Α. Η Αλεξάνδρεια στη Ρώμη
Ο Κάτουλλος (Gaius Valerius Catullus, πιθανώς 84-54 π.Χ.) είναι ο πρώτος ποιητής της λατινόφωνης δύσης ο οποίος επέτυχε να παραγάγει υψηλού επιπέδου ποίηση που να συνδυάζει συνειδητά τη μεγάλη ποικιλία θεματικής εντός της μικρότερης κατά το δυνατόν έκτασης. Από τα γραπτά του Κικέρωνα αντλούνται και οι παλαιότερες πληροφορίες για έναν κύκλο «εναλλακτικών» –θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία – ποιητών στη Ρώμη. Οι ποιητές αυτοί δεν ήταν ακριβώς «Ρωμαίοι» ποιητές, καθώς πολλοί κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή της ιταλικής χερσονήσου. Ο Κικέρωνας αποκαλεί τους ποιητές αυτούς με τον ελληνικό όρο «νεώτεροι», διότι το έργο τους διακρινόταν από στοιχεία φορμαλιστικής πρωτοτυπίας σε σημείο αξιοπρόσεκτο –πρωτοτυπία, ωστόσο, την οποία ο Κικέρωνας αποδοκιμάζει εμφανώς. Οι «νεώτεροι» αυτοί ποιητές (ή poetae novi, όπως είναι γνωστοί στην ιστορία της λογοτεχνίας) υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τις λογοτεχνικές αρχές των ποιητών της Αλεξάνδρειας, και ιδιαίτερα του αρχηγέτη αυτών, Καλλιμάχου. Η πλέον ηγετική φυσιογνωμία της λογοτεχνικής αυτής συντροφιάς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν τα ονόματα των Κάλβου (Licinius Calvus), Κίννα (Gaius Helvius Cinna), Βαλέριου Κάτωνα (Publius Valerius Cato), είναι ο Κάτουλλος, καθώς κανενός άλλου «νεωτέρου» ποιητή το έργο δεν έχει διασωθεί σε εκτενή μορφή. Γιατί όμως ο κύκλος αυτός των «νεωτέρων» ποιητών αναπτύχθηκε εμπνεόμενος από την ποιητική των αλεξανδρινών λογοτεχνών;
Τους λόγους που η ελληνιστική λογοτεχνία γοήτευσε τα ανήσυχα πνεύματα της Ρώμης στις αρχές του πρώτου αιώνα π.Χ. δεν είναι δύσκολο να τους αντιληφθεί κανείς: η λογοτεχνία των αλεξανδρινών ήταν ποίηση με συνείδηση του εαυτού της, πρωτοποριακή, προϊόν μιας ομάδας εξαιρετικά μορφωμένων ποιητών-φιλολόγων, οι οποίοι, ευρισκόμενοι δια βίου υπό την προστασία των ηγεμόνων της Αιγύπτου, είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν τη ζωή τους αποκλειστικά γύρω από τη φιλολογική έρευνα και μελέτη της προηγούμενης λογοτεχνικής παράδοσης, και την καλλιέργεια του προσωπικού τους λογοτεχνικού ταλέντου· ήταν η ποίηση που συστηματοποίησε έναν κώδικα αρχών ποιητικής δημιουργίας και έθεσε ως κεντρική αξία την ποιότητα και την αυθεντικότητα, ενώ αποκήρυττε με έμφαση την ποσότητα και τον κομφορμισμό· σε αντίθεση με την προηγούμενη ελληνική λογοτεχνία της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, η οποία συνδεόταν εξ’ορισμού με το στοιχείο της παράστασης ενώπιον των μελών της πόλης, και σχολίαζε συγκεκριμένα συμβάντα της σύγχρονης πολιτικής επικαιρότητας, η παραγωγή της Αλεξάνδρειας ήταν λογοτεχνία α-πολιτική, ενώ η σωστή αποτίμησή τους προϋπέθετε βαθιά φιλολογική και γενικότερη εγκυκλοπαιδική γνώση, όχι μόνο λογοτεχνικό αισθητήριο. Τέλος, το φαινόμενο, ή ακριβέστερα η ιδέα, της αποκλειστικής εσωτερικότητας ενός κύκλου επίλεκτων θεραπόντων του πνεύματος και όχι της πολιτικής, είχε βαθιά απήχηση στους πνευματικούς κύκλους της Ρώμης, την κοσμόπολη που σταδιακά, μετά την πτώση της Καρχηδόνας και της κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ., είχε αρχίσει να γίνεται όχι μόνο ο πολιτικός αλλά και ο πολιτιστικός πόλος έλξης της Μεσογείου ανταγωνιζόμενη επάξια τη φήμη της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας. Η ποίηση του Κατούλλου έγινε διάσημη διότι ήταν ποίηση ενάντια στην παραδοσιακή ιδεολογία του πολιτικού κατεστημένου της Ρώμης αλλά πλήρως εναρμονισμένη με τις νέες τάσεις και αξίες μιας νέας Ρωμαϊκής ελίτ διανοουμένων, η οποία για πρώτη φορά στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. εμφανίζεται στη Ρώμη και διακηρύσσει ένα σύστημα αξιών ρηξικέλευθο και επαναστατικό.
Β. Ο Θεωρητικός της Ποίησης Κάτουλλος (Carmina 1 και 95)
Ο Κάτουλλος προλογίζει το έργο του, που αποτελείται συνολικά από 116 ποιήματα, έκτασης από δύο έως 408 στίχους, με ένα δεκάστιχο προγραμματικό κομμάτι, στο οποίο εκθέτει κυρίως τις αρχές της ποιητικής του. Η έμπνευση του Κατούλλου έχει ως πρότυπό της τον Καλλίμαχο και πιο συγκεκριμένα τον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της ποιητικής συλλογής του με τίτλο Αιτία (=Αιτιολογίες). Ωστόσο, το πόνημα του ρωμαίου ποιητή θίγει μια θεματική πολύ ευρύτερη:
—-cui dono lepidum novum libellum,
—-arida modo pumice expolitum?
—-Corneli, tibi: namque tu solebas
—-meas esse aliquid putare nugas
5—iam tum cum ausus es unus Italorum
—-omne aevum tribus explicare cartis
—-doctis, Iuppiter, et laboriosis.
—-quare habe tibi quidquid hoc libelli
—-qualecumque; quod o patrona virgo,
10-plus uno maneat perenne saeclo
—-[σε ποιόν δωρίζω αυτό εδώ το κομψό, καινούριο βιβλιαράκι,
—-που πρόσφατα έχει γυαλιστεί με ελαφρόπετρα αδρή;
—-Κορνήλιε, σε σένα: διότι εσύ συνήθιζες
—-να πιστεύεις ότι οι αερολογίες μου έχουν κάποια αξία,
5—και μάλιστα όταν εσύ (ο ένας ανάμεσα στους Ιταλούς) τόλμησες
—-να ξετυλίξεις ολόκληρο το παρελθόν σε τρεις κυλίνδρους,
—-περισπούδαστους, μα τον Δία, και πολυδουλεμένους.
—-Πάρε λοιπόν αυτό το βιβλιαράκι ό,τι κι αν είναι
—-και ό,τι και αν αξίζει· και μακάρι, προστάτιδά μου παρθένα,
10-να κρατήσει περισσότερο από μια γενιά.]
Η χρήση του dono στον πρώτο κιόλας στίχο δηλώνει ότι το «βιβλιαράκι» είναι δώρο, και καθώς ένα δώρο συνήθως αποτελεί ένδειξη τιμής προς τον αποδέκτη του, ο δωρητής τονίζει την αξία του έτσι ώστε η σημασία της χειρονομίας να λειτουργεί αμφίδρομα, και συνεπώς η αξία του δώρου και το κύρος του αποδέκτη να επηρεάζονται παράλληλα και με ανάλογο θετικό τρόπο. Έτσι ο έπαινος του αποδέκτη στην ουσία αποτελεί έμμεση προβολή του ίδιου του δώρου. Το βιβλίο είναι «χαριτωμένο» (lepidum), ολοκαίνουριο (novum), κομψό (το libellum, «βιβλιαράκι», είναι υποκοριστικό) και καλογυαλισμένο (arida… expolitum), δηλαδή το ιδανικό δώρο για να τιμήσει τον αποδέκτη του ο οποίος με τη σειρά του διακρίνεται από ανάλογες εξαιρετικές διανοητικές αναζητήσεις και ικανότητες. Ο Κορνήλιος του τρίτου στίχου είναι ο Κορνήλιος Νέπωτας, γνωστός σήμερα κυρίως για τις σύντομες βιογραφίες του διάσημων ανδρών, Ελλήνων και Ρωμαίων. Για τον Κάτουλλο, όμως, η συμβολή του Κορνήλιου έγκειται στη συγγραφή του χρονογραφικού του έργου Chronica, επειδή, όπως αναφέρει ρητά, ο Νέπωτας κατόρθωσε μέσα σε τρεις μόνο κυλίνδρους (tribus… cartis) να καταγράψει ολόκληρη την ιστορία του ρωμαϊκού έθνους από τις απαρχές μέχρι τις μέρες του συγγραφέα, και μάλιστα να παρουσιάσει ένα έργο υποδειγματικό για την επιστημοσύνη (doctis) και την επίπονη εργασία (laboriosis) του. Η σημασία του εγχειρήματος του Κορνήλιου τονίζεται με την επισήμανση ότι κανείς Ιταλός διανοούμενος στο παρελθόν δεν κατάφερε παρόμοιο συγγραφικό άθλο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο νεωτερικός ποιητής αναφέρεται στα γραπτά του συγχρόνου του ιστοριογράφου με χαρακτηρισμούς σχεδόν συνώνυμους με αυτούς τους οποίους αποδίδει στη δική του ποιητική συλλογή. Έτσι, κατ’ αναλογίαν προς το καινόν (novum) της συλλογής του Κατούλλου, το έργο του Νέπωτα είναι κατ’αρχάς πρωτότυπο (unus) σε βαθμό που να θεωρείται τόλμημα (ausus), καθώς σηματοδοτεί εξέλιξη στην ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας με την εισαγωγή της συνοπτικής καταγραφής ιστορίας «από κτίσεως Ρώμης». Κατά μία έννοια, οι τρεις τόμοι του Κορνηλίου αντιστοιχούν στο «βιβλιαράκι» του Κατούλλου.
Τα Carmina του Κατούλλου απευθύνονται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, τους ομοτέχνους και συμπατριώτες του ποιητή, με άλλα λόγια ένα κοινό ρωμαϊκό, ή καλύτερα ιταλικό. Ομολογουμένως, οι δημιουργοί της Αλεξάνδρειας έγραφαν με συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό υπόψη τους, μέλη του οποίου θεράπευαν επίσης τη λεπταλέην («λεπτεπίλεπτη, ντελικάτη») Μούσαν, όμως οι ανοιχτές, ονομαστικές αναφορές σε συγχρόνους ομοτέχνους τους, τόσο επαινετικές όσο και επικριτικές, ακόμα και καυστικές, είναι ίδιον των Ρωμαίων και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποίηση του Κατούλλου. Έτσι, στο ποίημα 95, ο Κάτουλλος επαινεί τη σύνθεση ενός άλλου μέλους της κοινής λογοτεχνικής τους συντροφιάς, τη Zmyrna του Κίννα, και ο ενθουσιασμός του είναι έκδηλος, επειδή το έργο είδε επιτέλους το φως της δημοσιότητας ύστερα από εννέα ολόκληρα χρόνια επίπονης δουλειάς:
-Zmyrna mei Cinnae nonam post denique messem
—-quam coepta est nonamque edita post hiemem,
—-milia cum interea quingenta Hortensius uno
– . . . .
5—Zmyrna cavas Satrachi penitus mittetur ad undas,
—-Zmyrnam cana diu saecula pervoluent.
—-At Volusi annals Paduam morientur ad ipsam
—-et laxas scombris saepe dabunt tunicas.
—-Parva mei mihi sint cordi monimenta <sodalis> ,
10-At populus tumido gaudeat Antimacho.
—-[Η Zmyrna του φίλου μου του Κίννα εκδόθηκε επιτέλους,
—-εννιά θερίσματα κι εννιά χειμώνες από την σύλληψή της,
—-ενώ ο Ορτήνσιος στο μεταξύ πεντακόσιες χιλιάδες μέσα σ’έναν (ενν. χρόνο)
—-…..
5—Η Zmyrna θα πάει μακριά, πέρα στα βαθιά κύματα του Σάτραχου,
—-τη Zmyrna θα τη διαβάζουν για καιρό οι πολιοί αιώνες.
—-Αντίθετα, τα χρονικά του Βολούσιου θα πεθάνουν εκεί δίπλα στην Πάδουα
—-και συχνά θα χρησιμεύσουν ως μπακαλόκολλες για να τυλίγουν τα σκουμπριά.
—-Στην καρδιά μου μέσα τό’χω το μικρό [του φίλου] μου μνημείο·
10-κι άσε το λαό να ευχαριστιέται με τον φουσκωμένο Αντίμαχο.]
Είναι προφανές ότι ο Κάτουλλος και ο Κίννας κινούνται ιδεολογικά στους ίδιους χώρους: η Zmyrna, η οποία δεν έχει διασωθεί, ήταν μια σύνθεση αλεξανδρινού χαρακτήρα, εφόσον η θεματική της περιστρεφόταν γύρω από τον έρωτα και τη μεταμόρφωση, η έκτασή της ήταν περιορισμένη (parva … monimenta), και το περιεχόμενό της δουλεμένο με τέχνη και πυκνό ως προς την κατανόηση, με απώτερο στόχο την υστεροφημία και όχι την επίκαιρη δόξα και την παροδική δημοτικότητα ενός best-seller μαζικής κατανάλωσης (populus… gaudet). Στο ίδιο ποίημα, στο οποίο αναφέρει τον Αντίμαχο, ο Κάτουλλος μνημονεύει με τα ονόματά τους δύο συγχρόνους του ποιητές, τον Ορτήνσιο (Hortensius) και τον Βολούσιο (Volusius), οι οποίοι προφανώς δεν συμμερίζονται τις δικές του θεωρίες περί της ποιητικής του αποστάγματος (ἄκρον ἄωτον), αλλά επιδίδονται με θέρμη στην παραγωγή «πολύστιχων» (διηνεκῶν) ποιημάτων. Οι δύο ανταγωνιστές του ποιητή κατονομάζονται εδώ με τα πραγματικά τους ονόματα· σε άλλα ποιήματα τούς διακρίνει κανείς πίσω από ψευδώνυμα, τα οποία δεν στοχεύουν να αποκρύψουν την ταυτότητά τους αλλά, αντίθετα, να την αποκαλύψουν σε συνδυασμό με την ανάδευση πρόσθετων συνυποδηλώσεων. Όταν ο Κικέρωνας κατέφυγε στον ελληνικό όρο «νεώτεροι», για να αναφερθεί στον Κάτουλλο και τη συντροφιά του, δεν τον επέλεξε τυχαία. Το ρήμα νεωτερίζειν και ο ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του συγκριτικού, τα νεώτερα, χρησιμοποιούνταν με την πολιτική σημασία της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Ο ίδιος όρος στη λατινική του μετάφραση, res novae «καινούρια πράγματα», είναι η έκφραση με την οποία οι Ρωμαίοι αναφέρονταν στην πολιτική ανατροπή, την «επανάσταση». Είναι λογικό επομένως να υποθέσουμε ότι η νεόκοπη ποιητική ιδεολογία και ο δυναμισμός της θεωρήθηκαν απειλητικός προάγγελος ανατρεπτικών τάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να επεκταθούν και στο πολιτικό επίπεδο. Οι «νεώτεροι», πράγματι, δεν αρκούνται μόνο σε συγκεκαλυμμένες αναφορές στα πνευματικά δρώμενα και στους δρώντες της εποχής τους, αλλά μεταβαίνουν με τόλμη από το παίγνιο και την απρόσωπη ειρωνεία στην κατά μέτωπο επίθεση, η οποία, τουλάχιστον όσον αφορά στην περίπτωση του Κατούλλου, όχι σπάνια περιλαμβάνει προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και χυδαιολογίες. Τα ποιήματα του Βολούσιου, για παράδειγμα, τα οποία μόνο ως χαρτιά περιτυλίγματος στα ψαράδικα έχουν αξία, μνημονεύονται για μία ακόμα φορά, στο ποίημα 36, όπου και συνοδεύονται, και μάλιστα δύο φορές, στις εξαιρετικά σημαντικές από πλευράς έμφασης θέσεις του πρώτου και του τελευταίου στίχου, από τον προσδιορισμό «σκατόχαρτο» (cacata carta):
—-[Χρονικά του Βολούσιου, σκατόχαρτο,
—-εκπληρώστε μια ευχή εκ μέρους της κοπέλας μου.
—-Διότι αυτή στην ιερή Αφροδίτη και στον Έρωτα
—-ευχήθηκε πως, αν στην αγκαλιά της επέστρεφα
5—και σταματούσα οδυνηρούς ιάμβους να εκτοξεύω,
—-θα προσέφερε στον κουτσοπόδαρο θεό
—-των χειρίστων ποιητών τα εκλεκτότερα γραπτά,
—-για να καούν μαζί με ξύλα γρουσουζιάς.
—-Και η κοπέλα μου έκρινε αυτά πως είναι «τα χειρότερα»
10-στους θεούς να τάξει με τσαχπινιά και χιούμορ.
—-…
—-Στο μεταξύ, εμπρός, εσείς, γραμμή για τη φωτιά,
—-γεμάτα λαϊκούρες και χοντράδες,
20-Χρονικά του Βολούσιου, σκατόχαρτο.]
Και στο ποίημα 14, τα έργα τριών άλλων σύγχρονων ποιητών, των Suffenus, Caesius, και Aquinus, αποκαλούνται «δηλητήρια» (στ. 19,venena), ενώ οι ίδιοι οι ποιητές αποπέμπονται ως «μπάζα του αιώνα, χείριστοι των ποιητών» (στ. 23, saecli incommoda, pessimi poetae):
[Κάλβε μου γλυκύτατε, θα έπρεπε να σε μισώ με το μίσος που έχει ο κόσμος για τον Βατίνιο, κι αιτία είναι το ίδιο σου το δώρο:
Γιατί, τι σου έκανα, ή τι σου είπα και βάλθηκες να με ξεκάνεις με όλους αυτούς τους ποιητές;
Εύχομαι οι θεοί να στείλουν χίλιες συμφορές σ’εκείνον τον πελάτη σου που σού ‘στειλε μια τέτοια συλλογή κακούργων.
…
Μεγάλοι μου θεοί, τι απαίσιο και γρουσούζικο βιβλιαράκι!
Και ΑΥΤΟ ακριβώς εσύ το έστειλες στον φίλο σου τον Κάτουλλο, για να τον σκοτώσεις επί τόπου τη μέρα των Σατουρναλίων, την πιο λαμπρή από τις μέρες όλες!
Όχι, όχι, κατεργάρη, αυτό δεν θα σου περάσει έτσι. Μόνο, περίμενε να έλθει το πρωί και σφαίρα θα πάω στις προθήκες των βιβλιοπωλών, και θα μαζέψω τους Καίσιους, τους Ακουίνιους, τους Σουφένους, και συλλογή θα κάνω από όλα τα δηλητήρια αυτού του είδους.
Θα σου τα κάνω δώρο με τη σειρά μου και αυτή θα είναι η τιμωρία σου.
Εσείς, στο μεταξύ, αμέτε στα τσακίδια, ξεκουμπιστείτε από δω,
γυρίστε πάλι πίσω εκεί απ’όπου σας έφεραν τα κακότυχα τα πόδια σας, μπάζα του αιώνα, χείριστοι των ποιητών.]
Και ως προς την πρόσληψη της ελληνιστικής ποιητικής ο Κάτουλλος επιδιώκει την δημιουργική ανάπλαση των μανιερισμών των προτύπων του. Έτσι, στο ποίημα 95, κατονομάζεται ο Αντίμαχος, ποιητής της Λύδης, ποιήματος ερωτικού που έφερε τον τίτλο της αγαπημένης του, αλλά προφανώς μεγάλου σε έκταση και ως εκ τούτου κατακριτέου κατά τον Κάτουλλο –η έκταση αναδύεται έμμεσα με τον ποιητολογικά φορτισμένο χαρακτηρισμό του ίδιου του Αντιμάχου ως «φουσκωμένου» (tumidus). Αντίθετα, η Zmyrna με την ελλόγιμη και εξεζητημένη θεματική της είναι έργο doctum, ενώ η εννεαετής ενασχόληση του Κίννα με τη σύνθεσή της την καθιστά και laboriosum, «πολυδουλεμένο». Τέλος, το επύλλιο του Κίννα διακρίνεται από την ίδια φιλοδοξία υστεροφημίας και μακροβιότητας όπως και τα Carmina του Κατούλλου (95.6 τη Zmyrna θα τη διαβάζουν για καιρό οι πολιοί αιώνες ~ 1.10 μακάρι να παραμείνει περισσότερο από μια γενιά), και υπό το πρίσμα αυτό, ο χαρακτηρισμός του ως monimenta, «μνημεία», είναι απόλυτα εύστοχος, και μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η αρχέτυπη εμφάνιση σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα ενός όρου ο οποίος θα αναχθεί σε κατεξοχήν σύμβολο για την ποιητική δημιουργία: λίγες δεκαετίες αργότερα οι ποιητές του Χρυσού Αιώνα της λατινικής λογοτεχνίας, της λεγόμενης Εποχής του Αυγούστου, με αρχηγέτη τους τον Οράτιο και την περίφημη σφραγίδα του (C. 3.30 exegi monumentum aere perennius, «έχτισα μνημείο που θα ζήσει πιο πολύ κι απ’ το χαλκό») θα αναδείξουν την αλληγορική ταύτιση του μνημείου με το ποιητικό έργο σε λογοτεχνικό τόπο.
Γ. Πολιτική και ποιητική ηθική (Carmina 61, 62, 65 και 16)
Ο Κάτουλλος κατάγονταν από τη Βερόνα της Βόρειας Ιταλίας. Η ευρύτερη περιοχή, γνωστή ως Transpadina Italia, ή η ιταλική γη πέρα από τον ποταμό Πάδο, οργανώθηκε πολιτικά και οικονομικά στις αρχές του πρώτου αιώνα π.Χ., μια γενιά μόλις πριν τον Κάτουλλο, μετά το τέλος των Συμμαχικών πολέμων και την πολιτική αναγνώριση και εξίσωση όλων των εθνών της Ιταλίας μέσω της επίδοσης του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη. Η ευρύτερη περιοχή της Transpadina είχε την τύχη να κατοικηθεί από ένα μωσαϊκό εθνών από διάφορα μέρη της ιταλικής χερσονήσου, με αποτέλεσμα την σύσταση μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, στους δρόμους της οποίας ακούγονταν σε καθημερινή βάση τουλάχιστον 8 διαφορετικές διάλεκτοι· βρισκόταν γεωγραφικά σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου με αποτέλεσμα την ταχεία οικονομική ευημερία του μέσου πληθυσμού· ενώ η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα οδήγησε πολλούς τολμηρούς στο υπερπόντιο εμπόριο –και σε τεράστια κέρδη, αλλά ταυτόχρονα και στη διάνοιξη των πνευματικών και των γεωγραφικών τους οριζόντων. Από την άλλη, η Βερόνα ως πόλη της επαρχίας ήταν δέσμια ενός ιδιαίτερου κώδικα αυστηρών ηθών. Πράγματι, τα χωριά και οι επαρχιακές πόλεις της αγροτικής Ιταλίας ταυτίζονταν με τον χώρο όπου η παραδοσιακή χρηστή ηθική εκδηλωνόταν με την αρχέτυπη μορφή της και στην ιδεατή της έκφραση. Η αναφορά στα χρηστά, παραδειγματικά ήθη της ιταλικής επαρχίας, ειδικά στην αιδημοσύνη (verecundia) και τη λιτότητα, ολιγάρκεια (frugalitas), αποτελεί κυρίαρχο λογοτεχνικό μοτίβο στη ρωμαϊκή ποίηση και πεζογραφία. Αυτή η επαρχιακή κοινωνία των σκληρά εργαζόμενων και λιγομίλητων ανθρώπων, οι οποίοι ωστόσο αγαπούσαν και εκτιμούσαν τον ελληνικό πολιτισμό, τη λογοτεχνία και την εκπαίδευση, και ήταν τολμηροί και ριψοκίνδυνοι επιχειρηματίες αλλά πάντοτε στο πλαίσιο της εντιμότητας και της ειλικρίνειας, είναι η κοινωνία που ανέθρεψε τον Κάτουλλο και η οποία δεν έφυγε ποτέ από μέσα του αλλά άφησε έντονα τα σημάδια της στην ποίησή του.
Το ποίημα 62 είναι ένα επιθαλάμιο ποίημα (τραγούδι του γάμου θα το λέγαμε σήμερα) τοποθετημένο εμφανώς σε ελληνική ατμόσφαιρα και με ξεκάθαρους υπαινιγμούς στην ποίηση της Σαπφώς. Ωστόσο, η ορολογία και η ιδεολογία προσέγγισης του γάμου ακολουθεί καθαρά τη νομοκεντρική ρωμαϊκή οπτική: αυτό που έχει σημασία είναι α) το γαμήλιο συμβόλαιο ανάμεσα στους γονείς της νύφης και του γαμπρού, και β) ο ορισμός της παρθενίας της νύφης ως περιουσιακό στοιχείο το οποίο ωστόσο ανήκει μόνο κατά το ένα τρίτο στην ίδια τη νύφη. Στο ίδιο πλαίσιο της συνύπαρξης ελληνικών και ρωμαϊκών στοιχείων που συγκρούονται μεταξύ τους είναι τοποθετημένο και το ποίημα 61, ένας χορικός ύμνος προς τιμήν του γάμου της Vibia Aurunculeia με τον πατρίκιο Manlius Torquatus. Η έμπνευση είναι ένας κλητικός ύμνος του Καλλιμάχου με τον οποίο προσκαλείται ο θεός του γάμου, ο Υμέναιος, να προσέλθει από την κατοικία του στον Ελικώνα, τον παραδοσιακό τόπο κατοικίας των Μουσών· όμως ο χορός των κοριτσιών που τον προσκαλεί τον επαινεί με όρους και αίνους από τον χώρο της Ρωμαϊκής παραδοσιακής ηθικής:
[Καμιά ικανοποίηση η Αφροδίτη δεν μπορεί χωρίς εσέ να έχει,
που η αγαθή η φήμη θα εγκρίνει. Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις.
Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί;
Κανένα σπίτι απογόνους δεν μπορεί χωρίς εσέ να δώσει,
ούτε κανείς γονέας γίνεται με παιδιά που τον στηρίζουν. Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις. Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί;
Καμία γη φρουρούς για τα σύνορα της χώρας της χωρίς τις ιερές σου τελετές δεν μπορεί να δώσει. Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις. Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί; ]
Δεν υπάρχει ελληνικό πρότυπο για ένα ποίημα τόσο έκδηλα ρωμαϊκό και πατριωτικό. Βρισκόμαστε στον κόσμο των proles («γνησίων τέκνων») και propago («απογόνων»), όπου η σημασία του γάμου έγκειται πάνω από όλα στη δημιουργία και προφορά πολιτών για την υπεράσπιση της ρωμαϊκής πολιτείας (Respublica).
Τα επιθαλάμια τραγούδια στην ουσία ήταν δρώμενα: στην εκτέλεσή τους λάμβαναν μέρος εναλλάξ δύο χορωδίες, μία από αγόρια και μια από κορίτσια. Το ποίημα 62, ένας χορικός ύμνος εκτελείται εξ ολοκλήρου από τις δύο χορωδίες, οι οποίες τραγουδούν σε κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ τους ενώ περιμένουν την άφιξη της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Το κυρίως θέμα του τραγουδιού όμως δεν είναι ο γάμος γενικά αλλά συγκεκριμένα η παρθενία της νύφης και το ασυμβίβαστο της αγνότητας απέναντι στο γάμο. Φυσικά τα αγόρια που υπερασπίζονται τον γάμο πρέπει στο τέλος να κερδίσουν τον αγώνα, αλλά ο Κάτουλλος τους βάζει να το κατορθώνουν μόνο ύστερα από επίκληση στην εξουσία του πατέρα και στη δύναμη επιβολής του νόμου: οι γονείς της νύφης μαζί με την προίκα της κόρης τους δίνουν στον γαμπρό τους και τα νομικά της δικαιώματα. Τονίζεται έμμεσα ο εξαναγκασμός και η καταπίεση την οποία υφίσταται η νύφη, και την οποία αποτυπώνει πολύ εκφραστικά ο χορός των κοριτσιών όταν επικαλούνται τον Έσπερο, η άφιξη του οποίου σηματοδοτεί την έναρξη της πρώτης νύχτας του γάμου:
[Έσπερε, ποιο αστέρι πιο σκληρόκαρδο από σένα τα ουράνια διατρέχει;
Εσύ μπορείς κι αρπάζεις την κόρη από της μάνας της την αγκαλιά,
Από της μάνας της την αγκαλιά γαντζωμένη την κόρη αρπάζεις,
Και δίνεις το άσπιλο κορίτσι σε φουντωμένο νεαρό.
Τι πιο απάνθρωπο κάνουν οι εχθροί όταν μια πόλη αλώνουν; ]
Οι στίχοι διαπνέονται πρώτιστα από δραματικότητα. Οι αλώσεις πόλεων και οι βιασμοί από τους στρατιώτες των κατακτητών ήταν φαινόμενο πολύ πιο οικείο στον αρχαίο κόσμο απ΄ ότι στον δικό μας, και ορισμένες μάλιστα περιοχές της Ιταλίας είχαν υποστεί ανάλογες συμφορές μόλις μια γενιά ενωρίτερα, κατά τους Συμμαχικούς πολέμους και την μετέπειτα εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στον Σύλλα και τον Μάριο. Ο χορός των αγοριών, με ψυχραιμία και περιφρόνηση απέναντι στη σωματική βία και απέχων από συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις, απαντά με νομικά επιχειρήματα: ο Έσπερος και η πρώτη νύχτα του γάμου επιβεβαιώνουν την ισχύ του γαμήλιου συμβολαίου που έχει ήδη υπογραφεί ανάμεσα στον γαμπρό και τον πατέρα της νύφης. Το θέμα ωστόσο της παρθενικής αγνότητας συνεχίζει να απασχολεί τον Κάτουλλο, και μαζί του και τον χορό των κοριτσιών. Η επόμενη στροφή του ποιήματος αποτελεί ένα από τα γνωστότερα αποσπάσματα του Κατούλλου στο σύνολο της ποίησής του:
[Όπως το λουλούδι που, άγνωστο στα κοπάδια, ανέγγιχτο απ’ το άροτρο, φυτρώνει μυστικά σε κήπο φραγμένο ολόγυρα και το χαϊδεύουν οι αύρες, το δυναμώνει ο ήλιος, το τρέφει η βροχή·
πολλά αγόρια, πολλά το πόθησαν κορίτσια.
Όμως το ίδιο όταν κομμένο με τη βία από νύχι κοφτερό έχασε τον ανθό του, κανένα αγόρι, κανένα δεν το πόθησε κορίτσι.
Έτσι και η παρθένα κοπελιά, όσο παραμένει άσπιλη, τόσο είναι για τους δικούς της ακριβή.
Όταν όμως το σώμα της έχει μιανθεί και της αγνότητας το άνθος έχει χάσει,
ούτε τ’ αγόρια λαχταριστή τη βρίσκουνε, ούτε οι κοπελιές την αγαπούνε.]
Ο Κάτουλλος δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον έρωτα των γυναικών και για το ευαίσθητο ζήτημα της παρθενικής αγνότητας και της πρώτης ερωτικής εμπειρίας. Σε διάφορα σημεία του ποιητικού του έργου τον βλέπουμε να αναφέρεται στον εαυτό του με λεξιλόγιο που θα άρμοζε στην περίπτωση νεαρής γυναίκας. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ολοκληρώνει ένα καίριο ποίημα, το ποίημα 65, το εισαγωγικό ποίημα στην ενότητα των ερωτικών ποιημάτων. Απευθυνόμενος στον φίλο του τον Όρταλο, ο οποίος του παραπονιέται πως δεν του έστειλε το ποίημα που του είχε υποσχεθεί να του ετοιμάσει, ο Κάτουλλος ανταπαντά απολογούμενος: ο Όρταλος δεν θα πρέπει να πιστέψει ούτε στιγμή πως ο Κάτουλλος άφησε την υπόσχεση να γλιστρήσει από το μυαλό του όπως ακριβώς ένα μήλο-αθώο δώρο ερωτικό, γλιστρά από το φόρεμα ενός ερωτευμένου κοριτσιού (στίχοι 19-24):
[όπως το μήλο που έστειλε -δώρο κρυφό- στην κόρη ο καλός της,
κι εκείνο απ’ τον κόρφο τον αγνό της γλίστρησε και πάει!
Τό ’χε αποθέσει η φτωχή στο μαλακό φουστάνι της επάνω, και αποξεχάστηκε,
όταν τη μάνα της είδε να’ρχεται και τινάχτηκε όρθια.
Κυλάει εκείνο γρήγορα και της φεύγει πέρα,
και κείνης η όψη απ’ την ντροπή γίνεται παπαρούνα!]
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, λοιπόν, ότι η ευαισθησία και ο ερωτισμός που προβάλλεται μέσα από τα ποιήματα του Κατούλλου είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην πατριαρχική και κυνική κοινωνία της ρωμαϊκής αριστοκρατίας του 1ου αι. π.Χ., η οποία τον κατηγορούσε για ευάλωτη συναισθηματική ιδιοσυγκρασία και αδυναμία χαρακτήρα, και όχι σπάνια για έλλειψη ανδρισμού. Ο ποιητής όμως δεν δίσταζε να αντιδράσει και μάλιστα με κυνικό τρόπο, όταν δεχόταν επιθέσεις που έθεταν σε αμφισβήτηση την ηθική του ακεραιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας αντίδρασης αποτελεί το ποίημα 16, ενάντια στους Αυρήλιο και Φούριο. Αυτοί χλεύαζαν τον Κάτουλλο γιατί ο τελευταίος έγραφε «δήθεν» ερωτικά ποιήματα στα οποία όμως δεν μιλούσε για τίποτε άλλο πέρα από φιλιά· τέτοιου είδους θεματική και περιεχόμενο, έλεγαν, δεν είναι δυνατό να ερεθίσει ερωτικά κανέναν. Εφόσον, λοιπόν, ο Κάτουλλος έγραφε τέτοιου είδους «ξενέρωτη» ερωτική ποίηση, θα πρέπει και ο ίδιος να είναι μαλθακός και θηλυπρεπής. Ο Κάτουλλος εξαγριωμένος ανταπαντά και τους απειλεί να τους αποδείξει τον ανδρισμό του προσωπικά και έμπρακτα, ενώ επιχειρηματολογεί πως «μαλθακά» ποιήματα τα οποία επικεντρώνονται στην περιγραφή της ποικιλίας των ερωτικών συναισθημάτων μπορεί να είναι το ίδιο διεγερτικά και ερωτικά όπως οι περιγραφές που είναι έκδηλα ερωτικές:
[Θα σας πηδήξω και πίπες στο στόμα σας θα χώσω, Αυρήλιε που στο στόμα σου τον παίρνεις και Φούριε που τον δέχεσαι από πίσω,
Που νομίζετε πως εγώ είμαι ξεδιάντροπος κι αιτία είναι τα στιχάκια μου διότι παραείναι αισθησιακά.
Τούτο να έχετε στο νου: αγνός οφείλει να είναι ο ίδιος ο ποιητής, τα στιχάκια του καμία τέτοια υποχρέωση δεν έχουν· τα οποία στο κάτω-κάτω της γραφής έχουν νοστιμιά και τσαχπινιά μόνο εάν παραείναι αισθησιακά και όχι και πολύ σεμνότυφα, και εφόσον μπορούν το όργανο του έρωτα να διεγείρουν – και δεν εννοώ βέβαια στα αγόρια, αλλά στους κακορίζικους εκείνους που δύναμη δεν έχουν να κουνήσουν τα άκαμπτα λαγόνια τους.
Δηλαδή, επειδή διαβάζετε στα ποιήματά μου για πολλές χιλιάδες φιλιά, έχετε την εντύπωση πως εγώ δεν είμαι άνδρας;
Θα σας πηδήξω και πίπες στο στόμα σας θα χώσω!]
Μόνο με την προσφυγή σε χυδαία γλώσσα μπορεί ο Κάτουλλος να περάσει το μήνυμά του απέναντι σε άτομα άνευ ευαισθησίας, ανίκανα να διακρίνουν γραφή πολλών αποχρώσεων τόσο σε διανοητικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο, με λαϊκού χαρακτήρα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνίας. Διότι εν τέλει ο Κάτουλλος δεν είναι ο ποιητής του λαού, των μαζών. Αυτό που διαπιστώνει με έκπληξη ο αναγνώστης είναι πως ο ποιητής ποτέ δεν αναφέρεται σε δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων του, ποτέ δεν κάνει λόγο για ακροατήριο –μόνο για ποιήματα που γράφτηκαν με επιμέλεια και κόπο μιλά, και που η ανάγνωσή τους συνοδεύεται από μελέτη. Αντίθετα με πολλούς άλλους λογοτέχνες της εποχής του αλλά και μεταγενέστερους που καλλιέργησαν την ποίηση στο ίδιο πνεύμα, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι, ο Κάτουλλος ήταν άνθρωπος της ουσίας, όχι της προβολής –όντας οικονομικά ανεξάρτητος, δεν είχε ανάγκη να κερδίσει την οικονομική υποστήριξη κάποιου ισχυρού θυσιάζοντας την ανεξαρτησία του λόγου του· όντας αδιάφορος για τα πολιτικά και περιφρονώντας την πολιτική ως καριέρα, δεν είχε την ανάγκη να θυσιάσει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και να πλάσει μέσω της ποίησής του έναν εαυτό ψεύτικο για να γίνει λαοφιλής. Έγραψε για την ελίτ της διανόησης και περιφρονούσε το χυδαίο και το δημόσιο –τα γούστα της μάζας και του συρμού. Πιστός στην αισθητική του Καλλίμαχου επέλεξε να πορευτεί σε μονοπάτι απάτητο και μοναχικό –χωρίς να προσμένει πως η μεγάλη του απήχηση στις επόμενες γενιές επρόκειτο το ίδιο αυτό μονοπάτι να το διανοίξει προοδευτικά σε λεωφόρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου