«Δεν επρόφτασα δυστυχώς να μάθω γράμματα. Ο,τι γράφω μου το υπαγορεύει η καρδιά μου, αυτή είναι η Γραμματική και το Συντακτικόν μου».
Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε (1953) που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο «Επιστολαί του Νικολάου Γύζη» από το περιοδικό «Εκλογή» σε επιμέλεια Γεωργίου Δροσίνη και Λάμπρου Κορομηλά. Εκτοτε δεν ξανακυκλοφόρησε κι είναι κρίμα που δεν υπάρχει αυτό το ντοκουμέντο που είναι διανθισμένο με φωτογραφίες του, γνωστά έργα του αλλά και άγνωστα έως σήμερα σχέδια και σκίτσα του (φωτοτυπία ενός παλιού αντιτύπου βρέθηκε στα χέρια μας).
«Είμαι καλά όταν εργάζωμαι... Η εργασία είναι η ζωή μου... Εις τον κόσμον εγνώρισα πλουσίους και πτωχούς. Οσον λυπούμαι τους πρώτους, όταν δεν ξεύρουν πώς να περάσουν τον καιρόν τους σκοτώνοντες αυτόν εις ματαίας διασκεδάσεις, πόσον μακαρίζω τους δεύτερους και μάλιστα, όταν μετά τον τρομερόν κόπον τους, τους ακούω να προφέρουν το "δόξα σοι ο Θεός" και να τραγουδούν».
Μοναδικό δείγμα γραφής του κορυφαίου αυτού καλλιτέχνη (1842-1901) με περίπου τριακόσιες επιστολές του στις οποίες αποτυπώνονται αδρά ο ατόφιος, ευγενικός και σεμνός χαρακτήρας του, τα λεπτά αισθήματά του, οι σχέσεις του με την οικογένειά του, με συγγενείς του, το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της εποχής του, η αγάπη και η νοσταλγία για την πατρίδα (πολλές επιστολές του απευθύνονται στον ευεργέτη του και μετέπειτα πεθερό του Νικόλαο Νάζο -παντρεύτηκε την κόρη του Αρτεμη- και στην αδελφή της γυναίκας του Ουρανία).
Γιος φτωχού ξυλουργού από το Σκλαβοχώρι της Τήνου, ο Γύζης σπουδάζει με υποτροφία στην περίφημη Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου στην οποία μετέπειτα θα εκλεγεί καθηγητής. Στη Γερμανία ζει και δημιουργεί εκπατρισμένος έως το θάνατό του με εξαίρεση τρία σύντομα ταξίδια του στην Ελλάδα.
«Επεθύμησα να καθήσω εις τις δροσοκάμαρες του χωριού μου... Τρέχει ο κόσμος σήμερον, τρέχει να υπερβή τον πλησίον του και τρέχων γηράσκει και μόλις παρά το χείλος του τάφου στέκει να ιδή, ότι ήλθεν η ώρα του, ότι είναι γέρων ή ότι κατέστρεψε το άθλιον του σώμα τρέχων. Είναι ήδη αργά! Παρήλθεν ο βίος χωρίς να αισθανθή ότι έζησεν».
Προφητικός κι εξαιρετικά επίκαιρος όσον αφορά τα παιχνίδια των ξένων και τα δικά μας λάθη. «Αλλάζουν οι καιροί, και μας τα καταφέρνουν, αφού μας γυμνώσουν πρώτον, αφού μας εξαντλούν υλικώς, μας πωλούν το όπλον και έπειτα έρχονται και μας δένουν τα χέρια... Μας πήραν στο λαιμό τους αι Προστάτιδες δυνάμεις. Είθε όμως τούτο να μας χρησιμεύση ως διδασκαλία, και εις το μέλλον να μας γίνη ωφέλιμον μάθημα» (Μάιος 1886).
Λάτρης του Μπετόβεν («ο άγιος των αγίων», «με τη μουσική του εδημιουργήθησαν τα περισσότερα αυτά σχέδια») αλλά και του Σολωμού («ο δαιμόνιος ποιητής με ενέπνευσεν Δόξαν αρχαίαν, αυστηράν και σοβαράν... Δεν ζωγραφίζονται οι λέξεις αλλά το πνεύμα αυτών»).
Μ' αφορμή τον ελληνοτουρκικό πόλεμο: «Είμαι πολύ ανήσυχος με την κατάστασιν εις την Ελλάδα. Τι αξιολύπητον, ότι ένας λαός τόσον προικισμένος πρέπει να υποφέρη υπό τον ζυγόν βαρβάρων λαών. Η Διπλωματία θεωρεί την ωραίαν αυτήν χώραν απλώς ως αντικείμενον αμοιβαίας ζηλοτυπίας... Βλέπω αυτό το αίσχος της πολιτισμένης Ευρώπης» (Μάρτιος 1897).
Μια μελαγχολική αποστροφή του: «Ψεύτης ο κόσμος! Ονειρα είναι τα πάντα».
Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει ενδιαφέρον από την Εθνική Πινακοθήκη (διαθέτει καταχωνιασμένο το μεγαλύτερο μέρος των γραμμάτων του) ή από κάποιον εκδοτικό οίκο ώστε να ξανατυπωθούν οι «Επιστολές» που αναδεικνύουν το χαρακτήρα, το ήθος και το στοχασμό αυτού του σπουδαίου ζωγράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου