Πηγη:
Αλεξίου Λ.
Εκδίδεται κριτικά η Φυλλάδα του Γαδάρου ήτοι Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του κειμένου, ο εκδότης πραγματεύεται μία σειρά θεμάτων, όπως η ελληνική εκδοτική παραγωγή της Βενετίας στις αρχές του 20ου αιώνα, η φιλολογία με τα ζώα στον αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό και το μεσαιωνικό κόσμο, ο κύκλος των δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών που έχουν πρωταγωνίστρια την αλεπού, οι κοινωνικές τάξεις που αντιπροσωπεύουν τα τρία ζώα του ποιήματος, οι πηγές του, η κειμενική του παράδοση, η ένταξή του στην κρητική γραμματεία της Αναγέννησης, ο τιμητικός τίτλος "Νίκος" που αποδίδεται στον γάιδαρο, η σχέση της Φυλλάδας με το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου και η γλωσσική μορφή της. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικά κι ερμηνευτικά σχόλια και γλωσσάρι.
Η ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΓΑΔΑΡΟΥ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ
Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 ως το 1669, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της βενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε τα περισσότερα δείγματα λογοτεχνικής ακμής. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές. Βαθμιαία όμως η επικοινωνία Βενετών και Ελλήνων έγινε στενότερη. Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονταν στο νησί που γρήγορα εξελίχτηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν.
Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συνετέλεσε στη δημιουργία της «Κρητικής Αναγέννησης». Ο Λίνος Πολίτης ονομάζει την περίοδο αυτή «χρυσή περίοδο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Από τα λογοτεχνικά έργα της εποχής ξεχωρίζει ο Απόκοπος του Μπεργαδή, ποίημα που γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που τυπώθηκε στη Βενετία (1519). Ο τίτλος του Απόκοπος (= αποκαμωμένος) οφείλεται στον πρώτο του στίχο («Μιαν από κόπου νύσταξα» = κάποτε από κούραση νύσταξα) και το θέμα του είναι μια ονειρική κατάβαση του ποιητή-αφηγητή στον κάτω κόσμο, όπου ακούει δύο νέους να του μιλούν από μέρους των νεκρών. Αντί όμως για σκοτάδι ο αφηγητής μιλά με παραστατικές περιγραφές για το φως και την άνοιξη. Για τον ποιητή δεν υπάρχουν πληροφορίες, μόνο το επίθετό του μας είναι γνωστό. Το ποίημα αγαπήθηκε πολύ και μερικοί στίχοι του τραγουδιούνταν στην Κρήτη ως μοιρολόγια.
Είκοσι χρόνια μετά τον Απόκοπο (1539) τυπώθηκε στη Βενετία ένα άλλο έργο που είχε και αυτό μεγάλη διάδοση. Πρόκειται για το Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις χαρίεις (= ωραία), ή, όπως την έλεγε ο λαός, «Η Φυλλάδα του Γαϊδάρου». Το έργο ανάγεται στο πολύ αγαπητό είδος των διηγήσεων για τα ζώα και είχε πρότυπο του, όπως είδαμε, το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου. Ο ποιητής διασκεύασε το πρότυπό του σε ομοιοκατάληκτους στίχους που ήταν η μόδα της εποχής.
Τα έργα αυτά ανήκουν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό στην Κρήτη κορυφώνεται η λογοτεχνική ακμή που θα διαρκέσει ως το 1669, χρονιά που το νησί θα περάσει στην τουρκική κατάκτηση.
Αλεξίου Λ.
Εκδίδεται κριτικά η Φυλλάδα του Γαδάρου ήτοι Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του κειμένου, ο εκδότης πραγματεύεται μία σειρά θεμάτων, όπως η ελληνική εκδοτική παραγωγή της Βενετίας στις αρχές του 20ου αιώνα, η φιλολογία με τα ζώα στον αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό και το μεσαιωνικό κόσμο, ο κύκλος των δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών που έχουν πρωταγωνίστρια την αλεπού, οι κοινωνικές τάξεις που αντιπροσωπεύουν τα τρία ζώα του ποιήματος, οι πηγές του, η κειμενική του παράδοση, η ένταξή του στην κρητική γραμματεία της Αναγέννησης, ο τιμητικός τίτλος "Νίκος" που αποδίδεται στον γάιδαρο, η σχέση της Φυλλάδας με το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου και η γλωσσική μορφή της. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικά κι ερμηνευτικά σχόλια και γλωσσάρι.
Η ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΓΑΔΑΡΟΥ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ
Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι,
λέγει· «ἐγὼ καὶ πρόβατα, βόδια καὶ μοσχάρια, ἐλάφους καὶ γουρούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ' ἄλλα πάλε κρύβω εἰς τὸ βουνίν, εἰς τὸ κλαδίν, αὔριον πάλε νά 'χω. Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὅποῦ 'ναι τὸ τσημάδι, καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι, καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω, γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω. Καὶ μεταγνώθω τὸ κακόν, τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον, ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημα νὰ ποίσω.» Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποὺ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέ τον καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του. |
Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαϊδάρου, στ. 125-138 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου