επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου
ΔΙΗΓΗΜΑ
Και μετά το σαν ελάχιστη απότιση φόρου τιμής αφιέρωμα του Cantus Firmus στον τρισμέγιστο διηγηματογράφο μας Δημοσθένη Βουτυρά, τι ; Τι θα μπορούσε να ακολουθήσει στην συνέχεια σε τούτη την νιογέννητη στήλη με τον σκανταλιάρικο τίτλο ΔΙΗΓΗΜΑ; Καινούργια αφιερώματα; Κριτικές παρουσιάσεις διηγημάτων;Και αν ναι,παλιότερων ή σημερινών;Ή μήπως και τα δυο με μια τακτικότητα ανά εβδομάδα, ας πούμε;
Έσπαγα το κεφάλι μου κι αναρωτιόμουν.Μα όσο το παίδευα τόσο πιο ξεκάθαρο γινόταν: η στήλη αυτή πρέπει να γίνει χωράφι για να φυτρώσουν ελεύθερα νέοι σπόροι.Η χωρίς τυμπανοκρουσίες δημοσίευση των διηγημάτων εκείνων όλων των ανθρώπων που υπηρετούν την μικρή φόρμα με σεμνότητα και ανεξάρτητα από το αν είναι έμπειροι γραφιάδες ή άγουρα ταλέντα ο μόχθος τους είναι αποτέλεσμα της αγάπης τους για το είδος,μου φάνηκε ως η καλύτερη επιλογή.
Την αρχή την κάνει σήμερα η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη - έμπειρη,ταλαντούχα και σεμνή συγγραφέας-με το μεστό και ουμανιστικό διήγημά της «Αποκαθήλωση».
Β.Γ.
Αποκαθήλωση
Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας κατευθείαν μπροστά, σίγουρη, αδιάφορη, παγερή μέσα στα μαύρα της γυαλιά, ντυμένη από κορφής με ρούχα που μαρτυρούν οικονομική ευμάρεια, και μ’ έναν αέρα αυθάδειας, που χαρίζει το θράσος, αλλά και το χρήμα, πλήρωσε με πιστωτική κάρτα στο ταμείο ένα μαγιό τυρκουάζ. Υπέγραψε στα γρήγορα την απόδειξη, κράτησε το αντίγραφο και, ευχαριστώντας τυπικά, άρπαξε τη σακούλα με το μαγιό και βγήκε έξω από το γεμάτο με γυναίκες κατάστημα, αφήνοντας πίσω της πωλήτριες κι αφεντικό εντυπωσιασμένους στο πέρασμά της. Η καρδιά της, κυριολεκτικά τρελαμένη από την αγωνία που είχε ορμήσει και κατέκλυζε κάθε ίνα του κορμιού της, είχε στήσει χορό στο στήθος της, που ασφυκτιούσε στριμωγμένο μέσα στο ολοκαίνουργιο πολύχρωμο και πανάκριβο σουτιέν· αυτό που με ταχυδακτυλουργική ταχύτητα είχε μόλις σουφρώσει από το δοκιμαστήριο του καταστήματος εσωρούχων.
Δεν είναι σίγουρη ακόμα ότι κι αυτή τη φορά τα κατάφερε. Το κορμί της στητό, ισορροπώντας με άνεση πάνω σε πανύψηλα τακούνια, τη μετέφερε έξω στο πεζοδρόμιο μόνο του. Υπακούοντας προφανώς στη μυστική φωνή που κάθε φορά που εκείνη μεταμορφώνεται σε μιαρή κλέφτρα, σατανικά λες, τη διατάζει: «Έλα, μην το σκέφτεσαι… είναι τόσο εύκολο, κάν’ το. Πάρ’ το, το θέλεις τόσο, σου αρέσει, το ποθείς. Κλέψ’ το! Τώρα!»
Τα χέρια της υπακούουν τυφλά, το μυαλό της δε σκέφτεται τίποτα, δε συμμετέχει, νεκρώνεται, μέχρι να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο. Το κλεμμένο αντικείμενο συνήθως μεταφέρεται σε σακούλες ή στην τσάντα της, διπλωμένο ξανά και ξανά για να χωρέσει ή άτσαλα χωμένο, με ετικέτες ή χωρίς, αφού πολλές φορές από τη λύσσα της τις κόβει με τα δόντια, ή πάλι σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως σήμερα π.χ., φορεμένο κατευθείαν απάνω της. Δεν την ενδιαφέρει αν το εκάστοτε αντικείμενο του πόθου της είναι φτηνό ή ακριβό, σημασία γι’ αυτήν έχει να το κλέψει. Σημασία έχει η πράξη. Ρισκάρει συνεχώς, χωρίς να σκέφτεται το κόστος, αν κάποτε την πιάσουν. Εξευτελισμός, διασυρμός, αστυνομία, δικαστήρια, ντροπή, ενοχές, στέρηση της οικογενειακής της γαλήνης, αναξιοπιστία, η ρετσινιά που θα τη συνοδεύει στο εξής, η περιφρόνηση απ’ όλους…
Προς το παρόν, εισπράττει περιφρόνηση για τις πράξεις της, από τον ίδιο της τον εαυτό, όταν συνέρχεται απ’ το λήθαργο και πνίγεται στις τύψεις.
Η επίγνωση της κατάστασής της συνοδεύεται από εύλογο φόβο. Πίσω απ’ τον τρόμο υπάρχει θυμός που δεν ανακουφίζει.
Έχει άφθονα ρούχα, εσώρουχα και παπούτσια. Η προσωπική της ματαιοδοξία φυλακίζεται σε δύο τεράστιες ντουλάπες, ασφυκτικά γεμάτες με αντικείμενα άχρηστα τις περισσότερες φορές. Συχνά πολλά απ’ αυτά δεν προλαβαίνει καν να τα φορέσει. Δεν της λείπουν τα χρήματα. Στο πορτοφόλι της πάντα μεταφέρει τρεις πιστωτικές κι αρκετά μετρητά . Αφού λοιπόν μπορεί κάλλιστα να πληρώσει το αντίτιμο, τότε γιατί το κάνει; Γιατί το κάνει, αφού σχεδόν πάντα το μετανιώνει; Έχει αναρωτηθεί πολλές, μα πάρα πολλές φορές. Στη συγκεκριμένη ερώτηση όμως αδυνατεί ν’ απαντήσει.
Η αρρώστια της είναι ένας τόπος εξορίας.
Συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου