Συγγραφείς: Ντίνος Χριστιανόπουλος | |
Θέμα: Ελληνική ποίηση | |
Εκδότης: Εντευκτήριο |
Περιγραφή: |
Χρειάστηκαν 33 χρόνια έρευνας πρωτογενούς υλικού για να συγκροτηθεί αυτό το βιβλίο. Οι ποιητές του βιβλίου χωρίς θεαματικές επιδόσεις, δημιούργησαν μια νέα ποιητική πραγματικότητα κυρίως στη Θεσσαλονίκη που μετά το 1930 άρχισε να αποδίδει ουσιαστικότερους καρπούς. ΚΡΙΤΙΚΗ Έρημη χώρα χαρακτηρίζει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος στις Σελίδες αυτοβιογραφίας του τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη πριν από το 1920. Μύθο που εδώ και καιρό ανασκευάζει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, ο Ντ. Χριστιανόπουλος, τον οποίον απασχολεί γενικότερα η πνευματική ζωή της πόλης του αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας. Με βιβλιογραφίες, μελέτες και ανθολογίες χαρτογραφεί συστηματικά την ευρύτερη περιοχή συγκεντρώνοντας τις ψηφίδες της ιστορικής διαδρομής που έφερε τη μετέπειτα άνθηση. Στο πρόσφατο πόνημά του αναζητεί τους παλαιούς μακεδόνες ποιητές στη διάρκεια των έξι τελευταίων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας. Τέσσερις γενιές μετρά από τη σημαδιακή χρονιά του 1850, όταν ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο τυπογραφείο του Μιλτιάδη Γκαρμπολά, μάλλον ορθότερα από την αμέσως επόμενη δεκαετία, οπότε και σημειώθηκαν τα πρώτα γηγενή ποιητικά σκιρτήματα, ως την επιφανέστερη λογοτεχνική γενιά της συμπρωτεύουσας, αυτήν που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 30. Στην ανθολογία του ο Ντ. Χριστιανόπουλος αναφέρεται κυρίως σε θεσσαλονικείς ποιητές, συμπεριλαμβάνει όμως και τους λοιπούς Μακεδόνες, τουλάχιστον όσους συνέθεσαν ποιήματα στην ελληνική. Όπως μια ανθολογία αρχαίων επιγραμματοποιών περιλαμβάνει τους Θεσσαλονικείς Αντίπατρο και Φίλιππο, ομού μετά των Μακεδόνων Αδαίου και Παρμενίωνα, με κοινό πρόγονό τους τον σημαντικότερο επιγραμματοποιό της αλεξανδρινής εποχής, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα της Μακεδονίας, παρομοίως ο Ντ. Χριστιανόπουλος, ασχολούμενος με τον καιρό της Τουρκοκρατίας, συγκρατεί τον μακεδονομάχο Αλέξανδρο Σάλτα δίπλα στον τελικά σλαβόφωνο Γρηγόριο Σταυρίδη από την Αχρίδα και ως πρωτεύσαντα στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό του 1860 ή τον Τουρκαλβανό Αμπεντίν πασά, ανθολογώντας την ποίησή τους στην ελληνική. Δυσχερές το έργο του ερευνητή, καθώς σε ιστορίες και γραμματολογίες απουσιάζουν ολοσχερώς οι μακεδόνες ποιητές αυτής της περιόδου, όχι τόσο γιατί κρίνονται ήσσονες ή και τελείως ασήμαντοι, αλλά μάλλον γιατί η Μακεδονία των γραμμάτων, ιδίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εμφανίζεται ως terra incognita. Ενδεικτική η βιβλιογραφία που παραθέτει ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η οποία απαρτίζεται από μακεδονικά έντυπα ή ακόμη από παλαιότερες εκδόσεις της Θεσσαλονίκης, προ πολλού εκτός εμπορίου και ανέκαθεν δυσπρόσιτες στον κάτοικο της πρωτεύουσας. Της ανθολογίας προτάσσεται εισαγωγή, όπου και σκιαγραφείται το υπό εξέτασιν τοπίο. Ακολουθούν τα λήμματα για τους ανθολογούμενους ποιητές, ταξινομημένα κατά αστικά κέντρα· όσοι γεννήθηκαν ή συνδέθηκαν με τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια οι ποιητές εννέα συνολικά μακεδονικών πόλεων, ορισμένων ελληνικών και κάποιων εκτός συνόρων. Σε χρονική τάξη παρατάσσονται οι συντοπίτες ποιητές. Για καθένα δίνονται, κατά το δυνατόν, πληρέστερα βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφία, αν εντοπίστηκε, ή και μόνο τα εξώφυλλα των ποιητικών τους συλλογών. Ο ανθολόγος εντάσσει τον ποιητή στα ρεύματα της εποχής του και επισημαίνει επιδράσεις, αξιολογεί τις επιδόσεις του και σχολιάζει το γλωσσικό ύφος. Μετά παραθέτει εκτενή αποσπάσματα περισσοτέρων ποιημάτων, ώστε ο αναγνώστης να διαμορφώσει τη δική του γνώμη. Παραδόξως, τον σπόρο της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής τον φέρνει στη Θεσσαλονίκη η λευκαδίτισσα δασκάλα Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου την περίοδο που διευθύνει το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της πόλης, 1863-1870 (με την ευκαιρία, ας επαναλάβουμε για ακόμη μία φορά τους θησαυρούς πληροφοριών που κρύβουν τα βιβλία γύρω από τη Θεσσαλονίκη του εκπαιδευτικού Κώστα Τομανά). Ίσως όμως, όπως παρατηρεί ο Ντ. Χριστιανόπουλος, η επιρροή της Σαμαρτζίδου να εμπόδισε τους θεσσαλονικείς ποιητές να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο. Ας σημειώσουμε ακόμη ότι ο γιος της, Χριστόφορος Σαμαρτζίδης, είναι ο μοναδικός από τους ανθολογούμενους που αναφέρεται στην Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά, και πάλι όχι ως ποιητής αλλά ως μεταφραστής του Ομήρου. Δεκατρείς ποιητές καταγράφονται στη Θεσσαλονίκη, με πρώτο τον δημοτικιστή και φίλο τού Σουρή, Χαρίτωνα Παπουλιά. Ακολουθούν ο σατιρικός ποιητής Αριστείδης Αυξεντιάδης, ο γιος τού Παπουλιά, Γεώργιος, ο Ζακύνθιος Μαρίνος Κουτούβαλης, ο πρώτος αφροδισιολόγος γιατρός της Θεσσαλονίκης, μάλλον θεατρικός συγγραφέας παρά ποιητής, ο χρονογράφος Γεώργιος Παπανικολάου, ο ιστοριοδίφης Χρήστος Γουγούσης, ο Μιχ. Γεωργιάδης, ο μακεδονομάχος Αλέξανδρος Σάλτας, ο μποέμ Κωστής Σταματόπουλος, ο Γεώργιος Χαλκιάς με τα πατριωτικά ποιήματά του και ο Αιμίλιος Ελευθεριάδης, κατόπιν Ριάδης, γνωστός ως μουσικός. Εν μέσω αυτών και δύο κυρίες: η Μαρία Οθωναίου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, της οποίας το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα που εντοπίστηκε μάλλον δεν συνιστά ικανό στοιχείο για ανθολόγηση, και η γοητευτική δασκάλα Αγλαΐα Σχινά, συνάδελφος για ένα διάστημα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Εκτός Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι δύο ποιητές του Μοναστηρίου: ο δάσκαλος Πέτρος Κυριαζής, που έγραψε ποιήματα «με έντονο πατριωτισμό και εθνική διάθεση», και ο λόγιος Γεώργιος Σαγιαξής, με τα «μεγάλα ελευθερόστιχα πατριωτικά ποιήματα», ο πρώτος μακεδόνας ποιητής στον οποίον άνοιξαν τις στήλες τους τα αθηναϊκά έντυπα, ο οποίος και αναμένει τον μελετητή του. Πιθανώς αυτοί οι δύο να είναι και οι επιφανέστεροι των μακεδόνων ποιητών αυτής της πρώιμης περιόδου.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-10-2001
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου