Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Ο "Μεσημβρινός" του Paul Celan

Πηγή:http://www.poema.gr/dokimio.php?id=115&pid=17


Του Γιώργου Λίλλη





Λιθοσκεπής Χρόνος

1. «Κυρίες και Κύριοι!
Η τέχνη: τούτη είναι, θα θυμάστε, ένα νευρόσπαστο, ιαμβικό-πεντάποδο και - η ιδιότητά της αυτή είναι και μυθολογικά τεκμηριωμένη μέσω της παραπομπής στον Πυγμαλίωνα και το δημιούργημα του - άτεκνο όν».
Πάουλ Τσέλαν: Βυθισμένος στις λέξεις. Στη γυμνή τους αλήθεια.
Πυγμαλίων: Ερωτευμένος μ' ένα άγαλμα. Αγγίζοντας την παγωμένη του μορφή εκλιπαρεί να μεταβληθεί σε θνητό το ωραίο μαρμάρινο σώμα. Οπως η τέχνη. Το παράδοξο της ωραιότητάς της σ' ένα σκληρό περιβάλλον.
Ο χλευαστικός τόνος των ανδρείκελων. Η θωράκιση της γλώσσας υπαινίσσεται έστω τη νίκη του ανθρώπινου. Και ύστερα η ταπείνωση.
Συζήτηση στο σκοτεινό δωμάτιο:
(παντζούρια κλειστά, οι καρέκλες η μια πάνω στην άλλη, στη γωνία, καθισμένοι στο χαλί, με μουσική απόκρουση, μόνο τη φωνή τους, όπως συγκρούονταν λίγο πριν απορροφηθεί από τους σφουγγαρένιους τοίχους).
- Οι λέξεις ανοίγουν ρωγμές.
- Οσα γράφτηκαν θα μπορούσαν να είναι κειμήλιο.
- Ο θάνατος της αυθεντικότητας.
Κάποιος κρυφακούει. Είναι κρυμμένος πίσω από τη σκιά ενός χάρτινου κάστρου, μοιάζει μ' εκείνον που εκφώνησε τον Μεσημβρινό. Βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτί και απαγγέλλει κάτω από το λιγοστό φως του φακού του:
Γιατί νεκροί είναι οι άγγελοι και τυφλώθηκε ο Κύριος
  στα μέρη της Ακρας,
και ούτε ένας να φροντίσει για χάρη μου τον ύπνο αυτών
 που φεύγαν εν ειρήνη.
Ερείπιο από το μαστίγωμα ήταν η σελήνη, το λουλου-
  δάκι  στα μέρη της Ακρας:
έτσι ανθίζουν, όπως ανθίζουν και τα αγκάθια, τα χέρια
  με τους οξειδωμένους αρραβώνες.


2. Κυρίες και Κύριοι!
η ποίηση, δεν ορίζεται, υποθέτουμε πως όσα δεν έχουν γραφτεί είναι αυτά που την προσδιορίζουν έξω από το γλωσσικό εγκλωβισμό της, ένα αέναο προβάδισμα στην ανικανότητα του δημιουργού να προσδιοριστεί. Αν οι λέξεις μπορούν να συναρμολογήσουν ένα ιδεατό λειτούργημα αισθητικής, τότε η ίδια η ζωή είναι η δυναμική φανταστική χώρα όπου η ποίηση εφαρμόζεται δίχως τεχνικά υλικά. Στον Μεσημβρινό ο Τσέλαν αναζητεί τα όρια της γλώσσας, αυτός που βίωσε την ποίηση στη γλώσσα που μισούσε, πασχίζοντας ν' απεξαρτηθεί από τις σκιές που μεταμόρφωναν το έργο του σε λαβυρινθώδη ελεγείο.
Τραγική αναμέτρηση με το άγνωστο.
Είμαστε η γλώσσα. Οι σκέψεις υπάρχουν γιατί έχει ήδη πρώτα προσδιοριστεί ο ήχος τους, η αγωνία να ενώσεις έναν αχανή συνδυασμό εννοιών που να ολοκληρώνει στο βάθος την εικόνα μιας προσωπικότητας.
- Υπάρχεις μόνο όταν οριστείς στο περιβάλλον σου. Αλλιώς το χάος καταπίνει ακόμα και τη μορφή σου.
- Ανεπεξέργαστα υλικά, χειρόγραφα που επιμένουν στη σιωπή των συρταριών, μάτια που μεθούν με καταργημένα διαστήματα, ανθρωποειδή που μασκαρεύονται επειδή δεν αντέχουν την ασχήμια του θανάτου των ορισμών.
Αύριο, η ποίηση θα είναι μονάχα μια πειθαρχημένη φυλακή αισθημάτων που θα πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας, προς μαζική κατανάλωση. Θα είναι μια ακόμη πειθήνια μέθοδος υποδούλωσης που θα έχει στόχο την καλολογία.
Και οι ποιητές; Ισως αποτελέσουν υλικό για πειράματα. Πώς αντιδρούν στη μαζικότητα, πώς αντιμετωπίζουν τον κενό λόγο διανθισμένο με λυρισμό, αν μπορούν ν' ανταπεξέλθουν στη βαρβαρότητα του δημόσιου προσωπείου τους, απόλυτα εκμεταλλευόμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

3. Κυρίες και Κύριοι!
Ο Τσέλαν. Ενας κατεδαφιστής του πεπρωμένου της θλίψης του.
Αν αύριο όλα αυτά χαθούν από κοντά μας, όταν σκορπίσουμε όπως η σκόνη, και τα χρήσιμα εργαλεία της γνώσης μοιραστούν δίκαια στη λήθη, ποιο ρόλο θα παίζουν τα γραπτά μας που επιμένουν να συγκολλούν ερήμην μας τα χαμένα στοιχεία;
Κι αν ο Τσέλαν είναι ακόμα βυθισμένος στον Σηκουάνα, χωνεμένος μες στη λάσπη, οι στίχοι του είναι η αφανής προτομή του, το κομμάτι που θα διεκδικήσει στο μέλλον την παρουσία του;
Η γλώσσα είναι ένα προσωπείο. Μπορείς εύκολα να ταυτιστείς μαζί του. Να γίνεις παραλλαγή του εαυτού σου. Οι λέξεις μπορούν να σε πείσουν για την αυθεντικότητα τους, να πιστέψεις στην ικανότητά σου να δημιουργείς μες στο σκοτάδι ακτίνες φωτός, με την ψευδαίσθηση πως μια αναλαμπή μπορεί να πλαισιώσει οριακά τον κόσμο ανασταίνοντάς τον.
Αυτή την ειρωνεία εξέφραζε ίσως ο Αντόρνο όταν έλεγε πως μετά το Αουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση. Προφανώς είχε δίκιο. Η ποίηση μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο μέσα στην ελπίδα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ελπίδα μετατράπηκε σε οδύνη συνειδητοποίησης του τέλους του ρομαντισμού. Η ευπιστία σε σκληρή αδιαφορία. Ο ανθρώπινος λόγος βουλιμικός για σημεία αναφοράς μετατράπηκε σε ρητορεία. Το αδιέξοδο της ποίησης έγκειται στην αδυναμία της να εκφραστεί μέσα από το πρίσμα του ξύλινου λόγου που θριαμβεύει διαμέσου της ψυχρότητας και την απόλυτης λογικής.
Ο ρεαλισμός θανάτωσε τους μύθους, η υπεραπλούστευση των αισθημάτων κατάστρεψε την ηθική δύναμη των στίχων να προσδιοριστούν μέσα στα ανθρώπινα όρια που κάποτε δημιουργήθηκαν.
Ο Τσέλαν είναι από τους πρώτους που διαισθάνθηκε το κενό, τη λοιδορία των λέξεων να είναι μόνο λέξεις.
Γράφει:
«Βεβαίως το ποίημα - το ποίημα σήμερα - επιδεικνύει (κι αυτό έχει, πιστεύω, να κάνει έμμεσα μόνο με τις δυσκολίες στην επιλογή των λέξεων - οι οποίες και δεν πρέπει να υποτιμηθούν -, με την πιο ραγδαία διολίσθηση της σύνταξης ή με το πιο άγρυπνο αισθητήριο απέναντι στην έλλειψη, - το ποίημα, λοιπόν, επιδεικνύει, κι αυτό είναι απαραγνώριστο, μια ισχυρή ροπή βύθισης στη σιωπή».
Πώς όμως μπορεί να οριστεί η σιωπή μέσα στον λόγο;
Η γλωσσική συνθήκη είναι επικοινωνία, η σιωπή κλίνει προς το μηδέν, κλειδώνει την ύπαρξη στη νομοτέλεια της μοναχικότητας. Κάποιος που γράφει φαινομενικά σπάει τη σιωπή του. Ομως μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν τον προηγούμενο αιώνα, σήμερα ο λόγος είναι μια μελέτη σιωπής, αφού όλα αυτά που καταγράφονται είναι υπόνοιες όλων αυτών που θα έπρεπε να γραφτούν και ν' αποσιωπήθηκαν είτε ηθελημένα είτε όχι.
Ο ποιητής είναι ένας τραγέλαφος του εαυτού του, ένα σπαστικό που κλυδωνίζεται μέσα στα καλλιτεχνικά ρεύματα και τις τάσεις για να υπάρξει και να προσδιοριστεί μέσα στους κανόνες που αυτά ορίζουν.
Ο εγκλωβισμός αυτός κόβει τον ομφάλιο λώρο της αυθεντικότητας.
Ο Τσέλαν συνειδητοποιώντας αυτόν τον ρόλο στη δική του τεχνική μέθοδο για να αποτοξινωθεί από το παρελθόν και την ιστορική μνήμη, διαπιστώνει πως εξορκίζοντας γλωσσικά το κακό διαφθείρει τη φωνή του στην ενοχή, παραδέχεται την αποτυχία του ν' απελευθερωθεί από τον φαύλο κύκλο όπου το θύμα μεταμορφώνεται σε θύτης και αντιστρόφως.
Ο Τσέλαν αυτοκτονεί γιατί δεν αντέχει την ήττα της γλώσσας του να γεφυρώσει αυτό το χάσμα...

4. Η γλώσσα είναι ένας φραγμός.
Η ομιλία είναι ένας απόηχος σπασμένων εικόνων. Δεν έχει ακόμα συναρμολογηθεί η αιτία της πτώσης. Αρχέγονοι στίχοι που όταν ενωθούν θα αποτελέσουν τη Βίβλο του Χαμένου Παραδείσου.
Η αναζήτηση της αιωνιότητας μας μετατρέπει σε θηρία.
Είμαστε ο γλωσσικός εξευγενισμός ή η εξημέρωσή μας είναι μόνο ένα φαινομενικό κόλπο για να ενταχθούμε στην αγέλη;
Στο βάθος ενός άλλου χρόνου, όταν ο Λεντς ξεκινούσε το ταξίδι του στα βουνά περπατώντας με το κεφάλι, η αξία μιας τέτοιας σκηνής που εξελίσσονταν στο χαρτί με την αυθεντική διάθεση του συγγραφέα, η συνθήκη του να ακυρώνει κάποιος δια μέσου της γραφής ακόμα και τους φυσικούς νόμους.
Ο Λεντς είναι ένας ποιητής των χαμένων ιδανικών. Είναι το φάντασμα που σφηνώθηκε στα χειρόγραφα του Τσέλαν και μας χλευάζει που δεν πιστεύουμε πια στη μέθοδο του βαδίσματος με το κεφάλι.
Τι κρίμα! Δεν υπάρχουν πια οι προοπτικές να στολίσουμε τις λέξεις μας με την απόγνωση της θνητότητάς μας.

5. «Κυρίες και κύριοι, δώστε, παρακαλώ προσοχή: «Θα ήθελε να 'ναι κανείς κεφαλή Μέδουσας», έτσι ώστε...να συλλάβει μέσω της τέχνης το φυσικό ως φυσικό!»
Ο Ευριπίδης αποδίδει τον φόνο της Μέδουσας στην ίδια την Αθηνά. Η Αθηνά και η Μέδουσα διαφιλονίκησαν για το βραβείο της ομορφιάς.
Η Αθηνά μάζεψε το αίμα που έτρεχε από τις φλέβες της Μέδουσας και το έδωσε στον Ασκληπιό. Το αίμα από τις φλέβες της αριστερής πλευράς πέθαινε τους ανθρώπους. Το αίμα από την δεξιά πλευρά τους γιάτρευε.
Η τέχνη είναι η μεταμόρφωση της φθαρτότητας σε πάθος για ζωή. Οπως η Μέδουσα προσφέρει ζωή και θάνατο μαζί, είναι η άγρια πραγματικότητα, ο νόμος των αντιθέτων που πρώτος ανακάλυψε ο σπουδαίος Εφέσιος πριν λησμονήσει τον κόσμο και πεθάνει μέσα στις σβουνιές.
Το σκοτάδι και το φως. Η αλήθεια και το ψέμα. Οι δυνατότητες κατάκτησης του εγώ και ο κατακερματισμός του. Η τέχνη που ορθώνει μια υψιτενής φωνή ενάντια στην ευτέλεια γιατί ποτέ της δεν κατάφερε να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε ημίθεους.
Ακόμα και ο δημιουργός είναι πολιορκημένος μέσα στις λέξεις του, στο αγαθό τους υπόστρωμα, στο δήθεν της δύναμης τους ν' αλλάξουν το κόσμο.
Λιθοσκεπής χρόνος. Και πιο δαψιλείς πηγάζουν
οι βόστρυχοι του πόνου γύρω από το πρόσωπο της γης,
το μεθυσμένο μήλο, το μαυρισμένο από την ανάσα
μιας αμαρτωλής διδαχής: όμορφοι και εχθρικοί στο
   παιχνίδι,
που παίζουν μέσα στην ύπουλη
αντανάκλαση του μέλλοντός τους.


6. Η ουτοπία του ποιήματος. Ενας ιδιότροπος τρόπος να ξεσκεπάζεις την αδυναμία σου να προσαρμόζεσαι. Κάπου εκεί, στο σχήμα των λέξεων, το ποίημα βρίθει ανασφάλειες, ενοχλεί με την αυτονομία του ακόμα κι εκείνον που το κατασκεύασε. Το ουτοπικό δεν είναι φανταστικό. Είναι μια άλλη διάσταση η οποία δεν μπορεί να οριστεί παρά μόνο θεωρητικά. Ισως γι' αυτό το ποίημα είναι το μοναδικό αυτόνομο λογοτεχνικό υλικό που αυτοεξορίζεται μέσα στις ίδιες του τις λέξεις.
«Πληγωμένος από την πραγματικότητα και αναζητώντας πραγματικότητα»,καταλήγει ο Τσέλαν. Η πραγματικότητα του ποιήματος δεν είναι η πραγματικότητα του ποιητή. Ο,τι γεννήθηκε σπάζοντας, δηλαδή αμφισβητώντας τον κόσμο, βρίσκεται ακέραιο απέναντι στον δημιουργό του. Δεν υπάρχει πιο οξύμωρο βίωμα παρά εκείνο που προθυμοποιείται να ζωντανέψει το πάθος και το θρήνο των αισθημάτων.
Μένει κάποιος εύκολα εκτεθειμένος στο χάος των εννοιών και των ανεξερεύνητων προθέσεων.
Η εγκατάλειψη του ανθρώπινου λόγου στο έλεος της φρασεολογίας. Η μέριμνα των συγγραφέων να κρυφτούν πίσω από τους ήρωές τους. Που με έντεχνο τρόπο εγκλωβίζουν την ερμηνεία εκεί όπου δεν υπάρχει ερμηνεία.
Ψέματα, ψέματα, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με ειλικρίνεια για τόσους αθάνατους ήρωες ενώ αυτός αργοπεθαίνει.
Δικάζεται ο λόγος μέσα στην απαρέσκειά του, στην τραγικότητά του, στο πάθος του για επιβίωση σ' ένα προσχέδιο του άχρονου. Οταν λοιπόν συνειδητοποιήσω πως πεθαίνω, οι λέξεις δεν θα έχουν τη δύναμη να μου προσφέρουν κανένα διέξοδο. Η αιωνιότητα είναι ουτοπική.

7. Η τέχνη είναι η λήθη του Εγώ.
Βαλσαμωμένα αισθήματα, τράπεζες μιας χαμένης ομορφιάς, ζωή ακινητοποιημένη στο μελάνι. Λοιδορώντας κάθε προσπάθεια αυτοεξόντωσης. Ούτε εσύ δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη φυλακή της όρασης. Είσαι κάτι το αυτόνομο. Μπορείς να παρατηρείς αλλά μόνο μέσα από τη δική σου οπτική. Πόσο δύσκολο θα ήταν να απεκδυθείς από τον εαυτό σου και να αντικρίσεις τον εαυτό σου όπως θα σε παρατηρούσε κάποιος ουδέτερος θεατής. Ισως το ποίημα να είναι ένας τέτοιος ψυχρός παρατηρητής της ζωής σου. Ενας σκοπευτής που εστιάζει μέσα από τη διόπτρα και σε σημαδεύει. Η άνοδος και η πτώση μιας ψυχής. Το προσπέρασμα του χρόνου, οι ξιφολόγχες των στίχων, ο σακατεμένος λυρισμός, η σκληρότητα της πραγματικότητας.
«Η ποίηση, κυρίες και κύριοι, αυτή η αναγόρευση της καθαρής θνητότητας και του μάταιου επ' άπειρον»!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου