Γιώργος Δ.
Παναγιώτου
IX
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ «ΚΙΧΛΗ» Γ' 27-28, ΤΟ ΦΩΣ,
Καθώς περνούν τα
χρόνια Γ΄ 27
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν· Γ΄ 28
[...]
Ποιους
κριτές εννοεί ο ποιητής;
Ο
Καραντώνης παρατηρεί ότι «ο ποιητής [...] μας αφήνει να νοιώσουμε πως σαν
άνθρωπος κι αυτός έχει το μερίδιό του από το κώνειο της ζωής».
Για
τον Παπατζώνη[2]
η αναφορά γίνεται στους κριτές που κρίνουν και καταδικάζουν το ποιητικό έργο του
Σεφέρη.
Ο
Αργυρίου πιστεύει ότι «καθώς περνούν τα χρόνια μεγαλώνει γύρω σου η παρεξήγηση
κι η μοναξιά. Πληθαίνουν οι κριτές, και λιγοστεύουν οι σύντροφοι. Αυτό είναι
[...] το πικρό δώρο της πείρας σου».[3]
Ο
Vitti από την άλλη πιστεύει ότι οι κριτές,[4]
την εποχή που ο Σεφέρης γράφει την Κίχλη,
είναι αυτοί που θα τον κρίνουν για τη «μεγάλη περίοδο της υπηρεσιακής [του]
ζωής οκτώ – εννιά χρόνια» (Μέρες, Ε’,
σ. 52 ), δηλ. από το 1938 έως το 1946, ως διευθυντή του Υφυπουργείου Τύπου και
διευθυντή στην αντιβασιλεία Δαμασκηνού. «Στα 1946, όλα τα χρόνια αυτά, που
έχουν για αφετηρία το1938 τον βαραίνουν αφάνταστα. Πως θα τον κρίνουν; Ποιοι θα
τον κρίνουν για τα χρόνια διαφορετικής υπηρεσίας από την φυσιολογική του αρχική
υπηρεσία ως διπλωμάτη; Πως θα τον χρησιμοποιήσει το Υπουργείο Εξωτερικών;» (Vitti, 1989, σσ. 259-260)· ακόμη
παρατηρεί, «[...] Ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη της αλληλεγγύης ενός άλλου
ανθρώπου [του δίκαιου γέρου], που έχει ήσυχη τη συνείδησή του, τη στιγμή που οι
κριτές τον θεωρούν ένοχο για δημόσια αμαρτήματα» (Vitti, 1989, σσ. 220-221).
Έχουμε την εντύπωση ότι εδώ ο
Σεφέρης διακόπτει τη δραματική αφήγηση του ποιήματος, και σε μια αποστροφή εις
εαυτόν, σε ένα είδος «τραγικής παράβασης»,[5]
μιλά για τους εσωτερικούς κριτές που όλοι φέρνουμε μέσα μας[6]
‒ τη φωνή της συνείδησής μας, τη συναισθηματική εμπειρία της ενοχής.[7]
Αυτοί οι κριτές πληθαίνουν με τα χρόνια, κι αυτούς λογαριάζει περισσότερο ένας
ευαίσθητος άνθρωπος. Αυτοί οι εσωτερικοί κριτές είναι «ανίκητοι στη μάχη» και,
μερικές φορές, ανελέητα μας καταδικάζουν και μας οδηγούν στην αυτοκαταστροφή,[8]
αφού μας είναι αδύνατο να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας για τις πράξεις μας, ενώ μπορούμε
να συγχωρέσουμε τους άλλους:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον
καθρέφτη
(Μυθιστόρημα «Δ’, Αργοναύτες»)·
Το τραγικό στα μαθηματικά: όποιον αριθμό, αν τον πολλαπλασιάσεις με το μηδέν, το γινόμενο θα
είναι πάντα μηδέν.
(Μέρες, Γ’, σ. 73, 11 Σεπτέμβρη 1937,
Κορυτσά).
Καθώς
περνούν τα χρόνια, το αίσθημα ενοχής, ή το μετάνιωμα για τις πράξεις και τα
λάθη μας, μεγαλώνει,[9]
Έγραψα αυτές τις
σελίδες χωρίς άλλο σκοπό παρά να βάλω τάξη στη συνείδησή μου [«στους κριτές που πληθαίνουν και
μας καταδικάζουν»]
(Χειρόγραφο Σεπτ.’41, σ. 61),
κρίνουμε
διαφορετικά τις αξίες,[10]
καθώς
περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
(Κίχλη, στ. 29-30)·
«μ’ άλλα μάτια» βλέπουμε τα πάθη και τις αδυναμίες
μας, τις θέσεις που πήραμε ή από φόβο δεν τολμήσαμε να πάρουμε και σιωπήσαμε·
τα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας και μας έλειψε η δύναμη ψυχής,
τις ταπεινώσεις,
Μ’ έκαναν να νιώσω
με πίκρα την αδυναμία μου να σπρώξω τον εαυτό μου, να διεκδικήσω δικαιώματα
(Πολιτικό Ημερολόγιο Α’, σ. 28,
13.07.1941)·
Λυπούμαι που έφυγα
από την Ελλάδα· κάποτε πολύ πικρά· εκεί είναι οι φίλοι μου, εκεί είναι ο λαός
μου
(Μέρες,
Δ’, σ. 92, Αλεξάνδρεια,
27.05.1941),
κι
ακόμη το μετάνιωμα για τους δρόμους που περπατήσαμε ίσως και χωρίς τη θέλησή
μας, τις αμφιβολίες, τις ψευδαισθήσεις[11],
τ’ «αδειανά πουκάμισα», τους χωρισμούς,
«το ξόδεμα της ψυχής», την ατέλειωτη
απαντοχή,
Όταν κοιτάζω πίσω
τα σπαταλημένα νιάτα μου, βλέπω μονάχα ένα πράγμα που ν’ αξίζει κάτι: την
προσηλωμένη μου αναμονή
(Μέρες, Α’, σ. 48, Αθήνα 24.03.1926)·
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ
ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
(Μυθιστόρημα, « ΙΗ’», 1-3).
Καθώς
περνούν τα χρόνια, περισσεύει η πίκρα για τα «αισθήματα των πεθαμένων τόσο λίγο
εκτιμηθέντα»,[12]
ή για τα δικά μας αισθήματά που δεν τα συνειδητοποιήσαμε εγκαίρως και δεν
μπορέσαμε ή δεν προφτάσαμε να τα εκφράσουμε κι έμειναν τα «χρέη» αξεπλήρωτα σε
«εκείνους
που έφυγαν / εκείνους που χάθηκαν μέσα στον ύπνο»[13]:
«Αφήστε
με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!» [14]
(«Μνήμη,
Β΄», 28).
Θα
κατανοήσουμε καλύτερα την ερμηνεία των δύο στίχων που εξετάζουμε, αν τους
συνδέσουμε με τους παρακάτω τραγικούς προσωπικούς στίχους από τα κατοπινά
ποιήματα του Σεφέρη, «Μνήμη, Α’» και «Ελένη», που, όπως πιστεύουμε, αποτελούν
«ένα είδος εξέλιξης» του αισθήματος ενοχής ή την άλλη όψη των στίχων της Κίχλης ‒ «των κριτών που μας
καταδικάζουν»:
«Η μνήμη
όπου και να την αγγίξεις πονεί»
(«Μνήμη,
Α’», 4)
και
Ήμουν
κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
(«Ελένη», 21-22)
Ο Τεύκρος-Σεφέρης, ύστερα πως πολλά
χρόνια εναγώνιας πάλης για τη ζωή «που
μας έδωσαν να ζήσουμε», συλλογίζεται πως στον απολογισμό της δικής του
ζωής, η δική του πικρή μοίρα ήταν να ξαστοχήσει· και «ενώ [ήταν] καμωμένος για τα ωραία και τα μεγάλα έργα»[15]
ακολούθησε άλλο δρόμο. Αυτό το είχε παρατηρήσει με τρόπο διαφορετικό στο
ημερολόγιό του αρκετά χρόνια πριν (Μέρες,
Β’, σ. 90, Λονδίνο 03.10.1932):
Το μέγα λάθος της ζωής μου ήταν που ήμουν
φτιαγμένος για τη θάλασσα κι έγινα στεργιανός. Είναι γνώρισμα του θαλασσινού να
μην είναι πουθενά ευχαριστημένος.[16]
Το μετάνιωμα γι αυτό το
ξαστόχημα, θα συνοδεύει τον Σεφέρη σ’ όλη του τη ζωή και καθώς περνούν τα
χρόνια θα γίνεται όλο και πιο έντονο:
Αγαπούσα
τα γράμματα την τέχνη· με έπεισαν πως αν με απασχολούσαν ολωσδιόλου, θα ήταν η
καταστροφή μου. [...]. Όση δουλειά έκανα για τα γράμματα ήταν το
αποτέλεσμα μιας εξουθενωμένης θέλησης. Τώρα καταλαβαίνω πόσο μου στοίχισε αυτή
η πάλη με τη θέλησή μου. Μια πάλη που έπρεπε να καταστρέψει τα πιο ζωντανά
ένστικτα μου. [...].Τώρα ξέρω σ αυτό
το δρόμο όπου μπήκα με τόσο κόπο, οποιαδήποτε πράξη, όσο επιτυχής κι αν είναι,
δεν έχει τίποτα να κάνει με το αληθινό μου χρέος. Να τα ξαναρχίσω όλα δεν είναι πια καιρός. [...]
(Μέρες, Α’, σ. 56, Αθήνα 09.04.1926).
Φρίκη· πάντα δυο αφεντάδες. Απ εδώ όλες μου οι
αντιφάσεις. [...]. Η μόνη κλίση που έχω είναι να θέλω να
φτιάξω ποιήματα, υπομονετικά, πεισματάρικα, δουλεύοντας μήνες και χρόνους [...]. Η εξωτερική υποτέλεια θα με πληγώνει σ όλη
μου τη ζωή· θα με κρατά εντειχισμένο. Κι όμως η παραμικρή σταγόνα ζωής φέρνει μια
τέτοια διαστολή στην ψυχή μου
(Μέρες, Α’, σ. 87, Αθήνα 01.03.1927).
Η
ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχθηκε πάνω σε δυο παράλληλους δρόμους – ένα
δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς
συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου.
(Χειρόγραφο Σεπ. ’41, σ. 8, Πρετόρια).
Η ανάγκη να υπηρετώ δυο κυρίους και η
αποστροφή μου γενικά για την ερασιτεχνία με βασάνιζε αδιάκοπα. Κάποτε ήταν
μαρτύριο. Αλλά από μια ορισμένη στιγμή και πέρα, αφού δεν είχα τα μέσα να ζήσω
τη ζωή που θα ήθελα, παραδέχτηκα πως ήταν καλύτερα έτσι [...]
( Χειρόγραφο Σεπ. ’41, σ. 13, Πρετόρια).
Θα μπορούσα να τ’ αντιμετωπίσω όλα, [...], αν είχα τα μέσα (δηλαδή μόνο το καθημερινό ψωμί για τη γυναίκα μου και
για μένα) ν’ αφοσιωθώ στο έργο που θέλω και που ξέρω πως μπορώ να κάνω για να
μη δουλεύω σα μισός άνθρωπος.[...].
Την ποιο ταπεινωτική σκέψη που είχα ίσως στη ζωή μου, την έκανα χτες: να πάψω
να γράφω για ένα χρονικό διάστημα, πέντε δέκα χρόνια, [...]· να βρω μια δουλειά που να μ’ αφήνει λίγες
οικονομίες, κι έπειτα να κάνω αυτό που πρέπει· γελοία σκέψη· στα ζωντανά
πράγματα δεν υπάρχει αναστολή.
(Μέρες του 1945-1951 [Ε’], σσ. 95-96, Αθήνα 06.04.1947)
Καθώς
η ζωή πλησιάζει στη δύση της, η αυτογνωσία μεγαλώνει και η πικρή διάθεση
αυτοκριτικής και καταδίκης γίνεται πιο έντονη,[17]
«τον ξένο και τον εχθρό» τώρα τον
βλέπουμε ευκολότερα «στον καθρέφτη»:
Συλλογιζόμουνα
χτες πως ίσως είναι τώρα καλύτερα [...] να βγω από την καθημερινή υπηρεσία· αυτή τη
σπατάλη ‒ τόση σπατάλη ‒ να δουλέψω, αλλιώς, να προσηλωθώ· αυτό που μου έλειψε
τόσο, [...]. Είναι καιρός να
συλλογιστεί κανείς το μερίδιο του Θεού. Αυτό σκέπτομαι εδώ και ένα χρόνο.
Κάποτε με εφιαλτικές αντιδράσεις, όπως τον περασμένο χειμώνα: μια αίσθηση
θνησιμιαίου τριγύρω μου. [...]. Θα
ξαναπιάσω τα κοντύλια. Χωρίς άσκηση, όπως είμαι τώρα, μ’ ένα σωρό ριζωμένες
παλιές συνήθειες δεν ξέρω πώς θα τα βγάλω πέρα ‒ αλλά πρέπει να δοκιμάσω ‒ αδιάφορο.
Δεν ξέρω τι θα βρω μπροστά μου ‒ αδιάφορο. Δεν με χωράνε πια τούτα τα φορέματα.
Τρίφτηκαν.
Όμως αυτά που είδες
είτε μες την ομίχλη
είτε μέσα στο φως
σίγουρα γύρευαν να μιλήσουν.
Πέρασες και δεν τ’ άκουσες·
και τώρα μόνο η βοή,
οι άναρθρες φωνές
η φοβερή σύγχυση
πραγμάτων μισοσυγκινημένων.
(Μέρες, Ζ’, σσ. 152-3, Λονδίνο 29.02.1960)
Η
αδυναμία μου ήταν που δεν μπόρεσα να λειτουργήσω κανονικά [...] κάνοντας και τις δυο δουλειές. Τώρα περνώ την κρίση ‒ ώ πολύ κατά βάθος
‒ «της αλλαγής». Ξέρω τους κινδύνους. Τους αναμετρώ κάθε μέρα. Δεν μπορώ όμως
να κάνω αλλιώς. Μου χρειάζεται η συγκέντρωση, η μη διακοπή. Έτσι που ζω δεν
μπορώ να την έχω. Μου μένουν ελάχιστα χρόνια ακόμη· αύριο δεν υπάρχει· τώρα
πρέπει, τώρα, να γίνει η τελευταία προσπάθεια. Το «υπηρετείν», του έδωσα τα
καλύτερα χρόνια της ζωής μου, τέλειωσε. Σε ποιόν μπορώ να χρησιμεύσω, στο
δημόσιο βίο, και σε τι
(Μέρες, Ζ’, Λονδίνο 12.05.1960, σσ. 192-3).
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα
της
αγάπης
[...].
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε
τη γαλήνη.
(Μυθιστόρημα, «ΚΔ’»).
Μπορεί ο Σεφέρης να απευθύνεται
στον εαυτό του, στους δύο στίχους της «Κίχλης»
που εξετάσαμε, όμως «οι κριτές που πληθαίνουν με τα χρόνια και μας
καταδικάζουν» έχουν μια παμπάλαια οικουμενικότητα.
1980/2011
[4]
Mario Vitti, Φθορά και Λόγος· εισαγωγή
στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1978, σσ. 216-219. Στην νέα
αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου (1989) οι αντίστοιχες σελίδες είναι 220-224·
αναφορά γίνεται επίσης εδώ και σε μια άλλη μελέτη του Vitti, ενσωματωμένη στην
αναθεωρημένη έκδοση του ίδιου βιβλίου, στις σελίδες 249-260.
Ακόμη, είναι ενδιαφέροντα όσα γράφει ο Vitti για το
θέμα αυτό στο βιβλίο του Γραφείο με θέα, ΜΙΕΤ
2006. σσ. 335-336.
[5]
Μερικές
φορές, στην αρχαία τραγωδία ο ποιητής διακόπτει τη δραματική εξέλιξη και
απευθύνεται προς το κοινό, σε ένα είδος «τραγικής παράβασης» (βλ. Σοφοκλής, Οιδίπους
Τύραννος 889-890, Ευριπίδης, Ανδρομάχη
950 και Ικέτιδες 917). O όρος «τραγική παράβαση»
είναι του Knox· ο Lesky χρησιμοποιεί αντίστοιχα τον όρο «αποστροφή
προς το κοινό». Βλ. Bernard M.
W. Knox, Oedipus at Thebes , Oxford University Press, 1957, σσ. 99-106 και Albin
Lesky, Η Τραγική
ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων, τόμος Β’, μετ. Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης, ΜΙΕΤ 1989, σ. 125· ακόμη, P. T. Stevens, Euripides, Andromache, edited with introduction and commentary, Oxford 1971, σ. 205.
[6] Το 1980, δύο χρόνια μετά από την
πρώτη έκδοση του βιβλίου του για τον Σεφέρη (βλ. σημ. 4, εδώ παραπάνω), ο Mario
Vitti
είχε την καλοσύνη να απαντήσει εκτενώς σε μια επιστολή μου αναφορικά με το θέμα
αυτό, και να παρατηρήσει: «( Ρώμη, 14 Οκτωβρίου 1980), [...] πολύ σωστή [η] παρατήρησή σας για τους “εσωτερικούς κριτές“ που πληθαίνουν στη
συνείδηση του Σεφέρη τον καιρό που γράφει την «Κίχλη». Για να βρεθώ περισσότερο
μέσα στην αλήθεια, έπρεπε να είχα διατυπώσει διαφορετικά τις σελίδες 216-217 του
βιβλίου μου. Αλλά, βλέπετε, παρασύρθηκα από τις διαπιστώσεις μου για τα «επτά»
- «οκτώ» χρόνια, που λέει ο Σεφέρης, και που η σημασία τους πέρασε απαρατήρητη
από τους προηγούμενους μελετητές του, κι έτσι δεν σκέφτηκα αυτό που ορθότατα
μου δείχνετε τώρα εσείς. Πάω να πιστέψω ωστόσο ότι η δική σας παρατήρηση
συμπληρώνει και επιβεβαιώνει τη δική μου διαπίστωση. Αν οι «εξωτερικοί» κριτές
μέναν μόνο «εξωτερικοί», δεν θα βασανιζόταν τόσο ο Σεφέρης. Γίνονται όμως
εσωτερικοί, του προκαλούν αμφιβολίες, και γι’ αυτό ζητά βοήθεια από τον “
δίκαιο” ».
Το απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύεται με την
ευγενική άδεια του καθ. Mario Vitti.
[14]
Οι δύο στίχοι που μνημονεύονται από τα ποιήματα «Μνήμη, Β’» (1950) εδώ, και
«Μνήμη, Α’» (1950) αμέσως παρακάτω (ποιήματα που δημοσιεύτηκαν αργότερα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’, 1955)
αρχικά γράφτηκαν από τον Σεφέρη στο ημερολόγιό του (Μέρες του 1945-1951 [Ε’], Ίκαρος 1973, 27.03.50), για να εκφράσουν,
όπως πιστεύουμε, την οδύνη του ποιητή για το θάνατο του αδελφού του ‘Αγγελου –
«τον άνθρωπο που αγαπούσα περισσότερο
στον κόσμο»· βλ. Γράμματα, Σεφέρη –
Λορεντζάτου (1948-1968), επιμ. Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος 1990, σ. 97 και Γ.
Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης,
«Αγαπητέ μου Γιώργο», Αλληλογραφία, (1924-1970), Β΄, επιμέλεια, σχόλια
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ίκαρος 2009, επιστολή 222, σσ. 182 και 193, και επιστολή
223, σ. 194.
[15] Κ. Π. Καβάφης, «Η Σατραπεία»
1-2, Ποιήματα, ό.π., σ. 20.
[17] Πβ. Καβάφης, «Η πόλις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου