Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΙΗΣΗΣ,


ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ 


1.Ο δημιουργός Καβάφης. Ο Καβάφης ζει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου συναντιούνται γλώσσες, λαοί και πολιτισμοί. Η ελληνική καταγωγή και τα βιώματά του ως έλληνα της περιφέρειας δεν μπορούν να αγνοηθούν κατά τη μελέτη του έργου του, ιδιαίτερα, η Αλεξάνδρεια, ως χώρος της πόλης κλειστός και ως τόποι μέσα στην πόλη. Η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου είναι ο χώρος όπου κινείται σκηνοθετικά ο ποιητής. Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αλεξανδρινοί χρόνοι με την εποχή των διαδόχων, το βυζάντιο και λιγότερο ο ομηρικός κόσμος αποτελούν τις πηγές της ποιητικής του έμπνευσης. Έτσι, το ιστορικό βίωμα και η ζωή του συγκροτούν τα υπερκειμενικά και εξωκειμενικά στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της ποίησής του.
Ο ποιητής δουλεύει πολύ το έργο του, συλλέγει πηγές, μελετάει, διερευνά τις σκέψεις και στάσεις των ηρώων του σε εποχές κρίσης, σε ιστορικά σταυροδρόμια, καθώς όλα παίζονται σε μια εποχή μεταίχμιο, που έχει πολλά κοινά στοιχεία mutatis mutandis με την εποχή του ποιητή . Ο ρόλος της ανάμνησης , της μνήμης και της φαντασίας είναι σημαντικός, άμεσος και βιωματικός. Ανακαλούνται καθημερινές προσωπικές εμπειρίες μέσα στο χρόνο -συχνά παρελθόντα- και γίνονται ποίηση. Οι αναγνωστικές εμπειρίες από ιστορικές πηγές και από τη λογοτεχνία ανοίγουν ένα πεδίο πλούσιας δεξαμενής και συγχρόνως σκληρής εργασίας ώστε το κείμενο να δώσει έμπνευση για ένα νέο κείμενο. Έτσι, διακειμενικότητα και διαλογικότητα με τα κειμενικά, ιστορικά και άλλα συμφραζόμενα αποτελούν το υπόβαθρο, που στη συνέχεια ζυμώνεται με άλλα στοιχεία στη συνείδηση του ποιητή και αναβλύζει μια νέα και πρωτότυπη ποίηση. Αυτή η ποίηση σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται απλή και καθημερινή, εμπεριέχει γλωσσικά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου και των βιωμάτων του ποιητή πέρα από τις συμβάσεις δημοτικής και καθαρεύουσας, αλλά σε μια δεύτερη ανάγνωση αποκαλύπτει όλο το βάθος και το πλάτος της ανθρώπινης ύπαρξης και της δημιουργίας, καθώς στο ατομικό εμπεριέχεται το συλλογικό. Το γλωσσικό σύμπαν της καβαφικής ποίησης αγκαλιάζει την ελληνικότητα, οι πηγές έμπνευσής του, ο ελεύθερος πεζολογικός στίχος και το ύφος του προφορικού καθημερινού λόγου καταδεικνύουν ότι ο Καβάφης διέρρηξε τη σχέση του με την παράδοση και άνοιξε το δικό του δρόμο, ένα δρόμο μοντέρνας ποίησης , ορόσημο για την Ελλάδα και την παγκόσμια λογοτεχνία. 
2. Διακειμενικότητα. Όλα τα στοιχεία που προηγούνται της γραφής και εκείνα που υπάρχουν κατά και μετά τη γραφή μπορούμε να τα θεωρήσουμε υλικό προς διερεύνηση σε μια πλατιά διακειμενική και διαλογική ανάγνωση του έργου του Καβάφη. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως καθαρά διακειμενικά στοιχεία τα κείμενα ή τους στίχους άλλων δημιουργών, που εντοπίζονται στο έργο του. Διακειμενικά στοιχεία με μια ευρύτερη έννοια είναι τόσο τα παρά το κείμενο, τα παρακειμενικά στοιχεία, όπως είναι οι προμετωπίδες, οι τίτλοι των ποιημάτων, οι χρονολογίες και οι σημειώσεις του ποιητή, όσο και τα υπερκειμενικά στοιχεία ή περικείμενα, όπως είναι οι πηγές έμπνευσης και άλλα βιογραφικά στοιχεία, ατομικά και κοινωνικά, που φωτίζουν και βοηθούν στην ερμηνεία και κατανόηση του κειμένου. Η διαλογική σχέση των κειμένων (Μπαχτίν) οδήγησε σε πολλές και διαφορετικές μελέτες διακειμενικής τάξεως, όπως στη διακειμενικότητα της Julia Kristeva και του Genette, στη διακειμενική φύση της ποίησης και της λογοτεχνίας κατά τον H. Bloom κ. ά. Κάθε κείμενο κατά την Julia Kristeva «συγκροτείται ως μωσαϊκό παραθεμάτων, κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου.[…]» . Ο Todorov «επεξεργάζεται μια διάκριση μεταξύ της διαλογικότητας ως μεθόδου ερμηνείας και της διακειμενικότητας ως αναγκαίας συνιστώσας του σχήματος της επικοινωνίας». Ο G. Genette στο βιβλίο του, Palimpsestes , θεμελιώνει τη λογοτεχνικότητα με τη διακειμενικότητα, που σχετίζεται στον υψηλότερο βαθμό με την καθολική πλευρά της λογοτεχνικότητας, μ΄ αυτό που συναρτά ένα κείμενο με άλλα κείμενα, κατά τρόπο συνειδητό ή όχι. Η διακειμενικότητα μπορεί να διερευνηθεί στο έργο του Καβάφη ως παραπεμπτικές αναφορές, ως σύμβολα, ως δημιουργικός τρόπος μετασχηματισμού του υπερκειμένου (ονόματα , τοπωνύμια, κ.ά.) ή με όρους της αρχικειμενικότητας ( G. Genette) ως πηγές έμπνευσης (Όμηρος, Ιστορικές πηγές, επιτύμβιες στήλες, μελέτες βιβλίων).
Τα παρακειμενικά στοιχεία μπορούν να μελετηθούν τόσο σε σχέση με το κείμενο, όσο και σε σχέση με το εξωκειμενικό καθεστώς και την επίδρασή τους στον αναγνώστη με ή χωρίς την πρόθεση του συγγραφέα. Ενδιαφέρει ο τρόπος που ο ποιητής εντάσσει το διακείμενο στο ποίημα ως διασκευή, ως γόνιμο μετασχηματισμό, ως φαντασιακή προέκταση λεπτομερειών του μύθου, της ιστορίας και του ερωτικού-αισθητικού βιώματος ή ως διακείμενο που λειτουργεί με όρους αληθοφάνειας. Συχνά το ιστορικό ή μυθολογικό διακειμενικό στοιχείο αποκτά την καθολική και συγχρόνως αντιπροσωπευτική διάσταση του συμβόλου, π.χ. τα ποιήματα, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Αλεξάνδρεια, Απιστία-Θέτις κ.ά. Η διακειμενικότητα δεν μπολιάζει απλά για να μπολιάζει, αλλά παράγει νέο κείμενο καθώς φράσεις, λέξεις ή χωρία αποκτούν άλλη σήμανση στο νέο γλωσσικό περιβάλλον και αναδίδουν νέο αισθητικό αποτέλεσμα. Τη μέθοδο της παράθεσης στίχων, προμετωπίδων ή και ολόκληρων μικροκειμένων τη χρησιμοποίησαν ήδη οι επιγραμματικοί της Ανθολογίας, οι Γάλλοι Παρνασσικοί, οι Ezra Pound, T.S.Eliot, Auden, Baudelaire, Joyce και οι έλληνες: Καβάφης, Σεφέρης, Παπατσώνης, Ρίτσος και άλλοι. Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται αυτό που είπε ο Καβάφης ότι το έργο του είναι η ζωή του , καθώς τα βιώματα και οι μελέτες του συγκροτούν ένα πεδίο διακειμενικών αλληλεπιδράσεων. 
Ο Καβάφης είναι ολοφάνερο ότι επιλέγει το απλό και το καθημερινό, οι ήρωές του είναι άνθρωποι απλοί, άγνωστοι συχνά, που τους ανασύρει στο φως και, όπως γράφει ο Σαρεγιάννης , «Μεγάλη μέρα θα ήταν για τον Καβάφη εκείνη που θα ανακάλυψε ότι η ιστορία μπορεί να αντιμετωπιστεί και σα μια ανθολογία από ζωές αγνώστων ή μισοαγνώστων ανθρώπων». Ποιητές και πεζογράφοι, έλληνες και ξένοι, όπως οι: Πλούταρχος, Σουητώνιος, Φιλόστρατος, Λουκιανός, Πολύβιος, Πετρώνιος, Βυζαντινοί συγγραφείς κ.ά., όπως και η εκμετάλλευση παλαιών θεμάτων είναι κοινός τόπος και αποτέλεσαν ερέθισμα ποιητικής δημιουργίας στην καλλιτεχνική ευαισθησία του Κ. Καβάφη, όπως επισημαίνει και ο Filippo M. Pontani . Κείμενα, επιγραφές, επιστολές, νομίσματα, προφορικές παραδόσεις, άλλα γραπτά κείμενα ή μνημεία και βιώματα επιδρούν στην ποιητική έμπνευση του Καβάφη, θεματικά και γλωσσικά, και γίνονται ποιήματα «τρόποι δράσης και επιθυμίας» κατά την έκφραση του Η. Bloom. 
Η γλώσσα στην ποίηση του Καβάφη είναι μια γλώσσα εσωτερικής διανοητικής επεξεργασίας, παραπεμπτική, στο επίπεδο της καθημερινής ομιλίας, που δημιουργεί αμεσότητα στο δέκτη. Ο ποιητής με τη μνήμη και την ανάμνηση ανασυνθέτει συχνά σκέψεις, γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος σε πολλά χρονικά επίπεδα μ΄ ένα δικό του τρόπο δυνατό και πρωτότυπο. Η μνήμη στον Καβάφη δεν είναι απλή ανακλητική διαδικασία, αλλά ενέχει το ατομικό και το συλλογικό, που ακόμα και στα πιο προσωπικά του ποιήματα αφήνονται οι δείκτες του χώρου, των βιωμάτων και της ελλειπτικότητας ώστε ο αναγνώστης να συμπληρώσει τα «κενά» με τη δική του αναγνωστική εμπειρία. Η πόλη, η αγορά, δηλαδή το σκηνικό στήνεται σύμφωνα με όσα επικρατούν στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ως ιστορικό πλαίσιο της ποιητικής έμπνευσης και δράσης των ηρώων του. Έτσι, ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του ποιητικό κόσμο στον οποίο συνένοχος ή παρών -απών είναι και ο δέκτης (χρήση β΄ προσώπου). Ο ποιητής ομολογεί ότι η έμπνευσή του, αν δεν είναι βιωματική, είναι βιβλιακή- έμμεσο βίωμα-, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα αποσπάσματα, που είναι ποιήματα ποιητικής του Καβάφη και συνομιλούν με την Ιστορία και τη δημοτική μας ποίηση:
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
τη νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω…
(Καισαρίων,1914)

Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ΄ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά• δικά μας, γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για το χαμό της Πόλης
“Πήραν την Πόλιν, πήραν την• πήραν την Σαλονίκη”

“Σιτ αναγνώθ΄σιτ ανακλαίγ΄ σιτ ανακρούγ΄την κάδριαν.
Ναϊλί εμάς να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν”. 
( Πάρθεν 1921).
Παρατηρούμε ότι ο ποιητής συμπληρώνει αυτά που η λαϊκή μούσα θεωρεί αυτονόητα. Έτσι, το διακείμενο γίνεται συγκείμενο και η όλη οργάνωση του ποιήματος συγκροτείται από το κείμενο και τα διακείμενα, που αναβαπτίζονται στο νέο γλωσσικό περιβάλλον και δημιουργούν ένα νέο ύφος γραφής με ξεχωριστό αισθητικό αποτέλεσμα. Το διακείμενο είναι και γλώσσα που με την ένταξή του στο κείμενο γίνεται αμέσως και άμεσα λειτουργικό και επικοινωνιακό, καθώς όχι μόνο δεν καταστρέφει το συνεκτικό ιστό του ποιήματος, αλλά επαυξάνει και προεκτείνει τους κειμενογλωσσολογικούς παράγοντες (συνοχή, συνεκτικότητα, προθετικότητα, αποδεκτότητα). Το διακείμενο αυξάνει την πληροφορητικότητα και το αρχικά ανοίκειο κείμενο γίνεται οικείο με όρους της πολιτισμικής ελληνικής κοινότητας και του ευρύτερου ελληνισμού. 
Η διακειμενικότητα και η ποιητική της αξιοποίηση από τον Καβάφη επιβεβαιώνει και από αυτή την οπτική ότι ο Καβάφης ήταν ένας από τους πιο άξιους τεχνίτες του Λόγου. Αυτό δε σημαίνει ότι απουσιάζουν τα παραδοσιακά μοτίβα, που μπορούν να θεωρηθούν και διακειμενικές φράσεις ή λέξεις, όπως είναι οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, οι Σειρήνες, η Ιθάκη και άλλα μοτίβα-σύμβολα παρμένα από τα ομηρικά έπη ή από άλλα κείμενα. Ο στίχος είναι πεζολογικός και ελεύθερος με ή χωρίς στροφές, με ή χωρίς ισορροπία στίχων και στροφών, αλλά δεν απουσιάζουν και οι παραδοσιακοί τρόποι στην ποίηση του Καβάφη. Έτσι, εντοπίζεται ομοιοκαταληξία στα ποιήματα “Η δόξα των Πτολεμαίων», «Η συνοδεία του Διονύσου», «ο Οράτιος εν Αθήναις». 
3.α. Παρακειμενικά στοιχεία. Προμετωπίδες. Τα παρακειμενικά στοιχεία (προμετωπίδες, τίτλοι) έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο έργο του Καβάφη. Μελετώντας τις προμετωπίδες του καβαφικού έργου κατά τη σειρά των τόμων παρατηρούμε τα ακόλουθα. Ανάμεσα στο ποίημα με τίτλο, «ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ» και το κειμενικό σώμα του ποιήματος παρεμβάλλεται η προμετωπίδα- χωρίς εισαγωγικά- με την πηγή προέλευσής της ως ένα ενδιάμεσο κείμενο-οδοδείκτης για το περιεχόμενο του ποιήματος, όπως: Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνο-
μένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται. 
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII,7, (τ.α΄, σελ. 17).
Το ποίημα γράφτηκε το 1915 και δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς να «συνομιλήσει» με την εποχή του. Η πηγή από το Φιλόστρατο θέτει το θέμα της αγωνίας για το μέλλον, που οι θεοί το γνωρίζουν (υπερανθρώπινο επίπεδο), οι λαοί-άνθρωποι το αγνοούν και οι σοφοί ως διαμεσολαβητές διαισθάνονται όσα πρόκειται να γίνουν στο κοντινό μέλλον και ως ενδιάμεσοι έχουν κάποια ευθύνη. Οι άλλοι «ουδέν ακούουν», καθώς ασχολούνται με τα του βίου και της καθημερινότητας. Στην προμετωπίδα και το ποίημα καταγράφεται μια στάση απραξίας, που επισημαίνεται ποιητικά, όπως: «Και την προσέχουν ευλαβείς.». 
Η προμετωπίδα που εντοπίζεται στο ποίημα «Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ» (σελ.27, τ. α΄),είναι χωρίς εισαγωγικά και λέει τα εξής:
«Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ΄ υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί
της τραγικής εκείνης, και διαλαθών
υπεχώρησεν». Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου 
Πρόκειται για το Δημήτριο τον Πολιορκητή (337-283 π.Χ.), που οι στρατιώτες του αυτομόλησαν στον εχθρό του, το βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου, γιατί κουράστηκαν να πολεμούν για να αυξάνουν τη χλιδή του Δημητρίου. Το ποίημα φέρεται ότι δημοσιεύθηκε το 1906. Ο Ph. Pontani επισημαίνει ότι το ποίημα αποτελεί παράφραση από τον Πλούταρχο. Πάντως η προμετωπίδα αποτελεί στοιχείο συνοχής και συνεκτικότητας με το ποίημα. Στην ποιητική εκμετάλλευση δεν υπάρχει αξιολογική κρίση, αλλά μια στάση που «νιώθεται» κατά την έκφραση του ποιητή. Από κοινωνιολογική και ψυχολογική θεώρηση (Goldman, Ricoeur) μπορούμε να πούμε ότι στις λεκτικές επιλογές «τον παραίτησαν, όμοια σαν ηθοποιός, η παράστασις» ανιχνεύονται κάποια στοιχεία κατανόησης από τον Καβάφη προς τον ήρωά του ως άνθρωπο και όχι ως φορέα εξουσίας, ως βασιλιά. Σε μια άλλη ανάγνωση θα μπορούσε η ποιητική μετάπλαση να ενέχει σαρκασμό για τον «υποκριτή» βασιλιά που παίζει τη ζωή ως θεατρική παράσταση. Βέβαια, στην ιστορική πηγή η πρόταξη της φράσης «Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ΄ υποκριτής/ μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν» λειτουργεί ως κατάκριση για το βασιλιά. Το διακείμενο στον Καβάφη μεταπλάθεται δημιουργώντας, εσκεμμένα, αμφισημία.
Στο ποίημα, «ΑΠΙΣΤΙΑ», δημοσιεύτηκε το 1904, η προμετωπίδα προέρχεται από τον Πλάτωνα με αφορμή τη ραψωδία Β΄ στην Ομήρου Ιλιάδα, όπου ο Όνειρος στέλνεται στον Αγαμέμνονα παρακινώντας τον να ομονοήσει με τον Πηλείδη. Ο Πλάτων φαίνεται ότι πήρε την πηγή από τον Αισχύλο, οπότε έχομε ένα παλίμψηστο «από φωνές, μνήμες και κείμενα», όπως ενδεικτικά γράφει ο Δ.Τζιόβας . Ο Καβάφης, που σύμφωνα με το Δ. Τζιόβα «παίζει με τα προσωπεία και τους αφηγηματικούς καθρέφτες», δε δίνει πάντα πλήρως την πηγή (Πλάτωνος Πολιτεία, Β, 383 α-β), αλλά αφαιρεί ή τροποποιεί στοιχεία του αποσπάσματος. Έτσι, προσθέτει εισαγωγικά στο παράθεμα από το «ενδατείσθαι» και μπαίνει ανάμεσα σε παύλες το κείμενο από τη λέξη «νόσων» ως «εμόν», π.χ. «–νόσων […] εμόν-». Επίσης, η λέξη «παιάν’» είναι γραμμένη ως «παιών’» και κεφαλαιοποιούνται τα αρχικά γράμματα στις λέξεις «Ξύμπαντα», «Καγώ», «Ο δ’ ». Αυτές οι αλλαγές για έναν τόσο προσεκτικό ποιητή δεν είναι τυχαίες. Η λέξη «παιάν΄» έγινε «παιών’» ίσως για εσωτερική συνήχηση με τη μετοχή «ευθυμών». Η κεφαλαιοποίηση του αρχικού γράμματος, χαρακτηριστικό της μοντέρνας και της υπερρεαλιστικής ποίησης, δηλώνει, γραφολογικά, την αυτονομία των στίχων ανά δύο και καθοδηγεί την αναπνοή του αναγνώστη. Σε μια άλλη ανάγνωση η κεφαλαιοποίηση του αρχικού γράμματος στην έναρξη του στίχου μπορεί να υποδηλώνει και τις αφηγηματοποιημένες φωνές, που συνομιλούν με το νέο ποιητικό κείμενο. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι τα εκτός εισαγωγικών λόγια είναι η αφήγηση του Πλάτωνα, ενώ στα εντός εισαγωγικών λόγια μπορούμε να εντοπίσουμε την ενσωματωμένη φωνή-ευχή του Απόλλωνα για το ζεύγος Θέτιδας και Πηλέα σε γ΄ πρόσωπο «τας εάς ευπαιδίας» (στίχοι 1-2), τον πλάγιο λόγο με τη φωνή της παραπονεμένης Θέτιδας «εμάς τύχας» σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο (στίχοι 3-4) , τον ευθύ λόγο σε α΄ ενικό πρόσωπο της Θέτιδας από τη δική της οπτική (στίχοι 5-6) και τέλος το λόγο της Θέτιδας τον αναφερόμενο στον Απόλλωνα με την εμφατική επανάληψη: «Ο δ΄ αυτός, αυτός […] ο κτανών /τον παίδα τον εμόν.». Οι φράσεις «μαντική τέχνη» της προμετωπίδας και του 8ου στίχου «που γνώριζε από προφητείες» δημιουργούν αμφισημία και συγκροτούν τραγική ειρωνεία για τον αναγνώστη που γνωρίζει. Η προμετωπίδα αναφέρεται σε εξωκειμενικό γεγονός, το οποίο γίνεται ενδοκειμενικό στοιχείο. Το ποίημα αναπτύσσει τον ιλιαδικό θρήνο της Θέτιδας με τον εκλεπτισμένο σε λεκτικές επιλογές τρόπο του Καβάφη, που συμπληρώνεται με τα δικά του μοτίβα: «Απόλλων» τέσσερις φορές, «γέροι» δύο αναφορές με την ιδιότητα των αγγελιαφόρων, «ποιητής», «προφήτης» και «σοφός» από μία αναφορά. Το μοτίβο των γέρων ως αγγελιαφόρων κακών ειδήσεων υποβάλλει δράση και τραγική ειρωνεία σε σχέση με την προφητεία «μακραίωνας βίους» και τον πλαγιασμένο λόγο στο ποίημα «θάχει μακρυνή ζωή», καθώς αποκαλύπτεται στη μητέρα-θεά η μεγάλη απιστία του θεού-ποιητή και προφήτη, ο οποίος όχι μόνο δεν έσωσε το παιδί της, αλλά επί πλέον κατέβηκε και ο ίδιος στην Τροία και σκότωσε τον Αχιλλέα. Ο τίτλος εξάγεται τόσο από την προμετωπίδα, όσο και από το ποίημα σε επίπεδο νοήματος, καθώς η λέξη «απιστία» δεν υπάρχει στο ποίημα, αλλά το διαπερνά ως νόημα. Η προμετωπίδα έχει προσεγμένη στοίχιση, π.χ. 
ΑΠΙΣΤΙΑ
Πολλά άρα Ομήρου επαινούντος, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα …. Ουδέ Αισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Απόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
«ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ΄ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντά τ΄ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών΄ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ΄, αυτός υμνών,………………….
……………… αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».
Πλάτων, Πολιτείας Β΄, (τόμος α΄, σελ.109)
Παρατηρούμε ότι το παρακείμενο είναι ουσιαστικό στοιχείο όχι μόνο για την ποιητική έμπνευση, αλλά και για τη δημιουργία ενός άλλου κειμένου, δυναμικού, αυτοτελούς και «συνδιαλεγόμενου» τόσο με την λόγια παράδοση, όσο και με την εποχή του. Η Θέτιδα ως μάνα-σύμβολο συμβολοποιείται εκ νέου ενταγμένη σε ένα σκηνικό ανθρώπινο και καθημερινό πέρα από την επική διάστασή της. 
Στο β΄ τόμο το ποίημα «Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΟΧΕΙΣ» (σελ. 55, δημοσιεύθηκε το 1926), έχει προμετωπίδα με την πηγή προέλευσής της. Οι σημειώσεις στον ίδιο τόμο μάς διαφωτίζουν για το ρόλο του Ιουλιανού του παραβάτη, σε μια πόλη που ήκμαζε, όπως ήταν η Αντιόχεια, η οποία συγκαταλέγεται στις πόλεις που γίνονται συχνά «ποιητικοί τόποι» στον Καβάφη. Οι πηγές που μελέτησε ο Καβάφης ( Γκίμπον, Μισοπώγων), τον βοηθούν να αποκωδικοποιήσει το λεγόμενο εν Αντιοχεία και να κινηθεί με την ίδια άνεση ανάμεσα στο χριστιανικό και τον ειδωλολατρικό κόσμο. Η προμετωπίδα με το σχήμα του κύκλου, αν και αναφέρεται σε εξωκειμενικά γεγονότα, γίνεται ενδοκειμενική. Η ποσοτική αποτίμηση της προτίμησης στο δεύτερο στίχο: «Α βέβαια προτιμούσανε το Χι,/ α βέβαια προτιμούσανε το Κάππα. εκατό φορές.» μπορεί να εκληφθεί ως σχόλιο του ποιητή και σαρκασμός, όπως: 
Το Χι, φασίν, ουδέν ηδίκησε την πόλιν
ουδέ το Κάππα……. Τυχόντες δ΄ ημείς
εξηγητών…. Εδιδάχθημεν αρχάς ονομάτων
είναι τα γράμματα, δηλούν δ΄ εθέλειν το
μεν Χριστόν, το δε Κωνστάντιον.
Ιουλιανού, Μισοπώγων 
Τελικά η προμετωπίδα αναπτύσσεται ως εσωτερικό δρώμενο δυο ομάδων Αντιοχέων, που δεν τους ενδιέφερε ούτε το Χι ούτε το Κάππα, αλλά η ζωή με τη χλιδή και τον ηδονισμό της. Είναι εμφανής ο υπαινιγμός ότι πρόκειται για μια εποχή παρακμής. 
To ποίημα « ΣΤΑ 200 π.Χ.» (β΄ τόμος σελ.88-89), δημοσιεύτηκε το 1931, πηγή ο Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16. Η προμετωπίδα «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων», που συνοδεύει τον τίτλο ετεροχρονίζεται από την εποχή της ακμής, που έγινε το γεγονός, σε εποχή κρίσης, περίπου μετά τη μάχη της Μαγνησίας, όταν ανοίγει ο δρόμος για τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Το ποίημα αναπτύσσεται με αφορμή το «πλην Λακεδαιμονίων» πρώτα από την οπτική των Σπαρτιατών, έτσι όπως συγχωνεύεται η φωνή τους με του αφηγητή, και στη συνέχεια, μετά τον εμβόλιμο ανεξάρτητο στίχο, γίνεται αναφορά στη δόξα από την πανελλήνια εκστρατεία και κυρίως στον καινούργιο ελληνικό κόσμο που αναδύθηκε, ο οποίος χαρακτηρίζεται «μέγας». Αυτού του κόσμου επίτευγμα είναι η κοινή ελληνική λαλιά, αλλά και ο ελληνισμός της περιφέρειας με τον πολιτισμό του, τον οποίο φαίνεται ότι προβάλλει ο ποιητής χωρίς σοβινισμό, καθώς τονίζει ότι «βγήκαμε […] Εμείς. οι Αλεξανδρείς[…] κι όσοι άλλοι». Ο κοσμοπολιτισμός και ο πολυπολιτισμός είναι το συναγόμενο από την πανελλήνια εκστρατεία έστω και «πλην Λακεδαιμονίων». 
3.β. Σημειώσεις. Η ποίηση του Καβάφη και οι προμετωπίδες γίνονται κατανοητές με τη συμβολή των σημειώσεων, δηλαδή με άλλα παρακειμενικά στοιχεία, που πλαισιώνουν το δίτομο έργο του ποιητή. Συνεπώς, τόσο τα εισαγωγικά στοιχεία στην αρχή των τόμων, όσο και οι χρονολογίες και οι σημειώσεις στο τέλος του κάθε τόμου αποτελούν απαραίτητα και διαφωτιστικά στοιχεία για την κατανόηση και ερμηνευτική προσέγγιση της καβαφικής ποίησης με τα κειμενικά, διακειμενικά και τα παρακειμενικά της στοιχεία.
3.γ. Τίτλοι. Ένα άλλο σημαντικό παρακειμενικό στοιχείο στην καβαφική ποίηση είναι οι τίτλοι. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίοι, καθώς παραπέμπουν σε γεγονότα και πρόσωπα ιστορικά, μυθολογικά και βιωματικά. Είναι τίτλοι ευρηματικοί, που άλλοτε αγγίζουν τις προσδοκίες του αναγνώστη, άλλοτε τον ξαφνιάζουν ως ανοίκειοι, και άλλοτε με το συμβολισμό και τη συνεκτικότητά τους με το κείμενο γίνονται οικείοι. Θα γίνει ενδεικτική περιδιάβαση στον «κόσμο» των τίτλων για να καταδειχθούν τα «είδη» των τίτλων, η ποιητική τους και ο σημαίνων ρόλος τους, καθώς έχουν το προνόμιο να έλκουν πρώτοι το ενδιαφέρον του αναγνώστη, του μελετητή και του εκδότη. Οι τίτλοι μπορεί να λεχθεί ότι συγκροτούν ένα είδος φωτοστέφανου ή λεκτικής και αισθητικής «άλω» για την αναγνωσιμότητα και την ερμηνεία του κειμένου. Ο κάθε αναγνώστης αρχίζει τη διαδικασία της ανάγνωσης από τον τίτλο. Πολλές φορές οι τίτλοι μάς ενθαρρύνουν και μάς οδηγούν στο μυστήριο του κειμένου, άλλοτε μάς παραπλανούν και άλλοτε μάς αποθαρρύνουν από την αναγνωστική εμπειρία. 
Στον Καβάφη οι τίτλοι των ποιημάτων του είναι προσεκτικά επιλεγμένοι. Εντοπίζονται τίτλοι που λειτουργούν θετικά στην πρώτη ανάγνωση ή προκαλούν την ανάγνωση, άλλοι έχουν ειρωνική λειτουργία, άλλοι είναι αμφίσημοι και παγιδευτικοί και άλλοι προϋποθέτουν εξωκειμενικές γνώσεις και προσεκτική ανάγνωση. Επίσης, υπάρχουν τίτλοι, που συνάγονται από μια ενδοκειμενική «συνομιλία» με το κείμενο, το παρακείμενο και άλλα εξωκειμενικά στοιχεία. Για παράδειγμα ο τίτλος, «Η Πόλις» λειτουργεί σε καλή διακειμενική σχέση με το κείμενο, καθώς εντάσσεται ως μορφή στο κείμενο (συνοχή) και ως περιεχόμενο (συνεκτικότητα) «Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή […] Η πόλις θα σε ακολουθεί». Αντίθετα, ο τίτλος, «Μάρτιαι Ειδοί» κατανοείται μόνο με εξωκειμενικά συμφραζόμενα και με τις σημειώσεις στη σελίδα 116, δηλαδή προκύπτει μόνο από τον ποιητή-δημιουργό και έχει εξωτερική σχέση με το κείμενο . Οι τίτλοι «Τελειωμένα» και «Απιστία» συνάγονται ως απόσταγμα, ως μεταγλώσσα και νοηματική προέκταση του ποιήματος. Ο τίτλος «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» λειτουργεί ως συμπληρωματικό στοιχείο του κειμένου, που αναδύεται από τις παραδειγματικές-συνειρμικές σχέσεις του. Πολλοί τίτλοι, όπως: «Θεόδοτος», «Ιθάκη», «Τρώες» είναι διακειμενικοί τόσο με το ποιητικό κείμενο, όσο και με εξωκειμενικά δεδομένα (Ιστορία, Όμηρος, άλλοι δημιουργοί). Αξίζει να προστεθεί ότι ο τίτλος μπορεί να αποκαλύπτει ένα μυστικό του κειμένου, όπως ο τίτλος «Επέστρεφε», ο οποίος έχει δεσμούς συνοχής και συνεκτικότητας με όλο το ποίημα. Οι τίτλοι, «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας Πολεμήσαντες», “Νέοι της Σιδώνος”, «ΣΤΑ 200 π.Χ.» και άλλοι μπορούν να θεωρηθούν ως φαινόμενο ψυχο-κοινωνικό, ως ένταξη στην κοινωνία και την ιστορικότητα . Ο στίχος του Δάντη «CHE FESE…IL GRAN RIFIUTO”= αυτός που έκανε…τη μεγάλη άρνηση, από την Κόλαση του Δάντη, είναι καθαρό διακείμενο, στο οποίο αποσιωπάται η φράση στα ελληνικά «από δειλία» και μπαίνουν στη θέση της τρία αποσιωπητικά. Η αποσιώπηση συνδέεται με το νόημα του κειμένου, καθώς αυτός που λέει το μεγάλο όχι δεν μετανιώνει, αλλά δεν είναι και δειλός. Άλλοτε η αμφισημία του τίτλου ενέχει ειρωνεία, όπως οι τίτλοι: «Ο Δαρείος», «Ομνύει», «ήλθε για να διαβάσει» ή μπορεί να αποτελεί μάσκα της ιστορίας, π.χ. «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.». Όπως, συνάγεται από τα ενδεικτικά παραδείγματα ο τίτλος είναι η αρχή και το τέλος του ποιήματος, καθώς «Πριν από το κείμενο υπάρχει ο τίτλος, μετά το κείμενο παραμένει ο τίτλος», όπως γράφει ο Μ. Hausser . Ο τίτλος ανοίγει ή κλείνει την «πόρτα» της ανάγνωσης στον αναγνώστη.
4. Άλλες μορφές διακειμενικότητας. Πέρα από αυτήν την ενδεικτική περιήγηση σε μερικούς τίτλους του καβαφικού έργου, αξίζει να επισημάνομε ότι στην ποίηση του Καβάφη εντοπίζονται και άλλες μορφές διακειμενικότητας ή διαλογικότητας ανάμεσα σ΄ ένα δοσμένο κείμενο και σε άλλα που υπάρχουν άμεσα παρόντα, π.χ. «Κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,/ και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,/ είναι μεγάλα πράγματα που σ΄ ενδιαφέρουν»» (τόμος α΄ σελ.18), ή υπάρχουν έμμεσα παρόντα (βιωμένες λέξεις και φράσεις, παραλλαγμένοι στίχοι, συντακτικές δομές, που παραπέμπουν σε παραδοσιακά και ιστορικά κείμενα, σε λαϊκές εκφράσεις, κ.α.), π.χ. «Τρώες, Αχιλλεύς, Πρίαμος, Εκάβη, τον Πύρρο, ο βασιλεύς Δημήτριος, Κλεοπάτρα, Αλέξανδρος και Πτολεμαίος, Καισαρίων» σελ.26-27, 35, «Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ» σελ.78 τόμος ά και «πώς πέρασεν η ώρα» (σελ. 63, τόμος α΄) κ.ά. Η διακειμενικότητα ή διαλογικότητα μπορεί να εντοπιστεί και στο επίπεδο των πηγών, καθώς υπάρχουν ποιήματα που προέρχονται από πολλές πηγές, π.χ. «Ιθάκη», με πηγές από τους: Πετρώνιο, Όμηρο, Δάντη και Τέννυσον. Άλλες φορές οι διακειμενικές σχέσεις δεν είναι μονοσήμαντες προερχόμενες από μια πηγή, αλλά από πολλές και συχνά παραλλαγμένες, οπότε πρόκειται για σύνθετες διακειμενικές σχέσεις, που εντοπίζονται στα ποιήματα: «Απιστία», «Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς», «Σοφοί δε προσιόντων», «Πάρθεν», «Ουκ Έγνως». Εντοπίζονται, επίσης, και διασκευές στα ποιήματα «Η διορία του Νέρωνος», «Πριάμου νυκτοπορία», «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», στοιχείο πολύ σημαντικό για τη μελέτη του καβαφικού έργου από άποψη ποιητικής και διακειμενικής διάστασης. Έτσι, οι διακειμενικές σχέσεις μπορεί να είναι οικείες ή ανοίκειες σε σχέση με τον ορίζοντα προσδοκίας του αναγνώστη, στοιχείο που συγκροτεί συχνά τη λογοτεχνικότητα του ποιήματος, όπως στο ποίημα, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».
Τέλος αξίζει να προστεθεί ότι κάθε μορφή διακειμενικότητας δεν αναιρεί το κείμενο, αλλά το προεκτείνει, διότι η διακειμενικότητα είναι δημιουργική κειμενική σχέση. Συχνά προϋποθέτει εμπειρία και ευρύτατη παιδεία, αλλά κυρίως απαιτεί δέκτη ευαίσθητο ο οποίος να γίνεται κοινωνός του ποιητικού γεγονότος, να επικοινωνεί δημιουργικά με το κείμενο ώστε με τη δική του ανάγνωση να δημιουργεί το διακειμενικό μετακείμενο, όπως είναι και αυτή η εργασία που κατατίθεται ως κείμενο-μεταγλώσσα μιας «επαρκούς» αναγνώστριας του έργου του πρωτοπόρου δημιουργού και ποιητή της μοντέρνας ποίησης, Κ.Π.Καβάφη.

Χριστίνα Αργυροπούλου, Δρ Φιλολογίας, Επίτιμη Σύμβουλος του Π.Ι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου