Τελευταία, και με χίλιες δυο αφορμές που με ταξίδεψαν από την ακέφαλη αιωρούμενη του Κυρίου Γίνκα Σονιμπάρε, και πίσω στο Φραγκονάρ και μεγάλο άλμα στον Ραίη Σήζαρ – βρεθήκαμε να ασχολούμαστε με την Αγριεμένη Τριανταφυλλίτσα του ανομήματος της κούνιας και της μπέλλας, με τα παμπάλαια έθιμα κάθε περιπλανώμενης αλήτισσας (τ’ ακούς; τ’ ακούω να λες). Ας πούμε ότι ήρθε μια μικρούλα Φιλουμένη και μας διηγήθηκε τις ιστορίες των φιλιών, ας πούμε ότι η παλιά πραγματικότητα των γνώριμών μας των ηθών και των εθίμων θέλησε να μας οδηγήσει στους λαβύρινθους μιας άλλης πιθανότητας. Και έτσι, ας δώσουμε τον κλώτσο να γυρίσει η ανέμη μας και να μας κατακλύσουν οι ζωντανές και κατακόκκινες κλωστές της εικασίας. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι κάθε εικαστική ματιά προϋποθέτει την πιο βαθιά και ανοιχτόκαρδή μας άφεση στο άθλημα της έκ-στασης, όπως αυτή μας τη διδάσκει παιδιώθεν, η αθλοπαιδιά του ευσυνείδητου κουνήματος, και ας αρχίσουμε πολύ στα μαλακά, ήσυχοι τόνοι.
Στην αρχή ήταν η κούνια, και η κούνια ήταν προς τη θεά, και η θεά ήταν η κούνια. Θυμάστε τη μαγεία του κλυδωνισμού της άδειας κούνιας; Είχε για μένα μια δυναμική, ένα ελάχιστο τράνταγμα στην αλυσίδα, μια πρόσκληση προκλητική. Υποσχόταν πως θα με κάνει να πετάξω. Κάπου, παλιότερα, θα πρέπει να με είχανε κουνήσει χέρια αρχαία κι αγαπημένα: γιατί η κούνια είχε μια σαγήνη που έχει η ανάμνηση στιγμών νοσταλγικών – μα κι έναν κίνδυνο, μια ανεπαίσθητη κρυμμένη απειλή (για τα αμέριμνα αγοροκόριτσα που δεν αρκούνται σε κείνη τη νωχέλεια των δεσποινίδων, αλλά θέλουν να φτάσουν τα ουράνια, λυσσομανάνε σαν αέρηδες φουρτούνας, και σίγουρα θα σπάσουν την κουτέλα τους, όπως άλλωστε προειδοποιούσε και το τραγουδιστό εκείνο ξόρκι της κούνιας μπέλλας, ή της Ωραίας που Κουνιόταν, διαβάστε το όπως καταλαβαίνετε, γελάει η μικρή Τριανταφυλλίτσα).
Πρόσεχε κοριτσάκι, γιατί όχι μονάχα θα σου φύγει το πασούμι σου, αλλά μήπως σε πάρει η φυγόκεντρος κι εσένα και σε σηκώσει – και να δούμε πού θα φτάσεις, μήπως βρεθείς και σε καμμιά Ταυρίδα να κάνεις τις θυσίες της θεάς σου. Τέτοια λογάκια είχε μάθει να μιλάει κι η νεαρή η πριγκιπέσσα Φιλουμένη που ήταν άλλωστε από την Κέρκυρα κι αφίλητη, και έτσι επιθυμούσε όπως παραμείνει. Βλέπεις, λέει η Σάρα Εγκλαντίνα η συνομώτις, ήταν η πριγκιπέσσα αυτή η θυγατέρα γονιών που λάτρευαν τα είδωλα και τους παλιούς θεούς τους ζωντανούς, και τις θεές της ρώμης της αρχαίας. Και αν το ψάξεις, θα το καλοκαταλάβεις. Στείλανε το κορίτσι τους στην κατασκήνωση της Άρτεμης Αρκούδας – και κει η πιο μικρούλα φιλημένη από την αύρα της σωματικής ελευθερίας, γνωρίστηκε με κάθε θείο έρωτα. Έτρεχε και μετρούσε το ίδιο της το μπόι με τα δεντράκια και τους κεραυνούς, μάθαινε πώς να κάνει κούνια και πώς στην κούνια να κουνάει τις φιλενάδες της, αναμαλλιάρικο αρκούδι με λαίμαργα δοντάκια – ξέρανε οι παλιοί οι ευγενείς να μεγαλώνουν τα κορίτσια τους, κι αυτή προοριζόταν για βασίλισσα. Σημαίνει, έπρεπε να γνωρίζει το κορμί της, τα όρια και τους δίκαιους τους περιορισμούς. Επίσης, πώς να συγκρατεί τον εαυτό της όταν θα είχε εξουσία να ασκεί: ξέρεις τι είναι να σε βάζουν να κουνήσεις τη φιλενάδα σου και άσπονδη εχθρά σου και δεινή ανταγωνίστρια, εκείνη τη γλωσσού Φιλίτσα, εκείνη την αντιπαθέστατη που ας την πούμε Καίτη – κι εσύ να θέλεις να τη σβουρήξεις – αλλά να πρέπει να επιδείξεις εσωτερική κυριαρχία, για να σου αποδοθεί με εμπιστοσύνη (μελλοντικώς) η εξωτερική! Τέτοια είναι τα ζόρικα αθλήματα αιώρησης. Το οποίο, μας φέρνει τακτικά και στο προκείμενό μας ζήτημα, την έκσταση και στάση, και όλα τα ενδιάμεσα τα στάδια. Ας πούμε, στην αρχή – είμασταν όλοι μας παιδάκια, μετά χωρίστηκε η πλάση μας στα δύο: όπως το μήλο που το κόψανε στη μέση!
Και με τους δύο πόλους μας της ύπαρξης, άρχισε η ταλάντωση ανάμεσα σ’ αυτό που αναγνωρίζω για Εγώ και εκείνο που για χάρη συντομίας βαφτίζω Άλλο. Ή ξένο, ή απόκοσμο, ή ας το πούμε Ασυνείδητο κι ανείδωτο. Ή όψη μου που νόμιζα κρυμμένη μα που ορμάει να με φάει το ξημέρωμα μέσα σε εφιάλτες, είτε στη λουλουδάτη μου την κλίνη της χαράς. Ανάμεσα στον πόλο άλφα και στην αχαρτογράφητη περιοχή, κυκλοφορούνε τα λιοντάρια κι οι αρκούδες – κι η Φιλουμένη ως νεόκοπη μελλοντική αγία, μάθαινε τα μυστήρια της κούνιας και ένοιωθε αχνά το νόημα της λέξης Διαπραγμάτευση. Και πιθανό θα ήταν να είχε γίνει μια δεινή διαπραγματεύτρια, όμως, άλλες θα είναι πάντα οι βουλές μας των ανθρώπων, και άλλα οι θεοί μας θα κελεύουν. Τα έτερα, είναι κάπως γνωστά: Αυτοκράτορας Ρώμης ονόματι (ούτε και αναφέρουμε), καλεί τους σεβαστούς γονείς και την παιδίσκη – και είναι η παιδίσκη ετών ενδεχομένως ένδεκα, (άντε δεκατριών) και απαιτεί όπως την πάρει για γυναίκα του, γιατί πολύ του άρεσε εκείνος ο αέρας ο ασκλάβωτος που είχε με τον τρόπο που εβάδιζε. (Τζάμπα κρεμόταν απ΄τα δέντρα, τζάμπα έτρεχε σαν το αγρίμι του θεού και της Αρτέμιδας;)
Χρόνια αργότερα, τα έθιμα αυτά θα χαρακτήριζαν τις ευγενέστερες φυλές των Ινδιάνων όπως κάποτε τους λέγαμε, όταν φορούσες ίσως και εσύ ένα αστέρι κι έκανες τον καμπόη. Μία σωματική αξιοπρέπεια ξεχώριζε εκείνη την πριγκίπισσα, που είχε τάξει εαυτήν στη χάρη της Μάνας Αρκούδας, είτε τη λέγανε εκείνη Παναγία, είτε τη λέγαν Άρτεμη (δεν είμαι, Κύριος, του λέει, για τα δόντια σου – σκύλιασε και αυτός, πανιάσανε κι εκείνοι οι γονιοί της – έλα καλό μου έλα χρυσό μου, αυτή εκεί και τίποτα) μαρτύρησε το κοριτσάκι ευθαρσώς για την αγάπη του θεού που την εγέμιζε. (Και να τονίσω τώρα εδώ, για αποτροπή πάσας παρεξηγήσεως, ότι όπου ευρίσκεται βεβαίως η Παρθένος, εκεί εν-συνυπάρχει και ο γιός της – είμαστε δύο πόλοι μιας αλήθειας όπως μαρτύραγε η κούνια εξ’ αρχής, και ιδού κι η ζωγραφιά για την απόδειξη).
Έχει, ενδεχομένως πια, η κούνια αναπτύξει ταυτίσεις με τα δράματα του έρωτος: κάποτε με πικάντικα καπρίτσια, κυρίως σ’ ένα στυλ περικοκλάδας και πολλαπλών βλαστήσεων άκρα οργιαστικών. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την πράσινη κρυψώνα στο έργο Φραγκονάρ, και τα ανέκδοτα που λέγονται περί του έργου του συγκεκριμένου: Ποιος να το είχε παραγγείλει, τα δεδομένα της παραγγελιάς είναι ως έχουν – ιδού: Σε καιρό ροκοκό, κάποιος διακεκριμένος λιμπερτίνος που τ’ άρεσε να σκανδαλίζει τους καλεσμένους του, μόνο τόσο λιγάκι, έκανε την εξής παραγγελία. Θα έπρεπε, εκείνος ο ζωγράφος ν’ ακολουθήσει οδηγίες απερίσκεπτες, ότι ο εν λόγω λιμπερτίνος θα κρυβότανε στην φουντωτή χλωρίδα, και μισοξαπλωμένος θα καραδοκούσε να βλέπει τα μυστήρια της κούνιας που πάνω της θα αιωρείτο η γυναίκα εκείνη που την είχε καταστήσει (με τέτοια ζωγραφιά πλέον δημόσια στα μάτια καθενός) ως ερωμένη του. Και την εν λόγω κούνια πως θα έπρεπε να την κουνάει με χάρη ένας αγιότατος, ας πούμε καρδινάλιος. Ο αρχικός ζωγράφος καταντράπηκε, και μπαίνει στη σκηνή ο ανερχόμενος ακόμα Φραγκονάρ – και ιδού το αποτέλεσμα, θεάρεστο:
Γιατί ακόμα και ζωγράφος ανερχόμενος της κοινωνίας και της τέχνη τα σκαλάκια, δεν τόλμησε εντέλει να κοτσάρει σε τέτοιο πιπεράτο δημιούργημα κάποιον Πανοσιότατο, Υπερσεβασμιότατο, αλλά έφτιαξε με το αίμα της καρδιάς του, έναν καλόγνωμο σύζυγο και κορνούτο -και άσε το σκυλάκι της ως σύμβολο της πίστης να γαυγίζει, κι άσε τα αγγελάκια να κοιτούν σκανδαλισμένα, κι άσε το χερουβείμ στα αριστερά μας να βάζει το μικρό του δαχτυλάκι στα πέτρινα χειλάκια του και να μας κάνει Σσσσσουτ. Ο κήπος, ένα όνειρο σε πράσινο, εκείνη μια ιπτάμενη οπτασία σε φραμπαλάδες σ’ ένα χρώμα σαρκορόδινο. Μάλιστα, το ατύχημα της κούνιας – ευτυχέστατο – πάει στα καλλιά του το ωραίο πασουμάκι, φάνηκε κι ο αστράγαλος κι η γάμπα, κι η καλτσοδέτα – και θου Κύριε, ώρα απογευματινή μέσα στις λόχμες, ως και οι θεατές να αμαρτάνουμε. Και ούτε καν ν΄αναφερθώ σε σημειολογίες περί γυμνού ποδιού και υποδήματος.
Εικοσιπέντε χρονάκια πιο μετά από το έργο το σκαμπρόζικο, μπουκάρει στη σκηνή η Μαντάμ Γκιλοτίν (και πιο οικεία, ας την πούμε Λαιμητόμο). Πάνε τα ταφταδάκια, πάνε τα παπουτσάκια, από κοντά κατρακυλούν τα κεφαλάκια – και το 2001, αν θυμάμαι, στην πόλη Σέφηλντ του Γιορκσάιρ, ο αξιότιμος κύριος Σονιμπάρε λανσάρει τη δική του εκδοχή του ατυχήματος της κούνιας – και μας κάνει συνένοχους και ηδονοβλεψίες της ιστορίας (ή μάλλον, των τριών ιστοριών). Τρέξτε φτάστε ρε παιδιά να θαυμάστε την Κυρά!
Μπορείτε να τη δείτε από τη θέση του συζύγου (ας υποθέσουμε), είτε από τη θέση του κρυμμένου εραστή. Η Αιωρούμενη, το θείο αντικείμενο. Μια κριτική της θέσης της γυναίκας (μοναδικής πρωταγωνίστριας ακέφαλης). Η γαλλική περίοδος της Βασιλείας του Τρόμου – και, λόγω του υφάσματος που μοιάζει να είναι αφρικανικό, ένας χαιρετισμός στους μαύρους σκλάβους που έθρεψαν τα πλούτη της Γαλλίας (μεταξύ άλλων). Ίσως ακόμα μια αναφορά στη βία που υπέστη η Μάνα Αφρική (το χρώμα του δέρματος του ακέφαλου κορμιού με ασφάλεια το τοποθετεί ανάμεσα στη γης τους κολασμένους). Δεν υπάρχει άλλη δικαιοσύνη απ΄την τέχνη, ούτε και μια καταγγελία ακριβέστερη, μέσα απ΄το πολυσήμαντο σημαίνον της. Αιώρα, λοιπόν – μια ιστορία του έρωτα και της καταστροφής του. Ας ανατρέξουμε στο αρχαίο το αγγείο, εν χορδαίς και οργάνοις δοξάζουμε Κύριον.
Στη συγκεκριμένη αναπαράσταση, νομίζω υπάρχουν σαφείς αναφορές στον έρωτα. Μα εγώ νομίζω προτιμώ τις ασαφέστερες, τις πιο ανθοπρεπώς σημειωμένες. Παρατηρήσατε τα άνθη; Κύριε ο θεός ημών δόξη και τιμή στεφάνωσον, ακολουθία ΙερούΓάμου, δίχως άλλο. Αντίθετα, όταν ο σάτυρος δεν είναι ένα πνεύμα που μας φέρνει σε επαφή με την ανθρώπινή μας φύση (άρα κατά το ήμισυ τουλάχιστον ζωώδη) – αν είναι ας πούμε ένας καταχραστής της παρθενίας μας εν πνεύματι – τότε το θέμα καταλήγει άλλοτε στα ψιλά εφημερίδας, σε κάποιο φιλμ β’ κατηγορίας. Όπως, ας πούμε, στην υπόθεση της Κούνιας του Κόκκινου Βελούδου, επεξήγησις: νέα κοπέλα ορφανή γνωρίζει κύριον, μετά δεόντως καταστρέφεται. Τα ξέρουμε, αλλιώς τα φανταζόμαστε.
Μια τραγωδία των ηθών, βγαλμένη από την ίδια τη ζωή – το όνομα της κοπελίτσας Ήβλιν Νέσμπιτ, για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει. Ατυχέστατα, η Ήβλιν-Εβελίνα μας δεν μπόρεσε να αποτελειώσει εκείνη τη θητεία που ενδυνάμωνε από χρόνους αρχαίους τις ιέρειες της Κούνιας. Το μόνο της ενσταντανέ με την Αρκούδα θα ήταν μια φωτογραφία επιχρωματισμένη ή ασπρόμαυρη. Πόση αλήθεια η δικιά της ατυχία, και πόσα κοριτσάκια έχουν τα ήθη μας αφήσει απροστάτευτα!
Τα βλέπει κι η μικρή η Φιλουμένη και ταράζεται – με τα παλιά τα σύμβολά της του μαρτυρίου, τα τόξα για την Άρτεμη – την Παναγία, την Παρθένο της Θείας Αυτοδιάθεσης.
Κούνια λοιπόν, Θεάς Αρκούδας άθλημα. Κουνήσου απαλά και ενθυμήσου, το λένε κι οι γραφές και τα τραγούδια, κουνήσου απαλά. Κι έτσι δένει η ιστορία ζωής μας και θανάτου, το απόλυτο το μάθημα αιώρησης. Swing low, Eglantine. Swing low, sweet chariot.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου