.
Βερανζέρου, "Ο Θεούλης μας", στον τόμο: Κλεάνθους Ν. Τριαντάφυλλου, Τα Τραγούδια του Ραμπαγά, Εκλογή και Επιμέλεια Δ. Π. Ταγκόπουλου, Αθήναι, εκδ. Τύπος, [1922], σσ. 109-110.
Μια μέρα ο Θεούλης μας, από ευγένειά του,
ανοίγει τα ουράνια, ψηλά παράθυρά του,
μπροβαίνει μια τη μύτη του και κατά δώθε σκύβει,
από τον ύπνο μαχμουρλής τα δυο του μάτια τρίβει,
και λέει: "Να μη χάθηκεν εκείν' η σβούρα γη τους"
μα σε μιαν άκρη τ' ουρανού τη βλέπει και μπαλάρει
και λέει τότε "αλί τους!
στον κόσμο τους τι γίνεται, αν παίρνω γω χαμπάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,"
ο διάολος να με πάρει!
ανοίγει τα ουράνια, ψηλά παράθυρά του,
μπροβαίνει μια τη μύτη του και κατά δώθε σκύβει,
από τον ύπνο μαχμουρλής τα δυο του μάτια τρίβει,
και λέει: "Να μη χάθηκεν εκείν' η σβούρα γη τους"
μα σε μιαν άκρη τ' ουρανού τη βλέπει και μπαλάρει
και λέει τότε "αλί τους!
στον κόσμο τους τι γίνεται, αν παίρνω γω χαμπάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,"
ο διάολος να με πάρει!
Άσπροι ή μαύροι, παρδαλοί, ψημένοι, παγωμένοι,
θνητοί που είστ' από ταμέ τόσο μικροί πλασμένοι,
-φωνάζει, σαν τον δάσκαλο που τα παιδιά παιδεύουν-
λεν πως εγώ σας κυβερνώ…. βρε σεις σας κοροϊδεύουν!
Βλέπετε δόξα σ' ο Θεός! και υπουργούς ακόμα
έχω, μ' ανίσως ένα δυο δε διώξ' απ' το κελλάρι,
να φέρω άλλο κόμμα,
να παίρνει από κάθε τι που γίνεται χαμπάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
θνητοί που είστ' από ταμέ τόσο μικροί πλασμένοι,
-φωνάζει, σαν τον δάσκαλο που τα παιδιά παιδεύουν-
λεν πως εγώ σας κυβερνώ…. βρε σεις σας κοροϊδεύουν!
Βλέπετε δόξα σ' ο Θεός! και υπουργούς ακόμα
έχω, μ' ανίσως ένα δυο δε διώξ' απ' το κελλάρι,
να φέρω άλλο κόμμα,
να παίρνει από κάθε τι που γίνεται χαμπάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
Μα δε σας έδωκ' αγαθά να ζήτε εν ειρήνη,
κοπέλλες όμορφες, κρασί καθένας σας να πίνει;
Πώς, κάτ' από τη μύτη μου, μιας σπιθαμής ντζουτζέδες
μου βγαίνετε συχνά, πυκνά για πόλεμο ιραντέδες,
και με βαπτίζετε θεό της μάχης, του πολέμου,
θεό που λες και για καυγά κρεμνάει το ζουνάρι….
Αν πάλεψα ποτέ μου,
αν έχω από πόλεμο, μωρέ παιδιά χαμπάρι,
σας λέω μα την πίστη μου, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
κοπέλλες όμορφες, κρασί καθένας σας να πίνει;
Πώς, κάτ' από τη μύτη μου, μιας σπιθαμής ντζουτζέδες
μου βγαίνετε συχνά, πυκνά για πόλεμο ιραντέδες,
και με βαπτίζετε θεό της μάχης, του πολέμου,
θεό που λες και για καυγά κρεμνάει το ζουνάρι….
Αν πάλεψα ποτέ μου,
αν έχω από πόλεμο, μωρέ παιδιά χαμπάρι,
σας λέω μα την πίστη μου, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
Αυτοί οι νάνοι πούχετε οι χρυσοστολισμένοι,
οι σε θρονιά περήφανα και μαλακά χωσμένοι,
αυτοί που βασιλεύουνε στη μυρμηγκότρυπά σας,
που στρήβουν το μουστάκι σας και τρώνε τον παρά σας,
τι κάνουν; Λένε πως εγώ τους κάνω βασιλιάδες,
μ' αν έτσι να σας τυραννούν εγώ 'καμα τη χάρι,
σε τέτοιους μασκαράδες,
πως βασιλεύουν αν ποτέ επήρα εγώ χαμπάρι,
στην πίστη μου μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
οι σε θρονιά περήφανα και μαλακά χωσμένοι,
αυτοί που βασιλεύουνε στη μυρμηγκότρυπά σας,
που στρήβουν το μουστάκι σας και τρώνε τον παρά σας,
τι κάνουν; Λένε πως εγώ τους κάνω βασιλιάδες,
μ' αν έτσι να σας τυραννούν εγώ 'καμα τη χάρι,
σε τέτοιους μασκαράδες,
πως βασιλεύουν αν ποτέ επήρα εγώ χαμπάρι,
στην πίστη μου μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
Και κάτι νάνοι σας αυτού κορακοφορεμένοι,
που μούχουν στα λιβάνια τους τη μύτη καπνισμένη,
και μακρυά σαρακοστή σας κάνουν τη ζωή σας
ή σταίνουνε την κόλαση πηγάδι στο πουγγί σας
κι όπου σας αφορίζουνε με γλώσσα σαν παπούτσι,
αν απ' αυτά που ψάλλουνε πήρα ποτέ χαμπάρι,
αν ένιωσα κουκούτσι
και αν πιστεύω αυτουνών ποτέ το συναξάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει!
που μούχουν στα λιβάνια τους τη μύτη καπνισμένη,
και μακρυά σαρακοστή σας κάνουν τη ζωή σας
ή σταίνουνε την κόλαση πηγάδι στο πουγγί σας
κι όπου σας αφορίζουνε με γλώσσα σαν παπούτσι,
αν απ' αυτά που ψάλλουνε πήρα ποτέ χαμπάρι,
αν ένιωσα κουκούτσι
και αν πιστεύω αυτουνών ποτέ το συναξάρι,
στην πίστη μου, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει!
Έτσι που λέτε, βρε παιδιά, μη τάχετε μαζί μου·
όσ' έχουνε καλή καρδιά θε ναν' οι διαλεχτοί μου·
και μη φοβάστε, ρήχτε το, παιδιά μου, όξω κι όξω!
Κανένα απ' τον παράδεισο, κανένα δε θα διώξω!
Γλεντάτε! μα αντίο σας, με θέλουνε στο σπίτι,
έπειτ', αδέρφια, μυρωδιά φοβούμαι μη με πάρει
εισαγγελέα μύτη!
Μ' ανίσως στον παράδεισο μπει τέτοιο σαλιγκάρι,
μα το Θεό, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
όσ' έχουνε καλή καρδιά θε ναν' οι διαλεχτοί μου·
και μη φοβάστε, ρήχτε το, παιδιά μου, όξω κι όξω!
Κανένα απ' τον παράδεισο, κανένα δε θα διώξω!
Γλεντάτε! μα αντίο σας, με θέλουνε στο σπίτι,
έπειτ', αδέρφια, μυρωδιά φοβούμαι μη με πάρει
εισαγγελέα μύτη!
Μ' ανίσως στον παράδεισο μπει τέτοιο σαλιγκάρι,
μα το Θεό, μωρέ παιδιά, ο διάολος να με πάρει,
ο διάολος να με πάρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου