Ἀπὸ Νέα Ἑστία, "Ἀφιέρωμα στὸν Σολωμό", τόμος 144ος, τεῦχος 1707, Δεκέμβριος 1998.
Θὰ ξεκινήσω αὐτὸ τὸ κείμενο μὲ τὴν κοινότερη καὶ εὐδαιμονέστερη τῶν δηλώσεων, ἀγαπῶ τὸν Σολωμό. Τὸν ἀγαπῶ μὲ τρόπο ὁ ὁποῖος πολλαπλῶς, διαρκῶς καὶ ἐναλλασσομένως μὲ καθορίζει. Αὐτὸ δὲν εἶναι παράξενο. Οἱ βέλτιστοι μεταγγίζουν κατιτὶς ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ στὴν πιὸ στενὴ καρδιά. Γιατί, αὐτὸ συμβαίνει, ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ στοιχειώνεται (πρῶτα καὶ πάνω ἀπ' ὅλα) ἀπὸ τὶς ἀτραποὺς τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι ἀλλωνῶν παπάδων εὐαγγέλια. Ἔρχομαι στὰ δικά μας.
Εἴμαστε, λέει, συναναγνώστη, ἐκεῖ ὅπου Πολυλᾶς δὲν ὑπῆρξε. Λέει, δὲν ἐτυπώθησαν ποτὲ Ἅπάντα τὰ εὑρισκόμενα, καὶ νὰ πού, φιλόλογοι ὀξυδερκεῖς, ποιητὲς εὐφάνταστοι καί, γιατί ὄχι; ἀσκούμενοι —ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον— καλαμαράδες, ἀνακαλύπτουν τὰ Αὐτόγραφα ἔργα τοῦ Διονυσίου Κομ. Σολωμοῦ. Καὶ μετὰ γίνεται τὸ ἔλα νὰ δεῖς. Τυπώνονται κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ ὡς δεῖ, μπράβο, ἀλλὰ ἔρχεται καὶ ἡ μαύρη ὥρα μιᾶς ἔκδοσης κριτικῆς. Καὶ ἐκεῖ χάνει ἡ μάνα τὸ παιδὶ (πού, αὐτό, τὴν εἶχε χαμένη ἐξ ἀρχῆς).
Δὲν λέω τίποτα δύσκολο. Τὸ αὐτονόητο λέω. Γιατί, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ Εὑρισκόμενα τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ, στοιχηματίζω, ὥς καὶ τὰ πάνδεινά μου, ὅτι κανεὶς (καὶ ἐδῶ τὸ κανεὶς εἶναι σὰν τὴν ἀνατολὴ καὶ τὴ δύση —φυσικὸ καὶ ἀπόλυτο) δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ βάλει τὴν παραμικρὴ τάξη στὰ χειρόγραφα. Εἴκοσι δύο ποὺ ἀνέλυαν κι ἑξήντα ποὺ συνθέταν, ποὺ λέει καὶ τὸ καινοφανὲς ἀσμάτιο. Κι ἕνας ὁ Πολυλᾶς, λέω ἐγώ. Γιατί ἂν ὑπάρχει, δόξα νὰ 'χει, ἡ ἁπλωσιὰ γιὰ νὰ παίζει ὁ καθεὶς τὴν μπάλα ποὺ ξέρει, στὸ σολωμικὸ γήπεδο, τοῦτο τὸ ὀφείλουμε στὴν ἀφιέρωση καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ — ἐκδότη τοῦ Σολωμοῦ, πρωτίστως συνηγόρου του, ποιητοῦ τριῶν σονέττων καὶ μιᾶς ὠδῆς (ὅταν θὰ ἰδῇς τὸ πνεῦμα σου/ σημαία φωτὸς νὰ στήσῃ / σ' ὅλη τὴν γῆ ποὺ βάρβαρος / ἐχθρὸς ἔχει πατήσει / κι ἀπὸ τοῦ νοῦ τὴν δύναμι / ἡ ὀργὴ του νικηθῆ [Καὶ διόλου τυχαῖο πού οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀνήκουν στὴν ὠδὴ «Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ» νεκρικὰ ἀπαγγελμένη]) μεταφράστου μοναδικοῦ τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Σαιξπήρου, ἀφηγητῆ καὶ δοκιμιογράφου, δημοσίου ἀνδρός• τί ἄλλο νὰ προσθέσω;
Ὅμως δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Πολυλᾶς, πού, τώρα, γι' αὐτὸν θὰ μιλήσω. Εἶναι ὁ ἀληθής, ὁ ἀπαράμιλλος προλογιστὴς (θὰ 'λεγα ὁ νοβελογράφος), ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὶς γραμμές του στὰ Εὑρισκόμενα ἐγγράφεται, αὐτός, ἡ μοναδικότητα στὴ γραμματεία μας. Ὁ Σολωμὸς ξέρει, εἶναι ἠθελημένα κομματιασμένος, ὁ ἴδιος, ἀκουσίως, ἕνα ἀπόσπασμα. Ὁ καθένας τους, ξεχωριστά, εἶναι τὸ μὴ ἐννοηματωμένο. Οἱ δυό τους μαζὶ θὰ ἀπαρτίσουν ἕνα ὅλον, καινούργιο, τὸν ὁριστικὸ ποιητὴ Διονύσιο Κομ. Σολωμό.
Πῶς συνέβη αὐτό; Τίνι τῷ τρόπῳ, ποὺ λέγαν οἱ παλιοί; Ἁπλὰ καὶ κυριολεκτικῶς. Διὰ τῆς γραφῆς. Γραφῆς προδρομικῆς. Γιατί ὁ Πολυλᾶς ἀνασύρει καὶ συνθέτει ἀπὸ χάσμα μέσα, διττῶς τὸ μυθικό, ἔξοχο, μαρτυρικὸ πρόσωπο τοῦ Σολωμοῦ. Ἡ ἀνασύσταση τῶν ποιημάτων εἶναι ἡ μιὰ ὄψη τοῦ νομίσματος• αὐτὸ πού, ἐδῶ, μὲ γνιάζει, ἡ καθ' ὅλου βιογραφία, εἶναι ἡ ἄλλη. Καί, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὁ ἕνας χωρὶς τὸ ἄλλο μισό του.
Χαϊδεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τὸ ἁπαλὸ ἄγγιγμα ποὺ ἀναζητᾶ εἶναι ὁ συνειρμός, μήπως (τάχα) καὶ ὁ συντετριμμένος κόσμος ἀποκτήσει ἁρμό, συνάφεια, τὴν περίληψή του. Ἔτσι καὶ μένα, τέτοια μάταιη δοκιμὴ μὲ καθοδηγεῖ στὴ Ρωσία, στὸν γιατρὸ Γιούρι Ζιβάγκο, στὴν ἀντίστροφη ἀπ' ὅ,τι τὸ θέμα μας διαδρομή του. Γιατί, ἐκεῖ ἀπὸ τὴ βιογραφία στὸ ποίημα, ἐδῶ τ' ἀνάποδο.
Ὁ Δόκτωρ Ζιβάγκο τυπώνεται στὰ ἰταλικὰ τὸ 1957 (ἂν θυμᾶμαι καλά• τὸ γιατί σὲ γλῶσσα ξένη, τὸ τί ἀποκαμώθηκε, δὲν εἶναι τοῦ παρόντος — μὰ νὰ τὰ θυμόμαστε;). Νὰ πῶ δυὸ λέξεις γιὰ τὸ βιβλίο αὐτό. Μιὰ ἀφήγηση φωνῆς χαμηλῆς καὶ σπάνιας εὐγένειας. Ἡ βιογραφία ἑνὸς ποιητῆ (ποὺ δὲν εἶναι ὁ Πάστερνακ) καί, ἐν τέλει, τὰ ποιήματά του (τὰ ὁποῖα ἴσως εἶναι ὁ Πάστερνακ).
Τί συλλογιέμαι τώρα. Καὶ τί συνεχίζω. Δυὸ πράγματα ἀλλότρια. Ἔτσι μοιάζουν. Γιατί στὴν περίπτωση τοῦ Σλαύου, ἕνας συγγραφέας θὰ ἐπωμιστεῖ τὸ βάρος τῆς (μὰ ὄχι ἐκ τοῦ μηδενός) δημιουργίας ἑνὸς ποιητῆ καὶ τὴν ἐπίθεση τῶν ποιημάτων του. Ἐδῶ ὁ ἕνας, ἀπ' τὸ κάτι, φτιάχνει τὸ πολύ. Μιᾶς καὶ ἕνας ἄνθρωπος, γνωστὸ αὐτό, εἶναι ὅλος ὁ κόσμος καὶ βαρύτερα.
Μά, θὰ μοῦ πεῖτε: στὸν Πολυλᾶ τί γίνεται; Αὐτό; Ὄχι, ἀσφαλῶς ὄχι. Ἐδῶ τὰ ποιήματα ὑπῆρχαν (ἀλλὰ πῶς;), τὸ «ἱστορικό» πρόσωπο ὑπῆρξε (ἀλλὰ πῶς;). Ναί, ὁ Διονύσιος Κόμ. Σολωμὸς γεννήθηκε τὸ 1798 καὶ μετέστη τὸ 1857. Ἔτσι, νομίζω, συνέβησαν τὰ πράγματα. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς τὰ νομίσματα εἶναι κίβδηλα.
Διαβάζω:
Αὐτὴ ἡ δημοτικότης, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ποιητής μας καθημερινῶς ἐρίζωνε περισσότερο ὅσο βαθύτερα ἐδέχετο τὸ πνεῦμα τῆς ζωντανῆς φωνῆς τοῦ ἔθνους του, ἐφάνηκε λαμπρὰ εἰς τὸ τραγοῦδι Ἡ Φαρμακωμένη, γραμμένο τὸ ἔτος 1826. Μία Ζακυνθινὴ νέα, ἡ ὁποία ἀγαποῦσε τὴν ποίηση καὶ τὴ μουσική, καὶ μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Σολωμὸς εἶχε σχέσιν ἁγνῆς φιλίας καὶ συχνὰ εὐτυχοῦσε νὰ τὴν ἀκούση νὰ τραγουδάη τὰ ποιητικά του δοκίμια, ἐρωτεύθηκε εἰς ἕναν νέον ξένον καί, φοβούμενη μήπως ἀπὸ τοῦ πάθους τὴ σφοδρότητα κινδυνέψη ἡ τιμή της, ἐφαρμακώθηκε. Ὁ ποιητὴς τὴν ἔκλαψε μὲ δάκρυα θερμά, τὰ ὁποῖα ἐπήγαζαν ἀπὸ τὴ λύπη καὶ ἀπὸ τὴν ἀγανάχτηση πρὸς τὴν καταλαλιὰ τοῦ κόσμου, ὁποὺ ἐκατάτρεχε τὴν κόρη καὶ ζωντανὴ καὶ πεθαμένη• ἐβγῆκε εὐθὺς ὑπέρμαχος τῆς ἀθωότητος ἐναντίον εἰς τὴν ἀδικοκρισίαν τῶν ἀνθρώπων, μὲ θάρρος ναί, ἀλλὰ μὲ πραότητα, μὲ σοβαρὸ πάθος, σεμνὸ ὡσὰν τὴν παρθένα, τὴν ὁποίαν ἐθρηνοῦσε. Τὸ ἀκαλλώπιστο ὕφος, ἡ ἁπλούστατη μελῳδία τοῦ στίχου, ἡ δημοτικότατη φράση εἰς τοῦτο τὸ τραγοῦδι εἶναι διαφανέστατα ἐνδύματα τῆς ἠθικῆς καὶ ποιητικῆς ἀλήθειας• καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἠμπορεῖ καλύτερα νὰ δείξη πόσον εὔκολα ὁ ποιητής μας ἐπετοῦσε εἰς τὰ ὕψη, πόσον ἐλεύθερα ἀνάπνεε εἰς αὐτά, παρὰ ἡ μετάβαση Θὰ ξυπνήση τὴν ὕστερη μέρα, ὅπου, δίχως νὰ ἀλλάξη τόνο, παρασταίνει τὴν παρθένα, ἡ ὁποία θαρρετὰ ἀγναντεύει τὴν ὄψη τῆς θείας Δικαιοσύνης. Τὸ τραγοῦδι, ἐνῷ ἐξεπλήρωνε ὅλους τους ὅρους τῆς Τέχνης, ἐπίτυχε τέλεια καὶ τὸν κοινωνικὸ σκοπό του• ὁ ποιητὴς ἕως τὲς ὕστερες μέρες τῆς ζωῆς του ἐθυμότουν ἀκόμη μὲ συγκίνηση πῶς, ἅμα ἐκυκλοφόρησαν οἱ στίχοι, ἄνθρωποι μικροὶ μεγάλοι ἔτρεξαν ἐνθουσιασμένοι νὰ τὸν συγχαροῦν, ὅτι, ἀντὶ τῆς κακολογίας, εἰς ὅλα τὰ στόματα ἀντηχοῦσε τὸ ἠθικότατον ἄσμα του. (Προλεγόμενα, VΙ)
Διαβάζω:
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐποχήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπομονώθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἐκαταγίνετο πάντα θερμότερα εἰς τὴν τελειοποίηση τῶν πονημάτων του καὶ εἰς τὴ μελέτη τῆς φιλοσοφίας, τῆς ὁποίας ἀκολουθοῦσε τὴν πρόοδο είς τὰ μεγάλα γερμανικὰ συγγράμματα, καὶ ἐξόχως εἰς τὰ θεωρητικὰ τοῦ Σχίλλερ, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε νέον ὁρίζοντα τῆς Ποιητικῆς. Ὁ Σολωμὸς τὰ ἐμελετοῦσε εἰς τὲς ἰταλικὲς μετάφρασες, ὁποὺ τοῦ ἔκαναν πρόθυμα οἱ φίλοι του, ὡς ἀγάπης ἀνταπόδοσιν τῶν θησαυρῶν, τοὺς ὁποίους αὐτὸς ἄφθονα ἐχάριζε εἰς τὸν νοῦ καὶ εἰς τὴν καρδίαν ὅσων εὐτύχησαν νὰ τὸν πλησιάσουν. Τὸ φιλέρευνο πνεῦμα του ἐκινεῖτο εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας, εἰς ὅλα μὲ θαυμαστὴν ἑτοιμότητα, ἀλλὰ προθυμότερα εἰς ἐκεῖνο τῆς Κριτικῆς, διότι εὕρισκε πλουσιοπάροχην τὴν ὕλη εἰς τὴ μεγάλη του πολυμάθεια τῆς παλαιᾶς καὶ νέας φιλολογίας. (Προλεγόμενα, ΧΙΙ)
Διαβάζω:
Ἀλλὰ ἤδη ἄρχιζε νὰ τοῦ ἑτοιμάση τὸ πρόκαιρο τέλος μία ἀσθένεια, ἡ ὁποία κατ' ἀρχὰς δὲν τὸν ἐπείραζε εἰμὴ σωματικῶς, ἀλλά, εἰς τοὺς ὑστερινοὺς δύο χρόνους τῆς ζωῆς του, ἐθάμπωνε κάποτε τὴ λαμπρότητα τοῦ νοός του. Συχνὰ αἰσθάνετο ἕνα γενικὸ δείλιασμα, καὶ γιὰ νὰ τὸ παύση, ὥστε νὰ χαρῆ πάλιν, κὰν προσωρινά, τὴ συνηθισμένη του ἀκατάπαυστη ζωηρότητα τῆς πνευματικῆς ἐνεργείας, ἐπρόστρεχε εἰς τὰ δυνατὰ πιοτά, καὶ αὐτὴ ἡ κατάχρηση βέβαια αὔξησε τὴ δύναμη τοῦ πάθους• πολλὲς φορές, εἰς τὴ μέση τῆς θαυμαστῆς ὁμιλίας του, ἐφαίνετο ὅτι τὸν ἐπλάκωνε ἕνας φοβερὸς στοχασμός, καὶ ἐνῷ εἶχε ἀκόμη ὅλα τὰ φαινόμενα τῆς ὑγείας, συχνὰ ἔλεγε πρὸς τοὺς φίλους του: γλήγορα θὰ σᾶς ἀφήσω. (Προλεγόμενα, XVIΙ)
Τί αὐτὸ συνιστᾶ; Τὴ μυστικὴ σύνθεση μιᾶς βιογραφίας, τὸν ἀπόκρυφο σχεδιασμὸ ἑνὸς συγγραφέως. Μιὰ ἀφαίρεση θὰ καταστεῖ ὁ Σολωμὸς κι ἕνας ἄνθρωπος ἐκεῖ θὰ καταλήξει — ὁμιλῶ γιὰ τὸν βιογράφο Ἰάκωβο Πολυλᾶ.
Πρέπει νὰ τὸν ἀγάπησε πολύ. Καὶ πρέπει τὸ ἔλλειμμα τῆς ψυχῆς του νὰ ἦταν ἀκόμη περισσότερο. Καί, πρέπει, ὁ Σολωμός, τὸν ὁποῖο ποτὲ δὲν θὰ γνωρίσουμε, γιατί αὐτὸς τὸ ἀρνήθηκε, νὰ ἦταν κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ ποιήματά του — κι ἐπειδὴ ἔτσι, ἀλὶ καὶ οὐαί μας. Ποιὸς ὑπῆρξε αὐτὸς πού τόσο πολὺ ἀγαπήθηκε; Καὶ τί ὄνομα, πράγματι, εἶχε;
Ὁ Σολωμός. Ἡ γλώσσα στὴν καταγωγή της:
Παλληκαρὰ καὶ μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
καὶ μ' ἕναν ἀπροσδόκητο τρόπο στὸ καταγώγιό της:
Καὶ τοῦ ἀμόλαες κερατίδια!
Ὁ Σολωμὸς κι ὁ Πολυλᾶς. Πλέον, μόνον οἱ μικρόψυχοι θὰ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὸν ἕναν τὸν ἄλλον. Ἀπὸ τὸν ἔξαρχο τὸν ταπεινό. Αὐτοὶ οἱ δύο θὰ εἶναι ἕνα. Καί, ποιὸς ξέρει, μπροστὰ σὲ μία ἐξώκοσμη δικαιοσύνη, ὁ ἄλλος λέει, ὁ μικρός, μπορεῖ νὰ εἶναι κι ὁ μεγαλύτερος. Παράταιρες κουβέντες.
Χρειάζεται κατιτὶς τὸ παραπανιστό; Ἂν ἀγαπῶ τὸν Διονύσιο Σολωμό, εἶναι γιὰ τὸν Κρητικό, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ «ήθικότατον ἄσμα» του ἀντηχοῦσε εἰς ὅλα τὰ στόματα• γιὰ τὸ Carmen seculare, αὐτὸ ὅμως τὸ ὁποῖο ἐθόλωναν τὰ «δυνατὰ πιοτά».
Ἕνα κείμενο θὰ εἶναι τεκμηριωμένο, ἐμπεριστατωμένο, πῶς τὸ λένε; ἢ θὰ μοιάζει μὲ τὸ δικό μου. Ἰμπρεσιονιστικὲς νύξεις, τίποτε τὸ σαφέστερο. Ὅμως ἐπιμένω νὰ διαβάζω τὸν Σολωμὸ μέσῳ τῶν Προλεγόμενων: ἀκριβῶς δι' αὐτῶν. Μοῦ ἀρέσουν οἱ νεώτερες ἔρευνες, οἱ ἄριστες κριτικὲς ἐκδόσεις, συγχαίρω τοὺς καλοὺς μελετητὲς — ἀλλὰ νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ τὴν ἁμαρτία μου. Πῶς καὶ θυμᾶμαι ἐκείνη τὴν ἱστορία μὲ τὸν ἔξοχο γερμανὸ φιλόλογο ὁ ὁποῖος δαπάνησε μιὰ ζωὴ γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὴν Ὀδύσσεια δὲν τὴν ἔγραψε ὁ Ὅμηρος ἀλλὰ ἕνας συνονόματός του.
Ὥρα νὰ κλείσω. Στὸν Δόκτορα Ζιβάγκο μιὰ ψυχὴ σχάσθηκε, ἔγινε δύο (καὶ εἶναι, αὐτό, βαρύ, πολὺ βαρὺ πράγμα) γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ εὐλογία, ἡ δημιουργία, ἀντὶς ὁ γιατρὸς ποὺ διασχίζει μιὰ Ρωσία κατακαμένη ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση. Μπορεῖ, στοχάζομαι, στὸν Διονύσιο Σολωμὸ τὰ πράγματα νὰ εἶναι πιὸ ἁπλά.
Δύο ἄνθρωποι νὰ συγκλίνουν πρὸς τὸν ἕναν, νὰ γίνουν μαζί, δὲν εἶναι τόσο σπάνιο. Ὁ ἔρωτας καὶ ἡ μετάφραση, οἱ δύο ἔσχατες μορφὲς τῆς ταπείνωσης, τὸ ἔχουν τόσες φορὲς ἀποδείξει. Ὅμως, ἕνας ἄνθρωπος, αὐτός, νὰ ἀφανιστεῖ νὰ γίνει ὁ προλογιστής, ὁ ὑπ' ἀναίρεσιν, καί, ἐν τέλει, ὁ Ἄλλος — αὐτὸς κανείς, ἐκείνου ἐκεῖνος• ὁ Διονύσιος Κομ. Σολωμὸς εἶναι, φαντάζομαι, κάτι τὸ μόνο, τὸ δικό του, κανενὸς ποτέ. Γιατί ἡ ὕπαρξη τοῦ Σολωμοῦ μᾶς εἶναι τίμια δωρεά, κι αὐτὸ μποροῦσε νὰ γενεῖ μόνον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος τύπωσε; ἐξέδωσε; ναί, ἴσως (αὐτὸ ὀνειρεύομαι), ἔγραψε,
Δὲν τὄλπιζα νἄν' ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου