Αν συναντούσα φέτος τον Καβάφη, θα τον καλησπέριζα ευγενικά και θα συνέχιζα το δρόμο μου. Ξέρω πως, αν πιάναμε συζήτηση, το μόνο που θα τον ενδιέφερε θα ήταν να μάθει πόσοι φοιτητές παρακολουθούν τα μαθήματα της Έδρας Κ.Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ποιοι κριτικοί τον συζητούν στην Αμερική, σε ποιον θα άξιζε να στείλει το πρόσφατο ποίημά του και άλλα τέτοια που με κουράζουν. Θα τον χαιρετούσα λοιπόν και θα τον προσπερνούσα. Θα ήθελα έτσι να σεβαστώ το γεγονός πως ο Καβάφης, όσο κι αν πρόβαλε τα γραφτά του, αρνήθηκε να συγκροτηθεί, να ενοποιηθεί, να γίνει όλον.
Πρώτον, αρνήθηκε να συγκροτηθεί σε συγγραφέα, να διαμορφώσει ενιαία συγγραφική ταυτότητα. Αυτό φαίνεται προπάντων στην αλληλογραφία του, όπου δεν υπάρχει τίποτε το εξομολογητικό, το αυτοβιογραφικό. Το μόνο θέμα των επιστολών του είναι η καριέρα του. Ο Καβάφης στάθηκε υπεράνω του λογοτεχνικού εγώ ακριβώς επειδή τον  απασχόλησε ο  λογοτέχνης/καλλιτέχνης ως ρόλος, ως επινοημένος εαυτός.
Δεύτερον, αρνήθηκε να συγκροτηθεί σε έργο, να ολοκληρωθεί, να κλείσει τα γραφτά του ανάμεσα σε δυο εξώφυλλα. Γι’ αυτό αδιαφόρησε ανυποχώρητα να εκδώσει συλλογή όχι μόνο στα ελληνικά αλλά ακόμη και στα αγγλικά. Δεν έγινε άπαντα.
Τρίτον, αρνήθηκε να συγκροτηθεί σε κάτι αμιγώς συλλογικό που να περιλαμβάνει όλους μας. Αντί να γίνει πανελλήνιος και πανανθρώπινος, παρέμεινε διασπορικός και κοσμοπολίτης. Σε αντίθεση με τους ομοτέχνους του από τον Σολωμό ώς τον Πατρίκιο και τη Δημουλά, δεν καταδέχτηκε να γίνει εθνικός.
Ξέρω πως κάποια ποιήματά του τιτλοφορούνται «Τείχη», «Κεριά», «Τα Παράθυρα», «Φωνές», «Θερμοπύλες», «Η Πόλις», «Ιθάκη». Αλλά επίσης θυμάμαι πως άλλα ποιήματα έχουν στον τίτλο χρονολογίες όπως 162-150 π.Χ., 200 π.Χ., 31 π.Χ., 50 μ.Χ., 400 μ.Χ., 595 μ.Χ., 628-655 μ.Χ. Θα τα βγάλουμε κι αυτά συμβολικά, πανανθρώπινα, ηθικοπλαστικά, σχολικά; Μάλλον δύσκολο…  (Αν νομίζετε πως ο Καβάφης εξέφρασε τα προβλήματά σας, τότε έχετε πολλά, πάρα πολλά.)
Αν όμως δεν τον διαβάσουμε σαν μέγα ποιητή, σαν κορυφαίο έργο και σαν πανανθρώπινη αξία, τότε πώς να τον διαβάσουμε; Ποια ερμηνεία θα μπορούσε να αντισταθεί στην αισθητική, μεταφυσική και ηθικολογική βία της ολοκλήρωσης και της ενότητας; Τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρει ιδιαίτερα μια μουσική ερμηνεία του Καβάφη που τον προσεγγίζει όπως ένας μουσικός ερμηνεύει μια παρτιτούρα. Θα μπορούσα να τεκμηριώσω αυτή την άποψη με παραδείγματα από πολλά είδη μουσικής (ιδιαίτερα την τζαζ) αλλά θα περιοριστώ στην κλασική μουσική που την ξέρω καλύτερα.
Εδώ και λίγες δεκαετίες η μουσικολογία έχει ξεπεράσει το φετίχ του αυτοτελούς και αυτόνομου έργου (το οποίο υποτίθεται πως έχει μια οριστική μορφή και υπαγορεύει μια οριστική εκτέλεση) και έχει ανοιχτεί σε δύο προβληματικές: πρώτα, το ότι πολλά έργα, από σονάτες ώς όπερες, υπάρχουν σε διαφορετικές εκδοχές, συχνά ασυμφιλίωτες, και ύστερα, το ότι μια εκτέλεση δεν αποκαθιστά αλλά συγκροτεί μοναδικά το έργο.  Συγκρίνοντας διαφορετικές εκτελέσεις της «ίδιας» άριας ή φούγκας βλέπουμε αμέσως πως όχι μόνο δεν πρόκειται για την «ίδια» άρια ή φούγκα αλλά πως κάθε εκτέλεση συνιστά ένα καινούργιο έργο.
Έχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον να ερμηνεύσουμε το καβαφικό ποίημα όπως ο μουσικός ερμηνεύει ένα κομμάτι. Οι νότες από μόνες τους δεν συνιστούν το έργο, απλώς το απαρτίζουν. Προτείνουν πιθανότητες κι επιζητούν να πραγματωθούν σε έργο μέσω της εκτέλεσης. Έτσι και οι λέξεις στη σελίδα δεν συνιστούν ένα λογοτέχνημα αλλά υπαινίσσονται δυνατότητες κι επιζητούν να συγκροτηθούν σε ποίημα μέσω της ερμηνείας. Η λογοτεχνική ερμηνεία μοιάζει πολύ με μια εκτέλεση. Αυτό φαίνεται ακόμα καλύτερα όταν ένα κείμενο ερμηνεύεται σε απαγγελία, διδασκαλία, συζήτηση, ανακοίνωση σε συνέδριο κ.λπ. Δεν εννοώ πως το ποίημα στη σελίδα είναι παρτιτούρα, αν και στην περίπτωση του Καβάφη συχνά είναι. Εννοώ πως ο ερμηνευτής του ποιήματος αξίζει να το ερμηνεύσει όπως ο μουσικός ερμηνεύει ένα κομμάτι.
Η αναλογία μουσικής και λογοτεχνικής εκτέλεσης μας βοηθά να απελευθερωθούμε από το φετίχ του κειμένου και την αγιοποίηση του συγγραφέα, και να αντιληφθούμε πως, τόσο η μουσική όσο και η λογοτεχνική ερμηνεία (όπως άλλωστε και η μελοποίηση), δεν αποδίδουν ένα έργο, δεν επεξηγούν το βάθος και το πλάτος του, αλλά το δημιουργούν εκ νέου, το φτιάχνουν εξ αρχής. Έργο από μόνο του δεν υφίσταται.
Αυτό φαίνεται θαυμάσια στην περίπτωση του Καβάφη, ο οποίος συνιστά πλέον ένα ολόκληρο πολιτιστικό μόρφωμα. Χάρις στην ερμηνευτική τους κυκλοφορία και κατανάλωση τα γραφτά του δεν αποτελούν κλειστό έργο αλλά ανοιχτό άθροισμα (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου). Για να πάρουμε ένα απλό παράδειγμα, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» δεν υπάρχει σαν αυτόνομο ποίημα αλλά ως συμπίλημα όλων των ποιητικών, πεζογραφικών, εικαστικών, θεατρικών, δημοσιογραφικών, φωτογραφικών, μουσικών, κινηματογραφικών και άλλων χρήσεών και παραλλαγών του. Αποτελείται από όλες τις τροποποιήσεις, οικειοποιήσεις, κακοποιήσεις και παρανοήσεις που έχει «υποστεί».
Πολύ πριν επέλθουν ο θάνατος του συγγραφέα, η χρεοκοπία της τέχνης και το τέλος του έθνους, ο Καβάφης αποφάσισε πως δεν ήθελε να καταντήσει ούτε συγγραφέας ούτε τέχνη και προπάντων ούτε έθνος. Ήθελε να αναχθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο – πεδίο, διαπίδυση, μόρφωμα, αμάλγαμα, πολιτιστικό φαινόμενο. Αρνήθηκε να γίνει μνημείο, απολίθωμα, «πεπρωμένο». Έγινε ερμηνευτική συνεύρεση τεχνών, τεχνικών, τεχνασμάτων, τεχνολογιών. Ο Καβάφης της ερμηνευτικής συνεύρεσης δεν υφίσταται πουθενά αλλά ενσαρκώνεται παντού κάθε φορά που τον παίζουμε, που τον εκτελούμε.  Είναι ένας εκρηκτικός και εκκωφαντικός ερωτισμός, το ακαριαίο σημείο όπου ο πιανίστας και το πιάνο γίνονται σώμα/έργο.
Όπως θα έλεγε αφοριστικά ο ποιητής, ο ίδιος δεν υπήρξε ούτε Καβάφης ούτε Καβαφίζων – υπήρξε Καβαφικός.
Έτσι και ο δικός μου Καβάφης είναι κάπως σαν τον Μπιζέ του Νίτσε, τον Μπετόβεν του Αντόρνο, τον Σοπέν του Σαρτρ, τον Μπαρακέ του Φουκώ, τον Σούμαν του Ντελέζ, τον Κρένεκ του Καβέλ, τον Βάγκνερ του Μπαντιού και εύλογα τον Σαν Ρα του Γουργουρή.
Σήμερα στις 29 Απριλίου 2013 η Έδρα Κ. Π. Καβάφη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν τιμά τη διπλή επέτειο του ποιητή με δύο τρόπους που τονίζουν την πολλαπλότητά του και αναγνωρίζουν την ερμηνευτική διαθεσιμότητά του ώστε να φανεί πως ο Καβάφης ανήκει σε όλους και σε κανένα. Αναρτούν στην ιστοσελίδα  C. P. Cavafy Forumhttp://www.lsa.umich.edu/modgreek/windowtogreekculture/cpcavafyforum τη γνώμη για τον ποιητή σχεδόν εξήντα Ελλήνων της διασποράς από όλο τον κόσμο. Επίσης, οργανώνουν στη γκαλερί της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου μια εκδήλωση «ανοιχτού μικρόφωνου» με τίτλο «A Date with Cavafy» όπου μπορεί όποιος θέλει (κυριολεκτικά όποιος θέλει και χωρίς προηγούμενη έγκριση ή δέσμευση) να πει και να κάνει ό,τι θέλει για τον ποιητή – να διαβάσει, να εξομολογηθεί, να τραγουδήσει, να αυτοσχεδιάσει, να σχολιάσει, να οργιάσει κ.λπ.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω πως, αν συναντήσω σήμερα τον Καβάφη, θα τον καλέσω στο Πανεπιστήμιό μας στις 4-6 μ.μ. να συμμετάσχει στην εκδήλωσή για το έργο του. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς παίζει αυτός τον «Καβάφη».
*
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος είναι κάτοχος της Νεοελληνικής Έδρας Κ. Π. Καβάφη Τακτικός Καθηγητής Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
konstantinos-kavafis-02
 *
Υγρ.: Ευχαριστώ τον καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλο για την άδεια αναδημοσίευσης. Ευχαριστώ τον Κώστα Βούλγαρη που μου έστειλε το κείμενο.