Ο Γιώργος Σεφέρης μεε τον Έζρα Πάουντ στην Αθήνα το 1965
Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος" του Πάουντ
«Στις 12 Ιουλίου του 1959, ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του πως άκουσε στο ραδιόφωνο, και για πρώτη φορά, την «καταπληκτικά έντονη», «καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη μ'’ εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου» φωνή του Πάουντ.
Ο Πάουντ απαγγέλλει, μεταξύ άλλων, τα Cantos I, XIII και XLIX. Τα δύο πρώτα είχαν ήδη μεταφραστεί από τον Σεφέρη. Είναι πολύ πιθανόν η απαγγελία αυτή να έδωσε το έναυσμα για την απόπειρα μετάφρασης και του Canto XLIX την ίδια χρονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το μεταγενέστερο Canto μοιάζει να επισκέπτεται ξανά τον τόπο του ήδη μεταφρασμένου Canto XII, σαν προέκταση της χειρονομίας του».
«Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.
Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής.
Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.
Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού». ___ Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].
Ezra Pound – Canto XLIX -
Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν, ἀπόσπασμα
«Γιά τίς ἑφτά λίμνες, κι’ ὄχι ἀπό χέρι ἀνθρώπου τοῦτοι οἱ στίχοι:
Βροχή· ἄδειο ποτάμι· ἕνα ταξίδι,
φωτιά ἀπό μαργωμένο σύννεφο· χοντρή βροχή στό μούχρωμα
κάτω ἀπό τῆς καλύβας τήν σκεπή εἴταν ἕνα φανάρι.
Εἶναι βαρειά τά καλάμια· λυγισμένα·
καί τά μπαμπού μιλοῦν θἄλεγες κλαῖνε.
Φεγγάρι φθινοπωρινό· λόφοι γύρω σέ λίμνες
πάνω στό λιόγερμα1
Τό βράδι μοιάζει μιά κουρτίνα σύννεφα,
θάμπωμα πάνω σέ σπηλιάδες· καί διακρίνεις
ἀψηλούς τούς μυτερούς μίσχους τῆς κανέλας,
ἕνας κρύος σκοπός μές στά καλάμια.
Πίσω ἀπ’ τό λόφο τοῦ καλόγερου ἡ καμπάνα
πού παίρνει ὁ ἄνεμος.
Πανιά πέρασαν δῶθε τόν Ἀπρίλη· μπορεῖ νά ξαναρθοῦνε τόν Ὀχτώβρη
Ἡ βάρκα χάνεται στ’ ἀσήμι· ἀργά·
Ὁ ἥλιος καίει μονάχος στό ποτάμι.
Ἐκεῖ πού τό κρασάτο φλάμπουρο σμίγει τό λιόγερμα
Σπάνιες καμινάδες καπνίζουν στό παράλληλο φῶς».
___________________________________________________________________________
Ezra Pound – Canto XLIX [ ἀπόσπασμα ], ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Canto XLIX: Μιά ματιά στόν Παράδεισο
Τό «Canto τῶν Ἑφτά Λιμνῶν», ὅπως εἶναι γνωστό τό Canto XLIX, ἀναπνέει σχεδόν στό κέντρο τῆς γραφῆς ἑνός Παραδείσου, ὅπως θέλησε τά Cantos του ὁ Πάουντ, καί ἀποτελεῖ καί τό ἴδιο, μέ τά λόγια τοῦ ποιητῆ, μιά ὄψη ἤ ματιά στόν Παράδεισο.
Ἐκδίδεται τό 1937 καί εἶναι ἡ ἠχώ τοῦ Canto XIII, μέ τό ὁποῖο συνδέεται μέσω τῆς ἔννοιας τῆς ὀργανικῆς ἁρμονίας καί τάξης ὅπως διατυπώνεται στή διδασκαλία τοῦ Κομφούκιου, καί μιά προοικονομία τῶν Cantos κινεζικῆς ἱστορίας (LII-LXI).
Ἦταν, σύμφωνα μέ τήν κόρη τοῦ Μαίρυ ντέ Ράχεβιλτς (Mary de Rachewiltz), ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα Cantos τοῦ ἴδιου τοῦ Πάουντ καί ὁ Χιού Κέννερ (Hugh Kenner) τό ἀποκαλεῖ ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφονται τά Cantos, συμπυκνώνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη σημασία του. διαβάστε περισσότερα εδώ
KANTO I
Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας
Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώσει ἡ μέρα.
Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολιτεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος
Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.
Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.
Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·
Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,
Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θανάτου·
Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς καλύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,
Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,
Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,
Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρθένες,
Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματωμένα,
Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φωνάζοντας,
Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλλα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς
Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσεφόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.
Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπήνωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.
Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρογιάλι ;
Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»
Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέγαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος
Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.
Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,
Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους.»
Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τειρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:
«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,
Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;
Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»
Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «Ὀδυσσέα
Θὰ γυρίσεις διαβαίνοντας τὸν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σὲ μαῦρες θάλασσες,
Θὰ χάσεις ὅλους τοὺς συντρόφους.» Καὶ τότες ἡ Ἀντίκλεια ἦρθε.
Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, 2 ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.
Venerandam, 3
Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφροδίτη,
Cypri munimenta sortita est4, πασίχαρη, orichalci 5
μὲ τὶς μαλαματένιες
Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμους, σὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη 6. Ἔτσι
λοιπόν:
1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.
2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και Ὑμνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον
Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια
( ε’ 87)
__________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"
Κάντο ΧΙΙ
Κι εμείς καθόμαστε εδώ κάτω από το τείχος,
Ρωμαϊκή αρένα του Διοκλητιανού, τα σκαλοπάτια
Σαράντα τρεις σειρές από ασβεστόλιθο.
Ο Μπάλντυ Μπέικον
Aγόρασε όλες τις χάλκινες πενταροδεκάρες της Κούβας
Ένα σέντσι, δύο σέντσια,
Eίπε στους κολλήγους του 'φέρτε τις μέσα'.
'Να τις φέρετε στη μεγάλη παράγκα', είπε ο Μπάλντυ
Kαι οι κολλήγοι τις φέρανε
'Tις φέρανε στη μεγάλη παράγκα',
Όπως θα έλεγε και ο Χένρυ.
Ο Νικόλας Καστάνιο στην Αβάνα
Πήρε κι αυτός κάποια σέντσια, αλλά οι άλλοι
Έπρεπε να πληρώσουν ποσοστά.
Ποσοστά όταν ήθελαν σέντσια, δημόσια σέντσια.
Ο Μπάλντυ μόνο στα χρηματιστηριακά εύρισκε ενδιαφέρον.
'Καμιά άλλη επένδυση δε με ενδιαφέρει' 'έλεγε ο Μπάλντυ.
Κοιμόταν και είχε δυο ερυθρόδερμους πλάι του αλυσοδεμένους
Bασιλική φρουρά,
δεμένους με αλυσίδα από τη μέση του
Για να μη μπορούν να το σκάσουν τη νύχτα.
Οι κουβανοί πλέον δεν τον πήγαιναν.
Από τον πυρετό είχε μείνει 49 κιλά.
Ξαναγύρισε στο Μανχάτταν,
στο Μανχάτταν. τελικά
Οδός 47, αριθμός 24 , όταν τον γνώρισα,
Δούλευε στην τυπογραφία,
δηλαδή παραγγελιοδόχος, πήγαινε σε γνωστούς του,
Tο γραφείο του στην οδό Νασσάου,
έδινε δουλειά στους τυπογράφους
Διπλότυπα αποδείξεων και αργότερα,
ασφάλειες
Eυθύνη εργοδοτών κ.λ.π.,
περίεργες ασφάλειες
Πυρός σε οίκους ανοχής.,
προμήθειες Από 15 δολλάρια την εβδομάδα,
Πολλών δ' ανθρώπων ίδε,
Έμαθε ποιες ναυτιλιακές εταιρίες ήσαν οι πιο ανοργάνωτες,
Πού ήταν πιθανότερο να χάσει κανείς το πόδι του
Από χαλασμένο βαρούλκο,
Και για φωτιές, όπως τότε που έπιασε ένα πορνείο
Έφτασε, θαυματουργέ Ερμή, κατά τύχη,
Σε δυο λεπτά - αφού προηγουμένως ο άγγελος του ιδιοκτήτη
Τον ειδοποίησε.
Έβγαλαν οι δικοί του 11000 σε τέσσερις μήνες
Με εκείνη την κομπίνα της Κούβας
Αλλά αυτοί χρεοκόπησαν
Κάποτε έβγαλε στο μερδικό του σε 40000,
Τότε που ήθελε να φάει όλη τη Wall street
Μα άλλαξε γνώμη μετά από τρεις βδομάδες.
Κάντο ΧIV
Io venni in luogo d’ogni luce muto;
Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες
….ε και ….ν, με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,
να στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ….μ
που σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ….ν και η συμμορία του τύπου
και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων ΄
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος και
ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,
ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,
…να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
να τσιρλίζουν στον αέρα,
ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
πέτρινα βιβλία,
σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.
Κάντο LΧXXΙ, Λιμπρέττο
Ωστόσο
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;
Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη
και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.
Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών,
κι αν ήταν πνεύμα,
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,
κρυμμένα μάτια,
μάτια σε καρναβάλι πάντως
θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα
στα πέρα φώτα
γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.
Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;
Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.
Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες,
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...
____________________________________
μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας
Ωδή για την επιλογή του τάφου του
Ι
Τρία χρόνια ασυντόνιστος με την εποχή του
Αγωνίστηκε να ξαναφέρει στη ζωή τη νεκρή τέχνη
Της ποίησης.
Να διατηρήσει 'το υψηλό'
Mε την παλιά του έννοια Λάθος απ' την αρχή-
Όχι οπωσδήποτε,
μα βλέποντας πως είχε γεννηθεί
Παράκαιρα σε μια μισοάγρια χώρα.
Αποφασισμένος να βγάλει κρίνα από το βελανίδι.
Καπανέας. πέστροφα για δόλωμα απατηλό
"Ίδμεν γαρ τοι πάνθ' ός ενί Τροίη"
Ακουσμένο από το άφραχτο αυτί.
Παραπλέοντας των βράχων το απάγγειο
Οι ταραγμένες θάλασσες τον κράτησαν,
επομένως εκείνη τη χρονιά.
Η αληθινή του Πηνελόπη ήταν ο Φλωμπέρ
Ψάρεψε σε πεισματικά νησιά
Πρόσεξε τη χάρη των μαλλιών της Κίρκης
Μάλλον παρά τα γνωμικά στα ηλιακά ωρολόγια.
Ανεπηρέαστος από την 'ροή των γεγονότων'
Πέρασε από τη μνήμη των ανθρώπων
en l' an trentiesme De son eage.
Η περίπτωση δεν παρουσιάζει
Καμιά προσθήκη στο διάδημα των Μουσών.
ΙΙ
Η εποχή απαιτούσε μιαν εικόνα
Του επιταχυνόμενου μορφασμού της,
Κάτι για τη σύγχρονη σκηνή
Όχι, πάντως μιαν Αττική χάρη,
Όχι, όχι ασφαλώς, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς
Της εσωστρέφειας
Καλύτερα ψευδολογίες
Παρά τους κλασικούς σε παράφραση!
Η 'εποχή απαιτούσε' κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
Φτιαγμένο χωρίς καμιάν απώλεια χρόνου,
Μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, όχι ασφαλώς, αλάβαστρο
Ή την 'πλαστική»' της ρίμας.
V
Πέθαναν μυριάδες
Κι ανάμεσά τους οι καλύτεροι
Για μια ξεδοντιασμένη γριά σκύλα
Για έναν πρόχειρα μπαλωμένο πολιτισμό,
Γοητεία, χαμόγελο στο ωραίο στόμα
Γρήγορα μάτια που πήγαν κάτω από το βλέφαρο της γης,
Για δύο γκρόσες αγάλματα σπασμένα
Για μερικές χιλιάδες κατεστραμμένα βιβλία.
_________________________________________________________________________
«Έζρα Πάουντ – 32 Ποιήματα», εισαγωγή και μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις «Κουκούτσι», Δεκέμβριος 2013
Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου