Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο διάλογος των Μηλίων

Ο διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων - Η ισχύς και το δίκαιο



«Ένας από τους σημαντικότερους διαλόγους που έχει διασώσει η παγκόσμια Ιστορία. 
Πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικού ρεαλισμού, όπως θα ιδούμε παρακάτω, από τα
 λίγα που μπορεί να βρει κανείς. Επί πλέον: είναι ένα από τα λίγα ιστορικά κείμενα, 
που έχουν διασωθεί υπό μορφήν διαλόγου - και όχι συνεχούς κειμένου ή αλλεπαλλήλων, 
έστω, δημηγοριών. Είναι δε ο μόνος διάλογος που περιλαμβάνεται στις 
"Ιστορίες" του Θουκυδίδη.»

 
                                                                                                                     
  

«ΤΟ 416-415 π.Χ. ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ευρίσκεται ήδη εις το 16ο έτος του και 
τίποτε δεν δείχνει ποια θα είναι η κατάληξή του, έντεκα, περίπου, χρόνια αργότερα 
- όταν τελείωσε με πλήρη νίκη της Σπάρτης και ήττα των Αθηνών.

Τότε, το 16ο έτος του πολέμου, οι Αθηναίοι, υπό τους στρατηγούς Κλεομήδη, γιο του 
Λυκομήδου και Τεισία γιο του Τεισιμάχου, εξεστράτευσαν κατά της νήσου Μήλου. 
Είχαν μαζί τους τριάντα ιδικά τους πλοία και οκτώ συμμαχικά (έξι από τη Χίο και δύο 
από τη Λέσβο) και η στρατιωτική τους δύναμη απετελείτο από Αθηναίους μεν 1.200 οπλίτες,
 300 τοξότες και 20 ιπποτοξότες, συμμάχους δε, κυρίως νησιώτες, 1.500 περίπου: 
συνολικά, δηλαδή είχαν μια δύναμη 3.000 περίπου ανδρών.» ...




Θουκυδίδου Ιστορίαι βιβλίον Ε έτος 16ον 417-416 πΧ στίχοι 84-116-
Μετάφραση Ελ.Βενιζέλου 


Οι Αθηναίοι εκστρατεύουν κατά της Μήλου, την οποίαν και καταλαμβάνουν 

84. Κατά το επόμενον θέρος, ο Αλκιβιάδης έπλευσεν εις το Άργος με είκοσι πλοία 
και
 συνέλαβεν όσους Αργείους εθεωρούντο ακόμη ως ύποπτοι και ως φρονούντες 
τα των Λακεδαιμονίων. Τούτους, περί τους τριακοσίους τον αριθμόν, ετοποθέτησαν οι 
Αθηναίοι προς φύλαξιν εις τας πλησίον νήσους, επί των οποίων εξετείνετο η κυριαρχία 
των. Εξεστράτευσαν επίσης οι Αθηναίοι κατά της Μήλου με τριάντα ιδικά των πλοία, εξ 
Χιακά και δύο Λεσβιακά, και με χιλίους διακοσίους οπλίτας, τριακοσίους τοξότας και 
είκοσι ιπποτοξότας Αθηναίους και περί τους χιλίους πεντακοσίους οπλίτας συμμάχους,
 ιδίως νησιώτας. Οι Μήλιοι ήσαν άποικοι των Λακεδαιμονίων και ηρνούντο να 
υποταχθούν εις τους Αθηναίους, όπως οι λοιποί νησιώται. Και κατ' αρχάς μεν
 ετήρησαν ουδετερότητα και έμειναν ήσυχοι, έπειτα όμως, πιεζόμενοι από τους 
Αθηναίους, οι οποίοι ηρήμωναν το έδαφός των, περιήλθαν εις κατάστασιν 
απροκαλύπτου πολέμου. Ως εκ τούτου, οι Αθηναίοι στρατηγοί, Κλεομήδης, υιός του
 Λυκομήδους, και Τεισίας, υιός του Τεισιμάχου, εστρατοπέδευσαν επί του εδάφους 
των με την στρατιωτικήν ταύτην δύναμιν. Αλλά πριν αρχίσουν την ερήμωσιν αυτού, 
έστειλαν προς διαπραγμάτευσιν πρέσβεις, τους οποίους οι Μήλιοι δεν παρουσίασαν 
ενώπιον του λαού, αλλά τους εζήτησαν να εκθέσουν τον σκοπόν της ελεύσεώς 
των προς τας αρχάς και το κυβερνητικόν συμβούλιον. Οι πρέσβεις ούτοι των Αθηναίων
 ωμίλησαν ως εξής περίπου:

85. "Αφού δεν πρόκειται να συζητήσωμεν μετά του λαού, εκ φόβου προδήλως μήπως 
το πλήθος παραπλανηθή, ακούον επαγωγά και ανεξέλεγκτα επιχειρήματα, εκτιθέμενα
 εις μίαν συνεχή αγόρευσιν (διότι εννοούμεν ότι τούτον έχει τον σκοπόν η 
προσαγωγή ημών ενώπιον περιωρισμένου και εκλεκτού ακροατηρίου), υμείς οι 
παρακαθήμενοι εις την συνδιάσκεψιν ταύτην δύνασθε ν' ακολουθήσετε τρόπον
 ακόμη ασφαλέστερον. Αντί να περιμένετε το τέλος του λόγου μας, όπως απαντήσετε και 
σεις δια συνεχούς αγορεύσεως, απαντάτε ευθύς εις έκαστον σημείον, επί του οποίου 
διαφωνείτε, επικρίνοντες αυτό. Και πρώτον ειπέτε εάν εγκρίνετε τον τρόπον 
τούτον της συζητήσεως".

86. Οι αντιπρόσωποι των Μηλίων απήντησαν: "Η μεγαλοφροσύνη της 
προτάσεώς σας,
 όπως εξηγηθώμεν αμοιβαίως με ησυχίαν, είναι αξία παντός επαίνου. Η πολεμική όμως 
ενέργεια, η οποία δεν περιμένει, αλλ' εις την οποίαν προέβητε ήδη, είναι εις προφανή 
αντίθεσιν προς αυτήν. Διότι βλέπομεν ότι έρχεσθε αυτοί οι ίδιοι ως δικασταί των όσων 
μέλλουν να λεχθούν και ότι η έκβασις της συζητήσεως, κατά πάσαν πιθανότητα, θα είναι
 δι ημάς, εάν μεν αι δκαιολογίαι ημών είναι επικρατέστεραι και επομένως δεν 
ενδώσωμεν, ο πόλεμος, εάν δε τουναντίον ενδώσωμεν, η δουλεία".

87. Αθηναίοι: "Αλλ' εάν προσήλθατε εις την συνδιάσκεψιν ταύτην δια να 
διεισδύσετε
 δι' εικασιών εις τα μυστικά του μέλλοντος, ή δι' άλλον τινά λόγον, και όχι, όπως 
αποβλέποντες κατά μέτωπον εις την παρούσαν κατάστασιν, σκεφθήτε πώς ημπορείτε να
 σώσετε το κράτος σας, η συζήτησις ημπορεί να παύση. Αλλ' εάν δια τον τελευταίον
 τούτον σκοπόν ήλθατε, ημπορούμεν να εξακολουθήσωμεν".

88. Μήλιοι: "Είναι φυσικόν και συγγνωστόν δι' ανθρώπους ευρισκομένους
 εις την θέσιν 
μας να προσφεύγουν εις πολλά επιχειρήματα και υποθέσεις. Αναγνωρίζομεν, εν 
τούτοις, ότι αντικείμενον της συνδιασκέψεως ταύτης είναι η σωτηρία μας, και 
παρακαλούμεν να διεξαχθή η συζήτησις καθ' όν τρόπον προτείνετε".

89. Αθηναίοι: "Έχει καλώς, ημείς, εν τούτοις, δεν θα κάμωμεν χρήσιν ωραίων
 φράσεων, υποστηρίζοντες δια πολλών λόγων, οι οποίοι δεν πρόκειται να πείσουν κανένα,
 ή ότι την ηγεμονίαν μας απεκτήσαμεν δικαίως, λόγω του ότι ενικήσαμεν τους Πέρσας,
 ή ότι επιδιώκομεν την επανόρθωσιν αδικημάτων, τα οποία υπέστημεν. Ζητούμεν όμως
 και από σας να μη νομίσετε ότι θα μας πείσετε, ισχυριζόμενοι ή ότι ως άποικοι 
των Λακεδαιμονίων δεν ελάβατε μέρος εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν μας, ή ότι 
δεν μας επροξενήσατε κάνεν κακόν. Νομίζομεν, τουναντίον, ότι επιβάλλεται να 
επιδιώξωμεν και ημείς και σεις ό,τι θεωρούμεν αληθώς κατορθωτόν, αφού εξίσου 
γνωρίζομεν και οι δύο, ότι κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το 
επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, 
ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί 
ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

90. Μήλιοι: "Αλλ' αφού αναγκαζόμεθα να ομιλήσωμεν περί του συμφέροντος,
 το οποίον 
ούτως εθέσατε ως βάσιν της συζητήσεως, παραμερίσαντες το δίκαιον, νομίζομεν 
ημείς τουλάχιστον χρήσιμον να μη παραγνωρίσετε το κοινόν συμφέρον, αλλά ν' 
αναγνωρισθή ότι δια τον εκάστοτε κινδυνεύοντα το εύλογον είναι και δίκαιον, και να
 επιτραπή εις αυτόν να επιδιώξη δια της πειθούς ωφελήματα τίνα και πέραν του 
αυστηρού δικαίου. Τούτο, άλλωστε, συμφέρει και εις σας εξ ίσου, καθόσον, εάν ποτέ
 ηθέλατε ηττηθή, η τιμωρία υμών θα ήτο τόσον μεγάλη, ώστε να δύναται να χρησιμεύση
 εις τους άλλους ως παράδειγμα".

91. Αθηναίοι: "Αλλ' ημείς δεν ανησυχούμεν δι' ενδεχομένην κατάλυσιν της 
ηγεμονίας μας.
 Διότι επίφοβοι δια τους ηττηθέντας δεν είναι εκείνοι, οι οποίοι, όπως οι Λακεδαιμόνιοι
 είναι συνηθισμένοι ν' ασκούν ηγεμονίαν επί άλλων (άλλωστε δεν έχομεν να κάμωμεν
 με τους Λακεδαιμονίους σήμερον), αλλ' ο αληθής κίνδυνος προέρχεται από 
ενδεχομένην εναντίον των ασκούντων την ηγεμονίαν εξέγερσιν και επικράτησιν αυτών
 των υπηκόων των. Και την φροντίδα μεν της αντιμετωπίσεως τοιούτου κινδύνου 
ημπορείτε ν' αφίσετε εις ημάς. Αλλά θέλομεν ν' αποδείξωμεν ακριβώς ότι ήλθαμεν εδώ
 δια το συμφέρον της ηγεμονίας μας, και ότι σκοπός των όσων θα είπωμεν είναι η 
σωτηρία της πόλεώς σας. Διότι επιθυμούμεν να επιτύχωμεν την εφ υμών ηγεμονίαν
 ακόπως, και να μη καταστραφήτε, προς το κοινόν αμφοτέρων συμφέρον".

92. Μήλιοι: "Αλλά πώς ημπορεί να συμβή ώστε να είναι ες ίσου συμφέρον
 δι ημάς 
να 
γίνωμεν δούλοι, όπως είναι ιδικόν σας συμφέρον να γίνετε κυρίαρχοί μας;"

93. Αθηναίοι: "Διότι σας παρέχεται η ευκαιρία να υποταχθήτε, αποφεύγοντες 
τα έσχατα
 δεινά, ημείς δε να ωφεληθώμεν μη καταστρέφοντες υμάς."

94. Μήλιοι: "Ώστε δεν θα μας δεχθήτε να είμεθα φίλοι σας αντί εχθρών, αλλά
 να 
διατηρήσωμεν την ειρήνην και την ουδετερότητά μας;"

95. Αθηναίοι: "Όχι. Διότι η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ ολιγώτερον από την
 φιλίαν
 σας. Καθόσον εις τα όμματα των υπηκόων μας αυτή μεν είναι τεκμήριον 
αδυναμίας, ενώ 
το μίσος σας είναι τεκμήριον δυνάμεως".

96. Μήλιοι: "Τοιαύτην λοιπόν έχουν αντίληψιν του πρέποντος οι υπήκοοί σας,
 ώστε να
 θέτουν εις ίσην μοίραν εκείνους, οι οποίοι δεν συνδέονται προς υμάς με κανένα δεσμόν,
 και εκείνους οι οποίοι, είτε είναι άποικοί σας, ως συμβαίνει με τους περισσοτέρους,
 είτε αποστατήσαντες μετέπεσαν εις την τάξιν υπηκόων;"

97. Αθηναίοι: "Όσον αφορά τα επί του δικαίου στηριζόμενα επιχειρήματα,
 θεωρούν ότι 
και οι μεν και οι δε δεν στερούνται τοιούτων, νομίζουν όμως ότι όσοι διατηρούν την 
ελευθερίαν των, οφείλουν τούτο εις την δύναμίν των, και ότι ημείς δεν επιτιθέμεθα κατ' 
αυτών, ένεκα φόβου. Ώστε η υποταγή υμών, οι οποίοι άλλωστε και νησιώται 
είσθε και ασθενέστεροι από άλλους, όχι μόνον θα επεξέτεινε την ηγεμονίαν μας, αλλά 
και θα απεδείκνυε ότι δεν είσθε υπέρτεροι ημών, οι οποίοι είμεθα κυρίαρχοι της θαλάσσης."

98. Μήλιοι: "Αλλά δεν νομίζετε ότι τοιαύτην ασφάλειαν παρέχει η πολιτική, την 
οποίαν προτείνομεν; Διότι οφείλομεν και πάλιν, αφού μας εξωθείτε από το έδαφος των 
επί του δικαίου στηριζομένων επιχειρημάτων και μας επιβάλλετε να υποταχθώμεν
 εις το συμφέρον σας, να σας εξηγήσωμεν ποίον είναι το ιδικόν μας συμφέρον
 και προσπαθήσωμεν να σας πείσωμεν να το αποδεχθήτε, εάν τούτο συμπίπτη να
 είναι συγχρόνως και ιδικόν σας. Διότι πως είναι δυνατόν να μη καταστήσετε εχθρούς σας, 
όσους τυχόν σήμερον είναι ουδέτεροι, όταν βλέποντες ούτοι την τύχην μας, αντιληφθούν 
ότι θα έλθη ημέρα, κατά την οποίαν θα επιτεθήτε και κατ' αυτών; Και δια της πολιτικής
 σας αυτής τι άλλο κατορθώνετε παρά να ενισχύσετε τους υφισταμένους ήδη εχθρούς σας
 και να στρέψετε εναντίον σας, παρά την θέλησίν των, εκείνους, οι οποίοι ούτε εσκέφθησαν
 ποτέ να γίνουν τοιούτοι;"

99. Αθηναίοι: "Καθόλου. Διότι επικίνδυνοι εχθροί μας δεν είναι κυρίως όσοι, κατοικούντες
 επί της στερεάς, απολαύουν ασφαλώς την ελευθερίαν των και ως εκ τούτου πολύ θα το 
σκεφθούν πριν λάβουν προφυλακτικά εναντίον μας μέτρα, αλλ' οι νησιώται, και όσοι τυχόν
 είναι ανεξάρτητοι όπως σεις, και όσοι είναι ήδη ερεθισμένοι ως εκ της ακουσίας υποταγής 
των υπό την κυριαρχίαν μας. Διότι ούτοι, παρασυρόμενοι συνήθως από απερισκεψίαν, 
δύνανται να περιαγάγουν και εαυτούς και ημάς εις προφανή κίνδυνον."

100. Μήλιοι: "Αλλ' εάν μεγάλους κινδύνους αντιμετωπίζετε και σεις, δια να μη στερηθήτε 
της ηγεμονίας σας, και οι ήδη υπήκοοί σας, δια να απαλλαγούν αυτής, είναι προφανές ότι
 ημείς που είμεθα ακόμη ελεύθεροι θα απεδεικνύαμεν πολλήν ταπεινότητα και ανανδρίαν,
 εάν δεν εδοκιμάζαμεν τα πάντα προτού γίνωμεν δούλοι."

101. Αθηναίοι: "Όχι, εάν θελήσετε μόνον να σκεφθήτε νηφαλίως. Διότι δεν ανταγωνίζεσθε
 προς ίσους περί ανδρείας, ώστε η υποχώρησίς σας να συνεπιφέρη καταισχύνην, 
αλλά
 πρόκειται να σκεφθήτε μάλλον περί της σωτηρίας σας, αποφεύγοντες ν'
 αντιταχθήτε προς
 τους πολύ ισχυροτέρους."

102. Μήλιοι: "Γνωρίζομεν, εν τούτοις, ότι κάποτε αι τύχαι του πολέμου
 επιμερίζονται
 με περισσοτέραν ισότητα μεταξύ των ανταγωνιζομένων, παρ' όσον ηδύνατό τις να 
περιμένη, αποβλέπων εις την διάφορον δύναμιν αυτών. Και δι ημάς η μεν άμεσος 
υποχώρησις σημαίνει απώλειαν πάσης ελπίδος, ενώ αν πολεμήσωμεν υπάρχει ακόμη 
ελπίς να μείνωμεν σώοι."

103. Αθηναίοι: "Η έλπις είναι, τωόντι, παραμυθία εις ώραν κινδύνου, και οσάκις 
κανείς, στηριζόμενος εις αυτήν, διακινδυνεύει μόνον ό,τι έχει ως περίσσευμα, 
τότε 
φέρει μεν αυτή βλάβην, όχι όμως και πλήρη καταστροφήν. Αλλ' οσάκις η 
άκρατος 
φύσις της ελπίδος παρασύρει κανένα εις το ν' αναρρίψη τον περί των όλων κύβον, τότε
 μόνον αντιλαμβάνεται ούτος την αληθή φύσιν της, όταν η καταστροφή έχη ήδη επέλθει,
 και τίποτε δεν έχει πλέον απομείνει δια να προφυλαχθή εναντίον της, όταν ο 
παθών
 έλαβε πείραν αυτής. Μη θελήσετε να πάθετε τούτο σεις, οι οποίοι είσθε ασθενείς και των
 οποίων η ύπαρξις εξαρτάται από μίαν ροπήν της πλάστιγγος. Και μη κάμετε όπως οι 
πολλοί, οι οποίοι, ενώ ημπορούν ακόμη να σωθούν δι ανθρωπίνων μέσων, μόλις περιέλθουν
 εις αμηχανίαν και εγκαταλειφθούν από τας φανεράς ελπίδας, καταφεύγουν εις 
χιμαιρικάς τοιαύτας, την μαντικήν και τους χρησμούς, και άλλα παρόμοια, όσα, 
διεγείροντα ελπίδας, οδηγούν εις τον όλεθρον."

104. Μήλιοι: "Εστέ βέβαιοι ότι και ημείς αντιλαμβανόμεθα πόσον δύσκολον
 είναι
 ν 
αγωνισθώμεν κατά της δυνάμεώς σας συγχρόνως και κατά της τύχης, εάν αυτή δεν 
είναι αμερόληπτος. Πιστεύομεν όμως ως προς μεν την τύχην ότι δεν θα τεθώμεν υπό των 
θεών εις θέσιν υποδεή, αφού ευσεβείς όντες αντιμετωπίζομεν αδίκους, ως προς 
δε την ανεπάρκειαν των δυνάμεών μας, ότι ταύτην θα συμπληρώση η ομοσπονδία
 των Λακεδαιμονίων, η οποία είναι υποχρεωμένη να μας βοηθήση, και αν όχι δι άλλον 
λόγον, τουλάχιστον, και χάριν της προς αυτούς συγγενείας και εξ εντροπής. Και δια 
τούτο το θάρρος ημών δεν είναι τόσον παράλογον όσον ίσως υποθέτετε."

105. Αθηναίοι: "Αλλά και ημείς νομίζομεν ότι δεν θα μας λείψη η ευμένεια των
 θεών. 
Διότι εις ό,τι ζητούμεν και πράττομεν ουδαμώς απομακρυνόμεθα από ό,τι οι άνθρωποι 
πιστεύουν εν σχέσει προς τας θρησκευτικάς των πεποιθήσεις, ή από τας ανθρωπίνας 
αυτών επιθυμίας και σκοπούς. Καθόσον ως προς μεν τους θεούς πιστεύομεν, ως
 προς δε
 τους ανθρώπους καλώς γνωρίζομεν ότι ωθούμενοι ανέκαθεν υπό ακαθέκτου
 φυσικής 
ορμής, άρχουν παντού, όπου η δύναμίς των είναι επικρατεστέρα. Τον νόμον
 τούτον
 ούτε εθέσαμεν, ούτε ισχύοντα ήδη πρώτοι ημείς εφηρμόσαμεν. Τον ευρήκαμεν
 ισχύοντα
 και θα τον κληροδοτήσωμεν ισχύοντα αιωνίως, γνωρίζοντες ότι και σεις επίσης και κάθε
 άλλος, εάν είχατε όσην ημείς δύναμιν, θα επράττατε το αυτό. Και ως προς μεν την ευμένειαν 
των θεών, έχομεν ούτω πάντα λόγον να μη φοβούμεθα ότι θα ευρεθώμεν εις θέσιν 
μειονεκτικήν. Όσον αφορά όμως τας προσδοκίας σας περί των Λακεδαιμονίων, επί τη βάσει
 των οποίων πιστεύετε ότι ούτοι θα σας βοηθήσουν, ωθούμενοι από το αίσθημα της ιδίας
 αυτών τιμής, εάν μακαρίζωμεν την απλότητά σας, δεν ζηλεύομεν όμως την ανοησίαν σας.
 Διότι αναγνωρίζομεν αληθώς ότι οι Λακεδαιμόνιοι, απέναντι εαυτών και των εγχωρίων 
θεσμών των, δεικνύονται κατ' εξοχήν ευάρεστοι, ως προς την συμπεριφοράν των όμως
 απέναντι των άλλων, μολονότι πολλά θα είχε κανείς να είπη, δύναται κάλλιστα 
να τα συγκεφαλαιώση λέγων ότι διακρίνονται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, 
τους οποίους γνωρίζομεν, ως ταυτίζοντες το ευχάριστον με το έντιμον, και το συμφέρον 
με το δίκαιον. Και τοιαύτη αντίληψις ήκιστα, μα την αλήθειαν, ανταποκρίνεται 
προς τας παρούσας ανοήτους υμών ελπίδας σωτηρίας."

106. Μήλιοι: "Αλλ' ημείς ένεκα ακριβώς του λόγου τούτου πιστεύομεν, προ
 πάντων, 
ότι οι Λακεδαιμόνιοι χάριν του ιδίου αυτών συμφέροντος δεν θα θελήσουν να 
εγκαταλείψουν τους Μηλίους, οι οποίοι είναι άποικοί των, και να καταστούν
τοιουτοτρόπως, προς μεν τους φίλους των Έλληνας ύποπτοι, προς δε τους εχθρούς
 των ωφέλιμοι."

107. Αθηναίοι: "Αλλά δεν νομίζετε, ότι το συμφέρον συμβαδίζει με την ασφάλειαν, ενώ η
 άσκησις της δικαιοσύνης και της τιμής συνεπάγεται κινδύνους, τους οποίους 
ακριβώς οι Λακεδαιμόνιοι αποφεύγουν ως επί το πλείστον ν αντιμετωπίζουν;"

108. Μήλιοι : "Αλλά και τους κινδύνους τούτους φρονουμεν ότι θ' αναλάβουν οι 
Λακεδαιμόνιοι προθυμότερον χάριν ημών, και ότι θα θεωρήσουν αυτούς ολιγώτερον 
επισφαλεις, παρά αν επρόκειτο ν' αναληφθούν χάριν άλλων, καθόσον, εάν λάβωμεν ανάγκην
 της συνδρομής των, ευρισκόμεθα πλησίον της Πελοποννήσου και ένεκα της κοινότητος
 των πολιτικών φρονημάτων, είμεθα άξιοι περισσοτέρας εμπιστοσύνης από άλλους."

109. Αθηναίοι: "Αλλ' εκείνο, εις το οποίον εμπιστεύεται ο προσκαλούμενος να συναγωνισθή
 μετ' άλλου, δεν είναι η εύνοια του προσκαλούντος, αλλ' η τυχόν υπεροχή αυτού εις 
πραγματικήν δύναμιν. Εις την υπεροχήν ταύτην αποβλέπουν, πολύ περισσότερον μάλιστα 
από κάθε άλλον, οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι τόσον ολίγον εμπιστεύονται εις τα ίδια αυτών
 μέσα, ώστε μόνον μετά πολλών συμμάχων εκστρατεύουν εναντίον των γειτόνων των. Και
 δια τούτο δεν είναι πιθανόν ότι θα διαπεραιωθούν εις νήσον, εφόσον ημείς κυριαρχούμεν
 της θαλάσσης."

110. Μήλιοι : "Αλλ' έχουν συμμάχους, τους οποίους ημπορούν να στείλουν. Το Κρητικόν 
πέλαγος, εξ άλλου, είναι ευρύ και η δι αυτού σωτηρία των θελόντων να διαφύγουν την 
προσοχήν ευκολωτέρα, παρά η σύλληψις αυτών υπό των κυριαρχούντων της θαλάσσης. 
Αλλά και αν απετύγχανεν εις τούτο, θα ηδύναντο να στραφούν κατά του ιδικού σας 
εδάφους και εναντίον των λοιπών συμμάχων σας, μέχρι των οποίων δεν έφθασε 
τυχόν ο Βρασίδας. Και τότε θα έχετε ν' αγωνισθήτε, όχι δια την κατάκτησιν χώρας που 
δεν σας ανήκει, αλλά δια πράγματα που σας ενδιαφέρουν αμεσώτερον, δηλαδή δια την 
άμυναν των ιδίων σας συμμάχων και της ιδικής σας γης."

111. Αθηναίοι: "Είναι ενδεχόμενον να συμβή το εν ή το άλλο από αυτά. Αλλά 
τοιούτων ενδεχομένων έχομεν ήδη πείραν εμείς. Εξ άλλου δεν αγνοείτε και σεις ότι οι Α
θηναίοι ποτέ δεν απεσύρθησαν από καμμίαν πολιορκίαν, εκ φόβου τρίτου. Παρατηρούμεν,
 εν τούτοις, μετά λύπης ότι μολονότι εδηλώσατε ότι κυρία υμών μέριμνα θα είναι η σωτηρία
 της πόλεώς σας, εις όλην αυτήν την μακράν συζήτησιν δεν είπατε τίποτε, επί του 
οποίου στηριζόμενος εχέφρων άνθρωπος, θα ενόζιμεν ότι ημπορεί να σωθή. Αλλά το 
ισχυρότατον έρεισμά σας είναι μέλλουσαι ελπίδες, ενώ τα υπάρχοντα μέσα
 σας, αντιπαραβαλλόμενα προς ό,τι ευρίσκεται ήδη παρατεταγμένον εναντίον σας,
 είναι ανεπαρκή δια να σας εξασφαλίσουν την σωτηρίαν. Και δεικνύετε πολύν παραλογισμόν
 εάν, αφού αποσυρθώμεν, δεν θελήσετε, όπως έχετε ακόμη καιρόν, να φθάσετε εις άλλην
 τινά απόφασιν σωφρονεστέραν από την παρούσαν στάσιν σας. Διότι δεν ημπορούμεν
 να υποθέσωμεν ότι θα τείνετε το ους προς το ψευδές εκείνο αίσθημα τιμής, το 
οποίον καταστρέφει πλειστάκις τους ανθρώπους, όταν αντιμετωπίζουν κινδύνους προφανείς
 και δια τούτο ατιμωτικούς. Διότι πολλούς, μολονότι ημπορούν ακόμη να ιδούν
 εγκαίρως
 πού φέρονται, παρασύρει η καλουμένη τιμή δια του δελεαστικού αυτής ονόματος, 
ώστε γινόμενοι θύματα μιας λέξεως, να περιπέσουν πράγματι εκουσίως εις 
ανηκέστους συμφοράς και να επισύρουν επί πλέον εφ εαυτών αίσχος τόσον 
μάλλον 
ατιμωτικόν, όσον είναι αποτέλεσμα μωρίας και όχι ατυχίας. Τούτο ν' αποφύγετε σεις,
 εάν δειχθήτε φρόνιμοι. Ούτε να θεωρήσετε εξευτελιστικόν να υποκύψετε εις μεγάλην 
δύναμιν, η οποία σας προτείνει όρους επιεικείς, προσφέρουσα εις υμάς να γίνετε σύμμαχοί 
της και διατηρήσετε την χώραν σας, καταβάλλοντες φόρον υποτελείας. Και όταν σας 
δίδεται η εκλογή μεταξύ πολέμου και ασφαλείας, δεν θα θεωρήσετε ότι η αξιοπρέπεια
 σας επιβάλλει να επιμείνετε ισχυρογνωμόνως εις την χειροτέραν λύσιν. Καθόσον εκείνοι 
συνήθως ευδοκιμούν, όσοι απέναντι μεν των ίσων δεν υποκύπτουν, προς δε τους 
ανωτέρους συμπεριφέρονται καλώς και προς τους υποδεεστέρους δεικνύονται 
επιεικείς. Σκεφθήτε λοιπόν εκ νέου όταν ημείς αποσυρθώμεν και μη λησμονήτε ότι 
πρόκειται να κρίνετε περί της τύχης της μιας μόνης πατρίδος σας και δια μιας αποφάσεως
 εξ ης εξαρτάται η καλή ή κακή αυτής τύχη."

112. Οι Αθηναίοι απεχώρησαν της συνδιασκέψεως και οι Μήλιοι, 
συνδιασκεφθέντες 
κατ' ιδίαν απεφάσισαν να επιμείνουν εις την άρνησίν των και απήντησαν τα εξής : 
"Ούτε την πρώτην απόφασίν μας μεταβάλλομεν, Αθηναίοι, ούτε να θελήσωμεν, εις 
διάστημα ολίγων στιγμών, να στερηθώμεν την ελευθερίαν πόλεως την οποίαν κατοικούμεν 
επί επτακόσια ήδη έτη. Στηριζόμενοι, τουναντίον, και εις την τύχην, η οποία κατά θείαν συγκατάβασιν μας επροφύλαξε μέχρι τούδε, και εις τη βοήθειαν των ανθρώπων και ήδη 
των Λακεδαιμονίων, να προσπαθήσωμεν να σωθώμεν. Σας προτείνομεν όμως να δεχθήτε 
την φιλίαν και ουδετερότητά μας, και αποσυρθήτε του εδάφους μας, αφού συνομολογήσωμεν ειρήνην, η οποία να κριθή συμφέρουσα δι αμφοτέρους."

113. Τα ολίγα ταύτα απήντησαν οι Μήλιοι. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, αποχωρούντες 
ήδη 
οριστικώς εκ της συνδιασκέψεως, είπαν : "Εάν κρίνωμεν λοιπόν από την απόφασίν
 σας
 αυτήν, είσθε οι μόνοι, οι οποίοι κρίνετε καθαρώτερα τα μέλλοντα παρά τα προ 
των 
οφθαλμών σας ευρισκόμενα, και παρασυρόμενοι από την επιθυμίαν σας, 
βλέπετε
 τα 
αόρατα ως να ήσαν πραγματοποιηθέντα ήδη. Εστηρίξατε τα πάντα εις τους Λακεδαιμονίους, 
και τύχην και ελπίδας, και θα χάσετε τα πάντα."

114. Οι Αθηναίοι πρέσβεις επέστρεψαν εις το στρατόπεδον και οι στρατηγοί, 
αφού 
εξηκριβώθη πλέον ότι οι Μήλιοι δεν υποχωρούν, ήρχισαν αμέσως τας εχθροπραξίας
 και κατεσκεύασαν τείχος πέριξ της πόλεως των Μηλίων, κατανείμαντες το έργον μεταξύ
 των αποσπασμάτων των διαφόρων πόλεων. Ακολούθως δ' αφίσαντες απόσπασμα 
Αθηναϊκού και συμμαχικού στρατού δια να επιτηρή από ξηράς και από θαλάσσης, 
ανεχώρησαν με το μεγαλύτερον μέρος του στρατού, ενώ οι υπολειφθέντες έμειναν
 και επολιόρκουν την πόλιν.

115. Κατά την αυτήν εποχήν εισέβαλαν και οι Αργείοι εις την Φλειασίαν, και 
εμπεσόντες εις ενέδραν, στηθείσαν υπό των Φλειασίων και των φυγάδων της πόλεώς
 των, εφονεύθησαν περί τους ογδοήντα. Και οι Αθηναίοι, ορμώμενοι εκ Πύλου, έλαβαν 
πολλήν λείαν από τους Λακεδαιμονίους. Ούτοι, εν τούτοις, ούτε καν κατόπιν διέρρηξαν
 την ειρήνην, ουδέ ήρχισαν εχθροπραξίας, δια προκηρύξεως όμως επέτρεψαν εις όσους εκ
 των συμπολιτών των ήθελαν να προβαίνουν εις αντίποινα κατά των Αθηναίων. Οι 
Κορίνθιοι επανέλαβαν τον πόλεμον εναντίον των Αθηναίων, ένεκα ιδιαιτέρων τινών 
διαφορών των προς αυτούς, οι άλλοι όμως Πελοποννήσιοι δεν έλαβαν μέρος εις αυτόν. 
Και οι Μήλιοι, εξ άλλου, κατέλαβαν δια νυκτερινής εφόδου το μέρος του περιτειχίσματος
 των Αθηναίων, όπου ήτο η Αγορά των, εφόνευσαν μερικούς εξ αυτών, και αφού εισήγαγαν 
εντός της πόλεώς των σίτον και όσα άλλα χρήσιμα ημπόρεσαν, απεσύρθησαν και
 έμεναν αδρανούντες. Κατόπιν τούτου, οι Αθηναίοι ήσκουν καλλιτέραν επιτήρησιν. Και 
εν τω μεταξύ το θέρος ετελείωσε.

116. Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ ήσαν έτοιμοι να 
εισβάλουν εις την Αργολίδα, επέστρεψαν εις τα ίδια, καθόσον αι θυσίαι δια την διάβασιν
 των ορίων δεν απέβησαν ευνοϊκαί. Και οι Αργείοι, μαθόντες την σχεδιασθείσαν 
εισβολήν, υπωπτεύθησαν μερικούς εκ των εντός της πόλεώς των, συνέλαβαν δε τινας εξ
 αυτών, ενώ οι λοποί τους διέφυγαν. Κατά την αυτήν εποχήν, οι Μήλιοι κατέλαβαν πάλιν
 και
 άλλο μέρος του Αθηναϊκού περιτειχίσματος, το οποίον εφρουρείτο υπό ανεπαρκούς
 δυνάμεως. Μετά τούτο εστάλη εξ Αθηνών και άλλος στρατός υπό την αρχηγίαν του
 Φιλοκράτους, υιού του Δημέου. Ο αποκλεισμός έγινεν ήδη στενώτερος και συγχρόνως
 μερικοί εξ αυτών των πολιτών ήλθαν εις μυστικάς συνεννοήσεις μετά των Αθηναίων. Οι 
Μήλιοι ηναγκάσθησαν ούτω να παραδοθούν εις την διάκρισιν των Αθηναίων, οι οποίοι 
τους μεν ενηλίκους των παραδοθέντων εφόνευσαν, τα δε γυναικόπαιδα κατέστησαν δούλους. 
Και πέμψαντες ύστερον πεντακοσίους εκ των ιδίων πολιτών απώκισαν την νήσον.


________________ 


Οι Μήλιοι είναι Δωριείς, άποικοι της Σπάρτης, αλλά προσπάθησαν να μείνουν ουδέτεροι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι Αθηναίοι, των οποίων η κυριαρχία εκτείνεται σχεδόν σε όλο το Αιγαίο, αποφασίζουν να τελειώνουν με τη Μήλο και το 416 στέλνουν μια σημαντική στρατιωτική αποστολή, τριάντα πλοία με σχεδόν τρεις χιλιάδες άνδρες. Μετά την περιγραφή της αποβίβα­σης (Ε΄, 84), ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει τον περίφημο διάλο­γο —πρόκειται, απ’ όσο γνωρίζω, για τον πρώτο διάλογο σε πεζό λόγο ο οποίος μας έχει παραδοθεί στην ελληνική γραμ­ματεία, προγενέστερος εν πάση περιπτώσει των διαλόγων του Πλάτωνα — ανάμεσα σε Αθηναίους και Μηλίους (Ε΄, 85-111), όπου οι πρώτοι απαιτούν την υποταγή των δεύτερων. Οι Μήλιοι αρνούνται, οι Αθηναίοι τους πολιορκούν και μετά από μερικούς μήνες καταλαμβάνουν την πόλη (Ε΄, 112-116). Αποφασίζουν να σκοτώσουν όλους ανεξαιρέτως τους ενήλικους άνδρες. Ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Αλκιβιάδης διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο σε αυτή την απόφαση. Έτσι τελειώνει το βιβλίο Ε΄. Από την αρχή του βιβλίου ΣΤ΄, ο Θουκυδίδης μάς μιλά για το καινούργιο σχέδιο των Αθηναίων: την κατά­χτηση της Σικελίας.
Οι Αθηναίοι είναι λοιπόν μεθυσμένοι από την εξουσία. Σκέφτονται πως τα πάντα τούς είναι δυνατά και επιτρεπτά, δεν γνωρίζουν πια πού βρίσκονται τα όρια - πράγμα το οποίο συνιστά τον καθαυτό ορισμό της ύβρεως. Και αυτό το απόγειο της ύβρεως είναι ταυτοχρόνως απόγειο ειλικρίνειας, διότι σε αυτόν το διάλογο οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν μόνο τη γλώσσα της βίας, αρνούνται κάθε άλλον τύπο θεώρησης. Οι Μήλιοι υπογραμμίζουν: αυτό που κάνετε δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε προς το συμφέρον σας. Μέχρι τότε, οι Αθη­ναίοι, όπως είδαμε με την ευκαιρία της υπόθεσης της Μυτιλήνης, ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν αυτή την επιχειρηματολογία: έχετε συμφέρον να σέβεστε το δίκαιο. Θυμίζουμε, εξάλλου, ότι μια τέτοια επίκληση του δικαίου ήταν πάντα λίγο πολύ συνηθισμένη παντού στην Ελλάδα. Κάνουμε ότι έχουμε να κάνουμε, αλλά προσθέτουμε: ενεργούμε έτσι βάσει της τάδε συνθήκης, των τάδε νόμων, ή διότι μας υποχρεώνει η μνήμη των προγόνων, ή διότι η τύχη είναι άστατη και δεν πρέπει να προσβληθούν οι Θεοί... Τώρα όμως όλη αυτή η μακροσκελής συζήτηση είναι μια διαρκής άρνηση των Αθηναίων απέναντι στα επιχειρήματα δικαίου που προβάλλουν οι Μήλιοι. Εντούτοις, ακόμα και εδώ — θες ο αδιόρθωτος χα­ρακτήρας των Ελλήνων, θες η ισχύς του ηθικού νόμου, όπως θα έλεγε ο Kant, τρέχα γύρευε —, υπάρχει μια εξαίρεση. Κάποια στιγμή, οι Αθηναίοι δικαιολογούνται, παρ’ όλα αυτά, λέγοντας: οι θεοί όπως και οι άνθρωποι υπακούουν σε ένα νόμο της φύσης, σύμφωνα με τον οποίο εξουσιάζει ο ισχυρότε­ρος· δεν τον φτιάξαμε εμείς και δεν είμαστε οι πρώτοι που τον εφαρμόζουμε. Παρά ταύτα όμως, βλέπουμε σε ποιο βαθμό ο διάλογος προοιωνίζεται κατά μια έννοια τα επιχειρήματα του Θρασυμάχου στο Α΄ βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα για τό του κρείτονος συμφέρον, τη δικαιοσύνη ως συμφέρον του ισχυροτέρου.
Ας έλθουμε στον ίδιο το διάλογο. Οι Αθηναίοι λένε εκ προοιμίου: έπισταμένονς πρός είδότας ότι δίκαια μέν έν τώ άνθρωπείω λόνω άπό τῆς ἴσης άνάγκης κρίνεται, γνωρίζετε, όπως κι εμείς ότι μπορεί να γίνει συζήτηση για το δίκαιο σύμφωνα με την ανθρώπινη σκέψη μόνο από τη στιγμή που υπάρχει η ίδια ανάγκη - δηλαδή η ίδια δύναμη — δυνατά δέ οἱ προύχοντες πράσσονσι καί οἱ ἀσθενεῖς ξνγχωροῦσιν, και όταν δεν υπάρχει η ίδια ισχύς, οι πιο ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν - δηλαδή, όλα όσα μπορούν - και οι πιο αδύναμοι υποχωρούν. Οι Αθηναίοι επαναλαμβάνουν αυτή την οιονεί ταυτολογία, την οποία γνωρίζουμε πολύ καλά: υπάρχει δίκαιο ανάμεσα σε ίσους, μεταξύ άνισων όμως αυτοί οι οποίοι είναι πιο δυνατοί προχωρούν μέχρι το σημείο που μπορεί να πάει η δύναμή τους. Η δύναμη, όπως την αντιλαμβάνεται ο Θουκυδίδης κι έτσι όπως υπάρχει πράγματι στην ιστορία, μοιάζει με αέριο: τείνει να καταλάβει όλο τον διαθέσιμο χώρο. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να τη σταματήσει είναι μια άλλη δύναμη. Ο Madison, ένας από τους συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος, παραδεχόταν επίσης ως προφανές το ότι μόνο η δύναμη μπορεί να σταματήσει μια άλλη δύναμη, εξού και η ιδέα ότι είναι αναγκαίο να επικυρωθεί ο διαχωρισμός των εξουσιών στο Σύνταγμα. Οι Μήλιοι απαντούν στους Αθηναίους (Ε΄, 90): είναι παρά ταύτα συμφέρον αυτός που κινδυνεύει να μην παραιτηθεί της δυνατότητας να επικαλεστεί την τήρηση του νόμου, και αυτό θα μπορούσε ακόμα και να σας φανεί χρήσιμο μια μέρα... Οι Αθηναίοι ανταπαντούν: δεν φοβόμαστε τίποτε, ακόμα κι αν η ηγεμονία μας κατέρρεε· εμείς όμως θέλουμε, προκειμένου να σώσουμε αυτή την ηγεμονία, να σας κατακτήσουμε χωρίς μάχη, και ως εκ τούτου να σας σώσουμε. Οι Μήλιοι λένε: δεν είναι δυνατόν να σωθούμε αν υποδουλωθούμε. Οι Αθηναίοι: καλύτερα να είναι υποδουλωμένος κανείς παρά κατεστραμμένος (Ε΄, 91-93). Στην πρόταση των Μηλιών: θέλουμε να είμαστε φίλοι σας χωρίς να συμμαχήσουμε ούτε με τους μεν ούτε με τους δε (Ε΄, 94), οι Αθηναίοι απαντούν με μια φράση τρομερή - η οποία μας παραπέμπει στον Κλέωνα, αλλά και στον Machiavelli: η έχθοα σας μας είναι λιγότερο επιζήμια από τη φιλία σας, διότι οι υπήκοοί σας θα έβλεπαν στη φιλία ένα σημάδι αδυναμίας μας, ενώ γνωρίζουν ότι μόνο οι ισχυροί μισούνται (Ε΄, 95). Είναι ισχυρότερο από το λατινικό oderint dum metuant latin. Οι Αθηναίοι λένε: θέλουμε να μας μισείτε, κανείς δεν μίσησε ποτέ κάποιον ανίσχυρο, το μίσος σας είναι απόδειξη της ισχύος μας μπρο­στά σε όλο τον κόσμο. Βλέπετε καθαρά ότι ως προς αυτό ο σύγχρονος κόσμος αποτελεί το βασίλειο της υποκρισίας· ούτε ο Hitler δεν θα είχε τολμήσει να πει κάτι παρόμοιο· είχε ανάγκη να συγκαλύψει κάπως τα πράγματα. Όταν οι Μήλιοι ρωτούν: «άραγε οι υποτελείς σας θεωρούν φυσιολογικό το ότι αντιμετωπίζετε με τον ίδιο τρόπο τις αποικίες σας και αυτούς με τους οποίους δεν έχετε καμία σχέση;», οι Αθηναίοι απαντούν: «οι υποτελείς γνωρίζουν ότι μπορεί κανείς πάντα να προβάλει επιχειρήματα δικαίου, αλλά ότι μόνο η δύναμη των μεν ή των δε τους προφυλάσσει». Τότε οι Μήλιοι προβάλλουν το επιχείρημα του συμφέροντος: το συμφέρον μας μπορεί να συμπίπτει με το δικό σας, διότι αν μας υποδουλώσετε, θα κάνετε εχθρούς σας όλους όσοι είναι ουδέτεροι, καθώς θα φοβηθούν ότι θα υποστούν την ίδια μοίρα. Το επιχείρημα όμως αφήνει αδιάφορους τους Αθηναίους: το μόνο πράγμα που φοβόμαστε εμείς είναι να διανοηθούν οι νησιώτες ότι μπορούν να είναι ανεξάρτητοι... (Ε΄, 96-99). Η συζήτηση συνεχίζεται· οι Μήλιοι προβάλλουν ξανά τους λόγους που έχουν για να μην υποχωρήσουν: θα ατιμαστούμε διακινδυνεύοντας λιγότερο από εσάς, η τύχη μπορεί να μας ευνοήσει... Και τελικά: εφόσον η υπόθεσή μας είναι δίκαιη, οι θεοί δεν θα επιτρέψουν να είναι δυσμενής για μας η τύχη, και οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι είναι φυλετικοί αδελφοί μας, θα μας βοηθήσουν διότι διακυβεύεται η τι­μή τους (Ε΄, 100-104).
Η απάντηση των Αθηναίων στις τελευταίες αυτές παρατηρήσεις βρίσκεται στο μακροσκελέστερο κεφάλαιο (105) του διαλόγου, το οποίο είναι Θαυμάσιο και ταυτοχρόνως τρομερό. Καθώς οι Μήλιοι έχουν μόλις επικαλεστεί τη βοήθεια των θεών, οι Αθηναίοι απαντούν: ούτε κι εμείς πιστεύουμε ότι θα μας λείψει η εύνοια των θεών, «διότι οι κρίσεις μας» — διαβάζω τη μετάφραση της Jacqueline de Romilly —, «ή οι πράξεις μας δεν αφίστανται ούτε κατ’ ελάχιστον από αυτό που πιστεύουν οι άνθρωποι για το θείο ή επιθυμούν για τις αμοιβαίες σχέσεις τους. θεωρούμε, πράγματι, ότι τόσο από τη θεϊκή, όσο από την ανθρώπινη άποψη (σχετικά με την πρώτη, πρόκειται για γνώμη, ενώ για τη δεύτερη πρόκειται για βεβαιότητα), ένας νόμος της φύσης έχει πάντα ως αποτέλεσμα, αν είναι κάποιος πιο δυνατός, να εξουσιάζει». Προσέξτε το βαθμό οξυδέρκειας του Θουκυδίδη: όσον αφορά τους θεούς, πρόκειται για γνώμη, ενώ όσον αφορά τους ανθρώπους, για βεβαιότητα. Η Jacqueline de Romilly, η οποία έχει περάσει επίσης από τη στωικο-ρωμαιο-ιησουιτική παράδοση, προσθέτει μια υποσημείωση: «Οι Αθηναίοι σκέφτονται κυρίως τους ανθρώπους, και πιθανώς αυτό που λένε για τουςθεούς ισχύει κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί παρεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις». Σημείωση η οποία προκαλεί αρκετή έκπληξη, διότι θα έλεγε κανείς ότι η Jacqueli­ne de Romilly, η οποία γνωρίζει την αρχαία Ελλάδα δέκα φορές καλύτερα από εμένα, ξέχασε ξαφνικά τη Θεογονία του Ησιόδου, όπου οι διαδοχικές γενεές των θεών καταλαμβάνουν την εξουσία σκοτώνοντας ή ευνουχίζοντας τους προκατόχους τους, και την Ιλιάδα, όπου ο Ζευς απειλεί την Ήρα ότι θα την κρεμάσει αλυσοδεμένη στους αιθέρες ανάμεσα στα σύννεφα αν συνεχίσει να βοηθά τους Αχαιούς — και η Ήρα φοβάται. Το γεγονός πάντως είναι ότι το «οι ισχυρότεροι εξουσιάζουν τους ασθενέστερους» ισχύει κατά πρώτο λόγο για τους θεούς. Γνώμη; Ναι, φυσικά. Θυμηθείτε τι λέει ο Πρωταγόρας την ίδια εποχή: όσον αφορά τις θείες υποθέσεις, δεν μπορώ να πω ούτε ναι ούτε όχι — είναι ζήτημα γνώμης. Οι Αθηναίοι μπορούν λοιπόν να βεβαιώσουν ότι αυτός ο νόμος ισχύει για τους θεούς σύμφωνα με τη γνώμη των Ελλήνων (έτσι όπως αυτή εμφανίζεται, παραδείγματος χάριν, στη μυθολογία τους). Και συνεχίζουν: ἠμεις οὔτε θέντες τόν νόμον οὔτε κειμένω πρῶτοι χρησάμενοι, ὄντα δέ παραλαβόντες καί ἔσομενον ἔς αἰεί καταλείψοντες χρώμεθα αὐτῶ, αυτόν το νόμο δεν τον θεσπίσαμε, δεν τον ανακαλύψαμε εμείς, ούτε είμαστε οι πρώτοι που τον εφαρμόσαμε· υπήρχε πριν από εμάς και θα εξακολουθήσει να υπάρχει μετά από εμάς. Τώρα είναι η σειρά μας να τον εφαρμόσουμε, γνωρίζοντας εξάλλου ότι τόσο εσείς, Μήλιοι. όσο και κάθε άλλος, αν βρισκόσασταν επικεφαλής της ίδιας δύναμης, θα πράττατε ακριβώς το ίδιο. Όσο για την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Μήλιοι στους Λακεδαιμονίους και για τη στήριξη που για λόγους τιμής θα τους παρείχαν, οι Αθηναίοι προσθέτουν (παραθέτω και πάλι τη Romilly): «Οι Λακεδαιμόνιοι, μεταξύ τους και στους εσωτερικούς θεσμούς τους, εφαρμόζουν αυστηρά την αρετή' απέναντι στους άλλους όμως, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τις μεθόδους τους, και τα οποία θα συνοψίζονταν ουσιαστικά στο εξής: κανένας λαός, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν έχει με τόσο ξεκάθαρο τρόπο τη συνήθεια να θεωρεί καλό ό,τι του αρέσει και δίκαιο ό,τι εξυπηρετεί τα συμφέροντά του (τά μέν ἡδέα καλά νομίζουσι, τά δέ ξυμφέροντα δίκαια)». Η Jacqueline de Romilly προσθέτει εδώ άλλη μία σημείωση λιγότερο αμφισβητήσιμη από την πρώτη: «Η διαπίστωση αυτή μπορεί να προκαλέσει έκπληξη, αλλά η υποκρισία της Σπάρτης μνημονεύεται επίσης στους Αχαρνείς, 307, και στην Ανδρομάχη, 445 και επόμενα. Μπορούμε να παραθέσουμε επίσης τη στάση της κατά την υπόθεση των Πλαταιών (Γ΄, 68.4) ή των συνθηκών με την Περσία, στο βιβλίο Η΄». Θα μπορούσε, τελικά, να προσθέσει ότι ολόκληρο το βιβλίο Α΄ καταδεικνύει πως οι Σπαρτιάτες οδηγούνται μόνο από το συμφέρον τους και ότι το τελευταίο που τους απασχολεί είναι το δίκαιο. Μετά τη μακροσκελή παρέμβαση, οι Μήλιοι απαντούν εν περιλήψει: είναι συμφέρον των Λακεδαιμονίων να μη μας εγκαταλείψουν· σε αντίθετη περίπτωση, οι σύμμαχοί τους δεν θα τους εμπιστεύονταν. Οι Αθηναίοι ανταπαντούν: όταν σκέφτεται κανείς τα συμφέροντά του, πρέπει να διακινδυνεύει για να υποστηρίξει τη δικαιοσύνη· οι Λακεδαιμόνιοι όμως αποφεύγουν να διακινδυνεύσουν (Ε΄, 106-110). Και οι Αθηναίοι καταλήγουν: στην πραγματικότητα, δεν είπατε τίποτε προκειμένου να σώσετε τους εαυτούς σας. Προσέξετε να μην αφεθείτε να σας κατευθύνει κάποια αντίληψη περί αισχύνης, περί ντροπής ή τιμής, διότι κάτι τέτοιο μπορεί να σας οδηγήσει στην καταστροφή. Μην αφήνεστε να τυφλωθείτε από μια λέξη και μη σκέφτεστε ότι είναι ατιμωτικό να υποχωρήσετε απέναντι σε μια ανώτερη δύναμη. Εδώ υπάρχει προφανής αντίφαση με αυτό που δηλώνει ρητά και επανειλημμένα ο Περικλής στον Επιτάφιο: ότι η αισχύνη, η ντροπή, η άρνηση της ατίμωσης, είναι ένα από τα θεμέλια όλης της θέσμισης, του τρόπου με τον οποίο δρουν και διοικούν οι Αθηναίοι. Το επιχείρημα που χρησιμοποιούν εδώ βρίσκεται στον αντίποδα. Η λογική συνέπειά του θα έπρεπε να οδηγούσε στην καταδίκη της ίδιας τους της στάσης κατά τους Μηδικούς πολέμους: θα έπρεπε να είχαν υποταχθεί στους Πέρσες, όπως έκαναν για μεγάλο διάστημα οι Έλληνες της Μικράς Ασίας... Οι Μήλιοι δεν θα λάβουν υπόψη τους αυτό το επιχείρημα (Ε\ 112-114). Μετά από μια αρκετά μακρόχρονη πολιορκία και μερικές αψιμαχίες (Ε', 115-116), το βιβλίο Ε' ολοκληρώνεται με την τελευταία παράγραφο του κεφαλαίου 116: ένα καινούργιο εκστρατευτικό σώμα φτάνει από την Αθήνα και, ύστερα από προδοσία, οι Μήλιοι αποφασίζουν να παραδοθούν άνευ όρων. Οι Αθηναίοι τότε σκοτώνουν όλους τους Μηλίους ἡβῶντας, σε ηλικία να φέρουν όπλα, μεταφράζει ηRomily· ας πούμε μάλλον: όσους έχουν φτάσει ή περάσει την εφηβεία. Στη συνέχεια, αιχμαλωτίζουν τα γυναικόπαιδα και στέλνουν επιτόπου πεντακόσιους εποίκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου