Πριν από το «The end» του διασημότερου ιστορικού έπους και ερωτικού δράματος στην ιστορία του κινηματογράφου, του «Όσα παίρνει ο άνεμος», διά στόματος Σκάρλετ 0' Χάρα ειπώθηκε μία από τις πιο αισιόδοξες ατάκες της μεγάλης οθόνης:
Του
Δημήτρη Μπουρνού
Αυτά είναι τα τελευταία
λόγια της Σκάρλετ Ο' Χάρα (Βίβιαν Λι) έχοντας χάσει (προσωρινά ή όχι, δεν ξέρουμε) την πραγματική της
αγάπη, το μεγάλο έρωτά της Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκέιμπλ). Πίσω από την πίκρα της
βρίσκεται η ελπίδα ότι θα βρει έναν τρόπο να τον ξαναφέρει κοντά της. Είναι
σίγουρη γι' αυτό. Θυμάται τα λόγια του πατέρα της: «Η γη είναι το παν σ' αυτόν
τον κόσμο. Αγαπάς κάτι περισσότερο από μένα. Την Τάρα. Όλη σου τη δύναμη σου τη
δίνει το χώμα την Τάρα. Η γη είναι το παν...». Στην πατρική γη θα θελήσει να
κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα, σίγουρη ότι θα είναι καλύτερο γι' αυτήν.
Η Σκάρλετ, ντυμένη στα λευκά. με τα πράσινα μάτια της να παιχνιδίζουν, τη φλερτάρουν οι άνδρες της πράσινης γης της Τάρα, της μεγαλύτερης γεωργιανής φυτείας
που ανήκει στον Ιρλανδό εμιγκρέ Τζέραλντ Ο' Χάρα ( Τόμας Μίτσελ). Το μυαλό της
βρίσκεται, όμως, στον Ασλεϊ Γουίλκς (Λέσλι Χάουαρντ), που ετοιμάζεται να
παντρευτεί τη Μέλανι (Ολίβια ντε Χάβιλαντ). Οι άνδρες του Νότου συζητούν για
τον πόλεμο που θα κηρύξουν στους Βόρειους (Γιάνκηδες) - γιατί δεν θέλουν να
καταργήσουν τη δουλεία-, τον οποίο βλέπουν ως μια περιπέτεια που θα περάσει. Τη Σκάρλετ,
όμως, την απασχολεί μόνον ο έρωτας.
Ανέμελη,
πιστεύει ότι αν πει στον Ασλεϊ ότι τον αγαπά, θ' αλλάξει γνώμη και δεν θα παντρευτεί
τη Μέλανι. Στο πάρτι του αρραβώνα του τον απομονώνει και του ανακοινώνει ότι
τον αγαπά. Αιφνιδιασμένη από την απόρριψή του, του «χαρίζει» ένα δυνατό
χαστούκι.
Εκεί, θα
γνωρίσει τον τυχοδιώκτη,
πλοίαρχο του Ναυτικού των Νοτίων, Ρετ Μπάτλερ, που θα της εξομολογηθεί τον έρωτά
του. αλλά θα παντρευτεί τον αδιάφορο σ’
αυτήν Τσαρλς Χάμιλτον...
Η Σκάρλετ Ο' Χάρα είναι το αιώνιο σύμβολο της δυναμικής και αισιόδοξης γυναίκας. Ο εγωισμός
και το αίσθημα του ανικανοποίητου που είχε, δεν μπορούν να καλύψουν τον ηρωισμό
της το πάθος της για ζωή και επιβίωση. Έχει το ρομαντισμό και την αφέλεια όλων
των Νοτίων που ήθελαν να διατηρήσουν τη δουλεία. Μόνο που τον έχει επενδύσει
στα προσωπικά της όνειρα. Δεν την ενδιαφέρουν οι τύποι. Δεν είναι «καθώς
πρέπει». Κατά βάθος, θέλει να αποφύγει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και
κυνηγάει τον Ασλεϊ, που ουσιαστικά δεν της ταιριάζει και δεν αναγνωρίζει ότι ο
Μπάτλερ έχει τη δική της δύναμη και αποφασιστικότητα. Όμως παρότι κατορθώνει
όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και να γίνει πλούσια επιχειρηματίας, κατά βάθος
είναι μόνη. Αυτό είναι και το αδύνατό της σημείο.
Ο πόλεμος
αρχίζει. Οι Νότιοι υποχωρούν συνέχεια. Η ήττα πλησιάζει. H Σκάρλετ που βρίσκεται στην Ατλάντα
ως νοσοκόμα περιποιείται τους πληγωμένους. Δεν αντέχει, όμως, να βλέπει τον
πόνο. Στο χορό της Στρατιωτικής Ακαδημίας, χήρα, γιατί ο άνδρας της έχει σκοτωθεί στο μέτωπο, αψηφώντας
τα πάντα, θα δεχτεί και θα χορέψει φορώντας μαύρα με τον Ρετ Μπάτλερ. Το
πένθος αφορά το Νότο και όχι την ίδια. Δεν την ενδιαφέρει το ότι θα τελειώσει ο
πόλεμος σε βάρος των Νοτίων. Εκείνο που την ενδιαφέρει, είναι ότι θα γυρίσει ο
Ασλεϊ. Ο άνεμος του πολέμου δεν μπορεί να την παρασύρει. Όταν όλοι φεύγουν
πανικόβλητοι από την Ατλάντα, στην οποία μπαίνει ο Στρατός των Βορείων,
εκείνη μένει για να ξεγεννήσει αβοήθητη τη Μέλανι. Αρνείται την πρόταση του
Μπάτλερ που της ζητάει να φύγουν στο Παρίσι ή το Λονδίνο. Με τη βοήθειά του όμως, θα
επιστρέφει στην πατρική γη της Γεωργίας, την Τάρα.
Το
ουράνιο τόξο και τα κοράκια την υποδέχονται στη γεμάτη από πτώματα καμένη γη
της Γεωργίας. Θάνατος, αλλά και ένα
καινούργιο αύριο. Ακόμα και με σχεδόν κατεστραμμένο το πατρικό σπίτι,
μισότρελο πατέρα, νεκρή μητέρα, χωρίς φαγητό, η Σκάρλετ δεν θα λυγίσει.
Με το
χώμα της Τάρα στα χέρια της και με το βλέμμα στον ουρανό θα πει:
«Μάρτυς
μου ο Θεός! Εμένα δεν θα με νικήσουν! Ορκίζομαι να επιζήσω και να μην
ξαναπεινάσω ποτέ! Έστω κι αν χρειαστεί να κλέψω ή να σκοτώσω!» Η Σκάρλετ δεν
θέλει να αναγνωρίσει μέσα στην αισιοδοξία της την πραγματικότητα. Αρνείται ν'
ακούσει ότι «οι Γιάνκηδες πήραν τά ξύλα της φόρμας, τα χαλιά του σπιτιού, τα κοτόπουλα,
τα πάντα...» και ψύχραιμα σκοτώνει το Γιάνκη που έρχεται στην Τάρα για να
κλέψει και να φάει: «Κι έτσι έγινα δολοφόνος. Ας μην το σκέφτομαι τώρα. Έχω
καιρό αύριο».
Η Σκάρλετ
διευθύνει η ίδια την Τάρα. Η βαμβακοφυτεία ανασταίνεται. Οι Νότιοι, κάποια
στιγμή, συνθηκολογούν και ο Ασλεϊ επιστρέφει από το μέτωπο. Πέφτει πάλι πάνω
του αλλά αυτός την προσγειώνει ξανά.
Δεν θέλει να αφήσει τη Μέλανι γι’ αυτήν. Ο Ασλεϊ είναι βαθιά ταπεινωμένος από
την ήττα των Νοτίων: «Τι κάνουν αυτοί που γκρεμίζεται ο πολιτισμός τους: Οι
θαρραλέοι τα καταφέρνουν. Οι άλλοι χάνονται», θα πει, για να εισπράξει την
απάντηση από τη Σκάρλετ: «Να λείπει η φιλοσοφία, σαν είναι να χαθούμε εμείς»!
Γίνεται
αποκλειστικός της στόχος η γη και η επιβίωση. Η Σκάρλετ, ώριμη πια, αλλά χωρίς
να έχει χάσει το πάθος της για ζωή, απειλητική, ανυπόμονη, αισθησιακή όπως
πάντα, διευθύνει πλέον εργοστάσιο ξυλείας. Για να έχει κοντά της τον Ασλεϊ,
τον παίρνει ως συνέταιρο. Κάνει τα πάντα για να κερδίσει χρήματα. Πουλάει ξύλα
ακόμη και στους Βόρειους. Μελάνι: «Συνεργάζεσαι με
αυτούς που μας έκλεψαν και μας βασάνισαν»!
Σκάρλετ: «Έμαθα
να προσαρμόζομαι στο παρόν».
Εκείνο
όμως που ζητάει κατά βάθος είναι η αληθινή αγάπη. Δέχεται να παντρευτεί τον Ρετ
Μπάτλερ μετά το θάνατο του δεύτερου άνδρα της σε επιδρομή κατά των Βορείων. Ο
εγωισμός της δεν την αφήνει να αναγνωρίσει ότι τον αγαπά πραγματικά. Πηγαίνουν
κρουαζιέρα και μένουν, πάμπλουτοι, σε
ένα πολυτελέστατο σπίτι στην Ατλάντα. Ένα κοριτσάκι γεννιέται. Ο ιστός της οικογένειας πάει να στηθεί. Η εμμονή, όμως, της Σκάρλετ για τον Ασλεϊ επιστρέφει. Ο Ρετ την πιάνει να κοιτάζει μια φωτογραφία του. «πληγώνεται» και της ζητάει διαζύγιο. Η Σκάρλετ μόνο όταν τον βλέπει αποφασισμένο να φύγει. καταλαβαίνει πόσο τον αγαπά.
Σκάρλετ: «Δεν θέλω διαζύγιο. Απόψε κατάλαβα πόσο σ’ 'αγαπώ! Αν φύγεις, τι θα απογίνω; Πού θα πάω εγώ;»
Ρετ: «Πιστεψέ με, καρφί δεν μου καίγεται».
H Σκάρλετ θα μπει σ’ ένα καινούργιο κύκλο για να δοκιμάσει πάλι τις δυνάμεις της με τη Γη και την Αγάπη.
Η Μάργκαρετ Μίτσελ
Η Μάργκαρετ Μιτσελ γεννήθηκε στην Ατλάντα. την
πρωτεύουσα της Νότιας Γεωργίας, το 1900. Στα 18 της χρόνια άρχισε να σπουδάζει
Ιατρική. Είναι τα χρόνια που θα ασπαστεί τις φεμινιστικές ιδέες της μητέρας της που
συγκρούονται με το συντηρητισμό του πατέρα της που ήταν δικηγόρος. Το 1919,
αφού πέθανε η μητέρα της, όπως η Σκάρλετ Ο Χάρα επιστρέφει στο πατρικό σπίτι
για να το «κρατήσει», με τον πατέρα και τον αδελφό της.
Από το
1922 μέχρι το 1926 είναι ρεπόρτερ της «Atlanta Journal». Αφού παραιτηθεί έπειτα
από ένα ατύχημα με άλογο, στο οποίο χτύπησε το πόδι της, θα αρχίσει να γράφει
το μοναδικό της μυθιστόρημα, που στην αρχή ήθελε να το ονομάσει «Αύριο είναι
μια άλλη μέρα». Τελικά, του έδωσε τον τίτλο «Όσα παίρνει ο άνεμος» και τον πόθο
της για ένα καλύτερο αύριο, χωρίς πολέμους, πείνα και φτώχεια, τον «πάντρεψε»
με το χαρακτήρα της ατίθασης, δυναμικής και αισιόδοξης Σκάρλετ, τον πατέρα και τον αδελφό της. Το 1940 βρίσκεται εθελόντρια του Αμερικανικού
Στρατού και το 1949 θα γίνει επίτιμο μέλος της γαλλικής πόλης Βιμουτιέ, για τη
βοήθεια της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν σκόπευε να δημοσιεύσει
το μυθιστόρημά της, στο οποίο περιγράφει πράγματα που έζησε κατά τη διάρκεια
του Εμφυλίου πολέμου. Ούτε, βέβαια, φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. Άρχισε να
γράφει το βιβλίο το 1926 και το τελείωσε το 1929. Το 1935 ένας φίλος της μίλησε
για το μυθιστόρημα σε έναν εκδότη της
Μακμίλαν. Ύστερα από μερικά καλοπιάσματα έφερε τα χειρόγραφα στο ξενοδοχείο του. Οι περισσότερες σελίδες ήταν μουχλιασμένες και τα κεφάλαια ήταν ανακατεμένα Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε έπειτα από ένα χρόνο για να πουλήσει μόλις λιγότερο αντίτυπα από τη Βίβλο.
Προηγήθηκαν
τρία χρόνια προετοιμασίας και αναστάτωσης στο Χόλιγουντ σχετικά με το πώς θα
μεταφερθεί το αριστούργημα της Μίτσελ στην οθόνη. Αρχικά ο παραγωγός της
ταινίας Ντέιβιντ Σέλτζνικ, αρνήθηκε ν’ αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου. Ο
αντιπρόσωπός του, «κυνηγός» βιβλίων ικανών να μεταφερθούν στον κινηματογράφο,
Κέι Μπράουν, το αγόρασε μόλις δημοσιεύτηκε, το 1936, και του το έστειλε με το
μήνυμα: «Σε παρακαλώ, διάβασε' το μία φορά. Θα αφήσεις όλα τα άλλα και θα το
αγοράσεις αμέσως». (Ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Μαϊου του 1937. το βιβλίο θα
κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ). Ο Σέλτζνικ, όμως, δίσταζε γιατί σκεφτόταν και
το μεγάλο για την εποχή εκείνη ποσό αγοράς δικαιωμάτων
(50.000 δολάρια), αλλά και τα λόγια του μεγάλου κεφαλιού της MGM, Ίρβινγκ
θάλμπεργκ: «Καμία ταινία με εμφύλιο πόλεμο δεν έκανε εισιτήρια»! Μετά την αγορά
των δικαιωμάτων άρχισε ένας αγώνας δρόμου για να γίνει η ταινία. Πρώτη
προτεραιότητα, η ανεύρεση του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον Ρετ Μπάτλερ. Για το
ρόλο πέρασαν από την MGM διάφοροι. Ανάμεσά τους οι Έρολ Φλιν, Γκάρι Κούπερ.
Ρόλαντ Κόλμαν και στο τέλος ο Κλαρκ Γκέιμπλ.
Ο τελευταίος, με προτροπή των φίλων του και ιδιαίτερα της γυναίκας του Κάρολ
Λόμπαρντ διάβασε το βιβλίο, αλλά δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό για να παίξει
το ρόλο του Ρετ: «Τι καταπληκτικός ρόλος για τον Ρόλαντ Κόλμαν», είχε πει
χαρακτηριστικά.
Όταν ο
Σέλτζνικ ζήτησε από τη Μίτσελ τη γνώμη της. εκείνη απάντησε χιουμοριστικά:
«Για το ρόλο του Ρετ Μπάτλερ ταιριάζει ο Γκράουτσο Μαρξ». Αργότερα, βέβαια, σε
άλλο γράμμα, έλεγε σοβαρά ότι ο «Κλαρκ Γκέιμπλ δεν θα ήταν ποτέ η καλή επιλογή
για το ρόλο του Ρετ».
Τελικά, ο
Γκέιμπλ δέχτηκε χωρίς ιδιαίτερη προθυμία να παίξει το ρόλο του Ρετ...
Έρευνα για τη Σκάρλετ
Ο διευθυντής διαφήμισης της MGM ξόδεψε περίπου 100.000 δολάρια σε δύο χρόνια στέλνοντας 110
ατζέντηδες σε όλες τις πολιτείες να ψάξουν για την ιδανική Σκάρλετ. Ο Σέλτζνικ πέρασε από
δοκιμαστικό περισσότερες από 2.000 γυναίκες. Πήρε χιλιάδες γράμματα από ηθοποιούς
που πρότειναν διάφορους για το ρόλο. Η Τζόαν Κρόφορντ απορρίφθηκε γιατί είχε
κάτι το σκληρό επάνω της. Το ίδιο έγινε με τις Φράνσις Λι. Λορέτα Γιανκ. Τζιν
Χάρλοου. Κάρολ Λόμπαρντ. Τζόαν Μπένετ... και πάει λέγοντας. Ο Τζορτζ Κιούκορ
πρότεινε την Κάθριν Χέπμπορν αλλά ο Σέλτζνικ δεν την έβρισκε αρκετά σέξι.
Η Λουσίλ Μπολ, που γεμάτη δυσπιστία πήγε να βρει τον
Σέλτζνικ για ακρόαση, διάβασε κάποιες ατάκες της Σκάρλετ και μετά ο Σέλτζνικ της είπε κοφτά: «Είσαι ελεύθερη». Δεν κατάλαβε σχεδόν για πότε
απορρίφθηκε!
Η Μπέτυ
Ντέιβις απέρριψε το ρόλο της Σκάρλετ επειδή σκεφτόταν ότι μπορεί να έχει ως
συμπρωταγωνιστή τον Έρολ Φλιν, με τον οποίο αρνιόταν να συνεργαστεί. Η παρέλαση των υποψηφίων· συνεχίστηκε, μέχρι
που ο Σέλτζνικ ανακοίνωσε ότι μάλλον βρήκε τη Σκάρλετ στο όνομα της φλογερής και σέξι Πολέτ Γκοντάρ. Η ανακοίνωσή του, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, γιατί η Πολέτ
ήταν στην εταιρεία του Τσάπλιν που είχε συνδεθεί με αντιαμερικανισμό, εκτός του
ότι η «αμαρτωλή» Πολέτ είχε παντρευτεί το 1936 τον Τσάπλιν επάνω σε ένα πλοίο.
Ο Σέλτζνικ μήνυσε στην Πολέτ ότι θα πάρει το ρόλο μόνο όταν αποδείξει ότι είναι
νόμιμα παντρεμένη με τον Τσάπλιν. Για άλλη μια φορά ατύχησε η Σκάρλετ.
Το
Δεκέμβριο του 1938 θα αρχίσουν τελικά τα γυρίσματα χωρίς να έχει βρεθεί η Σκάρλετ.
Τη σκηνή
της περίφημης φωτιάς στην Ατλάντα θα
παρακολουθούν και ο Λώρενς Ολιβιέ με τη
γυναίκα του Βίβιαν Λι που είχε διαβάσει το βιβλίο και ήξερε για την αναζήτηση
της Σκάρλετ. (Τους πρωταγωνιστές ντουμπλάρισαν σε αυτή τη σκηνή οι Τζέι
Γουίλσεϊ και Αιλιν Γκούντβιν).
Ο Μάιρον
Σέλτζνικ, αδελφός του Ντέιβιντ Σέλτζνικ θα συστήσει στον αδελφό του τη Βίβιαν.
Εκείνος θα εντυπωσιαστεί από τα πράσινα μάτια της και θα της κάνει κατευθείαν
δοκιμαστικό. Το πρόβλημα ήταν ότι η Βίβιαν έπρεπε να αποβάλει την εγγλέζικη αριστοκρατική
προφορά της, πράγμα που κατάφερε. Η όχι
και πολύ γνωστή Βρετανή Βίβιαν Λι, για
125 ημέρες, θα αμειφθεί με το ποσό των
25 χιλιάδων δολαρίων, ενώ το μεγάλο τότε αστέρι του Χόλιγουντ Κλαρκ Γκέιμπλ
πήρε 120 χιλιάδες δολάρια για 71 ημέρες.
Τα γυρίσματα
Διαδοχικά
πήραν τα ηνία της ταινίας τρεις σκηνοθέτες. Πρώτος ανέλαβε ο Τζορτζ Κιούκορ.
Από ό, τι λέγεται, ο Κλαρκ Γκέιμπλ πίστευε ότι ο Κιούκορ ενδιαφερόταν περισσότερο
για το ρόλο της Σκάρλετ και της Μελάνι. Γι’ αυτό και ζήτησε την παρέμβαση του
ίδιου του Λουίς Μάγερ για να τον αλλάξει. Έπειτα από 20 ημέρες ο Βίκτορ
Φλέμινγκ. που μόλις; είχε τελειώσει τα γυρίσματα του «Μάγου του Οζ», ανέλαβε την
ταινία. Ενδιάμεσα, για λίγες εβδομάδες, τον αντικατέστησε ο Σαμ Γουντ, όταν
έπρεπε να συνέλθει από την υπερκόπωση.
Όμως, προβλήματα
υπήρχαν και μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Η Λη δεν θεωρούσε καλό ηθοποιό τον
Γκέιμπλ. Δεν της άρεσε που ακριβώς έπειτα από έξι ημέρες γύρισμα έφευγε από το
πλατό. αλλά και αντιδρούοε για την άσχημη συμπεριφορά του. Μεταξύ των άλλων
γκρίνιαζε ύστερα ατό κάθε σκηνή φιλιού, γιατί μύριζε πολύ άσχημα το στόμα του.
Η πρωταγωνίστρια κουβαλούσε στα γυρίσματα το βιβλίο της Μίτσελ και διαφωνούσε
με το σκηνοθέτη για διάφορες αλλαγές που πρότεινε ο τελευταίος σε σχέση με το
βιβλίο. Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο μεταξύ τους, όταν της ζήτησε να παίξει σε μια σκηνή «υπερβολικά», και η
ίδια αντέδρασε υποδεικνύοντας του το αντίστοιχο κομμάτι της σκηνής από το
βιβλίο. Εκείνος νευριασμένος τη; είπε: «Μις Λι. μπορείτε να βάλετε αυτό το σενάριο
στο βρετανικό σας κώλο» και αποχώρησε από το γύρισμα για τέσσερις ημέρες.
Παραίτηση, όμως, δήλωσε και ο Γκέιμπλ που αισθάνθηκε εξαντλημένος μετά το τέλος
των γυρισμάτων της σκηνής κατά την οποία η Μελάνι τον παρηγορεί για την αποβολή
της Σκάρλετ. Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, ευτυχώς, τον έπεισε να γυρίσει στην
ταινία. Πάντως λέγεται ότι η Λι και η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ήταν πολύ ανήσυχες
μετά την απομάκρυνση του Κιούκορ και για ένα διάστημά του έκαναν μυστικές επισκέψεις
για να τις συμβουλεύσει για το παίξιμό τους σε επόμενες σκηνές.
15
Δεκεμβρίου του 1939 είναι η ιστορική ημερομηνία της πρεμιέρας της ταινίας. 10
δολάρια έκανε το εισιτήριο του θεάτρου των 2.051 θέσεων, στο οποίο δόθηκε η
πρεμιέρα. Όλοι ήταν εκεί. Ο Σέλτζνικ. η Μίτσελ, ο Γκέιμπλ, η Βίβιαν Λι και η
Ολίβια ντε Χάβιλαντ. Μόνο ο Λέσλι Χάουαρντ έλειπε, καθώς είχε σκοτωθεί. Αν και
η ταινία διαπραγματεύεται την κατάργηση
της δουλείας τα μεγάλα κεφάλια του Χόλιγουντ δεν επέτρεψαν στη Χάτι Μακ Ντάνιελ
που έκανε την οικονόμο Μάμι, να παρευρεθεί στην πρεμιέρα στην Ατλάντα, επειδή
ηταν έγχρωμη!
300.000
κόσμος περίμενε στο δρόμο για να δει από κοντά τους πρυπαγωνιστές.
Η ταινία πήρε 9 Όσκαρ: σκηνοθεσίας, σεναρίου, πρώτου γυναικείου ρόλου (Βίβιαν Λι).
παραγωγής, μοντάζ, καλλιτεχνικής διεύθυνσης κ.ά.. ενώ 70.000.000 ήταν τα κέρδη
της μόνο στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Τελικά, χάρη στην ταινία ξημέρωσε μια πολύ καλή μέρα για τα στούντιο και τους
πρωταγωνιστές τη... αφού παίζεται ακόμη.
Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ είναι
η μόνη που ζει ακόμα και σήμέρα λέει: «Κάθε φορά που τη βλέπω, βρίσκω κάτι
φρέσκο, που δεν το έβλεπα πριν... Είναι τυχεροί εκείνοι που κέρδισαν την καλλιτεχνική
αθανασία με το "Όσα παίρνει ο άνεμος».
«Όσα παίρνει ο άνεμος» (“Gone with the wind”) 1939
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου