Ο ποιητικός λόγος είναι από τη φύση του παράδοξος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «η ποίηση μπορεί να μεταβάλλεται σε κηπάριο αναίτιων παραδοξολογιών ή σε χώρο επίδειξης γλωσσικών ζογκλερισμών».
Αυτό δηλώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Αντώνης Φωστιέρης ανήμερα του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.
Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του και της εποχής μας, ο Αντ. Φωστιέρης έχει δημοσιεύσει πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία, έχει μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τον έχουν μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Θανάσης Νικόπουλος. Έχει μεταφράσει Μαξ Ζακόμπ και (σε συνεργασία με τον Θανάση Νιάρχο) Μπορίς Βιάν και Χένρι Μίλερ, ενώ (και πάλι σε συνεργασία με τον Θ. Νιάρχο) διηύθυνε επί μια τριακονταετία το λογοτεχνικό περιοδικό «Η λέξη». Τι ακριβώς περιμένει από την ποίηση ο Αντ. Φωστιέρης; «Θα έλεγα, με ειλικρίνεια, ότι δεν περιμένω τίποτα. Αλλά όταν δεν περιμένεις τίποτα, είναι σαν να περιμένεις τα πάντα. Και ίσως, πράγματι, να τα περιμένεις».
ΕΡ: Το πρόσφατο ποιητικό σας βιβλίο, που κυκλοφορεί με τίτλο «Τοπία του Τίποτα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, διακρίνεται από μια σπάνια εκφραστική λιτότητα, η οποία δεν παύει παρόλα αυτά να μας επιφυλάσσει ένα παιχνίδι γλωσσικών αιφνιδιασμών. Τι ρόλο παίζει ο αιφνιδιασμός (γλωσσικός αλλά και σημασιολογικός) στην ποίησή σας;
ΑΠ: Θα έλεγα ότι ο αιφνιδιασμός (και μάλιστα, όπως σωστά το επισημαίνετε, όχι μόνο ο γλωσσικός αλλά και ο σημασιολογικός αιφνιδιασμός) είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια μετωνυμία της ίδιας της ποίησης. Η αστραπή της συγκίνησης, που είναι το ζητούμενο και η λυδία λίθος κάθε τέχνης, σπανίως παράγεται από μια συμβατική ιδέα, εκφρασμένη με τρόπο συμβατικό. Άλλωστε και η έμπνευση, αυτό τελοσπάντων που συνηθίζουμε ν' αποκαλούμε «έμπνευση», είναι κι εκείνη ένας αιφνιδιασμός στη σκέψη και στο αίσθημά μας, που ζητάει μιαν ανάλογη διατύπωση, ικανή να συντηρήσει τη δύναμη και την ορμή της αρχικής σύλληψης. Ίσως εκεί, στην επίμονη δηλαδή αναζήτηση της πρωτότυπης μορφής που θα μπορέσει ν' αποδώσει και ν' αναπαραγάγει την πρωτοτυπία του νοηματικού και συναισθηματικού περιεχομένου, να οφείλεται και ο συχνά λοξός, ο παράδοξος χαρακτήρας του ποιητικού λόγου. «Θαυμάσιον αεί το παράδοξον», παρατηρεί και ο Λογγίνος στη σπουδή του «Περί ύψους», χωρίς αυτό να σημαίνει, επ' ουδενί, ότι η ποίηση μπορεί να μεταβάλλεται σε κηπάριο αναίτιων παραδοξολογιών ή σε χώρο επίδειξης γλωσσικών ζογκλερισμών. Πέρα απ' αυτά, όσον αφορά τώρα τα δικά μου ποιήματα, ο «αιφνιδιασμός» τον οποίο επισημάνατε ίσως να οφείλεται και σε μια πειραματική χρήση του λεκτικού υλικού, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης των εγγενών δυνατοτήτων της ίδιας της γλώσσας, που αποτελεί βέβαια και το μοναδικό δομικό στοιχείο της γραφόμενης ποίησης. Οι αμφισημίες ή πολυσημίες των λέξεων, οι συνδηλώσεις τους, οι ετυμολογικές τους καταβολές, οι αναγραμματισμοί, οι παρηχήσεις, οι διακειμενικές ή ενδοκειμενικές ανταποκρίσεις, η εναλλασσόμενη ρυθμοποιία, αυτά και άλλα πολλά ανήκουν σ' ένα κρυφό οπλοστάσιο που μπορούμε (θα έλεγα μάλλον: που οφείλουμε) να το χρησιμοποιούμε και να το εμπλουτίζουμε διαρκώς, ο καθένας με τον τρόπο του και την αισθητική του.
ΕΡ: Γράφετε μια ποίηση δύσκολη: με αφηρημένες έννοιες, με στοιχεία δοκιμίου, αλλά, κάποτε, και με θραύσματα φιλοσοφικού λόγου. Από την άλλη πλευρά τα ποιήματά σας εκπέμπουν μιαν υπόγεια θέρμη και μιαν έντονη σωματικότητα. Πώς επιτυγχάνεται αυτός ο συνδυασμός;
ΑΠ: Ο Σολωμός, αυτός ο λυρικός, ρομαντικός γενάρχης της νεότερης ποίησής μας, έδωσε προκαταβολικά, σε ανύποπτο χρόνο, την πιο επιγραμματική απάντηση, με μορφή αξιώματος: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε». Θα τολμούσα βέβαια να προτείνω και τη δυνατότητα αντιστροφής των όρων σε πολλές περιπτώσεις, αφού συχνά είναι η θέρμη της καρδιάς που συλλαμβάνει πρώτα όσα ο νους εκ των υστέρων καλείται να επεξεργαστεί και να νοηματοδοτήσει. Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, εδώ ακριβώς βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η καρδιά του ποιητικού προβλήματος: με ποιον τρόπο ο στοχασμός θα μετασχηματιστεί σε συναίσθημα, με ποιον το συναίσθημα σε στοχασμό, με ποιον οι δύο αυτές ισχυρές συνιστώσες θα μπορέσουν να συνυπάρξουν και ν' αποτελέσουν κράμα ενιαίο με δικές του ισόρροπες ιδιότητες, όχι διακριτά μέρη μιας ένωσης τεχνητής, ενός τέρατος με κεφάλι αλόγου και ουρά ψαριού. Πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας τέτοιος συνδυασμός; Μιλώντας εντελώς εμπειρικά, μία μόνο απάντηση είμαι σε θέση να δώσω: με τη φυσική λειτουργία του εσωτερικού βιώματος, με την ενεργοποίηση, θέλω να πω, ενός έντονου «διανοητικού συναισθήματος». Αν δηλαδή η σκέψη που συνέλαβε ο νους δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να σε ενθουσιάσει, να σε συνεπάρει, να σε δονήσει συναισθηματικά, τότε λείπει το συγκινησιακό κίνητρο, το βασικότερο για οποιαδήποτε ποιητική απόπειρα. Περιττό να πούμε ότι, από την άλλη πλευρά, η στοχαστική επεξεργασία ενός συναισθήματος δεν ταυτίζεται με την απλή αφήγηση ή την περιγραφή του, αλλά απαιτεί πιο σύνθετες διαδικασίες, όπως λογουχάρη την επένδυσή του σ' ένα μύθο, την προβολή του σε μια παραβολή, την αναγωγή του ατομικού σε συλλογικό, την αναβάθμιση του προσωπικού σε σημείο κοινής αναφοράς.
ΕΡ: Σας απασχολεί πάντοτε, τόσο στο καινούργιο βιβλίο σας όσο και στα παλαιότερα, ο ρόλος και το τελικό νόημα της ποίησης. Τι ακριβώς προσδοκάτε ο ίδιος από την ποίηση, τι περιμένετε από την τέχνη της;
ΑΠ: Θα έλεγα, με ειλικρίνεια, ότι δεν περιμένω τίποτα. Αλλά όταν δεν περιμένεις τίποτα, είναι σαν να περιμένεις τα πάντα. Και ίσως, πράγματι, να τα περιμένεις. Άρχισα να γράφω ποίηση σε πολύ μικρή ηλικία, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, έτσι ώστε δεν είναι δυνατόν να θυμηθώ τώρα το αρχικό μου κίνητρο. Σίγουρα δεν πρέπει να ήταν απόλυτα αθώο και ανιδιοτελές, κανένα μικρό παιδί δεν είναι απόλυτα αθώο και ανιδιοτελές. Κάτι περιμένει, σε κάτι αποβλέπει. Στην περίπτωσή μου ίσως να ήταν η επιθυμία να οικειοποιηθώ αυτή την περίεργη γλώσσα που μπορούσε να συμπυκνώνει τα μέγιστα στο ελάχιστο, ή τη λάμψη από τη δόξα των ποιητών που συναντούσαμε στις σελίδες των αναγνωστικών, ίσως όμως να ήταν κι ένας δίαυλος διαφυγής από μιαν ανιαρή κι επίπεδη πραγματικότητα. Όπως και να 'χει το πράγμα, η ποίηση ήταν εξαρχής και παρέμεινε ως τώρα η μοναδική γλώσσα στην οποία μπόρεσα να μιλήσω – ούτε καν διανοήθηκα ποτέ να γράψω πεζογραφία, δοκίμιο ή θέατρο. Πιστεύω ότι κάθε μορφή λόγου είναι μια ολωσδιόλου διαφορετική τέχνη, και ας συνηθίζουμε να τις συναριθμούμε ομαδικά στον περιληπτικό όρο «λογοτεχνία». Άλλωστε η ποίηση δεν είναι, στην πραγματικότητα, τέχνη του λόγου, αλλά μια ιδιότυπη τέχνη της σιωπής. Και μια τέχνη που, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν έχει ανοίξει πλήρως τα χαρτιά της, δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της, δεν ορίζει με σαφήνεια τους κανόνες της, δεν σημαδεύει καν τα όριά της. Αυτός, φαντάζομαι, είναι και ο λόγος που πράγματι με απασχολεί διαχρονικά ο ρόλος και το νόημά της. Με ενδιαφέρει, με περιέργεια σχεδόν οντολογική, η γέννηση και η λειτουργία της, η αυτόνομη υπόστασή της, σαν παρακλάδι ή μάλλον σαν καταβολάδα του μεγάλου κορμού της γλώσσας. Και με ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο που σε όλα αυτά τα ερωτήματα αποκρίνεται με πολλές διαφορετικές απαντήσεις, δηλαδή πάλι με σιωπή.
ΕΡ: Το τοπίο που εικονογραφείτε στα ποιήματά σας είναι ένα τοπίο χωρίς απαντοχή και ελπίδα, ένας σχεδόν μηδενικός κόσμος. Τι καλείται να κάνει η ποίηση με έναν τέτοιο κόσμο, γιατί μας βάζει ανήμπορους μπροστά του;
ΑΠ: Δεν ξέρω αν τα ποιήματά μου ευαγγελίζονται πράγματι την απελπισία, ούτε αν αποδίδουν την πραγματικότητα με τόνους σκούρους, που η ίδια δεν τους έχει. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος μας ολόκληρος είναι άχρωμος, και ότι τα χρώματα προέρχονται αποκλειστικά απ' το δικό μας βλέμμα. Προφανώς νομίζετε ότι μιλώ μεταφορικά, και ως ένα σημείο αυτό κάνω. Εκείνο όμως που ξεπερνάει, ακόμη μια φορά, κάθε μεταφορά και κάθε ποιητική ή ποιητικίζουσα φαντασία, είναι η ίδια η πραγματικότητα: Επιστημονικά πειράματα απέδειξαν ότι τα χρώματα που βλέπουμε, οι τόνοι και οι διαβαθμίσεις τους, δεν υφίστανται στον αντικειμενικό κόσμο, παρά γεννιούνται από κύματα, ακτινοβολίες και εκπομπές που δέχεται το ανθρώπινο μάτι και ο εγκέφαλος. Αλλά και αρκετά από τα ποιήματα που απαρτίζουν τα «Τοπία του Τίποτα», παρά τον μεταφυσικό ή αλληγορικό τους μανδύα, όσο και αν φαίνεται περίεργο, έλκουν την καταγωγή τους από την ταραχή και την έκπληξη που μου προκάλεσαν αντίστοιχες επιστημονικές ανακαλύψεις: τα πρωτόνια, τα νετρόνια και τα ηλεκτρόνια, που αποτελούν το άτομο κάθε ύλης, απέχουν μεταξύ τους, αναλογικά, όσο απέχει ένας πλανήτης από τον άλλον στο διάστημα – και αυτό συμβαίνει ακόμη και στο εσωτερικό του πιο σκληρού, του πιο συμπαγούς στερεού. Το μέγιστο μέρος του ατόμου το καταλαμβάνει το κενό, κάτι που για τα δικά μας αισθητήρια μεταφράζεται σε Τίποτα. Ιδού λοιπόν ένα σύμπαν σχεδόν φαντασιακό, ένας κόσμος σχεδόν μηδενικός, πλασμένος από κενό, φτιαγμένος από άπειρα, διαδοχικά, μαγευτικά τοπία του Τίποτα.
ΕΡ: Ανήκετε στη γενιά του 1970, μια γενιά που συνδέθηκε με την αμφισβήτηση του Μάη του 1968. Πιστεύετε ότι υπάρχουν σήμερα κάποια στοιχεία που να διατηρούν τους εσωτερικούς δεσμούς της γενιάς σας σε αυτήν ή σε άλλη βάση;
ΑΠ: Ούτως ή άλλως, τα στοιχεία της αμφισβήτησης, όσα υπήρχαν ή όσα θεωρήθηκε πως υπήρχαν, εξαρχής δεν ήταν κοινά για όλους μας, ούτε είχαν πάντα τον ίδιο στόχο. Άλλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους προς την ιστορική πραγματικότητα, άλλοι προς τις κοινωνικές δομές και αξίες, άλλοι προς την αλλοτρίωση και τον κομφορμισμό του σύγχρονου ανθρώπου, άλλοι προς το εσωτερικό υπαρξιακό κενό, άλλοι προς τα νέα ρεύματα ή προς την ίδια την ποιητική γλώσσα, άλλοι προς άλλα. Γενικά, πάντως, μας διακατείχε πράγματι μια δημιουργική έξαψη, μια διάθεση επαναδιάταξης του κόσμου γύρω μας και του κόσμου μέσα μας, που εκόμισε τότε στην ποίηση έναν αέρα ανανέωσης. Σήμερα, που έχουν περάσει τέσσερις πλήρεις δεκαετίες και που η γενιά του '70 κοντεύει να γίνει «γενιά των 70» (οι πρεσβύτεροι της γενιάς έχουν ήδη πιάσει το όριο), νομίζω ότι η αρχική εκείνη εικόνα δεν έχει διαφοροποιηθεί ριζικά. Παγιώθηκε μεταξύ μας μια εκφραστική και θεματική παραλληλία, που στηρίζεται στην ιδιομορφία της ποιητικής εργασίας του καθενός χωριστά, αλλά που εξακολουθεί να φέρει, ως κοινό γνώρισμα, ένα πνεύμα διαρκούς αναζήτησης πίσω από τα επιφαινόμενα, ένα πνεύμα αμφισβήτησης της εξωτερικής εικόνας των πραγμάτων και καταβύθισης στην κρυμμένη τους ουσία.
ΕΡ: Διακρίνετε στους νέους ποιητές κάποιες τάσεις οι οποίες να επαγγέλλονται ένα καινούργιο παράδειγμα και, αν ναι, ποια θα λέγατε ότι είναι τα χαρακτηριστικά τους;
ΑΠ: Όπως κι εμείς, όπως και οι παλαιότεροι, έτσι και οι νεώτεροι, «όλοι μαζί κινούμε συρφετός» κατά τον στίχο του Καρυωτάκη, γυρεύοντας όχι ομοιοκαταληξία τώρα πια (πλην ελαχίστων), αλλά έστω λίγη εκφραστική πρωτοτυπία, αφού οι μεγάλες θεματικές δεξαμενές έχουν αποστραγγιστεί προ πολλού. (Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του καταγράφει το παράπονο του Σάμιου ποιητή Χοιρίλου, που διαπίστωνε με απελπισία ότι, από την εποχή του κιόλας, στην ποίηση «τα πάντα δέδοσται», όλα δηλαδή τα θέματα ήταν πλέον δεδομένα. Φανταστείτε!). Όσον αφορά την τρέχουσα παραγωγή, ομολογώ ότι δεν μπορώ να διακρίνω κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να σηματοδοτούν με ευκρίνεια μια τομή ή μια ρήξη. Θα 'λεγα ότι έχει διαμορφωθεί, εδώ και χρόνια, μια κοινή ποιητική γλώσσα, με πολλά επιγονικά στοιχεία από τα μεγάλα ρεύματα του παρελθόντος, με μια πρώτη τάση προς την ενδοσκόπηση και μια δεύτερη προς την άμεση κοινωνική κριτική.
ΕΡ: Στις ημέρες που διανύουμε η ποίηση είναι σε θέση να επαναδιεκδικήσει τον χαμένο δημόσιο λόγο της; Μπορούν κάποιοι να προσέξουν ξανά τους ποιητές;
ΑΠ.: Το ζητούμενο δεν είναι να προσέξουν τους ποιητές, αλλά την ίδια την ποίηση. Και όταν μιλάμε για ποίηση, ας μην τη συγχέουμε με τα ποιήματα που γράφονται ή που έχουν γραφτεί. Το ποίημα, οποιοδήποτε ποίημα, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν αποτελεί παρά χλομό απείκασμα της ποιητικής ιδέας και της ποιητικής αίσθησης που το προκάλεσαν. Ποίηση δεν είναι το γραπτό αποτύπωμα της έμπνευσης, είναι η έμπνευση αυτή καθαυτή, ο σπινθήρας της έντασης και της συγκίνησης που μπορεί να ξεπηδήσει ανά πάσα στιγμή από το κάθετί, πέρα από λέξεις κι από στίχους, αρκεί να είσαι πρόθυμος και προετοιμασμένος να τον διακρίνεις. Και ν' ανάψεις μ' αυτόν τη φλόγα που θα σε φωτίσει, τη φωτιά που θα σε ζεστάνει – για να μιμηθούμε λίγο κι εμείς τον υψήγορο, μεταφορικό λόγο των παλαιών ποιητών.
Β. Χατζηβασιλείου, ΑΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου