Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, του αιώνα των φιλελεύθερων κινημάτων, του εθνικού πατριωτισμού, των επαναστάσεων, αλλά και του αιώνα της αφήγησης, είναι η οργάνωση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων σε εδαφικά προσδιορισμένες επικράτειες, που λειτουργούν πολιτικά με τη μορφή του έθνους-κράτους. Αν και η διαδικασία αυτή δεν είναι ομοιογενής, γραμμική και συνεχής για όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, υπάρχει, ωστόσο, μια κοινή δομή που συνέχει τη βούληση και την ανάγκη των ανθρώπων να συγκροτήσουν αυτές τις νέες «φαντασιακές κοινότητες» : οι κοινωνικές σχέσεις των υποκειμένων οργανώνονται πλέον γύρω από μια νεωτερική κοινή χωροχρονική μήτρα που υπερβαίνει τα όρια της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας τους. Η συγκρότηση του νεοελληνικού έθνους-κράτους, προϊόν μιας ευρύτερης διαδικασίας για τη συγκρότηση εθνικής συνείδησης, που εγγράφεται στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αποτελεί ένα καθοριστικό γεγονός μέσα στη νεοελληνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Η οργάνωση του νεοελληνικού κράτους, δηλώνει τη σταδιακή μετάβαση από το πλαίσιο της επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε μια νέα πολιτειακή και θεσμική συγκρότηση, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η σημασία της επανάστασης ως συστατικού στοιχείου αυτής της νέας κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας ήταν καθοριστική.
Αυτή η νεωτερική σύλληψη του έθνους-κράτους δεν είναι, ωστόσο, μια φυσική και αυτονόητη διαδικασία. Το έθνος-κράτος, ως «φαντασιακή κοινότητα» διαμεσολαβείται μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες που διαχειρίζονται, συνήθως ανταγωνιστικά και από ηγεμονική θέση, τις αναπαραστάσεις του. Η εποχή προκρίνει ως άμεση προτεραιότητα την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και φαντασίας, έτσι τουλάχιστον όπως την εννοούν οι μορφωμένες κοινωνικές ελίτ που χειρίζονται τη γλώσσα των διαμεσολαβήσεων αλλά και τη γλώσσα της διοίκησης, της πολιτικής και του Τύπου. Ο χώρος της πολιτικής αλλά και ο χώρος της λογιοσύνης αναλαμβάνει μέσα από τη δημόσια παρέμβαση να θέσει σε κυκλοφορία το νέο εθνικό βίο και να απαντήσει στα ιστορικά αιτήματα της εποχής : τη μορφή της εθνικής γλώσσας, τον προσανατολισμό των πολιτικών θεσμών, την εννοιολόγηση της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, την «εθνική» ιστορία και τη γραμματεία. Θέματα όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η παράδοση, η καταγωγή, η κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος, η σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, καθώς και τα κείμενα που συγκροτούν την εθνική γραμματολογική παράδοση, έρχονται τώρα στο προσκήνιο για να προσδώσουν νέο περιεχόμενο στον κοινωνικό βίο του νεαρού «πρότυπου βασιλείου».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της γραμματολογίας και της ιστορίας αποκτά ειδικό βάρος. Ανάμεσα στις άλλες μέριμνες της λογιοσύνης, η γραμματολογική καταγραφή του εθνικού παρελθόντος θα αναζητήσει τα κατάλληλα εργαλεία προκειμένου να καταγράψει και να ταξινομήσει τα ίχνη της γραπτής παραγωγής του έθνους. Η συνάντηση της ιστορίας με τη γραμματολογία είναι επιβεβλημένη.[2] Στο πλαίσιο της εθνορομαντικής ιδεολογίας, άλλωστε, ο «ιστορισμός»[3] της εποχής συγκροτεί έναν «ιστοριοκρατούμενο πεζό λόγο»,[4] που διαχέεται σε πολλά και διάφορα αφηγηματικά είδη (ιστορικό δοκίμιο, επιστημονικές μελέτες, ιστορικό μυθιστόρημα, κ. ά). Ο λόγος της Ιστορίας είναι, άλλωστε το κεντρικό περιβάλλον παραγωγής και υποδοχής των ποικίλων λογοτεχνικών και επιστημονικών αφηγήσεων. Στην ουσία, ο 19ος αιώνας αναδεικνύει την Ιστορία ως μια γενικευμένη πολιτισμική πρακτική που αποδίδει στις λέξεις και στα πράγματα την ιστορικότητά τους, εντός και εκτός των ανθρωπιστικών επιστημών. H στροφή προς την Ιστορία έδωσε νέες συμβολικές αξίες στην έννοια του παρελθόντος. Ενέταξε οργανικά το παρελθόν μέσα στο εσωτερικό μιας συγχρονικής ιστορικότητας, με αποτέλεσμα οι ροές της κοινωνικής δράσης να αντιμετωπίζονται σαν συνάψεις ανάμεσα σε επεισόδια που ανακαλούν και συσχετίζουν διαρκώς τους χρονολογικούς πίνακες του παρελθόντος και του παρόντος. Η συσχετιστική χρονολογική λογική, βασική παράμετρος όλων των εξηγητικών σχημάτων της επιστήμης του 19ου αιώνα, γνώρισε, με την ιστορία, το πιο προνομιακό όχημα για μιαπαραδειγματική γνώση. Έτσι, στον 19ο αιώνα, η ιστορία έγινε ένα είδος «πολιτισμικής επιφάνειας», πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η ισχύς της ίδιας της γνώσης. Το φαινόμενο εμφανίζεται με όλη του την ένταση και την έκταση στο χώρο της ευρωπαϊκής γραμματείας : οι εθνικές ιστορίες, οι ιστορίες και οι γραμματολογίες της λογοτεχνίας, τα «χρονικά», οι ιστορικοί και γραμματολογικοί «κατάλογοι», τα διπλωματικά και εκκλησιαστικά αρχεία, τα ιστορικά μυθιστορήματα διεκδικούν δυναμικά ένα νέο αναγνωστικό κοινό, μια νέα ερμηνευτική κοινότητα, συμβατή με τη νεωτερική αντίληψη της ιστορίας ως «εθνικής» επιστήμης.[5] Η έννοια του χρονικού, του καταλόγου, του απομνημονεύματος, της βιογραφίας, της ιστορικής μελέτης - ή αντίθετα, η πλήρης αποφυγή οποιασδήποτε ειδολογικής ένδειξης, ακριβώς επειδή, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, η ιστορία, είτε ως παρελθόν είτε ως παρόν, είναι πανταχού παρούσα - διατρέχει την ευρωπαϊκή γραμματεία του 19οαιώνα.
Η εξέλιξη της νεοελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας θα περάσει και αυτή μέσα από την υποχρεωτική διασταύρωση της ιστορίας με τη γραμματολογία. Ήδη από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού[6] εκδηλώνονται οι πρώτες απόπειρες για την ανασύσταση μιας «εθνικής» γραμματείας. Το 1804, ο έμπορος Γεώργιος Ζαβίρας με το έργο του Νέα Ελλάς ήτοι Ελληνικόν Θέατρον(εκδίδεται το 1872 από τον Γεώργιο Κρέμο) συντάσσει ένα «χρονικό» που θα συμβάλει στην αναγέννηση και την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, με την ανάδειξη των προγενέστερων πνευματικών προϊόντων. Το χρονικό του Ζαβίρα είναι μια ανεπεξέργαστη βιβλιογραφική προσπάθεια για να συνταχθεί ένας πρώτος κατάλογος γύρω από την εθνική γραμματεία. Για να μείνουμε, ωστόσο, σε συγγραφικές απόπειρες που βρήκαν στην ώρα τους τον αποδέκτη, θα πρέπει να φτάσουμε στο έργο του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, Cours de littérature grecque moderne, εκδομένο στη Γενεύη το 1827. Το έργο έχει πράγματι διδακτικό χαρακτήρα, καθώς έχει προκύψει από μια σειρά μαθημάτων σε φιλελληνικούς κύκλους στην Γενεύη, με σκοπό την γνωριμία του ευρωπαϊκού αναγνωστικού κοινού με τα ελληνικά γράμματα. Επομένως, ούτε σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί προτεραιότητα η ιστορική εξέταση της νεοελληνικής γραμματείας. Ο ίδιος ο συγγραφέας, πάντως, όταν το έργο θα μεταφραστεί στα ελληνικά (1870) δε θα διστάσει να το συστήσει ως ιστορία :Ιστορία των γραμμάτων παρά τοις νεωτέροις Έλλησι. Το έργο του Νερουλού, τυπικό δείγμα της φαναριώτικης αντίληψης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδιάζουσα αντίληψη που έχει σχετικά με την νεοελληνική γραμματεία. Το σημείο αναφοράς του και το σύστημα περιοδολόγησης δεν ξεκινά από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά από τον πρόσφατο 18ο αιώνα. Στις τρεις βασικές περιόδους που διακρίνει (1708-1750, 1750-1800, 1800 και εντεύθεν), η νεοελληνική γραμματεία αντιμετωπίζεται ως ένα συγχρονικό φαινόμενο, που μάλιστα παρακολουθεί ένα διανοητικό σχήμα μετάβασης από την πνευματική αναγέννηση στον επιστημονικό και φιλοσοφικό στοχασμό, καθώς και στην διεύρυνση της εγγραμματοσύνης. Το σχήμα του είναι εξελικτικό και προοδο-κεντρικό. Στον κατάλογο των έργων και των συγγραφέων που παραθέτει στο έργο του είναι εμφανής η διάκρισή τους από το κυρίως σώμα του βιβλίου, το οποίο εστιάζει κυρίως στην αφηγηματική επισκόπηση της νεοελληνικής γραμματείας. Είναι φανερό πως η συγγραφική απόπειρα του Νερουλού δεν εξαντλείται στην καταλογογράφηση και στο «χρονικό» της πνευματικής δημιουργίας. Είναι μια πρώτη μορφή σύνθεσης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της : τις διαρκείς παρεκβάσεις, την ηθικολογία, την πλήρη εγγραφή των προβληματισμών του μέσα στις γλωσσικές διαμάχες της εποχής. Η υποβάθμιση της λογοτεχνίας σε σχέση με την ευρύτερη (αισθητική και επιστημονική) γραμματεία είναι μια εύγλωττη ένδειξη για τις ζητήσεις της καταγραφής.
Το αίτημα - το ξέρουμε ήδη και από άλλες περιπτώσεις - δεν είναι αυστηρά λογοτεχνικό αλλά ευρύτερα γραμματολογικό. Δεν είναι μόνο η αμφισημία και η μείξη των αφηγηματικών ειδών που υπαγορεύουν αυτή την ανάγκη · είναι η ίδια η ποικιλότητα του νεοελληνικού βιβλίου ως συστατικού στοιχείου της διάδοσης των Φώτων. Για να μείνουμε, ωστόσο, στα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα του Νερουλού, το φαναριώτικο φιλολογικό γούστο είναι αρκετά έκδηλο. Η αναζήτηση του «εθνικού χαρακτήρα» της λογοτεχνίας δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για ουσιαστικές κρίσεις και αξιολογήσεις : η κρητική λογοτεχνία χρεώνεται τον μιμητισμό της απέναντι στα ιταλικά «πρωτότυπα», ο φαναριώτης Χριστόπουλος εκθειάζεται, ο Κάλβος μοιάζει ξένος, και ο Σολωμός δικαιώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσα από την εθνεγερτικό του ποιητικό τόνο. Μαζί με όλα αυτά, έρχεται και η πολιτική ρητορεία απέναντι στη φωτισμένη Ευρώπη : η δόξα των αρχαίων προγόνων, η αντικατάσταση των αρχαίων ερειπίων από τη σύγχρονη πνευματική αναλαμπή, τα ιερά δίκαια της χώρας, ο ρομαντικός αγώνας της επανάστασης. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν φαναριώτικο καθρέφτη, προσαρμοσμένο στα ευρωπαϊκά μάτια που ήθελαν να επιβεβαιώσουν αυτό που ήδη γνώριζαν : το κλασικό ιδεώδες του φιλελληνισμού.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και ο Παν. Σούτσος, με την «Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα», το 1833. Το ποιητικό αυτό έργο του Σούτσου είναι ταυτόχρονα και μια έμμετρη επιστολική γραμματολογία, που έχει ως στόχο να αποδείξει στον Βασιλιά και τους Βαυαρούς τη ζωντανή ύπαρξη μιας αξιόλογης πνευματικής παραγωγής στην αναγεννηθείσα Ελλάδα. Από τον Ρήγα και τον Χριστόπουλο και από τον Σολωμό ως τον Κάλβο, ο «φαναριώτης» Σούτσος εκφέρει αξιολογικές κρίσεις για την ελληνική ποίηση και τη γλώσσα της λογοτεχνίας. Το σχήμα του Σούτσου είναι φανερό και απόλυτα συμβατό με τη νέα εξουσιαστική ελίτ της εποχής : ο φαναριωτισμός και η γλωσσική του επένδυση στην καθαρεύουσα διεκδικούν να γίνουν μια κυρίαρχη μορφή πολιτισμικού κώδικα, με κανονιστική ισχύ. Ο Σούτσος δεν διστάζει να απονείμει τιμές στις πνευματικές δυνάμεις που εργάστηκαν για τον αγώνα - δίνοντας μάλιστα προεξέχουσα θέση στον Κοραή - αλλά δεν διστάζει και να αποκλείσει από το πνευματικό πάνθεον εκείνους που δεν εντάσσονται στο φαναριώτικο κώδικα. Έτσι, ο Κάλβος και ο Σολωμός, που «κ' οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη», απορρίπτονται βιαστικά, προκειμένου να αναδειχθούν τα πραγματικά πρότυπα της ποίησης του Σούτσου : ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, η πεμπτουσία, δηλαδή, της φαναριώτικης παράδοσης. Η έμμετρη γραμματολογία του Σούτσου, χωρίς να τηρεί βεβαίως τα κριτήρια μιας επιστημονικά επεξεργασμένης ιστορίας της λογοτεχνίας, μας ενδιαφέρει κυρίως για την τροπικότητα, την προθετικότητα αλλά και για τα συμφραζόμενα γραφής της : είναι μια «ποιητική ιστοριογραφία» της πνευματικής παιδείας της νέας Ελλάδας · είναι ένα κείμενο που γράφεται όχι μόνο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία αλλά από μια συγκεκριμένη «πολιτική θέση» · τέλος, είναι μια γραμματολογική έκθεση που προσπαθεί να πείσει τους Βαυαρούς αποδέκτες της για την ύπαρξη ενός ζωντανού πολιτισμικού κεφαλαίου. Η έμμετρη γραμματολογία του Σούτσου είναι ένας επιστολικός πίνακας, που γράφεται αν όχι για να πείσει, τουλάχιστο για να γοητεύσει τον αποδέκτη του.
Εάν, ωστόσο, το 1833, οι φαναριώτικες θέσεις βρίσκονται σε μια τροχιά ήπιας διαπραγμάτευσης του γραμματολογικού κανόνα, η όξυνση που θα φέρουνε Τα Σούτσεια (1853-1854) θα οδηγήσει στη σκλήρυνση των αναμετρήσεων της λογιοσύνης. Ήδη από το 1851, η θεσμοθέτηση των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών, εντάσσει την φιλολογία σε ένα νέο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Ο κανονιστικός λόγος που εκφέρεται για τα γλωσσικά και ηθικά πρότυπα της ποίησης αποκτά, μέσω της πανεπιστημιακής κριτικής, το συμβολικό κύρος μιας κυρίαρχης (και κυριαρχικής) αντίληψης για το λογοτεχνικό παρόν και παρελθόν. Το εθνορομαντικό στοιχείο και η καταγωγική αναζήτηση του έθνους στην αρχαιότητα, δεν εξασφαλίζει μόνο τους απαραίτητους τίτλους ευγένειας αλλά εξασφαλίζει και στην «καθαρεύουσα» πνευματική Αθήνα τη δυνατότητα να βλέπει τον εαυτό της μέσα από το φαναριώτικο φαντασιακό της βυζαντινής αυτοκρατορίας : ένας ακόμη ανεστραμμένος «μεγαλοϊδεατικός» τοπικισμός. Όταν ο Παναγιώτης Σούτσος, το 1853, εκδίδει - εν είδει μανιφέστου - τη Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου, προκειμένου να υποστηρίξει την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ως γλωσσικής και ποιητικής αυταξίας, η οργισμένη απάντηση του Ασώπιου, μαθητή του Κοραή, θα είναι και άμεση και αρκετά διαφωτιστική για την κριτική στο φαναριώτικο κανόνα. Ο Ασώπιος θα είναι ο πρώτος που θα αναδείξει την οργανική σχέση της κοραϊκής παράδοσης με την επτανησιακή παράδοση και θα μιλήσει για τον Βηλαρά και τον Τερτσέτη. Ο Σολωμός δεν είναι πλέον μόνο ο ποιητής του Ύμνου, αλλά και ο ποιητής του Λάμπρου. Στην πραγματικότητα, ο Ασώπιος δεν υπερασπίζεται μόνο μια διαφορετική επιλογή στη χρήση του γλωσσικού οργάνου αλλά υπερασπίζεται ένα άλλο λογοτεχνικό παράδειγμα. Η κριτική αυτή διαμάχη, χωρίς να διεκδικεί ιστοριογραφικές μέριμνες στο χώρο της λογοτεχνίας, αποτελεί, ωστόσο, μια σημαντική καταγραφή των φιλολογικών αναμετρήσεων της εποχής σε σχέση με την εθνική γραμματεία. Η σημασία της, εξάλλου, φαίνεται και από την απόπειρα των αντιπαρατιθεμένων μερών να επηρεάσουν τους ίδιους τους θεσμούς. Είναι η πρώτη φορά που η πανεπιστημιακή κριτική καλείται να πάρει, έστω και έμμεσα, θέση πάνω στην αποτίμηση όχι μόνο του λογοτεχνικού παρόντος αλλά κυρίως του λογοτεχνικού παρελθόντος. Η εποχή, πάντως, έχει δείξει τις ροπές της, που θα εκφραστούν μέσα από την υπαγωγή της λογοτεχνίας στα σχήματα της εθνικής ωφέλειας. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στα χρόνια των συγκοινωνούντων δοχείων της επιστήμης, της αισθητικής και της πολιτικής. Η Μεγάλη Ιδέα ανακαλεί τις «αβέβαιες μνήμες» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το έθνος «επικαιροποιεί» την ιστορία του μέσα από τις σελίδες της «βυζαντίδος» ιστορίας, και αντίστοιχα, η «εθνική γραμματεία» αναζητεί το ρόλο της μέσα από το «ζαμπελοπαπαρρηγοπούλειο» σχήμα της συνέχειας.
Είναι πολύ ευνόητο, λοιπόν, πως η αναδρομή στο γραμματολογικό παρελθόν θα παρακολουθήσει τις νέες ιδεολογικές επιταγές. Παράλληλα, σχεδόν, με τα Σούτσεια, το 1854, ένας άλλος «κατάλογος» θα δει το φως της δημοσιότητας. Το έργο του Ανδρέα Παπαδόπουλου-Βρεττού, Νεοελληνική Φιλολογία, ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων. Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, ήδη από τον τίτλο προβάλλει τις ιδεολογικοπολιτικές συνάφειες της περιοδολόγησης. Η συμπερίληψη των εκκλησιαστικών βιβλίων μέσα στο γραμματολογικό corpus (οι άλλες δύο κατηγορίες είναι Φιλολογικά και επιστημονικά) είναι εξίσου ενδεικτική για τον αναβαθμισμένο ρόλο της θρησκείας. Το συνεκτικό επιχείρημα του «ελληνοχριστιανισμού» έχει, άλλωστε, καταστήσει σαφές ότι η Ορθοδοξία και το έθνος ταυτίζονται σε μία κοινή και συμπληρωματική πολιτικοθρησκευτική οντότητα, η οποία διεκδικεί τον ηγεμονικό της ρόλο μέσω του φρονηματιστικού λόγου της ιστοριονομίας και της εθνικής παιδαγωγίας. Η αίσθηση και η φαντασία της εθνικής ενότητας καλλιεργείται πλέον συστηματικά μέσα από τις διαρκείς διασταυρώσεις της θρησκευτικής ζωής με τον πολιτικό βίο, στη βάση της ρομαντικής ιδέας για ένα υπερβατικό έθνος με ακμαία χριστιανική πίστη και ιστορική αποστολή ανά τους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στις γραμματολογίες της εποχής, η θρησκευτική λογιοσύνη, μέσω της ανακάλυψης του Βυζαντίου, αποκτά ένα ειδικό βάρος. Ο Βρετός στην εισαγωγή του είναι αρκετά διαφωτιστικός, όσον αφορά την επιλογή της περιοδολόγησης : «από πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι της πολιτικής αναγεννήσεως της αρχαίας Ελλάδος». Ο Βρετός επαναλαμβάνει τους κοινούς τόπους της εποχής του. Αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία του. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση της εισαγωγής του έργου του μας δείχνει πως η πρόθεσή του είναι να συντάξει κατάλογο έργων και βιογραφιών - η «μονάδα μέτρησης» του Βρετού είναι το βιβλίο και όχι ο συγγραφέας - έτσι ώστε η εργασία του να αποτελέσει τη βάση για «την τόσον επιθυμητήν, από Έλληνας και ξένους, ιστορίαν της νεοελληνικής φιλολογίας». Το αίτημα για μια ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας φαίνεται πως ήδη έχει ωριμάσει, αφού, λίγο πολύ, όλες οι συγγραφικές απόπειρες συντονίζονται κάτω από τον ίδιο κοινό παρονομαστή. Ταυτόχρονα, ωριμάζει και το αίτημα για μια εξελικτική αντιμετώπιση της ελληνικής γραμματείας, μέσα από τη διάκριση της λόγιας από τη λαϊκή κουλτούρα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1859, ο Ζαμπέλιος με τη μελέτη του Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ θα μιλήσει για τη διπλή παράδοση της ελληνικής γραμματείας, τη Σχολαστική και την Ποιητική, παρέχοντας ένα συνολικό σχήμα ταξινόμησης : από τη μια μεριά, τα Πτωχοπροδομικά, οι έμμετρες ερωτικές μυθιστορίες, η κρητική παράδοση και οι Επτανήσιοι· από την άλλη μεριά, ο «βυζαντινός αττικισμός», που αναβιώνει ως τις μέρες του.
Το μέτρο των συντονισμένων αναζητήσεων για μια ιστορία των ελληνικών γραμμάτων μας το φανερώνει και ένα άλλο σημαντικό γεγονός, σε θεσμικό επίπεδο αυτή τη φορά. Το 1867, η επιτροπή του Ροδοκανάκειου Φιλολογικού Αγώνα προκηρύσσει ένα διαγωνισμό, που θα αποτελέσει τομή για την ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας. Το αντικείμενο της προκήρυξης αφορά «την ιστορίαν παρ' Έλλησιν από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το 1821». Αν και η επιτροπή δε θα μείνει ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα, ο βραβευθείς Κ. Ν. Σάθας, με το έργο του Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων (1453-1821), θα βάλει, στα 1868, τις βάσεις για μια γραμματολογική επισκόπηση με αξιολογικά κριτήρια, που παραπέμπουν σε μια υποτυπώδη, έστω, ερευνητική μέθοδο και σε μια, εξίσου υποτυπώδη, αισθητική ανάλυση. Η κριτική διαμάχη του, λίγο αργότερα, με τον λόγιο μοναχό Ανδρόνικο Δημητρακόπουλο, (Προσθήκαι και διορθώσεις…Λειψία, 1871), θα συμπληρώσει την ερευνητική εργασία των «καταλόγων» της εποχής, και ταυτόχρονα, θα σηματοδοτήσει την ένταξη της γραμματολογίας στο στάδιο της επιστημονικής και αισθητικής ανάλυσης. Οι αμοιβαίες κατηγορίες που εκτοξεύονται για τις πιθανές ελλείψεις είναι πολύ δευτερεύουσες σε σχέση με το κεντρικό διακύβευμα : είναι ίσως η πρώτη φορά που η νεοελληνική γραμματολογία, μέσα από την ιστοριοδιφική έρευνα, διεκδικεί την αίσθηση μιας ιστορικότητας, η οποία να συμβαδίζει με την έννοια (αλλά και τα προβλήματα) της καθολικής απογραφής και της ταξινόμησης. Η επιτροπή Ροδοκανάκειου Φιλολογικού Αγώνα δε θα διστάσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στις διαστάσεις του, διακρίνοντας τα όρια ανάμεσα στις πραγματικότητες και την κεντρική επιθυμία : «Περί του πονήματος τούτου καθόλου αποφαινόμενοι, λέγομεν ότι είναι ύλη πολύτιμος εις συγγραφήν της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων….ουχί όμως και επιστημονική πραγματεία». Με τον Σάθα, λοιπόν, έχουμε «ύλη ιστορίας» · έχουμε ιστοριοδιφία, αλλά όχι ακόμη Ιστορία. Το αίτημα, ωστόσο, για μια Ιστορία της Νεοελληνικής Γραμματείας γίνεται πλέον θεσμικό και παύει να αφορά τις μοναχικές αναζητήσεις και τις ατομικές συμβολές της λογιοσύνης.
Τα επόμενα χρόνια δείχνουν καθαρά πως αν μέχρι τώρα μιλάγαμε για διάσπαρτες απαριθμήσεις έργων και συγγραφέων, τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια πύκνωση των ιστοριδιφικών και γραμματολογικών ενδιαφερόντων : ο Δημήτριος Βικέλας, Περί Νεοελληνικής Φιλολογίας (Δοκίμιον),(Λονδίνο, 1871), ο Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος με το έργο Ορθόδοξος Ελλάς (Λειψία, 1872), και ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης με το έργο Η Ελλάς από Αλώσεως… και Τα Νεοελληνικά…, (Αθήνα 1872-1875) είναι ενδεικτικές περιπτώσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αν και γραμμένα σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς σκοπούς, οι εργασίες αυτές επιτείνουν την αίσθηση της ιστορικότητας στη σύνταξη μιας νεοελληνικής γραμματολογίας, πάντοτε βέβαια μέσα στο επιστημονικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής : η αίσθηση της συνέχειας, από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια, εξακολουθεί να δίνει τον τόνο. Στον Βικέλα, ωστόσο, θα βρούμε, μια πιο επεξεργασμένη αντίληψη για τους «σταθμούς» της νεοελληνικής γραμματείας. Δεν είναι μόνο οι αναφορές στον Σπανέα, και στα Πτωχοπροδρομικά που εντυπωσιάζουν για το γλωσσικό αισθητήριο του συγγραφέα · είναι, κυρίως, οι αναφορές στην Ερωφίλη και τον Ερωτόκριτο, αυτές που φανερώνουν μια νεωτερική αίσθηση για τη νεοελληνική ποίηση. Ο φαναριώτικος απόηχος που υπάρχει στο έργο του Βικέλα, συμβαδίζει με μια πρώιμη αίσθηση συνολικής αντιμετώπισης των προβλημάτων της νεοελληνικής γραμματείας.
Αν κάπου, όμως, πρέπει να αναζητήσουμε έναν απολογητή του φαναριωτισμού, θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας σε ένα άλλο σημαντικό βιβλίο, που τάραξε τα νερά της ελληνικής λογιοσύνης. Πρόκειται για το έργο του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, Περίληψις ιστορίας της νεοελληνικής Φιλολογίας, (Αθήνα, 1877). Το έργο στηριζόταν στην παλαιότερη εργασία του Esquisses de littérature grecque moderne, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Le Spectateur de l' Orient(1853-1856), και γνώρισε αρκετή διάδοση μέσα από τις γαλλικές, γερμανικές και ελληνικές διασκευές και επανεκδόσεις του. Το κριτήριο της γλώσσας, (βλ. καθαρεύουσα) είναι το βασικό κριτήριο κατάταξης και αξιολόγησης των λογοτεχνών. Αν και φειδωλός στις επαινετικές ή απαξιωτικές κρίσεις του, ο Ραγκαβής έχει από νωρίς διαλέξει στρατόπεδο : η επτανησιακή ποίηση είναι για αυτόν μια διαρκής μίμηση (όλοι μιμούνται τον Σολωμό, που κι αυτός μιμείται τα ιταλικά πρότυπα), ενώ οι Φαναριώτες έχουν την τιμητική τους - του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου. Το έργο του χαρακτηρίζεται από στατικότητα σε σχέση με τα γραμματολογικά φαινόμενα και δεν διαθέτει κάποια θεωρία για την εξέλιξη της γλώσσας και της τέχνης γενικότερα. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, στοιχείο με τον Ραγκαβή είναι πως «σκέφτεται» με όρους πολιτικής και γεωγραφίας : η Ελλάδα για αυτόν θα ανυψωθεί μέσα από την εθνική (βλ. μεγαλοϊδεατική) ολοκλήρωση και θα κατορθώσει να γίνει ο διαμεσολαβητικός κρίκος ανάμεσα στο ορθολογικό πνεύμα του Βορρά και την αισθητική φαντασία του Νότου. Η μόνιμη απεύθυνση στο ξένο κοινό, υποχρεώνει τον συγγραφέα να υιοθετεί απολύτως τα σχήματα της υπάρχουσας παρακμής και της επερχόμενης ακμής της Νέας Ελλάδας. Κάτι αντίστοιχο θα συμβεί είκοσι χρόνια αργότερα και με τις πάρεργες «γραμματολογικές» διαλέξεις του Πλάτωνα Δρακούλη στην Αγγλία. Στο έργο του «Neohellenic Language and Literature» (Λονδίνο, 1897), ο πρώιμος σοσιαλιστής Δρακούλης απολογείται για τις πιθανές αδυναμίες των νεοελληνικών γραμμάτων, κάνοντας αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον. Το αρκετά πρωτότυπο και αντιφατικό έργο του ως ιστορικού της λογοτεχνίας έχει περισσότερη σημασία για τις αποσιωπήσεις του παρά για τις αναφορές του. Σίγουρα πάντως, η αναφορά του στον ίδιο τον Ραγκαβή, τον «Άτλαντα της νεοελληνικής λογοτεχνίας», δείχνει πως το γραμματολογικό έργο του τελευταίου είχε παίξει το ρόλο του στην ιδιάζουσα πολιτισμική διπλωματία μέσω της ιστορίας της λογοτεχνίας.
Ας μη ξεχνάμε, πάντως, πως το ακροατήριο του Ραγκαβή δεν βρίσκεται μόνο στην Ευρώπη αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Το σχήμα του, επομένως, ακουμπά πάνω και στις εγχώριες πραγματικότητες, την ώρα μάλιστα που φαίνεται πως ο φαναριωτισμός χάνει την ηγεμονία του στο πολιτισμικό πεδίο. Η χρονιά, άλλωστε, που κυκλοφορεί το έργο του Ραγκαβή είναι μια χρονιά πολλαπλώς σημαδεμένη. Η διαμάχη Ροΐδη και Βλάχου θα δώσει με θεαματικό τρόπο τον τόνο του ξεκαθαρίσματος στα φιλολογικά πράγματα, και ταυτόχρονα θα υποβάλει, υπόρρητα έστω, το αίτημα για μια διαφορετική καταγραφή στην περιοχή της ιστορίας και της γραμματολογίας. Τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής, άλλωστε, μοιάζουν να έχουν αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα. Προετοιμασμένος με θεωρία και μελέτη, ο Ροΐδης ανεβαίνει στο βήμα του «Παρνασσού», στις 19 Μαρτίου το1877, και διαβάζει την εισηγητική του έκθεση για τον δραματικό αγώνα της χρονιάς, κάνοντας, παράλληλα, και τον απολογισμό όλων των ποιητικών διαγωνισμών της περιόδου 1853-1877 : «Η έλλειψις αύτη ποιήσεως, η καθ' ημάς χαρακτηρίζουσα ου μόνον τα εφετινά αλλά και πάντα ανεξαιρέτως τα από της συστάσεως τοιούτων αγώνων υποβληθέντα έργα και εν γένει την παρούσαν εν Ελλάδι γενεάν, ούτε να εκπλήττη πρέπει ούτε υπέρ το δέον να θλίβη τον απαθώς περί τούτων φιλοσοφούντα»[7]. Και δεν πρέπει να τον εκπλήττει και να τον θλίβει γιατί, «εις μόνα τα εμπειρικά διδάγματα περιοριζόμενοι της ιστορίας, βλέπομεν ότι οι ποιηταί ουδέν άλλο υπήρξαν ή κάτοπτρα πιστώς αντανακλώντα τα αισθήματα των συγχρόνων». Από αυτή την άποψη, η «έλλειψις ποιήσεως» δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύμπτωμα μιας ευρύτερης διάγνωσης για την ελληνική κοινωνία : «Την εντελή ταύτην ημών αποξένωσιν από του βασανίζοντος σήμερον τα λοιπά έθνη πνευματικού σάλου δεν αναγράφομεν ενταύθα ως δυστύχημα, αλλ' απλώς ως την κυριώτατην ίσως αιτίαν, δι' ην ποίησιν η Ελλάς δε δύναται επί του παρόντος να ελπίζη, αφού μεν τα πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν του ιδανικού»[8]. Όταν η στρατηγική της πρόκλησης συναντιέται με το ύφος και το ήθος ενός μόνιμου αντιρρησία, τότε η μετάβαση από την πανεπιστημιακή κριτική της λογοτεχνίας σε μια κριτική γενικευμένου πεδίου - σε μια πολιτισμική, δηλαδή, κριτική - γίνεται με όρους ρήξης και ανατροπής : δεν έχουμε ποίηση, για την ακρίβεια, δεν είχαμε ποτέ, λέει ο Ροΐδης, ακριβώς γιατί η κοινωνία δεν έχει νοσήσει από τη «νόσο του αιώνα», δεν έχει δοκιμάσει την ένταση του διανοητικού βίου, που απαντάται στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το πρόβλημα της λογοτεχνίας, για τον Ροΐδη, είναι εντέλει ένα πρόβλημα «πολιτισμικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες»[9].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου