Στην ύστατη αναγωγή της η ποίηση του Καβάφη ανοίγει σαν στίβος πολιτικής περιπέτειας. Και τα οριακά -ή σχεδόν- αμιγή δείγματά της: Φυγάδες (1914), Ας φρόντιζαν(1930). Αρχή της από το 1914, περίπου παράλληλα προς την έξαψη του νεότερου πολιτικού διχασμού των αστικών κομμάτων στη χώρα μας. Και επεκτείνεται στη διάρκεια ενός δολοπλόκου, με τις γνωστές επιπτώσεις του και στα εσωτερικά μας, παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται καταρχήν για δηλώσεις κομματικής διαμάχης και κάθε είδους ατασθαλίας. Διαμάχη, που κατά την υλοφροσύνη της εποχής συντελείται με επαγγελματική ψυχρότητα:
Στις ραδιουργίες μας πρέπει να πάμε πάλι –
να ξαναπιάσουμε την ανιαρά πολιτική μας πάλη.
Και μες από τις σκευωρίες της πτολεμαϊκής αυλής συνείρει τα φυγόκεντρα μοτίβα της ιδιωτικής και δημόσιας ορμής των ηρώων του: της τρυφής και της συνωμοσίας (Μεγάλη εορτή του Σωσιβίου, 1917). Ανάλογα, παρεμβάλλοντας την τρέχουσα ψυχαγωγία μες στα περιθώρια της πολιτικής αργοσχολίας, τονίζει και ξανατονίζει το θέμα της πολιτικής εξορίας (Φυγάδες, 1914 – Βυζαντινός άρχων εξόριστος στιχουργών, 1924). Και από την Αλεξάνδρεια της παλατιανής ραδιουργίας και του εκτοπισμού μας μεταφέρει στην κατεξοχήν επιρρεπή και εξασκημένη σ’ εμφύλιες διενέξεις βυζαντινή του αυλή:
Κουτός! Στο κόμμα να μπλεχτεί της Άννας
(Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει, 1924)
Και το κλίμα της κομματικής διαμάχης διευρύνεται με παρηχήσεις ξένων αναμίξεων, νόθων μεταρρυθμίσεων και κάθε μορφής ιδεολογικού αποχρωματισμού. Παρηχήσεις, που είναι συνάμα και προβολές της εποχής του στις διαστάσεις του ιστορικού χρόνου. Το 1915 λ.χ. στην έξαρση των επεμβάσεων των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές διαμάχες –«έγιν’ εκεί η μοιρασιά»- γράφει στο Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια. Το 1928, στη μεσοπολεμική τάση του εκσυγχρονισμού των αποικιών, απαντά με τη δική του παρωδία:
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία
δεν μεν’ η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή
(Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ., 1928)
Και τέλος, με τους ήρωές του πλάνητες από μισθοφορία σε μισθοφορία και από παράταξη σε παράταξη ιστορικοποιεί τα ενδημικά στην εποχή του και την εποχή μας συμπτώματα της πολιτικής καιροσκοπίας και του ιδεολογικού αμοραλισμού (Από την σχολήν περιωνύμου φιλοσόφου, 1924 - Ας φρόντιζαν, 1930).
Το θέμα της πολιτικής περιπέτειας προεκτείνεται βαθμιαία και για μεγαλύτερη πειθώ αποχρωματίζεται. Πέρα από προσδιορισμούς τόπου και χρόνου, ο έλεγχός του γλυστρά από την επίσημη κορυφή στη βάση της πολιτικής αλητείας των ανωνύμων εφήβων του. Τα αδιέξοδα της ατομικής ζωής τους, μ’ ανεπίσημη ή πλασματική την ταυτότητά τους, αναδύονται στο τέρμα της δημόσιας σταδιοδρομίας του και σαν αδιέξοδα της κοινωνικής τους διαγωγής. Ενώ, ταυτόχρονα, η πολιτικοποίησή τους δεν καταργεί παρά συγχρονίζει την εξάρτησή τους από την Ιστορία.
Ο Καβάφης μ’ αυτή τη διαδικασία υποδηλώνει και την πολιτική οπτική του γωνία. Και με το γεγονός, ότι με την ποίησή του στάθηκε ολόκληρος μέσα στην εποχή του. Απ’ αυτήν προσδιορίζεται και προς αυτήν απευθύνεται. Δεν έγραψε φυσικά, όπως άλλοι, καθ’ υπαγόρευση των ιδεών ή των γεγονότων της, μια εμπρόθετη ή όποια άλλη ηχηρή ποίηση. Αλλά από την κοινωνική του τοποθέτηση, απεικόνισε πιστά την πραγματικότητα και τα προβλήματα που εκπροσωπούσε η εποχή και η τάξη του. Και στην ανάπτυξη της πορείας του, χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει τα ειδικά συμπτώματα του προπολέμου και του πρώτου μεσοπολέμου.
Αντιγράφουμε από το βιβλίο Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία, εκδ. Ερμή
ς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου