Γράφει: Βασίλης Ρούβαλης - Σκέψεις - 25/10/2014
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 21ου αιώνα είναι εμφανής στο ερώτημα: φθάνει το τέλος της Ποίησης; Υφίσταται, δηλαδή, μια σκέψη κατ’ αναλογίαν με την περίφημη ρήση του Αντόρνο περί του τέλους της λογοτεχνίας; Μια πρώτη απάντηση μπορεί εύκολα να δοθεί: Ναι, τώρα απουσιάζει η νέα νοοτροπία που θα κινητοποιήσει τη φαντασίωση για έναν κόσμο απαλλαγμένον από τις πρότερες επιλογές του. Και, επίσης, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εντοπίζει κάποια σοφή συνθήκη(μια προσωπικότητα πειστική ή μια κατάστασης ηγεμονική) που θα προλειάνει αυτήν την «επόμενη ημέρα» για την ποιητική τέχνη.
Το μόνο βέβαιο είναι μερικές κατεστημένες συνιστώσες του παρόντος˙ διαιωνίζονται κι επηρεάζουν την ποιητική πορεία, συνθέτουν το όλον μηδέν που δεν ωφελεί και δεν σπινθιρίζει την πνευματική κινητικότητα. Στον αντίποδα, ωστόσο, υπάρχει έκδηλη ανάγκη για τη διασαφήνιση ενός στέρεου πλαισίου: για να εδραιωθεί, να κυριαρχήσει, να επωφεληθεί η όποια νέα γενιά, πρέπει να ξεπεράσει, να καταρρίψει και να παραμορφώσει τα δεδομένα των προηγούμενων. Και είναι ελάχιστοι οι λογοτέχνες που αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα πράγματα, δηλώνοντας ότι πρέπει να υποστηρίζεται η ευεργετική παρουσία προδρόμων· ότι οφείλει να κυριαρχήσει η ιδιοσυγκρασία κάποιου συγγραφέα ή ομάδας συγγραφέων με κοινά χαρακτηριστικά· ότι με διδακτική ικανότητα μπορούν να συνενωθούν τα ετερόκλητα κομμάτια του τωρινού παρόντος.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο το γεγονός, ο απόηχος της ιστορίας της ελληνικής Ποίησης παραμένει θολός στην πρόσληψή του, ανεκμετάλλευτος για τους συγκαιρινούς δημιουργούς: μερικά από τα πιο σημαντικά «κεφάλαια» της Ποίησης –τάσεις, διακυβεύματα, ανατροπές, συγκερασμοί ανά εποχή– δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί προς όφελος του σημερινού προτάγματος (εκείνου που υποτίθεται ότι θα σχεδιάζεται από τους νεοτέρους). Ο προβληματισμός εστιάζεται, καθ’ έξην, στο παρηκμασμένο εκπαιδευτικό σύστημα, στην έλλειψη κριτικής μέριμνας και υποδομής για την παλαιότερη όσο και τη νεότερη παράδοση – κάτι διορθώσιμο από τη φιλολογία, υποτίθεται, συν τω χρόνω. Μια άποψη κατευναστική και βολική…
για να εδραιωθεί, να κυριαρχήσει, να επωφεληθεί η όποια νέα γενιά, πρέπει να ξεπεράσει, να καταρρίψει και να παραμορφώσει τα δεδομένα των προηγούμενων
Υφέρπει άραγε η καχυποψία για την αυθεντική υπόσταση των ποιητών-ορόσημων; Και μήπως η σύγχυση της τρέχουσας ψυχοκοινωνικής πραγματικότητας αποτελεί κάτοπτρο της υποτυπώδους διαλεκτικής γύρω από μια ποίηση αληθοφανή –όχι αληθινή– κι ελάχιστα ριζοσπαστική; Οι απαντήσεις, λακωνικές: Πρώτον, η όποια θεώρηση των προγονικών συμβόλων φαίνεται ότι μάλλον δεν εξακτινίζεται πέρα από το όριο της ευκαιριακής «συνεύρευσης» και συναναστροφής, σ’ επίπεδο εκζήτησης ή ακόπιαστης όσμωσης (συνήθως από αφορμές επικοινωνιακής παρουσίας κι επικαιρότητας στα λογής «ποιητικά σαλόνια» των επιγόνων). Δεύτερον, η σύγχυση ως αποτέλεσμα της μεταιχμιακής κατάστασης που μετέρχεται ο κόσμος, δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση (την οποία σχολιάζει εύστοχα ο Χάρολντ Μπλουμ)1 πως η επανάληψη διασφαλίζει, προστατεύει και προωθεί την αναδημιουργία. Εξαιτίας αυτού του απλουστευτικού σκεπτικού εμφανίζεται λελογισμένη η πλημμυρίδα από μιντιακές αναφορές σε «ποιητές» οι οποίοι διεκδικούν θέση στο libro d’oroτης μεταμοντέρνας αξιολόγησης (περισσότερο, δηλαδή, για το γενόμενο παρά για το είναι της ποιητικής προσφοράς τους), και μόνον.
Τι συμβαίνει όμως στο «διά ταύτα», στο άμεσα ζητούμενο, στο επικερδές της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας; Οι παλιές λέξεις ανανεώνονται, οι νέες σκέψεις καταφθάνουν μέσα από τις παλιές… Ο κύκλος ανατροφοδοτείται χάρη σε μια κανονικότητα.
ο ομηρικός θάνατος και η περιπέτεια της επιστροφής χρησιμοποιούνται ευρέως (και διαρκώς στους αιώνες) ως ιδέα-σκελετός στη νέα λογοτεχνία κάθε φορά.
Αναζητούνται διαρκώς οι λεκτικοί τρόποι για ν’ ακονίζονται οι σκέψεις, ν’ αναμοχλεύονται οι ήχοι και τα αινίγματα, να πολλαπλασιάζεται το είδωλο, να συντελείται η υπέρβαση. Ο Μπόρχες επισημαίνει εξάλλου την κοινή συνισταμένη,2 έναν κύκλο αποτελούμενο από συγκεκριμένες αφηγήσεις με πανανθρώπινο, διαρκές στοχαστικό πρόταγμα – κύκλος ο οποίος επανέρχεται, επανατροφοδοτείται και πολλαπλασιάζεται. Λ.χ., ο ομηρικός θάνατος και η περιπέτεια της επιστροφής χρησιμοποιούνται ευρέως (και διαρκώς στους αιώνες) ως ιδέα-σκελετός στη νέα λογοτεχνία κάθε φορά. Σπερματικά ισχύει ετούτο, υπονοεί ο Αργεντίνος. Την ίδια στιγμή, τίποτε δεν συνεπάγεται την ουσιώδη-πρωτότυπη διάσταση της λογοτεχνίας, κι ούτε νομιμοποιείται η αντίληψη της κρατούσας ποίησης για την οργάνωση μιας νέας «αυθεντικότητας», ήτοι ένα σύστημα του πνευματικού imperium που θα επιβάλλει το κυκλοφορούν ποιητικό προϊόν.3
Δεδομένου ότι «η πραγματικότητα μισεί αυτούς που δεν την αποδέχονται ως αναγκαιότητα και ιστορία», όπως εμφαντικά σημειώνει ο Βύρων Λεοντάρης4, η συζήτηση μετακυλίεται στο ζήτημα της μετάληψης της ποιητικής ουσίας τόσο από «ποιητές καριέρας» όσο επίσης από παραγκωνισμένους, τους εκτός προσκηνίου. Στη μία ή την άλλη περίπτωση, κι αναλόγως το πώς η κάθε πλευρά εννοεί τη θέση της έναντι της ποιητικής τέχνης, κυοφορείται ενδιάμεσα η πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, η τωρινή εποχή δεν επιτρέπει την παρέμβαση της Ποίησης στο ατομικό και στο συλλογικό γίγνεσθαι, σ’ ό,τι αποκαλείται «συγχρονία». Η Ποίηση διατηρεί εμφανώς έναν αρνητισμό (αλλιώς: στάση αμφιθυμίας είτε αλαζονείας) απέναντι στα «απτά της καθημέρας», στη διαχείριση των επίκαιρων ανθρώπινων. Κι ενώ αποτελεί μια διανοητική κι εκφραστική αποκορύφωση, συμπύκνωση στοχαστικού λόγου, ίχνος υπαρξιακής διαδρομής ή μορφή τέχνης με καθολικές απαιτήσεις, δεν συντελείται η εναρμόνισή της με τον κόσμο ως διανόηση, έκφραση, συγκίνηση. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Ποίηση χάνει κάθε επαφή με τους αποδέκτες της. (Άραγε, τότε πεθαίνει;).
Με άμεση αναδρομή σε προηγούμενους αιώνες, όντως ο ποιητικός λόγος γνωρίζει την εξέλιξη μέσα από τις ποιοτικές αυξομειώσεις του, χάρη στη χλεύη ή τον θαυμασμό των αποδεκτών του, αλλά και με την «εργαλειακή» χρήση του από την εξουσία. Στο τέλος, όλα μοιάζουν να επαναλαμβάνονται, να επιστρέφουν σε μιαν βάση και να εξακτινίζονται… Η πιο σημαντική διαπίστωση είναι αυτό το γεωμετρικό σχήμα που διαμορφώνεται στη λογοτεχνία (μιλώντας εν προκειμένω με τον τρόπο του Blaise Pascal)5 και που αφορά τη διάταξη του υλικού το οποίο καλείται να φροντίσει και να συνεισφέρει το ποιητικό υποκείμενο. Πρόκειται για μιαν πραγματεία –επικείμενη προφανώς– περί ανανέωσης από τους ίδιους τους δημιουργούς˙ για μια συζήτηση που θα κινηθεί ανάμεσα στα ζητήματα του αδιεξόδου εξαιτίας της προσποίησης της εποχής, τουτώρα, της στιγμιαίας συνθήκης, όσο και εξαιτίας της ευκολίας της εξαπάτησης, της προσομοίωσης ύφους, ιδεών, παρορμήσεων (που τόσο μα τόσο παραπλανητικά επιβάλλονται στο σύγχρονο συγγραφικό διακύβευμα). Ο αναστοχασμός επικεντρώνεται στην ανάγκη ποιητικής ανανέωσης και, δευτερευόντως, παρεμβαίνει στο σκεπτικό για το τι μέλλει γενέσθαι με όλες αυτές τις αμήχανες διακυμάνσεις όρων, όπως «καλή ποίηση» ή «μέτρια ποίηση», «ποιητής» ή «ποιηματογράφος». Χάρη σε αυτόν τον αναστοχασμό, πάντως, εξάγεται το συμπέρασμα γύρω από την απρόσκοπτη παρουσία της Ποίησης στον κόσμο, και όχι βεβαίως τη θνήσκουσα διάστασή της στον κόσμο. Και τώρα, περισσότερο από ποτέ νωρίτερα, υπάρχει μια χρυσή ευκαιρία για όλα ετούτα.
———————————————————————————————————————————————————————–
1.Harold Bloom, Η θραύση των δοχείων, πρόλ.-μτφρ.: Γιάννης Σκαρπέλος, Πλέθρον, 1998, σ. 74-76.
2.Jorge Luis Borges, Πεζά, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 585-586.
3.Βύρων Λεοντάρης, Κείμενα για την ποίηση, Νεφέλη, 2001, σ. 69-75.
4.Λεοντάρης, ό.π., σ. 67
5.Blaise Pascal, Τα πάθη του έρωτα, Εκδόσεις Printa/Ροές, σ. 37-42
Κεντρική φωτογραφία: http://georgemckim.wordpress.com/2010/04/04/18/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου