Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Συνάντηση πραγματικότητας και μυθοπλασίας



Θανάσης Αγάθος(*).

Ο Μιχαήλ Μπαχτίν υποστηρίζει ότι μια από τις βασικότερες μορφές οργάνωσης του πολυγλωσσισμού στο μυθιστόρημα αποτελούν τα λεγόμενα παρέμβλητα ή εντιθέμενα είδη, δηλαδή τα διάφορα λογοτεχνικά και εξω-λογοτεχνικά είδη που εντάσσονται στην οντότητα του μυθιστορήματος, αλλά διατηρούν συνήθως την ελαστικότητά τους, την ανεξαρτησία τους, την υφολογική και γλωσσική ιδιαιτερότητά τους[1]. Τα παρέμβλητα είδη κυριαρχούν στο μυθιστόρημα της Ειρήνης Σταματοπούλου Ο κανόνας του παιχνιδιού, αποτελώντας τμηματικές εικόνες μιας πολυεπίπεδης πραγματικότητας, και επιβεβαιώνοντας έτσι τη θέση του Μπαχτίν ότι το μυθιστόρημα αποτελεί τη συγκριτική ενοποίηση, τον συνδυασμό όλων των άλλων κειμενικών ειδών, και είναι το μόνο είδος που μπορεί να περικλείει τα πάντα. Πράγματι, στο υβριδικό μυθιστόρημα της Σταματοπούλου επιχειρείται μια επιτυχής μείξη και συνειδητή σύγχυση κειμενικών ειδών. Επιστολικός λόγος, ημερολόγιο, φιλοσοφικό δοκίμιο, επιστημονική πραγματεία συνυπάρχουν σε ένα συναρπαστικό αφήγημα που μπορεί να διαβαστεί ως μια παραβολή πάνω στην αγωνιώδη διάσπαση του σύγχρονου ανθρώπου σε προσωπεία.
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, μια νεαρή γλωσσολόγος αρχίζει να περιγράφει τη διαδικασία συγγραφής του πρώτου της μυθιστορήματος, με ήρωα έναν ιδιωτικό υπάλληλο, τον Πέτρο, που έχει ως χόμπυ του τη μελισσοκομία. Πολύ νωρίς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της νεαρής γλωσσολόγου εξαφανίζεται, για να παραχωρήσει τη θέση της στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της φίλης της, της Δάφνης, η οποία, μέσα από μια σειρά ανεπίδοτων επιστολών προς τη γλωσσολόγο, αυτοψυχαναλύεται, περιγράφει τη σχέση με τους γονείς και τον αδερφό της, τους υπαρξιακούς προβληματισμούς και τις ερωτικές απογοητεύσεις της. Έτσι, ενώ στην έναρξη του βιβλίου της η Σταματοπούλου προετοιμάζει τον αναγνώστη για μια μυθοπλαστική αφήγηση προερχόμενη από μια γλωσσολόγο και επίδοξη πεζογράφο, στην πορεία κυριαρχεί ή αφήγηση μιας πιο γήινης και λιγότερο εγκεφαλικής  νεαρής γυναίκας, μια αφήγηση βιωματική και άμεση σχετικά με την ίδια της τη ζωή. Οι εξομολογητικές επιστολές της Δάφνης, που ισοδυναμούν με ένα είδος ημερολογίου, εναλλάσσονται με την ιστορία του Πέτρου, του ήρωα του μυθιστορήματος της γλωσσολόγου, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα του νεκρού πατέρα του και ανακαλύπτει μια νέα «οικογένεια» κάπου στα Γιάννενα. Παρεμβάλλονται συχνά-πυκνά πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και τις συνήθειες των μελισσών.
Ωστόσο, η πλοκή, παρά την άρτια οργάνωσή της, δεν είναι στο μυθιστόρημα της Σταματοπούλου τόσο σημαντική όσο οι χαρακτήρες. Κάνοντας λόγο για την «πρωταρχή της μυθοπλασίας», το βασικό δηλαδή αφηγηματικό στοιχείο της μυθοπλασίας που λειτουργεί ως πυρήνας ή ως έναυσμά της, ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος προτάσσει, εκφράζοντας τις προτιμήσεις των περισσότερων συγγραφέων, τον λογοτεχνικό χαρακτήρα έναντι της πλοκής και του σκηνικού: «Από τους περισσότερους συγγραφείς θεωρείται πως ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας έχει μια ιδιαίτερη σημασία, μια και αποτελεί την ουσιαστική πηγή δράσης. Η σχετική εκτίμησή τους στηρίζεται στο γεγονός πως δεν είναι δυνατό μια αφήγηση να διαθέτει πλοκή όταν δεν υπάρχει καμιά διαγραφή χαρακτήρων»[2].
Μάλλον σύμφωνη με την παραπάνω αντίληψη, η Σταματοπούλου κατορθώνει να διαπλάσει χαρακτήρες σφαιρικούς, δηλαδή σύνθετους, πολυδιάστατους, μη προβλέψιμους και ικανούς να εκπλήσσουν πειστικά με τη συμπεριφορά τους[3] και, ταυτόχρονα, εξελισσόμενους, δηλαδή χαρακτήρες που μεταβάλλουν την προσωπικότητά τους ή κατακτούν μια νέα γνώση της ζωής[4]. Αυτή η σφαιρικότητα και η εξελιξιμότητα των χαρακτήρων συνάδει με τον κατακερματισμό του αφηγηματικού «εγώ» και με τα παιχνίδια ρόλων, στα οποία επιδίδονται συχνά οι ανθρώπινες φιγούρες της ιστορίας. Οι χαρακτήρες αλλάζουν συνεχώς ρόλους, μάσκες, προσωπεία, επινοούν και υποδύονται υποκατάστατα, ταυτίζονται με άλλους χαρακτήρες. Ο Πέτρος υποδύεται τον (νεκρό εδώ και χρόνια) άντρα της αδερφής του, της Αργυρώς, για να δώσει χαρά στον μικρό ανιψιό του –στοιχείο που παραπέμπει σε πλήθος λογοτεχνικών, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων– και όταν ο μικρός του αποκαλύπτει ότι γνωρίζει την αλήθεια, συμφωνούν να συνεχίσουν να υποδύονται τον πατέρα και τον γιο για χάρη της Αργυρώς. Ο Στέφανος, ο αδερφός της Δάφνης, που συγκατοικεί μαζί της, υποκαθιστά προσωρινά τον ερωτικό σύντροφο που η ηρωίδα διαρκώς αποτυγχάνει να αποκτήσει. Η ίδια αυτή Δάφνη ταυτίζεται με τη φίλη του ωραίου φίλου της από το γυμναστήριο, μια μυστηριώδη θηλυκή ύπαρξη την οποία θεωρεί ένα είδος ενσάρκωσης της Ηλέκτρας του αρχαίου μύθου, για να ανακαλύψει στην πορεία ότι πρόκειται για την κόρη του Παντελή, του σοβαρού ώριμου κυρίου που τη φλερτάρει.
Οι φιγούρες που τόσο πειστικά πλάθει η Σταματοπούλου είναι ολοζώντανοι άνθρωποι, που βρίσκονται σε μια διαρκή και επώδυνη διαδικασία αναζήτησης ή επαναπροσδιορισμού ταυτότητας. Ο Πέτρος ψάχνει τον εαυτό του μέσα από την ιστορία του πατέρα του και της ετεροθαλούς αδελφής του· μετά τη γνωριμία του με την τελευταία και τον γιο της η ζωή του αποκτά καινούριο νόημα. Η Δάφνη αναζητά τον εαυτό της μέσα από τις αποτυχημένες ερωτικές της σχέσεις και αυτοενδοσκοπείται, όπως και η συγγραφέας του βιβλίου με ήρωα τον Πέτρο, μέσω της γραφής. Αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο, οι ήρωες της Σταματοπούλου είναι ανικανοποίητοι και μετεωρίζονται πάντα ανάμεσα σε δύο επαγγελματικούς χώρους. Ο Πέτρος είναι ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά δεν αντλεί καμία ευχαρίστηση από τη βασική του δουλειά, γεγονός που τον ωθεί στην περιστασιακή ενασχόλησή του με τη μελισσοκομία. Η Δάφνη εργάζεται ταυτόχρονα σε ιατρείο και σε καφετέρια, ενώ η φίλη της είναι γλωσσολόγος και συγγραφέας.
Η έμφαση που δίνει η Σταματοπούλου στον θεσμό της οικογένειας, η λεπτότητα και η ακριβολογία με την οποία χειρίζεται το συγκεκριμένο θέμα, θυμίζουν τους μεγάλους πεζογράφους της γενιάς του 1930, ιδιαίτερα τον Άγγελο Τερζάκη. Οι κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος αγαπούν τα συγγενικά τους πρόσωπα, αλλά δεν είναι απολύτως ικανοποιημένοι από την οικογενειακή τους ζωή και αναζητούν νέα μοντέλα οικογενειακής συμβίωσης. Οι σχέσεις μεταξύ αδερφών ή μεταξύ γονιών και παιδιών δοκιμάζονται ποικιλοτρόπως, αλλά, σε τελική ανάλυση, συσφίγγονται. Η Δάφνη συγκατοικεί για ένα διάστημα με τον αδερφό της, όταν εκείνος αφήνει προσωρινά τη φίλη του και ο Πέτρος γνωρίζεται με την ετεροθαλή αδερφή του, την Αργυρώ, και αναλαμβάνει να υποδυθεί τον ρόλο του νεκρού συζύγου για χάρη του μικρού γιου της. Ο Πέτρος χαλάει τη σχέση του με τον αδερφό του, τον Θοδωρή, όταν ο τελευταίος χάνει τη σκυλίτσα που ο Πέτρος του είχε εμπιστευθεί πριν φύγει για τα Γιάννενα, αλλά τελικά τα δύο αδέρφια συμφιλιώνονται. Οι δε ηλικιωμένοι γονείς αντιμετωπίζονται από τους νεότερους με κατανόηση, τρυφερότητα και καλοσυνάτη συγκατάβαση.
Επισημαίνω, επίσης, τη συχνή χρήση παραθεμάτων, οργανικά ενταγμένων στον προφορικό λόγο των δύο ηρωίδων, αλλά και στον επιστολικό λόγο της Δάφνης: η συγγραφέας αρχικά και η Δάφνη στη συνέχεια επικαλούνται συχνά την αυθεντία μεγάλων διανοητών, φιλοσόφων, συγγραφέων, προκειμένου να συμπληρώσουν ή να διευρύνουν τους συλλογισμούς του σχετικά με τα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: Προυστ, Νίτσε, Πεσόα, Σεφέρης, Τζόυς, Καβάφης, Ουάιλντ, Μπατάιγ, Λακάν, Μπλέηκ, Κούντερα, Μπαρτ, Κάφκα. Οι διακειμενικές αναφορές δεν εξαντλούνται, ωστόσο, στα προσεκτικά επιλεγμένα παραθέματα, αλλά επεκτείνονται σε πολλά έργα, από την Ηλέκτρα του Ευριπίδη ως την κλασική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα Ο στρατηγός Ντέλλα-Ρόβερε (Il generale Della Rovere, 1959) και τις Άλπεις του Γιώργου Λάνθιμου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, το βιβλίο της Σταματοπούλου αποτελεί ένα εύστοχο, συχνά ειρωνικό, σχόλιο σχετικά με τη συνάντηση πραγματικότητας και μυθοπλασίας και τα ρευστά όρια μεταξύ τους. Τα σχετικά χωρία αφθονούν, αλλά θα ξεχωρίσω δύο:
α. όταν το αφεντικό της Δάφνης στην καφετέρια την αποκαλεί ένα πολύ θετικό κεφάλαιο για το μαγαζί εκείνη εκπλήσσεται και γράφει στη φίλη της: «Έγινα και κεφάλαιο, φιλενάδα! Εκεί που έχω πάψει να αποτελώ κεφάλαιο ακόμα και για το μυθιστόρημα της ζωής μου» (70).
β. Η ηρωίδα-συγγραφέας αφηγείται στη Δάφνη το γενικό περίγραμμα του πρώτου της μυθιστορήματος και η Δάφνη παρατηρεί ότι αυτή τη φορά η φίλη της γράφει μυθιστόρημα, μυθοπλασία, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, επιστημονικά, θεωρητικά βιβλία της, για να λάβει από την επίδοξη συγγραφέα μιαν απάντηση αρκούντως αποκαλυπτική των προθέσεών της: «Η επιστήμη αποτελεί τη μεγαλύτερη ανθρώπινη μυθοπλαστική επινόηση, προκειμένου ο άνθρωπος να αντέξει τον εξευτελισμό του στην αναμέτρησή του με το απόλυτο. Και ο αληθινός θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απέχθεια για κάθε ακτινοβολία, η άρνηση κάθε ψευδαίσθησης, κάθε μυθοπλασίας» (21).
Το ανοιχτό και ανατρεπτικό φινάλε του βιβλίου επισφραγίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο αυτή τη συνάντηση του πραγματικού και του μυθοπλαστικού, αφήνοντας τη φαντασία του ενεργητικού αναγνώστη εντελώς ελεύθερη.

(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Πλέθρον, Αθήνα 1980, σ. 182-183.
[2] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι ιστορίες του κόσμου. Τρόποι της γραφής και της ανάγνωσης του οράματος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
[3] Για τους σφαιρικούς χαρακτήρες, βλ. Gerald Prince, A Dictionary of Narratology, University of Nebraska Press, Lincoln and London 1987, σ. 31.
[4] Lynn Altenbernd and Leslie L. Lewis, A Handbook for the Study of Fiction, Macmillan Publishing Co. Inc., New York 1966, σ. 58.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου