πηγή:http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=99580
200 χρόνια από τη γέννηση του μεγαλύτερου ποιητή της νεότερης Ιταλίας
Η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για τους έλληνες ποιητές του παρελθόντος· η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για έναν έλληνα ποιητή του τέλους του αιώνα μας. Αυτά τα δύο θέματα θα ήθελα να πραγματευθώ στην παρούσα επιφυλλίδα. Και τούτο γιατί το 1998 είναι μεγάλη λογοτεχνική επέτειος και για τους Ιταλούς. Οπως εμείς με τον Σολωμό, έτσι κι αυτοί γιορτάζουν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγαλύτερου νεότερου ποιητή τους, ενός ποιητή με το έργο του οποίου η ποίησή μας συνδέεται με σχέσεις που θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς δεσμούς αίματος.
Η νεοελληνική τύχη του Λεοπάρντι παραμένει ακόμη ένα άγραφο κεφάλαιο της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης. Εκ πρώτης όψεως η παρουσία του Λεοπάρντι στην Ελλάδα φαίνεται ισχνή. Οι μεταφράσεις των ποιημάτων του είναι λίγες, αν σκεφτούμε το ποιητικό του μέγεθος και τη μεταφραστική τύχη άλλων ιταλών ποιητών. Δεν θα συγκρίνω τον αριθμό τους με εκείνον των μεταφράσεων του Φόσκολο, που η ελληνική καταγωγή του διατήρησε σχεδόν αμείωτο το μεταφραστικό ενδιαφέρον για το έργο του (οι μεταφράσεις των Τάφων ξεπερνούν τις δέκα). Ωστόσο φαίνεται περίεργο το γεγνός ότι, ενώ μεταφράσεις έργων μικρότερων ποιητών λ.χ. του Καρντούτσι έχουν εκδοθεί σε μορφή βιβλίου, οι λεοπαρδικές βρίσκονται μόνο σε περιοδικά ή ανθολογίες (ως βιβλία μεταφράστηκαν μόνο τα Ηθικά έργα και οι Σκέψεις). Το γεγονός γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον όταν διαπιστώνουμε ότι ο διάλογος που ανέπτυξαν οι έλληνες ποιητές με την ποίηση του Λεοπάρντι είναι, αν όχι μεγαλύτερος σε έκταση, βαθύτερος από τον διάλογο που είχαν με τον Φόσκολο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι, ενώ κανένας έλληνας ποιητής δεν ονομάστηκε «φοσκολικός», τρεις τουλάχιστον, οι Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης, έχουν αποκληθεί ποιητές «λεοπαρδικοί». Και ο χαρακτηρισμός αυτός θα μπορούσε να αποδοθεί για τη συνομιλία τους με τον Λεοπάρντι σε δύο ακόμη ποιητές: στον Σολωμό και στον Σαραντάρη.
Βεβαίως όλοι αυτοί οι ποιητές που πλην του Παπαρρηγόπουλου είναι δίγλωσσοι (γράφουν ποιήματα και στα ιταλικά) δεν ανακαλύπτουν την επικαιρότητα του Λεοπάρντι στην ίδια ακριβώς περιοχή της ποίησής του. Αν για τον Παπαρρηγόπουλο και τον Μαρτζώκη ο λεοπαρδισμός είναι η βαθιά συνειδητοποίηση της μελαγχολίας ως βασικής συντεταγμένης της ανθρώπινης κατάστασης, ο Μαβίλης και ο Σαραντάρης φαίνονται να αντλούν από τη λεοπαρδική ποίηση ένα μέρος από τη «φωτεινή απαισιοδοξία» του ο πρώτος και κάτι από τον πόθο της ατέρμονης αιωνιότητας ο δεύτερος. Οσο για τον Σολωμό, η σχέση του με τον Λεοπάρντι φαίνεται να περιέχει πολύ περισσότερα από εκείνο που δείχνει ο διάλογος του ιταλικού ποιήματός του «Σαπφώ» με το «Τελευταίο άσμα της Σαπφώς», τον οποίο επεσήμανε ως ενδεχόμενο ο Παλαμάς. Φαίνεται να έχει συμβάλει στη διαμόρφωση όχι μόνο του συνολικού οράματος ζωής του Σολωμού αλλά και της έκφρασής του: η καθαρότητα της ποιητικής γλώσσας του Σολωμού, η οποία έκανε κάποιους να τον χαρακτηρίσουν πρόδρομο της «καθαρής ποίησης» (χαρακτηρισμός που έχει αποδοθεί και στον Λεοπάρντι), αισθάνομαι ότι δεν οφείλεται μόνο στη βαθιά μελέτη της γλώσσας των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών αλλά και στην αφομοίωση του γλωσσικού μαθήματος του ιταλού ποιητή.
Αλλά γιατί ο Λεοπάρντι είναι σήμερα επίκαιρος; για την ακρίβεια, γιατί υπήρξε πάντοτε επίκαιρος; Ασφαλώς για τη λυτρωτική ενέργεια των στίχων του που παρουσιάζεται με τη μορφή ενός παραδόξου: ο Λεοπάρντι «ποιητής της παγκόσμιας οδύνης», όμως ταυτόχρονα και ποιητής που υπερβαίνει αυτή την οδύνη· ο Λεοπάρντι ποιητής απαισιόδοξος, συγχρόνως όμως και ποιητής που υπερβαίνει την απαισιοδοξία για να τη μεταμορφώσει, έστω για μια στιγμή όμως για μια στιγμή βαθιάς και ανεξάλειπτης διάρκειας , σε μια κατάσταση ευτυχισμένης ασυνειδητότητας που γεννά ένα συναίσθημα, αν όχι χαράς, τουλάχιστον μη απαισιοδοξίας· ο Λεοπάρντι ποιητής που ανήγειρε έναν βωμό στον θάνατο, δεν θέλησε όμως να καταστρέψει τη μαγεία της ζωής.
Δεν ξέρω πώς οι ιταλοί κριτικοί έχουν εξηγήσει αυτό το παράδοξο και ασφαλώς το έχουν εξηγήσει. Πιστεύω όμως ότι την απάντηση στο ερώτημα του λεοπαρδικού παραδόξου ένας ποιητής πρέπει να τη δίνει μόνος του. Μόνο έτσι η επικαιρότητα του Λεοπάρντι μπορεί να γίνει προσωπική επικαιρότητα, δηλαδή στοιχείο ωφέλιμο για εκείνον τον ποιητή που αισθάνεται ότι η ποίηση του Λεοπάρντι έχει κάτι να διδάξει (εγώ πιστεύω πως έχει να διδάξει πολλά) στους ομοτέχνους.
Υπάρχει ένα διεισδυτικότατο σχόλιο του Καρντούτσι το οποίο είναι, πιστεύω, μια σπουδαία στιγμή της λογοτεχνικής κριτικής: «Ο Λεοπάρντι ρομαντικοποίησε την καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού συναισθήματος». Αν ρομαντικοποιώ σημαίνει στην περίπτωση του Λεοπάρντι τη μέγιστη λογοτεχνική αυθορμησία στην οποία μπορεί να φθάσει ένας ποιητής που διαμορφώθηκε με τους αρχαίους κλασικούς· και αν με τη φράση «το αρχαίο ελληνικό συναίσθημα» ο Καρντούτσι εννοεί, όπως πιστεύω, την τραγική αίσθηση της ανθρώπινης ζωής όπως την εξέφρασε η αρχαία ελληνική τραγωδία, τότε το παράδοξο του Λεοπάρντι θα μπορούσε να βρει μια πιθανή εξήγηση. Και τούτο γιατί φαίνεται να μην απορρέει από κάτι άλλο παρά από αυτήν ακριβώς τη ρομαντικοποίηση, η οποία, ως λυρικοποίηση της αρχαίας ελληνικής αίσθησης του τραγικού, είναι μια πράξη που εγκολπώνει δύο διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία.
Ο λυρισμός του Λεοπάρντι, γράφει ο Ναταλίνο Σαπένιο, αντιτίθεται από τη μια στην αφήγηση (στο έπος), που είναι μια αυθαίρετη και ποιητικά επικίνδυνη έκταση στον χρόνο, και από την άλλη στο δράμα ως μιμητικό είδος, που «προϋποθέτει μια τάξη επιβαλλόμενη από έξω» αντιτίθεται σ' αυτά τα δύο για να φθάσει «σ' ένα τραγούδι που δεν γνωρίζει διάρκεια ούτε κανόνα έξω από την ειλικρίνεια της έμπνευσης», εκφράζοντας έτσι «τον παλμό της καρδιάς στην αμεσότητά του». Αυτή η αμεσότητα όμως και αυτός ο παλμός μπορούμε να προσθέσουμε είναι στον Λεοπάρντι η αμεσότητα και ο παλμός όχι του συνήθους λυρισμού, του λυρισμού τού εγώ, αλλά της καρδιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας μπροστά στην τραγική της μοίρα. Ο Λεοπάρντι κατορθώνει να μεταφέρει στη λυρική ποίηση, πιστεύω περισσότερο και καλύτερα από κάθε άλλον λυρικό ποιητή κι εδώ βρίσκεται η ιδιοτυπία του , τη λειτουργία του σιλερικού ύψους, μια λειτουργία τραγική και ταυτόχρονα λυτρωτική γιατί περιέχει και το αποτέλεσμα της νίκης της ανθρώπινης βούλησης επί του φυσικού νόμου, δηλαδή της ανθρώπινης αίσθησης επί του θανάτου. Με λίγα λόγια, κατορθώνει να κάνει τραγική ποίηση με λυρικά μέσα, με λυρική γλώσσα και πιστεύω ότι αυτό πρέπει να αισθάνονται όσοι υπογραμμίζουν την καθαρότητα της ποιητικής του γλώσσας. Η καθαρότητα της γλώσσας του Λεοπάρντι (αλλά και του Σολωμού) δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων λυρικών ποιητών της εποχής του. Δίνει όμως την αίσθηση ότι είναι μεγαλύτερη γιατί ο λεοπαρδικός λυρισμός (όπως και ο σολωμικός) έχει βαρύτερο περιεχόμενο, εκφράζει συναισθήματα πυκνότερα και ασύμβατα με εκείνα του συνήθους λυρισμού.
Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται η επικαιρότητα του Λεοπάρντι για τον ποιητή του καιρού μας: στο ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Λεοπάρντι λυρικοποιεί το τραγικό μπορεί να λειτουργήσει ως ένα δίδαγμα· ως παράδειγμα μιας αναζήτησης που θα εξουδετερώνει το συναίσθημα στο οποίο μας έχουν οδηγήσει η έκπτωση των αξιών και ο απόλυτος σχετικισμός των ημερών μας. Σε μιαν εποχή που χαρακτηρίζεται από τον θρίαμβο της επιφανειακότητας ο Λεοπάρντι θα μπορούσε να μας βοηθήσει να βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε από την άκρατη υποκειμενικότητα και να αποδώσουμε εναργέστερα και αντικειμενικότερα τη βαθύτερη εσωτερικότητα του ανθρώπου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου