Του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Αν η έκδηλη αφηγηματικότητα των σαράντα πέντε, πεζόμορφων και αριθμημένων με αραβικούς αριθμούς, μερών που συγκροτούν το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού Το αίμα νερό. Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, καθιστά δύσκολο τον χαρακτηρισμό τους ως ποιημάτων, τα κοινά νήματα που συνδέουν αυτό το βιβλίο με τα προηγούμενα εμφανώς ποιητικά βιβλία του Βλαβιανού είναι τόσα πολλά που δεν είναι υπερβολή να κάνουμε λόγο για δεσμό. Ο ειδολογικός υπότιτλος που προσδιορίζει το Αίμα νερό ως «μυθιστόρημα» μάλλον συνέβαλε στην ευρεία αναγνωστική του απήχηση (το βιβλίο μέσα σε διάστημα λίγων μηνών από την κυκλοφορία του επανεκδόθηκε, γεγονός ασύνηθες για ποιητικό πόνημα), αλλά ο υπότιτλος αυτός είναι εξίσου ειρωνικός με τον τίτλο προηγούμενων ποιητικών βιβλίων του Βλαβιανού, όπως το Σονέτα της συμφοράς [apologia pro vita et arte mea] (2011) (το μοναδικό γνώρισμα του σονέτου που διατηρούν τα ποιήματα είναι οι δεκατέσσερις στίχοι), Η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σε εκατό χαϊκού. Από τους Προσωκρατικούς έως τον Ντερριντά(2011) (προφανώς ο αναγνώστης δεν πρόκειται να διαβάσει ένα συμπυκνωμένο εγχειρίδιο ιστορίας της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης) και Διακοπές στην πραγματικότητα. Ποιήματα – σχεδιάσματα – μεταγραφές (2009) (ο τίτλος είναι εμφατικά δίσημος: «διακοπές» με την έννοια των θετικών διαφυγών στην πραγματικότητα ή με την έννοια των αρνητικών στιγμών κατά τις οποίες η πραγματικότητα διακόπτεται). Η ειρωνεία του ειδολογικού υπότιτλου «μυθιστόρημα» προφανώς στοχεύει στην απροσδιοριστία αυτού καθεαυτού του ποιητικού είδους, απροσδιοριστία που λειτουργεί ως σταθερά της ποιητικής γραφής και της ποιητικής του Βλαβιανού. Εξάλλου στο ανυπόγραφο κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Το αίμα νερό, κείμενο για το οποίο δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε ότι γράφτηκε από τον Βλαβιανό, γίνεται ρητά λόγος για «ένα ποιητικό βιβλίο».
Ένα, λοιπόν, ποιητικό βιβλίο που συμπυκνώνει, με την αφαιρετική οικονομία της ποίησης, την αφηγηματική ύλη ενός οιονεί «μυθιστορήματος» με θέμα το νόημα της πασίγνωστης παροιμιώδους φράσης για τους ψυχοσυναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της οικογένειας: «Το αίμα νερό δεν γίνεται». Η σύντμηση αυτής της φράσης στον τίτλο του βιβλίου σχολιάζεται, ξανά, με τις πρώτες φράσεις του κειμένου του οπισθόφυλλου: «Το αίμα νερό: γίνεται; Οι δυο λέξεις που συνάπτονται εδώ, η καθεμιά με το δικό της ειδικό βάρος, και οι δυο μαζί με την υγρή τους ζωτικότητα, παραπέμπουν απευθείας στη νομοτέλεια της λαϊκής σοφίας: όχι, δεν γίνεται». Αυτή η κατά κάποιο τρόπο εξήγηση του τίτλου, με άλλα λόγια η έμμεση παραδοχή ή η ομολογία ότι ο δεσμός με την οικογένεια είναι αναπόδραστος ακόμα κι αν τα μέλη της έχουν χαθεί, καθώς τα ίχνη τους παραμένουν ανεξάλειπτα στη αγλαή ή τραυματισμένη μνήμη των επιγόνων, δίνει το σημείο της αφετηρίας για την ανάγνωση του βιβλίου από εκείνους τους αναγνώστες που γνωρίζουν το προηγούμενο ποιητικό έργο του Βλαβιανού. Για όσους αναγνώστες, δηλαδή, θα το διαβάσουν και με βάση δυο από τους σταθερούς και τεμνόμενους μεταξύ τους άξονες της θεματικής και της ποιητικής του Βλαβιανού, το θέμα της οικογένειας και το θέμα του αυτοβιογραφούμενου εαυτού.
Επιχειρώντας παρακάτω μια σύντομη αναδρομή στο προηγούμενο έργο του Βλαβιανού, για να ανακαλέσουμε πώς τέμνονται και συλλειτουργούν σε αυτό οι θεματικοί άξονες της οικογένειας και του αυτοβιογραφούμενου εαυτού, αξίζει καταρχάς να σταθώ στην υπόμνηση ότι ο τίτλος «Το αίμα νερό» χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος ποιήματος ήδη στη συλλογή του Βλαβιανού Άσπονδος αναίρεσις (1989). Βέβαια σε εκείνο το ποίημα ο τίτλος δεν συνδέεται με την εμπειρία ή τη μνήμη της οικογένειας, καθώς το εν λόγω ποίημα εκφράζει τη σταθερή στην Άσπονδο αναίρεσιανατρεπτική διάθεση ως προς το ποιητικό παρελθόν, εκδήλωση της οργής που προκαλούσε τότε στα μάτια του Βλαβιανού η στάσιμη εικόνα της σύγχρονής του ελληνικής ποίησης. Συνεπώς εκείνος ο τίτλος υποδηλώνει τη ρήξη των δεσμών ή την αποκοπή από την οικογένεια των ποιητικών προγόνων ως προϋπόθεση ώστε ο άσωτος υιός να μπορέσει να ξεκινήσει τη δική του, ανεξάρτητη πορεία στον ποιητικό βίο του. Επαναχρησιμοποιημένος, πάντως, ο τίτλος σε ένα βιβλίο με θέμα τη σχέση με τη βιολογική οικογένεια επιτρέπει, για άλλη μια φορά, την επαλήθευση της υποψίας ότι εντέλει ο κάθε ποιητής γράφει, παρά τις πιθανές μεταμορφώσεις της γραφής του και τη μετατόπιση των θεμάτων του, ένα κατά βάθος ενιαίο ποίημα εν προόδω.
Παράλληλα, όποιος έχει οικειότητα με το ποιητικό έργο του Βλαβιανού γνωρίζει ότι το θέμα της οικογένειας κατέχει σε αυτό δεσπόζουσα θέση. Ιδίως στην πρώτη ενότητα του βιβλίου του Adieu(1996) «Λεύκωμα. (Xρονικά αγάπης και απώλειας)», τα δεκαπέντε ποιήματα κεντρώνονται γύρω από αλγεινές οικογενειακές σχέσεις και οδυνηρά συμβάντα. H μητέρα ως κυρίαρχη μορφή, αλλά και ο πατέρας, η αδελφή κι η γιαγιά, αποτελούν τα πρόσωπα του προσωπικού δράματος που συμπυκνώνεται στον στίχο: «Συγγένεια σημαίνει θάνατος» («Pentimento», σ. 23), θάνατος φυσικός, ψυχικός, ηθικός. Σε εκείνα τα ποιήματα ο Bλαβιανός προσπαθεί να συντάξει, μέσα από τη διάλυση της οικογένειάς του, ιδιωτικά χρονικά αγάπης και απώλειας, για να συγκροτήσει το δικό του πρόσωπο του ενήλικα ποιητή, υπερβαίνοντας έτσι την έλλειψη της οικογενειακής ευτυχίας που δεν έζησε. Πάνω από τα «σκουπίδια της ζωής» («Ictus», σ. 32) υπάρχουν οι «ετερόμορφοι θεοί της ποίησης», οι οποίοι δρουν παραμυθητικά και σχεδόν θαυματουργά, αγλαΐζοντας τους αδύναμους και φθαρτούς συγγενείς του οικογενειακού δράματος στα ακέραια πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου, του ονείρου της ευτυχισμένης οικογένειας. Στο ποίημα «Υιός της απωλείας» (σ. 38-39) διαβάζουμε τους στίχους: «Τώρα που ο λυγμός / παλεύει ακόμη με τις λέξεις / κι η φαντασία δεν έχει τη δύναμη / να εξευγενίσει τη μνήμη, τώρα θα πρέπει να μιλήσω για σας / τρυφερές, σαρκοβόρες / γυναίκες της ζωής μου, / να γράψω γι’ αυτό που κάποτε είσαστε, / που ήμουν κάποτε / που οφείλω να γίνω και πάλι».
Γίνεται, νομίζω, φανερό και μόνο από το προηγούμενο απόσπασμα πόσο πολύ η θεματοποίηση όψεων και στιγμών της δραματικής οικογενειακής ιστορίας του Βλαβιανού συναρτάται με την αναζήτηση της ταυτότητάς του ως ενός πεισματικά αυτοβιογραφούμενου εαυτού, ενός εαυτού που υποβάλλεται στον βασανισμό ή και την ταπείνωση της αυτοέκθεσης για να λυτρωθεί: το εξιλαστήριο θύμα της οικογένειας στον βωμό της ποίησης συμπαρασύρει στη λυτρωτική θυσία του τα αγαπημένα και μαζί μισητά οικογενειακά πρόσωπα.
Ο άλλος άξονας, εκείνος του αυτοβιογραφισμού, εστιασμένου ιδίως στην οικογενειακή ιστορία, επίσης διαπερνά ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό έργο του Βλαβιανού. Αυτός, ο αυτοβιογραφικός άξονας, τέμνεται στην ποίησή του με την αυτοαναφορικότητα και, συνεπώς, τον φιλοσοφικοκοινωνικό στοχασμό γύρω από την ταυτότητα του σύγχρονου υποκειμένου. Καίριες είναι ορισμένες παλαιότερες παρατηρήσεις του Ερωτόκριτου Mωραΐτη για τον συγκερασμό του αυτοβιογραφικού με το στοχαστικό και φιλοσοφικό στοιχείο και για το ποιητικό επίτευγμα αυτού του συγκερασμού στην ποίηση του Βλαβιανού στο βιβλίο Μετά το τέλος της ομορφιάς (2003): «Ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα σε δύο είδη ποιημάτων, αυτά στα οποία αυτοβιογραφείται, κι αυτά στα οποία μιλά για αισθητικά και φιλοσοφικά (ηθικά) προβλήματα. Χωρίς την αυτοβιογραφία όλη αυτή η ποίηση θα εξατμιζόταν σε μία “καθαρή μουσική ιδεών”. Θα έλεγα ότι η ωριμότητα του Μετά το τέλος της ομορφιάς βρίσκεται στο γεγονός ότι τα δύο είδη ποιημάτων πυκνώνουν στην ουσία σε ένα, ώστε η αφηρημένη μουσική των ιδεών να αποκτά υλικότητα κι η αυτοβιογραφία να μετασχηματίζεται σε μια γενική βιογραφία του ποιητή».[1]
Περνώντας στο Αίμα νερό, παρατηρώ ότι η εκτύλιξη του «μυθιστορήματος» με θέμα τη σχέση με την οικογένεια γίνεται γραμμικά, με την αναδρομή σε καίριους σταθμούς του παρελθόντος που δια της γραφής αναβιώνει και αποτιμάται σε αρκετά σημεία από τη σκοπιά του παρόντος. Η αναδρομή ξεκινά από τα χρόνια της πρώτης παιδικής ηλικίας, στο πρώτο κείμενο, και φτάνει μέχρι το παρόν του ενήλικου ποιητή που, στο τελευταίο κείμενο, κοιτά, περιγράφει και σχολιάζει μία φωτογραφία των νιόπαντρων γονιών του, οριστικά πλέον νεκρών. Καθώς η γραφή του συνθέματος συνέβη ύστερα από τον θάνατο των δύο γονιών (και αφού προηγήθηκε ο θάνατος των δικών τους γονιών, των παππούδων και των γιαγιάδων του αφηγητή), σε στιγμή δηλαδή κατά την οποία τα οικογενειακά πρόσωπα είναι αντικείμενα της διαχείρισής τους από τον επίγονό τους ποιητή, η ψυχοσυναισθηματική εμπειρία που πρόδηλα αποτυπώνεται στο Αίμα νερό μπορεί να προσδιοριστεί με τη φράση: μετά τον λυγμό. Ενώ, δηλαδή, τα παλαιότερα ποιήματα του Βλαβιανού με θέμα την οικογένεια χαρακτηρίζονταν από μια υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία, που οφειλόταν στην άμεση επενέργεια του βιώματος κατά τον χρόνο γραφής του ποιήματος, στη στιγμή δηλαδή του εκδηλωμένου ή απωθημένου λυγμού, τώρα η χρονική απόσταση από τα εμπειρικά συμβάντα ευνοεί αφενός την ψυχρή και ελλειπτική αποτύπωσή τους, αφετέρου τον αναστοχασμό γύρω από αυτά, προκειμένου να συναχθεί (ή να καταβληθεί μια ακόμα προσπάθεια για) μια «apologia pro vita et arte mea». Επίσης, καθώς ο Βλαβιανός δεν χρειάζεται πια να «παλεύει με τις λέξεις», οδηγείται στην υιοθέτηση ενός ουδέτερου, αχρωμάτιστου ποιητικά, αναφορικού ως προς την πραγματικότητα και πεζολογικού ύφους.
Η διαδρομή στο οικογενειακό παρελθόν και στα σκόρπια ίχνη μιας λανθάνουσας αυτοβιογραφίας περνά από πλήθος σταθμούς που περιλαμβάνουν χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Βραζιλία), ιστορικές εποχές και πρόσωπα, πολιτικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές περιστάσεις και άλλα πολλά. Όλοι αυτοί οι σταθμοί, που προσδίδουν στο κείμενο του Βλαβιανού τον χαρακτήρα ενός μυθιστορήματος μωσαϊκού που έχει σμικρυνθεί σε ένα παζλ, λειτουργούν ως σημεία της αναγκαστικής περιδιάβασης στον χώρο και τον χρόνο ενός κοσμοπολίτη που έγινε άθυρμα της τύχης που άλλοι όρισαν γι’ αυτόν από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την ενήλικη ζωή του. Ήρθε, όμως, η στιγμή αυτή η περιδιάβαση να κρυσταλλωθεί απολογιστικά στις σαράντα πέντε «πράξεις» του Αίματος νερού. Ίσως η επιλογή του χαρακτηρισμού «πράξεις» να συνδέεται με την έντονη δραματικότητα, τον συγκρουσιακό χαρακτήρα, το βαρύ συναισθηματικό φορτίο ή αποτύπωμα των περιγραφόμενων σκηνών, το ότι πρόκειται για μικρότερης ή μεγαλύτερης βαρύτητας ανθρώπινα δράματα. Ακριβέστερα, πάντως, πρέπει να προσεχθεί η έντονη «κινηματογραφικότητα» ως χαρακτηριστικό της αφήγησης στο Αίμα νερό, με την έννοια αφενός της έντονης οπτικής ενάργειας που χαρακτηρίζει την περιγραφή και, αφετέρου, του δραστικού περιορισμού των σχολίων του αφηγητή, ώστε να αποφεύγεται, σε συνδυασμό με τον ψυχρό τόνο που επιφέρει η χρονική απόσταση, ο μελοδραματισμός. Μάλιστα από την άποψη της «κινηματογραφικότητάς» τους άλλες πράξεις μπορούν να προσδιοριστούν ως πλάνα, στιγμές μικρής αφηγηματικής διάρκειας, και άλλα ως σεκάνς (σκηνές), όπου η αφήγηση συμπυκνώνει αφηγηματική ύλη αρκετά μεγαλύτερης χωροχρονικής έκτασης και διάρκειας. Με την «κινηματογραφικότητα», τέλος, θα συνέδεα και την αποσπασματικότητα των πράξεων, την αίσθηση του αναγνώστη, δηλαδή, ότι μεταξύ πολλών άλλων έχουν επιλεγεί ως αφηγητικό υλικό εκείνες οι κρίσιμες στιγμές και εκείνες οι καίριες καταστάσεις που συμπυκνώνουν το οικογενειακό δράμα.
Άμεσα διακριτό είναι, επίσης, το στοιχείο του αυτοβιογραφούμενου εαυτού στο Αίμα νερό, οπτικοποιημένο ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, όπου ο αναγνώστης βλέπει φωτογραφία του έφηβου Χάρη Βλαβιανού να έχει το χέρι του περασμένο πάνω απ’ τον ώμο του αρκετά ψηλότερου πατέρα του, ενώ τον αντικρίζει με ευλαβικό δέος, την ίδια στιγμή που εκείνος κοιτάζει προς την αντίθετη ως προς τον γιο του κατεύθυνση. Η σταθερή χρήση του δευτέρου προσώπου στο Αίμα νερό, με άλλα λόγια η αποστροφή του αφηγητή στον εαυτό του, συνδέεται, πιστεύω, με την πρόθεση για αποδραματοποίηση ή αποφόρτιση του κειμένου από το ούτως ή άλλως έντονο δραματικό φορτίο. Και αυτή η αποφόρτιση επιτυγχάνεται επ’ ωφελεία του κειμένου και του αναγνώστη του. Ουσιαστικά ο αναγνώστης μέσα από τη χρήση του δευτέρου προσώπου βλέπει τον αφηγητή να στέκεται ενώπιος ενωπίω, έτσι όπως αυτός ο τελευταίος προσπαθεί να αντικρίσει τον εαυτό του μέσα από τον μεγεθυντικό και ίσως παραμορφωτικό φακό του οικογενειακού παρελθόντος. Από τη μια, η πληγή έχει κλείσει, με τη φυσική απώλεια των αιτίων της, από την άλλη, όμως, η ζωντανή μνήμη του επιγόνου και η δια της γραφής διατήρησή της κρατά πεισματικά την πληγή ανοιχτή. Στο Αίμα νερό κυριαρχεί η επίγνωση ότι δεν υπάρχει πια καμία πιθανότητα ή ελπίδα οι αδύναμοι και φθαρτοί συγγενείς του οικογενειακού δράματος, ιδίως οι δύο γονείς, να γίνουν τα ακέραια πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου. Για αυτούς τους γονείς στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου ο Βλαβιανός διαπιστώνει, δανειζόμενος τους στίχους του Λάρκιν: «They fuck you up, your mum and dad. / They may not mean to, but they do». Αυτή η σκληρή, πικρή και κυνική διαπίστωση είναι ίσως ο πιο εύγλωττος τρόπος για να εκφραστεί η δραματικότητα ή και η τραγικότητα της σχέσης. Και σ’ αυτή την τραγικότητα εντοπίζεται, πιστεύω, ο πυρήνας της συγκίνησης που μεταδίδει στους αναγνώστες του το Αίμα νερό.
Στο Αίμα νερό το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν τέμνεται πλέον, όπως στην παλαιότερη ποίηση του Βλαβιανού, με τον φιλοσοφικοποιητικό στοχασμό, αλλά εκδηλώνεται με μιαν άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα διάστασή του. Στα μέρη 37 και 38 ο Βλαβιανός κάνει αντικείμενο της αφήγησής του το πώς μετέφερε την αλγεινή σχέση με τα μέλη της οικογένειας στα ποιήματά του και το ποιες ήταν οι συναισθηματικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν στους γονείς του και τον ίδιο από αυτή την επιλογή. Ο Βλαβιανός δεν διστάζει να αφηγηθεί πώς ήρθε αντιμέτωπος με την απαξίωση και τη χλεύη των πιο ‘αγαπημένων’ του, της μητέρας και του πατέρα του, επειδή τόλμησε να εκφράσει μέσω των ποιημάτων του όλα όσα εκείνοι αρνήθηκαν να του δώσουν τη δυνατότητα να τους πει στην πραγματική ζωή. Γιατί η πραγματική ζωή είναι η απώλεια που η ποίηση προσπαθεί, μάταια βέβαια γι’ αυτόν τον ίδιο που την γράφει, να αναπληρώσει ή να υπερβεί. Ανατέμνοντας τον σκοτεινό πυρήνα των οικογενειακών σχέσεων, το Αίμα νερό συμπυκνώνει, με τρόπο που μόνο η πολύ καλή λογοτεχνία κατορθώνει, μια πικρή και κυνική αλήθεια: δεν έχει σημασία να καταφέρεις να συγχωρέσεις τους άλλους ή τον εαυτό σου για όλα όσα δεν έκανες ή για όσα έκανες λάθος, όσο έχει σημασία να εκφράσεις γιατί δεν μπορείς να συγχωρέσεις τους άλλους και τον εαυτό σου. Με την αφιέρωση του βιβλίου στα δύο παιδιά του, «Στην Ειρήνη και τον Αλέξανδρο, γιατί την τεσσαρακοστή έκτη πράξη αυτού του έργου θα την γράψουν οι ίδιοι», ο Βλαβιανός αναθέτει ή και κληροδοτεί στα δικά του παιδιά την ηθική και συναισθηματική ευθύνη να συνεχίσουν εκείνα την αφήγηση της πραγματικής ζωής από το σημείο που εκείνος ως γιος-ποιητής σταμάτησε.
INFO: Χάρης Βλαβιανός, Το αίμα νερό. Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη 2014, σσ. 74.
[1] Ερωτόκριτος Mωραΐτης, «Το τοπίο νέου ρεαλισμού. Μερικές σκέψεις για το Μετά το τέλος της ομορφιάς του Χάρη Βλαβιανού», Πόρφυρας, τχ. 113, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σ. 501.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου