Η κληρονομιά του Σεφέρη. Όσοι στο ξεκίνημα της ποιητικής τους πορείας έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με την ποίηση του Σεφέρη, τοποθετούνται με ποικίλους τρόπους μέσα στο ίδιο πλαίσιο με τους ποιητές που μόλις αναφέρθηκαν. Ο Γ. Θέμελης (1900-1976), ο οποίος βιολογικά ανήκε στην προηγούμενη γενιά, δεν είχε δημοσιεύσει κανένα ποίημα μέχρι τον Πόλεμο. Το 1945 όμως κυκλοφόρησε ένα ποίημά του, στο οποίο κατάφερε να συνοψίσει την κεντρική ιδέα όλης σχεδόν της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης:
Πώς να το πω δεν ξέρω
Καμιά γλώσσα δε μιλιέται
Σιωπή από βυθισμένα άστρα
Ερημιά ουρανού μέσα σε κάθε φωνή
Έχω μια κρυφή ελπίδα
Να συναντήσω κάπου τη θάλασσα.
Το ίδιο δίλημμα σημαδεύει την ποίηση και ενός άλλου θιασώτη του Σεφέρη στις αρχές της καριέρας του, του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981). Τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου ανακαλούν ζωηρά αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε, στον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος που δημοσίευσε, τοπίο θανάτου, και η ποίησή του ακροβατεί στο χώρο του τίτλου των δύο πρώτων συλλογών του, στο ‘μεταίχμιο’. Αυτό το έρημο τοπίο, το οποίο στα πρώτα ποιήματα φανερά οφείλεται στην επίδραση της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, μέσω του Σεφέρη, κατοικείται από τα φαντάσματα των φίλων του ποιητή και των γνωστών του, που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Πολέμου και του Εμφυλίου, μερικές φορές δε ταυτίζονται με μυθικά πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Σινόπουλο ο Ελπήνωρ, ο ευαίσθητος νεαρός σύντροφος του Οδυσσέα στην Οδύσσεια, τον οποίον χρησιμοποίησαν και ο Σεφέρης και ο Έζρα Πάουντ, έλαβε κεντρική θέση για πρώτη φορά στο ποίημα που φέρει ως τίτλο το όνομά του. Σε αντίθεση με την αλαζονική μεταχείριση αυτού του άτυχου και απλοϊκού νεαρού (στον οποίο ο Όμηρος αναφέρθηκε με συντομία) από τον Σεφέρη, η ποίηση του Σινόπουλου είναι στο σύνολό της εμμέσως αφιερωμένη στα συνηθισμένα και αφανή θύματα μιας πολεμικής κατάστασης που δεν προσφέρει περιθώριο για ηρωισμούς.
Κοινωνική ποίηση. Ο Σινόπουλος, τουλάχιστον στα πρώτα του ποιήματα, αντιμετώπιζε την πραγματικότητα της εποχής του μέσα από το σεφερικό πρίσμα της προβολής μυθικών αρχετύπων. Οι κοινωνικοί ή πολιτικοί ποιητές περιέγραψαν και εισήγαγαν στο έργο τους εκείνης της περιόδου το ίδιο τοπίο θανάτου, αλλά με τρόπο πιο άμεσο και ρεαλιστικό, που αποτελεί σημαντικό νεοτερισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα. Με αυτόν το ριζοσπαστικό τρόπο ανταποκρίθηκαν οι ποιητές στο ερώτημα που διατύπωσε ο Θέμελης στα 1945, αλλά απασχολούσε και άλλους νεαρούς ποιητές, κυρίως της Αριστεράς, που είχαν αρχίσει να συνθέτουν στη διάρκεια της Κατοχής. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (γεν. 1925) εξέδωσε την πρώτη συλλογή του το 1945, ο Άρης Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο του Α. Βασιλειάδη, 1922 1978) και ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) το 1946. Αυτοί οι ποιητές, μαζί με άλλους, μεταξύ των οποίων διακρίνεται ο Τίτος Πατρίκιος (γεν. 1928), με την πρώτη συλλογή του μόλις το 1954, είχαν αναμειχθεί ενεργά στην Αντίσταση. Και οι τέσσερεις που αναφέρθηκαν, φυλακίστηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου και τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας των αριστερών τους πεποιθήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου