ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΜΦΟΡΜΙΣΜΟ
Ψιλόβροχο είναι το κάθε καινούργιο στάζει από την πόρτα της εκπλήξεως και το μαζεύουμε σε κάποιας επανάληψης την πλαστική λεκάνη. ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Φουτουριστές, ιμαζιστές και βορτικιστές, εξπρεσσιονιστές και ντανταϊστές, υπερρεαλιστές, Ρώσσοι ακμεϊστές και Ιταλοί ερμητιστές, οι Ισπανοί της Γενιάς του '27, οι Έλληνες της Γενιάς του '30: Η μακρά χορεία των ποιητών που από κεκτημένη ταχύτητα, και τόσο οξύμωρα πλέον, αποκαλούμε ακόμη "μοντέρνους" –τουτέστιν σύγχρονους, συγκαιρινούς μας, κι ας ανατρέχει η ακμή τους ώς και εκατό χρόνια πίσω–, μας έδωσε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ένα σύνολο από έργα εξαιρετικά ποικιλόμορφο στα φανερώματά του, πολλές φορές αντιφατικό, κάποτε και χαώδες· δύσκολo να εκτεθεί σε κοινό παρονομαστή. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ιδεολογικές παραστάσεις που έθρεψαν όλα αυτά τα κινήματα και που ρητά ή υπόρρητα διακρίνονται στις επαγγελίες των βασικών τους εκπροσώπων. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με τα ίδια τα ποιήματα, τα σπουδαία τουλάχιστον, που κουβαλούν αμετάθετο πάνω τους το σημάδι της ατομικότητας που τα γέννησε, οι ιδεολογικές συντεταγμένες κάθε λογοτεχνικής κίνησης, τα κοσμοθεωρητικά μοτίβα που τη διέπουν, είναι πράγματα λίγο-πολύ κοινά, και σχηματικά. Mπορούν λοιπόν να συνοψιστούν χωρίς πολλές αβαρίες σε λίγα γενικά αξιώματα. Τρία τέτοια αξιώματα, τρία "άρθρα" απαρτίζουν κατά τη γνώμη μου το σύμβολο της πίστεως του τυπικού νεωτερικού ποιητή. Ως πρώτο τη τάξει ανάμεσά τους θα κατέτασσα ό,τι η ιστορία των ιδεών καλεί, κάπως γενικευτικά, λατρεία της προόδου. Ως πρόοδο εδώ δεν εννοώ υποχρεωτικά την κοινωνική και οικονομική πρόοδο· ανάμεσα στους μοντερνιστές καταλέγονται πολλοί οξυδερκείς κήνσορες του οικονομισμού και των ουτοπιών του 20ού αιώνα. Ωστόσο, στο καθαρά αισθητικό πεδίο, η πίστη στην πρόοδο παίρνει συνήθως τη μορφή του άκρατου φιλονεωτερισμού, της πίστης δηλαδή ότι το εκάστοτε καινούργιο, επειδή είναι καινούργιο, είναι εξ ορισμού προτιμητεό του εκάστοτε παλαιού. Ας θυμηθούμε εδώ το φορτικό παουντιανό Make it new! ή ακόμη τα πολεμιστήρια σαλπίσματα του Μαρινέττι και των ομοϊδεατών του. "Το ωραίο είναι πάντα κάτι το απροσδόκητο" αποφαινόταν στον καιρό του ο Σαρλ Μπωντλαίρ. Από την πρώτη αυτή δοξασία, αυθαίρετη και γοητευτική όσο κάθε ξίφος εμπρός σ' έναν γόρδιο κόμπο, η νεωτερική τέχνη θα φτιάξει κάτι επισημότερο. Μιαν ολόκληρη ιδεολογία δηλαδή, όπου από την αρχική θεωρητική ανατίμηση του στοιχείου της εκπλήξεως θα περάσουμε σταδιακά στη μεθοδική καλλιέργειά του, και από εκεί στην αντίληψη κατά την οποία ακόμη και το στημένο, το σκηνοθετημένο σκάνδαλο δεν είναι αθέμιτο μέσο αυτοδιαφήμισης και προβολής. Υστερότοκος αδελφός των μεγάλων ουτοπιών που σημάδεψαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα, σύγχρονος των μεσσιανικών πολιτικών ρευμάτων του 20ού, του φιλελευθερισμού, του κομμουνισμού, του φασισμού, του αναρχισμού, ο μοντερνισμός θα διαποτιστεί βαθιά από το προμηθεϊκό τους πνεύμα. Από την πίστη δηλαδή στη δυνατότητα του ανθρώπου να κατασκευάζει κάθε φορά εκ νέου τον κόσμο – αποτινάσσοντας κάθε προγενέστερη σύμβαση, αγνοώντας όλους τους δοσμένους κανόνες, συντρίβοντας αντιστάσεις και αδράνειες αιώνων. Για τους σκαπανείς του η τέχνη ήταν ό,τι περίπου η ιστορία για τους διαφωτιστές: μια ευθύγραμμη, μονοδρομημένη λεωφόρος που τραβάει πάντοτε εμπρός. Ακόμη και ο τρόπος εργασίας του καλλιτέχνη, στα μάτια τους, δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνον του θετικού επιστήμονα: "Το να επαναλαμβάνεις κάτι που έχει ήδη γίνει", βεβαίωνε ο Τ.Σ. Έλιοτ, με έμφαση που θα αλάφιαζε κάθε βυζαντινό αγιογράφο, "είναι τόσο άσκοπο όσο το να ξανακάνεις τις ανακαλύψεις του Μέντελ". Σαν την οικονομική ανάπτυξη, που οι απόστολοι του φιλελευθερισμού την προεξοφλούσαν εξαρχής ατελεύτητη, έτσι και η καλλιτεχνική επινοητικότητα ήταν για τους πρώτους μοντερνιστές αστείρευτη. Τρόποι έκφρασης υπάρχουν τόσοι "όσα και δακτυλικά αποτυπώματα", διεκήρυττε ο Οδυσσέας Ελύτης. Ότι και τα πλουσιότερα κοιτάσματα εξαντλούνται κάποτε, έμοιαζε όλως διόλου αδιανόητο. Από πολλές πλευρές, η εκδίπλωση των νεωτερικών κινημάτων στην τέχνη θυμίζει την πορεία θριάμβου του ανενδοίαστου οικονομισμού και το επεκτατικό πρότυπο ανάπτυξης που αυτός επέβαλε οικουμενικά κατά τον 20ό αιώνα. Έχουμε και εδώ να κάνουμε με την ίδια χαρακτηριστική κατασπατάληση πόρων, εν προκειμένω πόρων αισθητικών, αφού όσες νέες τεχνοτροπίες επινοούνται και τίθενται σε κυκλοφορία, παροπλίζονται και εγκαταλείπονται λίγα χρόνια αργότερα. "Ο εξπρεσσιονισμός μάς τελείωσε" αναφωνεί στα 1919 ο ντανταϊστής Σβίττερς, επειγόμενος να καταγγείλει την χρεοκοπία ενός κινήματος που έχει δεν έχει συμπληρώσει μια δεκαετία ζωής… Έχουμε ακόμη την ίδια κατάχρηση του μεγαλόσχημου –σωτηριολογικού και συνάμα εργαλειακού– λόγου. Τα ποικιλώνυμα μανιφέστα των κάθε λογής νεωτεριστικών -ισμών φέρνουν αυτόματα στον νου προεκλογικά φυλλάδια κομμάτων, διαφημιστικές μπροσούρες, εξαγγελίες κρατικών αξιωματούχων. Όπως συμβαίνει και με τον όρο avant-garde, δάνειο από τη γλώσσα του στρατεύματος, η ίδια η λέξη μανιφέστο παραπέμπει ευθέως στην τέχνη και την τεχνική της πολιτικής προπαγάνδας. Έχουμε τέλος να κάνουμε με τον υποβιβασμό όλου του παρελθόντος στον ρόλο του γραφικού απολιθώματος, και με την ανύψωση όλου του μέλλοντος σε περίοπτο βάθρο. "Ο Παρθενών", θα αναφωνήσει στα 1933 ο Μαρινέττι, "είναι μια ξεπερασμένη θερμάστρα". Αντιθέτως, "η Νέα Ελλάς είναι ένα ισχυρόν αυτοκίνητο με φωτεινές τις ρόδες του και την μηχανήν του ποτισμένην με βενζίνη". Σήμερα, που ξέρουμε πώς μεταχειρίστηκε η αστραφτερή νεοελληνίδα μηχανή τ' απομεινάρια του παρελθόντος της, ιδίως το αστικό και φυσικό τοπίο της Αττικής γύρω απ' την παρωχημένη παρθενώνεια θερμάστρα, καταλαβαίνουμε γιατί ο Ιταλός στάθηκε μέντορας αληθινός του καιρού του. * * * Το δεύτερο άρθρο πίστεως του νεωτερικού ποιητή απορρέει ευθέως από τη ρητορική της καινολατρίας. Αφορά την αναγόρευση της ακραίας εκφραστικής εξατομίκευσης σε ύπατο σκοπό της μοντέρνας ποιητικής γραφής. Η ανανέωση, η καινοτομία, η επανάσταση, λέει αυτό το αξίωμα, δεν αρκεί να συντελείται συλλογικά, οφείλει να προσλαμβάνει και ατομικά χαρακτηριστικά. Κάθε ποιητής, κάθε καλλιτέχνης οφείλει να εξελίσσει ακατάπαυστα τον εαυτό του, να φέρνει τις τεχνικές και θεματικές του ζητήσεις κάθε φορά στα όρια. Το "καλό" δεν είναι απλώς συνώνυμο της "ανατροπής" των εξωτερικών συμβάσεων, αλλά σε μια βαθύτερη σημασία του, ταυτίζεται με τη διαρκή αυτανατροπή, τη μόνιμη αμφισβήτηση και αυθυπονόμευση και των πλέον προσωπικών συνηθειών και προτιμήσεων. Στα μάτια του συνεπούς μοντερνιστή και μόνη η ανακαινιστική πρόθεση αρκεί συχνά, για να πιστοποιηθεί η "πρόοδος" ενός συγγραφέα ή καλλιτέχνη. Αντίστροφα, η έλλειψή της προδίδει "συντηρητισμό", τουτέστιν αισθητική στασιμότητα. Η επανάληψη, η εμμονή στα οικεία θέματα και στα κατακτημένα μέσα, περνάει για αμάρτημα ολκής, αξιολογείται ως κάμψη και επιτιμάται αρμοδίως. "Ο συγγραφέας που δεν καταστρέφει την τεχνική του διαρκώς, είναι φουκαράς", θα γράψει ο Τσέζαρε Παβέζε. Είναι νομίζω οφθαλμοφανής και εδώ η συνάφεια της νεωτερικής αισθητικής με τον φιλελεύθερο –ή και νεοφιλελεύθερο– οικονομισμό. Όπως ο καπιταλιστής οφείλει να καινοτομεί, να ελίσσεται διαρκώς, προκειμένου να κερδίσει μερίδιο σε μια αγορά της οποίας τα καταναλωτικά έθη αλλάζουν διαρκώς, έτσι και ο νεωτερικός ποιητής, αν θέλει να αποσπάσει το μερίδιο της προσοχής και αναγνώρισης που διεκδικεί, οφείλει να βρίσκεται διαρκώς εν μεταμορφώσει. Όπως ο καπιταλιστής οφείλει να αναπτύσσει διαρκώς τα παραγωγικά του μέσα, και να αντιμετωπίζει ακόμη και μια πρόσκαιρη στασιμότητα του κύκλου εργασιών του ως καταστροφή, έτσι και ο νεωτερικός ποιητής είναι υποχρεωμένος να μεταλλάσσει διαρκώς τα εκφραστικά του μέσα, αποτασσόμενος κάθε ιδέα παραμονής εις τα ίδια. Το ότι οι πελάτες του ενός μετριούνται δυνητικά σε εκατομμύρια, ενώ οι αναγνώστες του άλλου δεν ξεπερνούν συνήθως τις λίγες χιλιάδες ή και εκατοντάδες, δεν έχει εδώ σημασία. Το περιβάλλον στο οποίο κινούνται και οι δύο είναι άκρως ανταγωνιστικό· και οι δύο τελούν υπό τον ασφυκτικό ορίζοντα του καταναλωτισμού και της μόδας που απαξιώνουν συνεχώς τα υφιστάμενα· και οι δύο, αν θέλουν να επιβιώσουν ώς επιχειρηματίες και συγγραφείς αντίστοιχα, οφείλουν να είναι κατ' ανάγκην, πάει να πει: θέλοντας και μη, αντικομφορμιστές. Εύκολα διακρίνει κανείς γιατί ένας τέτοιος αντικομφορμισμός είναι μια σκέτη επίφαση, μια επιπολή χωρίς βάθος. "Είναι κυρίως οι αντικομφορμιστές και όχι οι κομφορμιστές που ενισχύουν την κατανάλωση", σημειώνουν δύο μελετητές του, ο Τζόζεφ Χηθ και ο Άντριου Πόττερ στο βιβλίο τους για τον μύθο της αντικουλτούρας: "Όσοι εργάζονται στη διαφήμιση, το βλέπουν αυτό καθαρά". Όλα τα γραφικά συμπτώματα της μοντέρνας λογοτεχνίας και τέχνης, ο πεφυσιωμένος, εγωτικός σχεδόν τόνος, η ροπή προς την επίδειξη και τον εύκολο εντυπωσιασμό, ο εκθεατρισμός της ιδιωτικής ζωής του δημιουργού πηγάζουν απ' αυτόν τον αυτοματικό, τον υπαγορευμένο από τις προσταγές της κατανάλωσης και της μόδας, "αντικομφορμισμό". Σ' ένα τελικό στάδιο, η ακραία εξατομίκευση των εκφραστικών μέσων της ποίησης οδηγεί αναπόδραστα στην υποχώρηση του δημόσιου ρόλου της. Προϊόντος του χρόνου, η νεωτερική ποίηση γίνεται υπόθεση όλο και αυστηρότερα ιδιωτική, επιτήδευμα ερμητικό, αυτάρεσκο και απρόσιτο στο ευρύ κοινό. Καθώς η κατανόηση των έργων της, ακόμη και ο απλός προσανατολισμός μέσα στο δάσος των ατομικών ιδιωμάτων που την συγκροτούν, απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο τη δαπάνη υπέρογκου χρόνου και μόχθου, δεν ξενίζει ότι μόνο λίγοι –σε τελευταία ανάλυση: μόνο οι ίδιοι οι ποιητές– επιμένουν να τη διαβάζουν. * * * Το τρίτο αξίωμα πάνω στο οποίο εδράζεται το οικοδόμημα της νεωτερικής ποίησης του 20ού αιώνα είναι ο μαζικός και δημοκρατικός χαρακτήρας της. Όταν μιλώ για "μαζικοδημοκρατικό χαρακτήρα", ανατρέχοντας στον όρο που εισηγήθηκε πρώτος ο Παναγιώτης Κονδύλης, δεν έχω προφανώς κατά νου το κοινό των αναγνωστών της ποίησης. Όπως ήδη ειπώθηκε, όσο αυξάνει ο κατακερματισμός της ποιητικής τέχνης σε ασύμβατα αναμεταξύ τους ποιητικά ιδιώματα, τόσο η ίδια τίθεται στο περιθώριο και το κοινό της, σε σχετικά μεγέθη, συρρικνώνεται. Αν τον 19ο αιώνα ο μέσος αναγνώστης λογοτεχνίας ήταν αυτονόητο ότι διάβαζε και ποιήματα, σήμερα, έναν αιώνα μετά την εμφάνιση του μοντερνισμού, ο μέσος αναγνώστης λογοτεχνίας είναι αυτονόητο ότι δεν διαβάζει ποιήματα. Όταν κάνω λόγο για τον μαζικό και δημοκρατικό χαρακτήρα της νεωτερικής ποίησης, εννοώ κάτι εντελώς διαφορετικό: τη δραματική αύξηση του αριθμού των ποιητών και των ποιητικών βιβλίων που εκδίδονται παγκοσμίως. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1900, οι νέοι τίτλοι αριθμούσαν κάθε χρονιά μόλις λίγες δεκάδες. Έναν αιώνα αργότερα ξεπερνούν ενίοτε και τους 400 ετησίως. Μόνο στις ΗΠΑ, οι ποιητές που χαίρουν μιας κάποιας τυπικής αναγνώρισης, φτάνουν κατά μία εκτίμηση τις 5.000. Η έκρηξη του αριθμού των ποιητών και των ποιητικών βιβλίων την ίδια στιγμή που το ευρύ ακροατήριο τους στρέφει τις πλάτες είναι φαινόμενο εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Εξηγείται όμως αν ανατρέξει κανείς στα πολλαπλά αίτια –κοινωνικά, πνευματικά, τεχνολογικά ακόμη– που το γεννούν. Ήδη ο Νερούδα προέβλεπε ότι οι αναγνώστες της ποίησης που είναι μόνο αναγνώστες, σύντομα θα εκλείψουν και ότι σύντομα θα είμαστε όλοι ποιητές. Τοποθετημένη στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών, η έκλειψη αυτή δεν είναι παρά πραγμάτωση της παλιάς προγραμματικής επιδίωξης πολλών νεωτερικών καλλιτεχνών να άρουν τη διάκριση μεταξύ τέχνης και ζωής. Θυμίζω εδώ την πρόδρομη περίπτωση του Λωτρεαμόν. Αν όλοι είναι, αν όλοι μπορούν να γίνουν ποιητές, πολλώ δε μάλλον αν τα πάντα μπορεί να είναι ποίηση και τέχνη, απλώς και μόνο επειδή αποφασίσαμε να τα βαφτίσουμε έτσι, τότε πράγματι, όρια μεταξύ ζωής και τέχνης δεν υφίστανται, και η παλαιά τους διάκριση μπορεί να αρθεί. Οι προϋποθέσεις γι' αυτό είναι δύο. Από τη μιά μεριά, η επιτυχής διεκδίκηση της ιδιότητας του ποιητή από όλο και περισσότερους στηρίζεται αναγκαία στον παραμερισμό και την υποβάθμιση εκείνων των λογοτεχνικών θεσμών που από τη φύση τους τείνουν να επιφυλλάσσουν τον επίζηλο τίτλο μόνο στους λίγους και τους εκλεκτούς. Έτσι, ο παλαιός αριστοκρατικός και αυστηρά ιεραρχικός κανόνας απαξιώνεται· τη θέση του παίρνει ένα νεφέλωμα έργων και ονομάτων που δεν συνέχονται μεταξύ τους ιεραρχικά, αλλά απλώς συνυπάρχουν τυχαία. Οι ανθολογίες επίσης εκδημοκρατίζονται· πλέον πολλές δεκάδες ή και εκατοντάδες ποιητές μοιράζονται μεταξύ τους με εμβαδομετρική ισότητα τον διατειθέμενο χώρο, δίχως άλλη αξιολογική διάκριση. Τέλος, η λογοτεχνική κριτική, ως η κατ' εξοχήν αποτιμητική δραστηριότητα, παρακμάζει και μεταπίπτει σε απλή βιβλιοπαρουσίαση ή διαφημιστικό δελτίο τύπου. Η δεύτερη προϋπόθεση έχει να κάνει με την άρση των τεχνοτροπικών περιορισμών. Η προνεωτερική τέχνη υπακούει σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες. Για τους εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες όλων των εποχών, η εκμάθηση αυτών των κανόνων συνιστούσε ανέκαθεν ένα απαιτητικό μυητικό στάδιο, μια δοκιμασία που έκρινε εν πολλοίς τη μελλοντική τους πορεία. Στην περίπτωση της ποίησης, μόνο όσοι είχαν αποδείξει εμπράκτως ότι κατέχουν επαρκώς τους κανόνες της μετρικής, μπορούσαν να προσδοκούν ότι θα γίνουν δεκτοί από την κλειστή ποιητική συντεχνία. Ο μοντερνισμός θα σαρώσει ανενδοίαστα τις αυστηρές φόρμες, άρα και την δοκιμασία της μυήσεως, χωρίς να τις υποκαταστήσει με ανάλογους ελέγχους. Ο ελεύθερος στίχος για παράδειγμα δεν συνεπάγεται την παραμικρή μορφική δέσμευση. Ακόμη και ως όρος περιγραφικός, όπως παραδέχεται ο Έλιοτ, είναι κενός περιεχομένου, στο μέτρο που δηλώνει όχι την παρουσία ενός ορισμένου γνωρίσματος, αλλά την απουσία του. Και οι μεν κλασσικοί του μοντερνισμού θα υπερβούν, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψουν ολότελα, τις παραδοσιακές μορφές, έχοντας προηγουμένως μαθητεύσει γόνιμα σ' αυτές. Οι μεταπολεμικοί επίγονοί τους, αντίθετα, στην πλειονότητά τους θα τις αγνοήσουν. Η άγνοια ή αγνόηση αυτή, σε συνδυασμό με την παρακμή της λογοτεχνικής κριτικής, θα σημάνει τον οριστικό εκδημοκρατισμό του ποιητικού επιτηδεύματος και την κατάργηση πρακτικά κάθε συντεχνιακού ελέγχου. Εφεξής, η ποίηση παύει να είναι υψηλή τέχνη, όπως την ήθελε η παράδοσή της από την Αρχαιότητα έως σήμερα, παύει να είναι καν τέχνη, ήτοι τέχνημα, τεχνική, με την έννοια της συμμόρφωσης σε δοσμένους κανόνες, και γίνεται, όπως γράφτηκε, χόμπυ, δραστηριότητα ερασιτεχνική, που ασκείται από πολλούς χάριν της δικής τους τέρψης και μόνο. Χωρίς αυτόν τον εκδημοκρατισμό, η μαζική αύξηση του αριθμού των ποιητών και των ποιητικών έργων για την οποία κάναμε λόγο, δεν θα ήταν δυνατή. * * * Λατρεία της προόδου, ακραία εκφραστική εξατομίκευση, μαζικός και δημοκρατικός χαρακτήρας. Τα τρία αυτά αξιώματα πάνω στα οποία βασίστηκε όλο το οικοδόμημα της νεωτερικής ποίησης του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα διατηρούν το κύρος τους δίχως άλλο και σήμερα, στη δική μας μετανεωτερική ή υστερονεωτερική εποχή. Μάλιστα, μόνο στις μέρες μας έγιναν πλήρως ορατές οι απώτερες συνέπειές τους και περατώθηκε η εκδίπλωσή τους. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για την επίρρωση, για την επιβεβαίωση του μοντερνισμού. Μια τέτοια διαπίστωση ωστόσο θα ήταν όλως διόλου απατηλή. Η καθολική επικράτηση μιας ιδεολογίας συνιστά πάντοτε σημείο καμπής, οριοθετεί την απαρχή της πτώσης. Και αν στα έργα των κλασσικών εκπροσώπων του, οι επαγγελίες του μοντερνισμού ήταν ακόμη περιβεβλημένες με τον μανδύα της ουτοπίας και είχαν την ισχύ και τη γοητεία του αδοκίμαστου, εκατό χρόνια μετά, η νιοστή επανάληψή τους, στα μάτια όσων επιθυμούν να δουν, δεν μπορεί παρά να δίνει την εικόνα της κοινοτοπίας και της φθοράς. Ας ανοίξουμε πρόχειρα μια σημερινή εφημερίδα. Τι είναι το πιθανότερο να διαβάσουμε στις στήλες των καλλιτεχνικών ή των λογοτεχνικών νέων; "Νέα πρόταση", "φρέσκια, πρωτοπόρα ματιά", "έργο-πρόκληση", ενός καλλιτέχνη με "ανατρεπτική διάθεση", "που τολμά να πειραματίζεται", "που ανοίγει δρόμους". Τα παραθέματα αυτά, ρινίσματα εγκωμίων ερανισμένα αυτολεξεί, θα μπορούσε να είναι και επινοημένα. Τόσο στερεότυποι είναι οι τόνοι που αναμασούν. Τόσο τριμμένοι οι κοινοί τους τόποι. Κι όμως, πόσοι κριτικολογούντες δεν ενδίδουν ασμένως σ' αυτούς όταν είναι να δείξουν τη γλαφυρή τους ευαρέσκεια; Πόσοι δημοσιογράφοι δεν τους επιστρατεύουν καθημερινά για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του βιαστικού τους κοινού; Είναι αλήθεια ότι όσο τα παλαιά πρότυπα κρατούσαν αλώβητο το αισθητικό τους κύρος, οι κλασσικοί του μοντερνισμού είχαν κάθε δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπόρο κι επαναστάτη. Όμως, το ξέρουμε κι απ' την πολιτική, οι επαναστάσεις είναι πάντοτε στιγμιαίες, ποτέ διαρκείς. Μόλις οι εξεγερμένοι καταλάβουν τα Χειμερινά Ανάκτορα, σπεύδουν να διοριστούν κρατικοί υπάλληλοι. Τα πτερόεντα φύλλα της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης γρήγορα ξαναδίνουν τη θέση τους σε μια Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ήδη στα 1940 ο Ράνταλλ Τζαρρέλλ έβλεπε την ανακαινιστική ορμή του μοντερνισμού εξαντλημένη. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Χ.Μ. Έντσενσμπέργκερ γνωμοδοτούσε ότι οι πρόθυμοι καινοθήρες του καιρού του είτε απατούν τους οπαδούς τους είτε αυταπατώνται οι ίδιοι. Έκτοτε δεν έχουμε λόγους να εικάσουμε ότι τα πράγματα άλλαξαν. Γιατί ούτε οι διαβεβαιώσεις των κάθε λογής μετα-μοντερνιστών ούτε τα –όχι λίγα– κατορθωμένα έργα των τελευταίων δεκαετιών μπορούν να μας πείσουν ότι εκόμισαν στην τέχνη κάτι το πράγματι καινούργιο – με την ιστορική, περιγραφική σημασία του όρου. Κάτι δηλαδή ικανό να συγκριθεί έστω και κατ' ελάχιστον με την κοσμογονία των αρχών του 20ού αιώνα. Κι ούτε έχουμε ανάγκη τις γνωματεύσεις των ειδημόνων για να διαπιστώσουμε ότι η τέχνη της εποχής μας είναι μια τέχνη κατά βάση επιγονική, που αναπαράγει, άλλοτε με μικρότερη και άλλοτε με μεγαλύτερη επιτυχία, και συνήθως με φθίνουσα απήχηση, τα βασικά ευρήματα και τις συμβάσεις εκείνης της εκπληκτικής περιόδου που –θα το ξαναπώ– από κεκτημένη ταχύτητα, και τόσο οξύμωρα πλέον, αποκαλούμε ακόμη μοντέρνα. Η απαρχαίωση του μοντερνισμού δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι επί των ημερών του η ποίηση οδηγήθηκε στο περιθώριο και την κοινωνική ανυποληψία. Συνάγεται και από τη διαπίστωση ότι ο ίδιος ο μοντερνισμός δεν είναι πλέον σε θέση να αναπαράγει τις συνθήκες τις ικανές να διαιωνίσουν την ύπαρξή του. Ενώ επαγγέλεται την εξέλιξη, κομίζει στασιμότητα. Ενώ κηρύττει την ανυπακοή και την εξέγερση, οι θιασώτες του δεν είναι παρά εφοδιαστές του κομφορμισμού και της μόδας. Η εξελικτική στασιμότητα της σημερινής τέχνης έρχεται να μας ξαναθυμίσει ό,τι οι προνεωτερικοί ανέκαθεν γνώριζαν. Η καλλιτεχνική βούληση από μόνη της, όσο ισχυρή και αν είναι, όσο κι αν πάσχει, όσο κι αν αγκομαχεί, δεν μπορεί να θεσπίζει κατά το δοκούν νέες μορφές ούτε να εφευρίσκει εκ του μηδενός νέα περιεχόμενα. Ζωτικός χώρος για ουσιαστικές και όχι απλώς ονομαστικές καινοτομίες, υπάρχει μόνον όπου η ιστορική συγκυρία το επιτρέπει ή, καλύτερα, όπου η ιστορική βία το επιβάλλει. Όπου δηλαδή η πίεση της μεταλλαγμένης εξωτερικής πραγματικότητας πάνω στα παραδεδομένα εκφραστικά μέσα είναι τόσο αιφνίδια και μεγάλη, ώστε τα δεύτερα δεν αντέχουν πια και συντρίβονται κάτω από το βάρος της. Τέτοια ήταν ασφαλώς η κατάσταση εκατό χρόνια πριν. Σήμερα, όσο ενδιαφέρον κι αν παρουσιάζουν οι επιχειρούμενες αλλαγές, ψυχολογικά είναι για μας αναμενόμενες, απλά επεισόδια που δεν ταράζουν υπέρμετρα την καθημερινή μας ρουτίνα. Καθώς η συνείδησή μας τις έχει ήδη προοικονομήσει, δεν τις προσλαμβάνει ως αξιοσημείωτο συμβάν. Της είναι οικείες, προτού καν επέλθουν. Από μόνος του ο πληθωρισμός των καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων, όπως τον εκτρέφει η αισθητική ανεξιθρησκεία και το πολιτιστικό εμπόριο, αρκεί για να οδηγήσει ad absurdum κάθε αξίωση καινοτομίας. Όπου τα πάντα είναι επιτρεπτά, τίποτε δεν μπορεί να είναι στ' αλήθεια αλλιώτικο. Όπου όλοι κυνηγούν την έκπληξη, τίποτε πια δεν εκπλήσσει. Η υπερβολή δεν εγκυμονεί την απόλαυση, αλλά το φούσκωμα και τον κορεσμό. Τα σημάδια αυτού του κορεσμού είναι σήμερα κάτι παραπάνω από εμφανή. Σε αντίθεση προς την εκφραστική λιτότητα των πρώτων μοντερνιστών, που από πολλές πλευρές στάθηκε το μέγιστο επίτευγμά τους, οι επίγονοί τους ναυαγούν όλο και πιο συχνά στους κάβους της επιτήδευσης, του εντυπωσιασμού, της εκζήτησης. Στην αγωνιώδη τους προσπάθεια να ανακαλύψουν παρθένα, αγεώργητη γη, συχνά αποξηραίνουν μολυσμένα βαλτοτόπια ή εκβραχίζουν άγονες βουνοπλαγιές. Οι πιο αφελείς ανάμεσά τους δεν παραλείπουν να μας ανακοινώνουν κατά τακτά χρονικά διαστήματα ότι μόλις ανακάλυψαν την Αμερική. Άλλοι, ανυπόμονοι να ρίξουν κι αυτοί μια Βαστίλλη, ανακουφίζουν το επιγονικό τους άγχος με ρητορικές πατροκτονίες. Από το προκλητικό πνεύμα του μοντερνισμού επιβιώνει σήμερα μόνο το αστραφτερό περιτύλιγμα. Κούφια συνθήματα ως επί το πλείστον, γυμνωμένα από κάθε περιεχόμενο, αλλά γι' αυτό ακριβώς κατάλληλα για τις ανάγκες της καλλιτεχνικής αγοράς. Έτσι, οι προμηθευτές της τελευταίας –ήρωες περίοπτοι της pop culture αλλά και σεμνοί διεκδικητές ακαδημαϊκών τροπαίων– δεν αμελούν ποτέ να υποδυθούν τον ρόλο του αντάρτη ή του αντιρρησία συνείδησης, όποτε αυτός τους υπόσχεται υπολογίσιμα οφέλη. Ωστόσο, πόσο αιρετικός, πόσο enfant terrible μπορεί να είναι κανείς, όταν απέναντί του δεν καραδοκεί η Ιερά Εξέταση ούτε κανείς πουριτανός παιδονόμος, αλλά ένα κοινό χαυνωμένο από την υπερκατανάλωση και ντρεσσαρισμένο στο όνομα της ανοχής να καταπίνει αδιαμαρτύρητα ό,τι του σερβίρεται και από όποιους; Που είναι έτοιμο να συγχωρήσει τα πάντα στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες του, φτάνει μονάχα να του παραχωρήσουν κι εκείνοι ό,τι τόσο ποθεί η καρδιά του: μια επίφαση "καινούργιας εμπειρίας" δηλαδή, ικανή να διασκεδάσει για λίγο την τηλεοπτική του ανία. Σε βάθος χρόνου, μόνο μια δραστική ιστορική μεταστροφή, μια δραματική εκβαρβάρωση ίσως, θα μπορούσε να ανοίξει και πάλι τον δρόμο σε πραγματικές "καινοτομίες". Πόσους όμως θα ενθουσίαζε στ' αλήθεια μια τέτοια προοπτική; Στο μεταξύ, συγγραφείς και καλλιτέχνες θα συνεχίσουν να μας τάζουν, καλόπιστα ή κουτοπόνηρα, ό,τι ακριβώς αδυνατούν να κατορθώσουν: ρήξεις, προκλήσεις, τομές, ανατροπές. Ας μη βιαστούμε να τους καταδικάσουμε γι' αυτό. Αν ποτέ απαλλαγούμε από την προκαταλήψη ότι "καλό" είναι μόνο το "καινούργιο", ίσως διαπιστώσουμε ότι ακόμη και μια καθ' όλα συμβατική τέχνη, σαν τη σημερινή, είναι συναρπαστικότερη από τα πλαστά πιστοποιητικά πρωτοτυπίας που τη διαφημίζουν. Πρώτη δημοσίευση περ. Πλανόδιον, Δεκέμβριος 2009 |
Τετάρτη 20 Μαΐου 2015
Η απαρχαίωση του μοντέρνου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου