γράφει η Νότα Χρυσίνα
Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου του Καβάφη
ήταν η κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική πρωτεύουσα η οποία υπήρξε αποικία της
Αγγλίας. Έτσι ο Καβάφης βρέθηκε σε άμεση επαφή από την μια πλευρά με το πνεύμα
της νεωτερικότητας και τον μοντερνισμό και από την άλλη υπήρξε συνεχιστής του
ελληνικού πνεύματος έτσι όπως αυτό εκφράστηκε με την εξάπλωση του ελληνισμού
από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους επιγόνους του.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Αίγυπτος όταν
κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο είχε ήδη αποικισθεί από έλληνες και η
ελληνική λαλιά ήταν η γλώσσα του λαού η οποία διατηρήθηκε και μετά την ρωμαϊκή
κατάκτηση καθώς επίσης οι ρωμαίοι της Δύσης εκτιμούσαν τα ελληνικά γράμματα και
οι επιφανέστεροι πολίτες σπούδαζαν και μιλούσαν ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα
υπήρξε η γλώσσα των μορφωμένων ρωμαίων της Δύσης και της Ανατολής πριν να
οριστικοποιηθεί ο διαχωρισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αυτή η μικρή εισαγωγή έχει ως στόχο να
δείξει ότι ο Καβάφης μελετώντας την ιστορία, ελληνιστική και ρωμαϊκή,
ουσιαστικά μελετούσε το παρελθόν της Αλεξάνδρειας η οποία ήταν συνδεδεμένη με
τον ελληνικό πολιτισμό.
Η πατρίδα του Καβάφη ήταν η
Αλεξάνδρεια και όχι η Αθήνα. Επομένως, τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα,
παράδειγμα η μικρασιατική καταστροφή, μπορούσαν να τον ενδιαφέρουν ως γεγονότα
που σχετίζονται με ομοεθνείς του αλλά όχι ως γεγονότα που αφορούν την πατρίδα
του η οποία ήταν η Αίγυπτος και όχι η Ελλάδα.
Η Ελλάδα ήταν σημείο αναφοράς αλλά όχι
η πατρίδα με την οποία συνδέεται κάποιος με μνήμες και αναμνήσεις ανεξίτηλες
όπως για παράδειγμα ένα παιδί θυμάται τα τοπία ή τα χρώματα και τις οσμές της
πατρίδας του. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ο Καβάφης μελέτησε κυρίως την ελληνιστική και
την ρωμαϊκή ιστορία της Αλεξάνδρειας και όχι το ελληνικό παρελθόν. Έτσι
εκφράστηκε με την ελληνική λαλιά που επικρατούσε στους μορφωμένους κύκλους της
εποχής δηλαδή την καθαρεύουσα την γλώσσα της διοίκησης και των γραμμάτων όπως
παλιότερα θα είχε εκφραστεί στην ελληνιστική κοινή. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα μαίνεται
το γλωσσικό ζήτημα καθώς υπάρχει πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα
με την διάψευση της Μεγάλης Ιδέας και την εισαγωγή νέων πληθυσμών που ζητούν
την κοινωνική και πολιτισμική τους αποκατάσταση αλλά και επανεγγραφή στον χώρο.
Η πάλη του νέου με το παλιό γίνεται
συμβολικά στην γλώσσα με μπροστάρη τον ιδεολόγο Παλαμά και τον δυτικοτραφή
Ψυχάρη.
Η εναντίωση στην καθαρεύουσα, γλώσσα
στην οποία εκφράζονταν οι Φαναριώτες ρομαντικοί λογοτέχνες, είχε μεταξύ άλλων
και συμβολική χροιά καθώς η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, έδινε την
"πρόφαση" σε νέα κοινωνικά στρώματα και τους ηγέτες τους, που
έσπευδαν να εκμεταλλευτούν την νέα τάξη πραγμάτων, να διαχωρίσουν την θέση τους και να παραμερίσουν τους τότε
"αστούς". Η γλώσσα θα ήταν η συμβολική αντικατάστασή τους και θα ακολουθούσε και η νομή της εξουσίας.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Καβάφης ήταν
ένας λόγιος εκτός συνόρων και ο ίδιος δεν μπορούσε να ταυτιστεί με την νέα τάξη
πραγμάτων που ξημέρωνε στην Ελλάδα.
Μελετά Σουετώνιο, το ανθολόγιο με
Βυζαντινή ποίηση αλλά και ελληνιστικά επιγράμματα καθώς επίσης Ιταλούς, Γάλλους
και Άγγλους συγγραφείς διότι τον ενδιαφέρει η σύγχρονη εποχή αλλά και η βάση
του ευρωπαϊκού πολιτισμού η ελληνική γλώσσα και ιστορία. Δεν επιθυμεί να
εκφραστεί ως έλληνας.
Ο ίδιος στο ποίημά του «Επιτύμβιον
Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» λέει καθαρά ότι ο χαρακτηρισμός ελληνικός είναι ιδιότητα άριστη που δεν υπάρχει
τιμιότερη στην ανθρωπότητα και ό,τιδήποτε άλλο δεν ανήκει στους ανθρώπους αλλά στους
θεούς.
Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής
Μετά που επέστρεψε,
περίλυπη, απ' την κηδεία του,
η αδελφή του εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ' ένα επιτύμβιον γι' αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος - ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ' επανειλημμένως φιλοξενηθείς-
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.
«Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός -
ιδιότητα δεν έχ' η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»
η αδελφή του εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ' ένα επιτύμβιον γι' αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος - ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ' επανειλημμένως φιλοξενηθείς-
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.
«Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός -
ιδιότητα δεν έχ' η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Η γλώσσα και η σημασία της εξαίρεται
στο ποίημα «Ποσειδωνιάται». Η γλώσσα είναι η μόνη απόδειξη ελληνικότητας που
συνέχει πληθυσμούς αλλότριους που συνεχίζουν έθιμα που κάποτε είχαν σημασία για
την ενότητα της κοινότητας ενώ σήμερα είναι «κενό γράμμα» καθώς τελούνται
τυπολατρικά και χωρίς νόημα για τους συμμετέχοντες. Αυτή η αναφορά στην γλώσσα
και τα έθιμα θα μπορούσε να είναι και ειρωνεία προς την σύγχρονη Ελλάδα και την
εκ νέου αναβίωση του αρχαίου πολιτισμού και της συνέχειας του ελληνισμού.
Ποσειδωνιάται
Την
γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Στο ποίημα «Επάνοδος από την
Ελλάδα» ακούγεται η περήφανη φωνή του Καβάφη που δηλώνει «Είμεθα Έλληνες» ίσως
απαντώντας και στις κατηγορίες των άλλων ποιητών από την Ελλάδα. Ακόμη
αναρωτιέται τι είναι ελληνοπρεπές θέτοντας ίσως το ζήτημα της ελληνικότητας
πριν από την γενιά του ’30.
Επάνοδος από την
Ελλάδα
|
Κρυμμένα
|
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος. Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε· νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Aιγύπτου, αγαπημένα των πατρίδων μας νερά. Γιατί έτσι σιωπηλός; Pώτησε την καρδιά σου, όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν δεν χαίροσουν και συ; Aξίζει να γελιούμαστε; — αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές. Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας (θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας) που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό, καμιά Aραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται, και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι πασχίζουν να μη παρατηρηθεί. A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά. Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες. Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε, να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε. |
Οι λεγόμενοι έλληνες της διασποράς
ήταν λιγότερο έλληνες από τους έλληνες που ζούσαν στην ελληνική επικράτεια; Το
ελληνικό κράτος είχε αυξήσει τα σύνορά του πριν από λίγα χρόνια και είχε τεθεί
θέμα ελληνικότητας από τα πρώτα συντάγματα των εθνοσυνελεύσεων. Ο Καβάφης
τόλμησε να παραμείνει ελληνικός ακόμη κι αν η Ελλάδα τον περιθωριοποιούσε για
να τον αποθεώσει σήμερα την εποχή μιας πολυπολιτισμικότητας που εισρέει σε
χώρες και πολιτισμούς χωρίς να αναγνωρίζει το διαφορετικό και τον πολιτισμό.
Η ελληνικότητα του Καβάφη
στηρίζεται στην βαθειά επίγνωση της ταυτότητας και τον σεβασμό της ετερότητας.
Η ταυτότητα είναι η γνώση της ιστορίας και η ετερότητα είναι ο σεβασμός του
άλλου μέσα από την γνώση της ιστορίας. Η πολυπολιτισμικότητα δεν μπορεί να
επιτευχθεί σε έναν χώρο και χρόνο όπου η ιστορία είναι ανοίκεια στον φορέα της. Επομένως
ο Καβάφης οριοθετεί το μέλλον που ζούμε σήμερα μέσα από την ποίησή του μια
ποίηση βίωμα. Εμείς εξαγγέλλουμε την πολυπολιτισμικότητα αλλά ζούμε χωρίς
τον δικό μας πολιτισμό γιατί τον αγνοούμε στον βαθμό που δεχόμαστε ως ελληνικό πολιτισμό
τον τρόπο θέασης της Ελλάδας από άλλους πολιτισμούς που προσπάθησαν να
αφομοιώσουν μέρος του ελληνικού πολιτισμού ακρωτηριάζοντας την σύγχρονη Ελλάδα
από το παρελθόν της.
Πληροφορίες για τον ελληνισμό της Αιγύπτου εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου