Αίαντας ο Λοκρός και η ΚασσάνδραΠηγή:φωτ.http://www.hellenica.de/Griechenland/Mythos/GR/Kassandra.html |
Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Φυσικώ τω λόγω η δολοφονία του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του Κλυταιμνήστρας και του εραστού της Αιγίσθου ώφειλε ναποτελέση το πρώτον δράμα της τριλογίας. Η Κλυταιμνήστρα με φοβεράν ψυχραιμίαν και αγρίαν χαράν καυχάται διά την πράξιν της, την οποίαν θεωρεί ως δικαιοτάτην εκδίκησιν διά την θυσίαν της κόρης της Ιφιγενείας και διά τας συζυγικάς απιστίας του Αγαμέμνονος, όστις δεν ώκνησε να παρουσιασθή επισήμως, κατά την επιστροφήν του, μετά της παλλακής του Κασσάνδρας. Ο Χορός, όστις κατά την απουσίαν του βασιλέως απετέλει το συμβούλιον του κράτους (δώδεκα γέροντες) εκφράζει μεν απ' αρχής την ανησυχίαν του διά την τελικήν έκβασιν της Τρωικής εκστρατείας, φοβείται την τύχην του Αγαμέμνονος, επί του οποίου βλέπει επικρεμάμενον τον φθόνον των θεών διά την αχαλίνωτον φιλοδοξίαν του και την υπεράνθρωπον ευτυχίαν του, δεν απατάται όμως ως προς τα αληθή ελατήρια της δολοφονίας, όταν εις το τέλος του δράματος παρουσιάζεται επί της σκηνής γαυριών και κομπάζων ο εραστής Αίγισθος. Η σκηνή τέλος, κατά την οποίαν η Κασσάνδρα, μένουσα μόνη μετά του Χορού προ των ανακτόρων, καταλαμβάνεται υπό του προφητικού οίστρου και αποκαλύπτει εις τον Χορόν το εκτελούμενον έγκλημα και θρηνολογεί συγχρόνως την ιδίαν της τύχην, αποτελεί μίαν από τας τραγικωτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς του παγκοσμίου θεάτρου. Εννοείται ότι αι λοιπαί μεταβολαί, τας οποίας επέφερεν ο ποιητής εις τον μύθον, δεν υπηγορεύθησαν υπό πολιτικών λόγων· κατ' ανάγκην έμελλον να προέλθωσιν εκ της συγκρούσεως της παλαιάς δωρικής παραδόσεως προς το αττικόν πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκαιον των νεκρών (εις το οποίον κατά την δωρικήν παράδοσιν επιβάλλει σιγήν η βιαία παρέμβασις του Απόλλωνος αποκρούοντος τας Ερινύας διά των βελών του) ήτο πράγματα πολύ σεβαστά διά τον Αττικόν τον Ε' αιώνος, ώστε να ικανοποιήται ούτος διά της λύσεως ταύτης. Παρά τω Αισχύλω το έγκλημα του Ορέστου δεν δικαιολογείται, δεν αθωούται· ο μητροκτόνος απλώς λαμβάνει χάριν, διά της επεμβάσεως της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το ανθρωπινώτερον συναίσθημα της επιεικείας.ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Σε λίγο ακόμη κι ο χρησμός πια δε θα βλέπη μέσ' από πέπλους σαν την νιόπαντρη τη νύφη· μα θα χυθή, όπως φαίνεται, μ' ορμή μεγάλη προς του ήλιου τις ανατολές, και σαν το κύμα στο φως κακό θα βγάλη πιο μεγάλο απ' τάλλο. Τώρα όχι πια μ' αινίγματα θα σου τα μάθω! Και μάρτυρες μου νάσαστε, μαζί ακλουθόντας, πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τα χνάρια· γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία. Και μια που μάλιστα έχει πιή ανθρώπινο αίμα κι αποδιαντράπη ολότελα, τόστρωσε μέσα στο σπίτι για καλά, και πια δε λέει να φύγη των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος. Κ* έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε την πρώτη του κακού αφορμή, και καταριούνται κλίνη, που ατίμασε αδελφός, προς όλεθρό του. Αστόχησα ή το ηύρα σαν καλός τοξότης; Ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα; αρνήσου το αν μπορής κι ορκίσου πως δε ξέρεις απ' ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες
[...]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αχ! Αχ! Πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας μ' απαίσιο προανάκρουσμα μ' αναταράζει. Βλέπετε εδώ τους νέους αυτούς τους θρονιασμένους μέσα στο σπίτι ομοίους με μορφές ονείρων, παιδιά που σαν δικοί τους τάχουνε σφαγμένα; γιομάτα από φαΐ των σαρκών τους τα χέρια μαζί άντερα και σπλάχνα — γιόμισμα τρισάθλιο, φαίνονται να κρατούν, που γεύτηκε ο πατέρας! Κ' εκδίκησί τους μελετά να πάρη κάποιος λιόντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια και στο σπίτι φυλάει, ωιμέ, πότε να στρέψη ο αφέντης — ναι, ο αφέντης μου, αφού είμαι σκλάβα. Κι ο στόλαρχος και νικητής της Τροίας δε ξέρει τι με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια τα πρόσχαρα, του μαγερεύει η μαύρη σκύλλα, σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα! Τέτοια τολμά! γυναίκα να σκοτώση άντρα! και ποιο όνομα στο μισητό το τέρας νάβρω να του ταιριάζη; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα που μες στους βράχους, θρήνος των ναυτών, φωλιάζει; μάννα του Χάρου αλλόφρενη, που των δικών της κρατάει αμάχη ασύβαστη; κ' ερέκαξε έτσι σαν να είχε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώση, και χαρά τάχα δείχνει για το γυρισμό του; Και αν θέλης πίστεψέ μου, κι αν δε μη . . τι τάχα; Θαρθή που θάρθη· και συ μάρτυρας σε λίγο σωστή πολύ προφήτισσα θε να με κλάψης.
[...]
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ Αλλοί μου! ω ποια φωτιά χυμίζει και μ' αδράχνει! Οτοτοτοί, Απόλλων Λύκειε, αλλοίμονό μου! Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει θα με σκοτώση τη φτωχιά, κι ως να ετοιμάζη φάρμακο, θε να χύση μέσα στην οργή της και τη δικιά μου πλερωμή κ' ενώ ακονίζει το σπαθί για τον άντρα της, θε να εγκωμιάζη πως γιατί μ' έφερε μαζί τον εκδικιέται. Και τι λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ' εμπαίζουν τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου; Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω· και στην οργή και σεις, κ' εγώ ταχιά ακλουθώ σας, στολίσετε άλλη συμφορά αντίς για μένα. Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει το μαντικό το φόρεμα· κι αφού είδε πρώτα, και μ' όλη αυτή μου τη στολή, τα περιγέλοια που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου, κ' υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα να με λένε φτωχιά, στρίγγλα και λιμασμένη — και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ' έχει κάμη, μ' ωδήγησε σ' αυτές τις θανάσιμες τύχες! Κι αντίς ο πατρικός βωμός, με περιμένει ζεστό το κρεατοσάνιδο που θα με κόψουν. Μα ακδίκητο οι θεοί το αίμα μου δε θαφήσουν, γιατί άλλος πάλι εκδικητής θαρθή δικός μας να πάρη από τη μάννα που τον γέννα πίσω του πατέρα το γαίμα· κ' έρχεται διωγμένος πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας, κορώνα στου σπιτιού τις συμφορές να βάλη. Κ' εστέριωσε από τους θεούς μεγάλος όρκος νάρθη του ξαπλωμένου ανάγερμα πατέρα. Μα γιατί τάχα εδώ πονετικά να κλαίω μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη να πάθη ό,τι έπαθε; και κείνοι που την πήραν έτσι με των θεών την κρίση ξεμπερδεύουν; Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδη τις πόρτες. Μόνου άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου