Απόσπασμα από το βιβλίο «Γιατί το Βυζάντιο»
Το κράτος των Ρωμαίων «ου καταλυθήσεται», θα μείνει αήττητο ανά τους αιώνες, γιατί φέρει τα χριστιανικά σύμβολα. Αυτή είναι η βάση της πνευματικής υπόστασης της βυζαντινής πολιτείας που έθρεψε τη γενική πεποίθηση για την ταύτιση της ιστορίας του Βυζαντίου με την ιστορία του κόσμου. Το τέλος του Βυζαντίου είναι λοιπόν αδιανόητο, γιατί θα σημαίνει το τέλος των καιρών. Κατά θεία βούληση το Βυζάντιο χαίρει χωρικής και χρονικής αφθαρσίας.
Έτσι κάθε γη βατή και κάθε θάλασσα πλωτή είναι ο φυσικός χώρος της άσκησης εξουσίας από το Βυζάντιο. Παγκόσμια η δύναμη του αυτοκράτορα, οικουμενική η ακτινοβολία του ορθόδοξου πατριάρχη. Οπωσδήποτε η θριαμβική αυτή θεώρηση, η ενατένιση της παγκοσμιότητας και της αιωνιότητας του Βυζαντίου δεν φαίνεται να ξενίζει τον κόσμο της ιουστινιάνειου περιόδου: όταν δηλαδή τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν μεταβάλει τη Μεσόγειο σε βυζαντινή λίμνη, όταν στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας [για να μη μιλήσω για την Αγιασοφιά και την κατά του Σολομώντος, όπως ειπώθηκε, νίκη του Ιουστινιανού], ο αυτοκράτορας και η Θεοδώρα, ο καθένας με τη συνοδεία του, έκαναν επίδειξη, στο περίφημο ψηφιδωτό, αίγλης δόξας και χλιδής και όταν η Renovatio, η Reconquista, η επανίδρυση δηλαδή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα αρχαία σύνορά της είχε πια επιτευχθεί, κανείς δεν αμφισβητούσε την παγκοσμιότητα της Νέας Ρώμης. Αυτή όμως η αναντίρρητη αποδοχή της απεραντοσύνης στον χώρο και στον χρόνο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης είναι κιόλας μια παρωχημένη πραγματικότητα πριν ακόμη φτάσει στο τέλος της η βασιλεία του Ιουστινιανού, όπως μας το δηλώνει απερίφραστα ο Προκόπιος με την Απόκρυφη ιστορία του (τα Ανέκδοτα) και το βεβαιώνουν λίγα χρόνια αργότερα τα κείμενα που μιλούν για «ταπείνωση» της Ρωμανίας.
Ο μετά τον Ιουστινιανό αιώνας είναι οπωσδήποτε η εποχή των αντιξοοτήτων που δημιούργησαν στη βυζαντινή Ευρώπη οι σλαβικές εισβολές και στην Ασία και Αφρική η αραβική κατάκτηση. Μεταξύ άλλων η εποχή χαρακτηρίζεται από τους διωγμούς των χριστιανών στις αραβοκρατούμενες περιοχές – οι μοναστικές πολιτείες της Παλαιστίνης εγκαταλείπονται και οι μοναχοί καταφεύγουν στη Μικρασία, όπου και ιδρύουν το μοναστηριακό συγκρότημα του Λάτμου στην περιοχή της Μιλήτου· Λάτρος ονομάστηκε εξαιτίας της λατρευτικής δραστηριότητάς τους.
Ιωάννης VΙΙΙ Παλαιολόγος
Στο Βυζάντιο, σε Ευρώπη και Ασία, η εποχή (μέσα 7ου-8ος α ιώνας) των λεγάμενων σκοτεινών χρόνων χαρακτηρίζεται από την παρακμή των μεγάλων αστικών κέντρων και των μητροπόλεων, με επακόλουθο την αγροτοποίηση του εναπομείναντος πληθυσμού και τη στρατιωτικοποίηση των επικοινωνιών και του οδικού και ναυτικού δικτύου. Οι λεηλασίες των εισβολέων, με τις καταστροφές, την παρακμή και την ανέχεια που προκαλούν, είναι συνθήκες πρόσφορες για τη δημιουργία κλίματος φοβίας, ανασφάλειας και δεισιδαιμονίας: προφητείες και προρρήσεις, πάντα καταστροφικού περιεχομένου αυτή την περίοδο, βρίσκουν πεδίο ευρείας διάδοσης [θα θυμίσω χαρακτηριστικά την περί τον Ψευδομεθόδιο πλούσια εσχατολογική φιλολογία]. Οι εξωτερικές απειλές αλλά και οι φυσικές καταστροφές, σεισμοί, πυρκαγιές, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί, εξηγούνται μόνο γιατί δηλώνουν την οργή του θεού κατά των παρανομούντωνχριστιανών· είναι θεοση- μείες, που, όπως λέει ο όρος ετυμολογικά, φανερώνουν τη θεία βούληση: «Γρηγορείτε», έλεγε η προδρομική ρήση, «ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»· «Μετανοείτε», δηλώνουν τώρα οι θεοσημείες [ας θυμίσω ότι «Μετανοείτε» είναι το όνομα δημοφιλούς αγίου της Λακωνίας, του Νίκωνα]· «καιρός να επανέλθετε στην ευθεία οδό που η τριβή και η ενασχόληση με τα κοσμικά κοινά σάς έκανε να εγκαταλείψετε», δηλώνουν με τον τρόπο τους οι θεομηνίες-θεοσημείες.
Η θεωρία της θείας παίδευσης, δηλαδή του μαθήματος που πρέπει να απορρέει από τις θεόπεμπτες καταστροφές, είχε ολοκληρωτικά τότε γίνει αντικείμενο επεξεργασίας κυρίως από τους εκκλησιαστικούς ταγούς στην καθεδρική τους ομιλία από τον άμβωνα. Ο όρος «παίδευση» αρχίζει να σημαίνει παίδεμα – και αυτό χωρίς καμία ευθύνη των δασκάλων της εποχής· το ρήμα παιδεύω βρίσκει προοδευτικά τη σημασία που έχει σήμερα και που τόσο φαίνεται να εκπλήττει τους μελετητές, που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη βυζαντινή θεωρία του τέλους του κόσμου και με την αμαρτία σαν αίτιό του· η θεωρία αυτή, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε ιουδαϊκή επίδραση, αφορά τη συσχέτιση αμαρτίας με τη διά της παραδειγματικής τιμωρίας επανόρθωση.
Είναι οπωσδήποτε γνωστό ότι η ανάσταση, δηλαδή η αναγέννηση μετά την αμαρτία και την τιμωρία, προϋποθέτει την ειλικρινή μετάνοια: μόνο μετάνοια ψυχής, λόγου, αλλά και κυρίως με έργα μπορεί να απαλύνει την οργή του θεού. Αυτήν την πνευματική συνέχεια, που από την ηθική κατάπτωση, την αμαρτία, χάρη στην παιδεία, διαμέσου της τιμωρίας, οδηγεί στη μετάνοια και στην ανάληψη, εξέφρασε μια σειρά έργων της βυζαντινής γραμματείας, κυρίως μετά τις επανειλημμένες καταστροφές και συρρικνώσεις που γνώρισε η αυτοκρατορία και το κράτος της, κλυδωνούμενο από εξωτερικούς εχθρούς και συχνά απειλούμενο από εσωτερικούς πολεμίους, κυρίως τους αιρετικούς, όπως, π.χ., τους Παυλικιανούς στα ανατολικά σύνορα.
Ως βασικό παράδειγμα του φιλολογικού ηθικοπλαστικού αυτού είδους θα αναφέρω τους λόγους του πατριάρχου Φωτίου προς τους Κωνσταντινοπολίτες, λόγους που εκφώνησε από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας όταν για πρώτη φορά τα ρωσικά πλοία, στις 18 Ιουνίου του 860, επωφελούμενα από την απουσία του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και του στρατεύματος στην Ασία στον κατά Αράβων πόλεμο, παραβίασαν τη ναυτοφρουρά της βυζαντινής πρωτεύουσας και εδηώσαν τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, σκορπώντας τρόμο, αλλά και κατάπληξη για το εγχείρημα, στους κατοίκους της Βασιλεύουσας και αυτής της νησιωτικής Προποντίδας.
Μόνο η με τα εγκόσμια υπερβολική και άκαιρη ενασχόληση των Βυζαντινών, μόνο η προς τα υλικά αγαθά άμετρη προσήλωσή τους, εξηγεί τη «θεοσημεία» της ρωσικής επιδρομής, αυτού του άγνωστου ως τότε έθνους, που όπως λέει ο Φώτιος, δεν δίστασε να διασχίσει ποταμούς και ωκεανούς για να έρθει με μορφή τιμωρού μπρος στη Βασιλεύουσα.
Λογικά το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών ομιλιών του Φωτίου [που πολλοί τις παραλλήλισαν ως έμπνευση με τον ΑκάθιστοΎμνο του Σεργίου και την αβαροσλαβική πολιορκία της Πόλης] είναι αφιερωμένο στην έκθεση των διαπραχθεισών αμαρτιών από το, μοναχά κατά το όνομα, χριστώνυμο πλήρωμα και βέβαια στην προτροπή για μετάνοια, τη μόνη διαγωγή που μπορεί να κατευνάσει τον Θεό, να επιφέρει παραμυθία στους πεπονημένους και βέβαια να αποτρέψει ευρύτερες καταστροφές.
Ανέφερα κάπως διεξοδικά τα φωτειανά περιστασιακά της ρωσικής κατά της Κωνσταντινούπολης απειλής κείμενα, όχι μόνο γιατί είναι δείγματα βαθιάς έμπνευσης και οφείλονται σε έναν από τους στυλοβάτες του βυζαντινού πνεύματος και της πρώτης βυζαντινής αναγέννησης, αλλά κυρίως γιατί η κειμενολογική εξέταση και η οργάνωση των δύο ομιλιών του Φωτίου μας επιτρέπει να καθορίσουμε:
- 1) τα θέματα που θα αναπτύξει r κατοπινή συγγενής φιλολογική παραγωγή,
- 2) την αιτιολογική συσχέτισή τους,
- 3) τις έννοιες [κυρίως τις λέξεις-κλειδιά θα λέγαμε], που βλέπουμε να επαναλαμβάνονται αδιάκοπα αργότερα [όπως «κρίμασι οις οίδε Κύριος»] και βέβαια
- 4) τις περιπτώσεις που απαιτούσαν μια τέτοια παραμυθητική και προτρεπτική συνάμα φιλολογική παραγωγή.
Σχετίζονται όλες με τη δυσπραγία του γένους.
Είναι γνωστό ότι οι περιπτώσεις αυτές, δηλαδή η κατά των βυζαντινών κυρίως πόλεων απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, θα γίνουν με τον καιρό συχνές και στα χρόνια των Παλαιολόγων, εξαιτίας της τουρκικής προόδου, συχνότατες. Θα απασχολήσουν, όχι μόνο ιερωμένους, που καθήκον τους είχαν την ενθάρρυνση του ποιμνίου τους κατά τις δύσκολες ιστορικές συνθήκες, αλλά θα γίνουν μέλημα των αυτοκρατόρων [όπως, π.χ., βλέπουμε στα κείμενα του Μανουήλ Παλαιολόγου], των κρατικών λειτουργών και των πνευματικών ανθρώπων: οι ομιλίες και η επιστολογραφία της εποχής των Παλαιολόγων είναι κατάμεστες παρόμοιων προτρεπτικών και παρηγορητικών νουθεσιών, όπως, π.χ., το Περί Ομονοιας του Μαγίστρου [αναφέρω επίσης τα έργα του Κυδώνη, του Οιναιώτη, του Πλανούδη, του Γαβρά κ.ά.].
Πριν σταθώ στα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του τέλους της εποχής των Παλαιολόγων, που σχετίζονται με την τουρκική κατάκτηση, θα ήθελα να θυμίσω ότι τα πιο εύγλωττα κείμενα, εκτός από τα γραπτά του Θωμά του Μαγίστρου, είναι αυτά που προσφέρουν οι διηγήσεις των τριών αλώσεων της Θεσσαλονίκης από τους εξωτερικούς επιδρομείς. Εννοώ:
- 1) την άλωση του 904 από τους Άραβες, την οποία εξιστορεί ο Καμενιάτης [είναι αυτονόητο ότι δεν συμμερίζομαι την άποψη του Sevcenko για τη μετατόπιση της χρονολογίας του κειμένου του Καμενιάτου],
- 2) την άλωση του 1185 από τους Νορμανδούς, που μας διέσωσε το τραγικά πλούσιο κείμενο του μητροπολίτη Ευστάθιου, και βέβαια
- 3) την τελευταία άλωση του 1430 από τους Τούρκους, άλωση που εξιστορεί ο Ιωάννης Αναγνώστης.
Από τα τρία αυτά συναφή κείμενα, το πιο εμπεριστατωμένο και το πιο χρήσιμο για την έρευνα μας μένει κυρίως το κείμενο του Ευστάθιου: είναι αυτό που μας περιγράφει την αίγλη και τη δόξα της «καλλίστης Θεσσαλονίκης» σε σύγκριση με την κατάπτωση που γνώρισε, όπως δείχνουν τα αμαυρά χρώματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να δείξει τη μετά την εισβολή των Νορμανδών κατάσταση.
Οπωσδήποτε πρέπει να πούμε ότι το είδος της φιλολογικής παραγωγής που περιγράφουμε, παρόλο που απορρέει κατά κάποιο τρόπο από την παλαιότερη ηθικοπλαστική λογοτεχνία και μολονότι σχετίζεται με τα κείμενα που πραγματεύονται προφητικά τα πεπρωμένα του Βυζαντίου, αντίθετα από τα εσχατολογικά σωτηριολογικά κείμενα, είναι προϊόν αυτόπτων μαρτύρων των γεγονότων.
Οφείλεται κυρίως στη γραφίδα ιερωμένων, που βέβαια αποβλέπουν τώρα στο να στηρίξουν, αν όχι το αιώνιο της πολιτείας, το αιώνιο της ορθοδοξίας και της πίστης, που στο ανακύκλωμα των χρόνων, και με προϋπόθεση πάντα ότι η αμαρτία θα εξαγνισθεί με βαθιά και ειλικρινή μετάνοια, θα ξαναφέρει τη δυνατότητα παλιγγενεσίας, ανόρθωσης και επανασύνδεσης με το ένδοξο παρελθόν. Αυτό άλλωστε, η δυνατότητα δηλαδή ανάστασης, ήταν το μάθημα που οι Βυζαντινοί συγκράτησαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 1204 στα χέρια των Λατίνων: η παλιννόστηση στην εστία του γένους το 1261 έδειξε την ηθική ανασυγκρότηση του παραστρατημένου κράτους των τελευταίων Αγγελοκομνηνών.
Αυτό το κράτος είχε επικρίνει με τους λόγους που έγραψε ως εκπρόσωπος του Θεόδωρου Λάσκαρι ο Νικήτας Χωνιάτης, αλλά και ο αδελφός του Μιχαήλ, αυτήν την επιτυχή προσπάθεια ανασύστασης έδειξαν οι νίκες του νικαιακού στρατού, κυρίως υπό τον Βατατζή, που έφτασε ως τα βάθη της Μακεδονίας· λογικά ο αναστημένος κόσμος του Βυζαντίου απένειμε χάριτες στον Δεσπότη Βασιλέα Χριστό, που συγχώρησε τις αμαρτίες και επέτρεψε τη νίκη μέσω του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου· λογικά ονόμασαν τον Μιχαήλ, Δεύτερο και Νέο Κωνσταντίνο ως το όργανο της αναγέννησης του γένους, όπως ο θρύλος δεν έπαψε ποτέ να θέλει και να λέει ότι θα γίνει το ίδιο [πάλι με χρόνια με καιρούς] με τον μάρτυρα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Όπως και να έχει, το πλήρωμα του χρόνου θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη θεϊκή βούληση: ο φόβος ότι ο Κύριος εγκατέλειψε τελειωτικά το παραστρατημένο ποίμνιο είχε απόλυτα καταλάβει τους απανταχού Βυζαντινούς των χρόνων πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Η ραγδαία πρόοδος των τουρκομανικών στρατευμάτων στη Μικρασία [που είχε «αιχμαλωτισθεί άπασα», όπως λέει ένα χρονικό στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα], οι καταπατήσεις και οι απρέπειες κατά των βυζαντινών χριστιανικών εκκλησιών από τους απίστους [ο Οιναιώτης στην ακόμη ανέκδοτη αλληλογραφία του, δακρύβρεχτος αναφέρει τις μαγαρισμένες από τους Τούρκους του Χαλήλ «μολυβδοσκέπαστες» εκκλησίες της περιοχής της Ραιδεστού, ήδη γύρω το 1326, πολύ δηλαδή πριν από την πτώση της Καλλίπολης και την εισβολή των Τούρκων στην Ευρώπη], Τέλος, οι αιχμαλωσίες και οι σφαγές των πληθυσμών, οι αλλαξοπιστήσεις και οι άλλες κακοδαιμονίες, μαρτυρούσαν, όχι μόνο την οργή του Κυρίου, αλλά την αμετάκλητη καταδίκη τού άλλοτε «εκλεκτού λαού», του Νέου Περιούσιου «κρίμασι οις οίδε Κύριος», όπως επαναλαμβάνουν τα πατριαρχικά κείμενα της εποχής.
Λογικά η λέξη «κρίμα», από απόφαση μιας κρίσης έφτασε να σημαίνει καταδικαστική απόφαση, η βαριά κατάρα του λαού μας, «το κρίμα μου να σ’ εύρη» είναι αναμφισβήτητη εφαρμογή της σημασιολογικής αυτής εξέλιξης. Χαρακτηριστικά τα κείμενα που αναφέρονται στη δυσπραγία των χρόνων αυτών είναι τώρα περισσότερο παραινετικά παρά προτρεπτικά, όλα δείχνουν ότι αμετάκλητη πια είναι η θεϊκή καταδικαστική απόφαση.
Έτσι βιαστικά, για παράδειγμα, θα αναφέρω τα κατά τη γνώμη μου αντιπροσωπευτικά γραπτά της τάσης αυτής: ο Η. Hunger θα τα κατέτασσε στην ομάδα των κειμένων της πρακτικής ρητορικής – είναι κείμενα που υπαγορεύει πόνος ψυχής για το κλυδωνούμενο σκάφος της πολιτείας και της ορθοδοξίας. Αναφέρω κατά κύριο λόγο αυτά που κάπως σχετίζονται με την περιοχή της Θράκης και της Μακεδονίας, π.χ. την ομιλία του Φιλόθεου Κόκκινου προς τους κατοίκους της Ηράκλειας του Πόντου που μετά την άλωση της πόλης τους το 1351 και τη δήλωσή της κατέφυγαν στη Θράκη και στη Μακεδονία · είναι τέλειο παράδειγμα τόσο στις εκφράσεις όσο και στο περιεχόμενο του είδους που αναλύω· και θα προσθέσω ομιλίες, σχετικές με τη Θεσσαλονίκη, όπως των τελευταίων βυζαντινών μητροπολιτών της πόλης, του Ισίδωρου Γλαβά (1380-1396) και την, ακόμη νομίζω αδημοσίευτη, συλλογή των ομιλιών του Γαβριήλ (1397).Όσον αφορά την Κωνσταντινούπολη θα αναφέρω ιδιαίτερα την ομιλία του Δωρόθεου Ιερωτάτου Μητροπολίτου.
Από την απλή ανάγνωση των συγκινητικών, θα έλεγα μάλιστα των συνταρακτικών, ακόμη κειμένων, που μέσα στο σκοτάδιτων καιρών δεν παύουν να τρέφουν την άσβηστη λυχνία της πίστης, διαφαίνεται η ηθική κατάπτωση των κατατρεγμένων από την ιστορία Βυζαντινών, για την ανομία και για τα λάθη. Δικαιώνεται έτσι ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, που βίαια, αλλά θα έλεγα παραστατικά, έγραψε την πικρή αλλά και τραγική αλήθεια για τους Κωνσταντινοπολίτες των αμαρτωλών εκείνων καιρών στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Για τους Βυζαντινούς, που τυφλωμένοι από την ενωτική και ανθενωτική διαμάχη γράφει ο Παλαμάς ότι περίμεναν τον Τούρκο μακελάρη να πάρει την πόρνη Πόλη. Χριστός όμως είναι ο παιδεύων και πάλιν ιώμενος· η σωτηρία μετά την αμαρτία και τη μετάνοια. Εναγωνίως οι υπόδουλοι των πρώτων μετά την άλωση χρόνων περίμεναν την των χρόνων συντέλεια. Με τον καιρό μετρούσαν και ξαναμετρούσαν, μέρες, μήνες, χρόνια σκλαβιάς, προσμένοντας μάταια το πλήρωμα των προφητειών: την ανάσταση δηλαδή του γένους και της Πόλης. Η τραυματική αυτή εμπειρία διατρέχει όλη νομίζω τη νεοελληνική ιστορία ως σχεδόν σήμερα.
Ελένη Γλυκατζή Αρβελέρ –Απόσπασμα από το βιβλίο «Γιατί το Βυζάντιο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου