκιμές και η προσωπικότητα του Φόσκολο. Μετά είναι ο βρετανικός φιλελευθερισμός και η Αγγλικανική Εκκλησία, μαζί και ο προεπαναστατικός φιλελληνισμός, που θα συνδυαστούν με τον γαλλικό φιλελληνισμό και φιλελευθερισμό. Πέρα, ωστόσο, από τις ιστορίες των λογίων και την ιστορία των πολιτικών ιδεών, στις σελίδες των επιστολών ξετυλίγεται κι ένας άλλος κόσμος: ο κόσμος της καθημερινότητας που θα ανασύρουν στην επιφάνεια τα σύντομα σημειώματα (τα δελτάρια) με τις πιεστικές πρακτικές τους μέριμνες: ένα μάθημα που πρέπει να αναβληθεί, μια πληρωμή που οφείλει να διευθετηθεί, μια συνεργασία που είναι να κανονιστεί, ένα δείπνο που χρειάζεται να οριστεί, μια παραγγελία που πρόκειται να εκτελεστεί, μια πληροφορία που είναι ανάγκη να ζητηθεί, μια διαδρομή που επείγει να υποδειχθεί, μια απόφαση που μέλλεται να ανακοινωθεί, ένα ευχαριστώ που επιβάλλεται να διατυπωθεί, μια έκδοση που απαιτείται να επισπευστεί – κι όταν επιτέλους θα βγει από το τυπογραφείο, θα αποδειχθεί, πόσο κρίμα, γεμάτη ολέθρια λάθη.
Όσο κι αν προσπαθώ να το αποφύγω, λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες δυσκολίες και τα σχεδόν ανυπέρβλητα κενά που συναντήσαμε ως εδώ, υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο μου τριβελίζει από την αρχή σχεδόν το μυαλό: δεν μπορεί να τροφοδοτήσει μελλοντικά η αλληλογραφία του Κάλβου, ακόμα και κουτσή, ακόμα και σπαραγμένη, ένα έστω αχνό περίγραμμα βιογραφίας του; Ο Αρβανιτάκης, προφανώς, έχει σκεφτεί το ζήτημα της βιογραφίας πρώτος απ’ όλους: δεν αναφέρεται τυχαία στην εισαγωγή του στον Σπυρίδωνα Δε Βιάζη και στον Κ. Πορφύρη (για να μείνω σε δύο εμβληματικές περιπτώσεις), που στηρίχθηκαν στην αλληλογραφία του Κάλβου (ο πρώτος συστηματικά, ο δεύτερος από κάποια απόσταση) προκειμένου να σκιαγραφήσουν κρίσιμες εικόνες και πτυχές του βίου του. Ίσως, λοιπόν, η σημερινή έκδοση της αλληλογραφίας να αποτελέσει αργότερα ένα σοβαρό έναυσμα – μολονότι προσώρας δεν είμαστε σε θέση ούτε καν να το εικάσουμε. Ίσως να καταφέρει να προσφέρει το κίνητρο για ένα καινούργιο βιογραφικό σχεδίασμα, που θα λάβει εκ των πραγμάτων υπόψη και όσα έχει συσσωρεύσει τις τελευταίες δεκαετίες η εξέλιξη των καλβικών σπουδών σε καθαρώς φιλολογικό επίπεδο: εξέλιξη ικανή να συμβάλει τα μάλα στην εκπόνηση μιας σύνθεσης που θα συναρμόσει πλέον αξεδιάλυτα το πρόσωπο και το έργο.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
Το πρόσωπο και το έργο: το πρόσωπο του Κάλβου δεν ήταν ανέκαθεν ταυτισμένο με το έργο που έχουμε στις ημέρες μας προ οφθαλμών. Η αλληλογραφία το δείχνει ανάγλυφα, δίνοντάς μας την ευκαιρία να λογαριάσουμε τον Κάλβο και σε ένα άλλο πεδίο: στο πεδίο της πρόσληψης και της κριτικής υποδοχής του. Ποιο είναι το πρόσωπο του Κάλβου που προκύπτει μέσα από τις σελίδες της αλληλογραφίας; Πώς κατανοούν οι αλληλογράφοι του τον ίδιο και την καλλιτεχνική του προσωπικότητα; Τι προέχει και τι υπερτερεί, αλλά και ποια είναι τα στοιχεία που μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα; Καταρχάς δεν προηγείται ο ποιητής, αλλά ο δάσκαλος, ο λόγιος, ο μεταφραστής και ο λεξικογράφος. Κι όταν, όμως, ξεμυτίζει ο ποιητής, αυτός δεν είναι ο Κάλβος των Ωδών, αλλά ένας ποιητής που αγωνίζεται να καταλάβει μια θέση στη γραμματεία του ιταλικού νεοκλασικισμού του 18ου και του 19ου αιώνα.
Και στην Ελλάδα τι συμβαίνει; Για να απομακρυνθώ τώρα από την αλληλογραφία, και να παρακολουθήσω το σκεπτικό του Αρβανιτάκη στην εισαγωγή του, και στην Ελλάδα οι συνθήκες λίγο παραλλάσσουν. Όσοι, βέβαια, γνωρίζουν και τιμούν στα καθ’ ημάς τον Κάλβο, τον γνωρίζουν και τον τιμούν όχι ως ιταλό, αλλά ως έλληνα ποιητή: σαν τον ποιητή των Ωδών, που μολοντούτο ανθολογούνται (όσο ανθολογούνται) σαν αγωνιστική συνεισφορά στο επαναστατικό πνεύμα του 1821. Ο κατοπινός Κάλβος, πρώτα του Παλαμά και μετά του Σεφέρη και της γενιάς του 1930, θα αργήσει ακόμη. Θα χρειαστεί πρώτα η παρέμβαση της επτανησιακής λογιοσύνης, με προεξάρχοντα τον ελληνοϊταλό Σπ. Δε Βιάζη, που θα αναδείξει και θα υπερασπιστεί τον Κάλβο ως τοπικό ποιητικό μέγεθος με υπερτοπική αξία. Ο άλλος Κάλβος, ο Κάλβος που θα υπερκεράσει τη σύγκρουση δημοτικιστών και καθαρολόγων, ο Κάλβος που δεν ενδιαφέρει για την προσήλωσή του στα ιδανικά του Αγώνα, αλλά για την ανορθόδοξη γλώσσα και για την παράξενη, νεοκλασική ή ρομαντική στιχουργική του (δεν είναι η ώρα να πιάσουμε τη συζήτηση για τον νεοκλασικό ή τον ρομαντικό Κάλβο), ο Κάλβος ως πρόδρομος του απελευθερωμένου ή του ελεύθερου στίχου και, επίσης, ως προάγγελος του συμβολισμού, αυτός ακριβώς ο Κάλβος, που είναι εν πολλοίς και ο ποιητής της δικής μας εποχής, θα καταφτάσει πολύ αργότερα. Όλα αυτά, όμως, είναι για μιαν άλλη στιγμή, και για ανθρώπους με εγκυρότερες αρμοδιότητες. Ο ίδιος θέλω, κλείνοντας, να πω μόνο ένα: ο Αρβανιτάκης πέτυχε με την έκδοση της αλληλογραφίας, και ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή της, να μας κάνει να παρακολουθήσουμε τον Κάλβο σε πλήρες (το πλήρες είναι ασφαλώς μια λέξη) φάσμα: εκκινώντας από τον ιταλό νεοκλασικιστή, περνώντας στον έλληνα πρόδρομο και προάγγελο και προλαβαίνοντας να φτάσει μέχρι και τον έλληνα ή βρετανό δάσκαλο. Άξιος και θαυμαστός, όπως κι αν τον ζυγίσουμε, κάθε κόπος του.
INFO: Ανδρέας Κάλβος: Αλληλογραφία. Τόμος Α’ 1813-1818. Σελ. 502.Τόμος Β’ 1819-1869 και αχρονολόγητες επιστολές. Σελ. 587. Εισαγωγή, επιμέλεια, σχολιασμός: Δημήτρης Αρβανιτάκης με τη συνεργασία του Λεύκιου Ζαφειρίου. Μουσείο Μπενάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου