Τα αγαθά της συγκοινωνίας, 1920 - 1925. Λάδι και μολύβι σε καμβά, 34,8 x 69,3 εκ. Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομίας Νικολάου Παρθένη. Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. |
Σκηνογραφία της Ομορφιάς
Μακριά στο βουνό, όπου οι ίσκιοι κρύβονται
στις σκονισμένες σπηλιές των φαντασμάτων
και τα πουλιά ζωγραφίζουν τα τζάμια της Άνοιξης,
ένα λουλούδι κόκκινο ριγά από ευφροσύνη,
και μια παιδούλα αποκοιμιέται.
Αν το πουκάμισο της μέρας λεκιάστηκε,
είναι γιατί ήπιε χυμό στο ξύπνημα
μιας ρόγας σταφυλιού.
κι’ ένα περβόλι ανθόσπαρτο,
δεν είναι τίποτα διαφορετικό από μια καρδερίνα στο ασπαλάθι.
Μόνο νάρθουνε στόματα, στόματα γλάρων αμόλυντα
να τραγουδήσουν στα κρίνα.
Νάρθει πάλι η Άνοιξη με φλάουτα και σαντούρια,
να γίνει το μάτι της καρπουζιάς ακριβό παιχνίδι
του γρύλλου.
Το ξέρω θάρθουν πάλι σκαραβαίοι
με τρεμάμενα πόδια να σκάψουν το κενοτάφιο
της βιολέτας, κι’ ένα χορτάρι μοναχικό θα σφυρίξει
στην σαύρα.
Θάρθουνε νάνοι με φιόγκους να κόψουνε μανιτάρια
όπως κόβει το μεθύσι της Άνοιξης το φυλλοκάρδι της τσίχλας.
Και μη μιλάς για φωτιές, μη μιλάς για πολέμους
μήπως ξανάρθουν γαρίφαλα στ’ αυτιά μυλωνάδων
κι’ ονειρευτούν σπαρτολούλουδα χαίτες από καμπίσια πουλάρια.
Λένε πώς τα λουλούδια επιστρέφουν σε τόπους
φεγγερούς, όπου η χαραυγή κρύβει την πιο μεγάλη αγάπη.
Έτσι μια μυρτιά ανάβει την αύρα
μια αμφιλύκη σκαλίζει δυο αχιβάδες.
Φύσηξε αύρα δροσερή απ’ τη καρδιά της θάλασσας.
Το ξέρω κάποιες νύχτες θ’ απλώσεις στ ακρογιάλια
μυρωδιές κυπαρισσόμηλου,
κανείς δε θα σε βλέπει, μονάχα εσύ θα περπατάς
αγέρωχα ανάμεσα στα ξανθιά σπάρτα,
ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς που η ζωή περιέχει.
Τότε θα βάλουν τ’ άσπρα τους φορέματα οι μυγδαλιές,
οι αυγές θα σφυρίξουν με τα κοχύλια τους,
κί οι νύχτες σκαρφαλωμένες σ’ άσπρα άλογα
θα λαλήσουν περασμένα μεσάνυχτα.
Υπάρχει ένας χορός ξεχασμένος στα μάτια των
χωρικών, που κανείς δεν τον ξέρει,
μα όταν πια χτυπήσουν τα ρολόγια και φυσήξει
η αύρα, θα τιναχτούν στον αέρα τα παλικάρια
κάτω από τα βλέμματα των κοριτσιών,
οι νύχτες δε θα περιμένουν τις αυγές τους,
τα σφραγισμένα βλέφαρα θ’ ανοίξουν,
κι όλες μαζί οι καρδιές θα χτυπάν
για να θερμαίνεται η ζωή, για να έχει
καρδιά η αγάπη.
Κάθε φορά που έγραφα, άνοιγε η πόρτα της ομορφιάς.
Άκουγα το σιγανό της περπάτημα πίσω
από κάθε λέξη, πίσω από κάθε εικόνα.
Την ένιωθα τις νύχτες στο πιο πυκνό χιόνι,
καβάλα στη χαίτη των άστρων να ταξιδεύει,
σαν καταρράχτης απο κρίνους,
σαν κουρνιαχτός από γιασεμί.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
Γεννήθηκε στην Έμπαρο Ηρακλείου Κρήτης.
Διπλωματούχος ΜΗΧ/ ΓΟΣ ΜΗΧ/ΚΟΣ του Πολυτεχνείου Νεαπόλεως Ιταλίας.
3) Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς ( υπό έκδοση )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου