Το "Σχολείον Ψαλτικής" (επίσημη σελίδα:www.sholeionpsaltikis.gr ) είναι μια μουσική σχολή της Αθήνας, που διακρίνεται για την προσήλωσή της στην ορθή εκμάθηση της πατροπαράδοτης μουσικής μας, εκκλησιαστικής κυρίως, αλλά και κοσμικής. Οι ιδρυτές του, και μουσικοδιδάσκαλοι της Σχολής, Κωνσταντίνος Φωτόπουλος και Κωνσταντίνος Μπουσδέκης, ανταποκρινόμενοι ασμένως στην πρόταση της "Ψαλμωδίας" για συνέντευξη, απαντούν στις ερωτήσεις μας. Τους ευχαριστούμε θερμώς και ευχόμαστε ο Κύριός μας να τους χαρίζει υγεία και καλή καρποφορία στο θεάρεστο έργο τους.
Τί είναι η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, ποιός είναι ο σκοπός της και πώς γίνεται κανείς μύστης της;
Κ.Φ.: Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι η μουσική της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Είναι μια μουσική που έχει ως σκοπό να βοηθήσει τους πιστούς να κατανυχθούν, να προσευχηθούν αλλά και να τερφθούν. Η γέννησή της τοποθετείται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ζυμώνεται μέσα στην καθημερινή πρακτική των ακολουθιών από προσευχόμενους ανθρώπους και μας παραδίδεται στη σημερινή της μορφή. Δεν μπορεί να υποβαθμίζεται σε ένδυμα του εκκλησιαστικού λόγου υπό την έννοια μιας στείρας διεκπεραιωτικής διαδικασίας και να αποξενώνεται από οποιαδήποτε μορφή καλλιτεχνίας. Είναι μια τέχνη υψηλή, με μακρόχρονη ιστορία, με πληθώρα ανωνύμων και επωνύμων μελοποιών, με έργα ανεκτίμητης αξίας. Είναι μια τέχνη στην οποία έχουν προσφέρει αυτοκράτορες, πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, ψάλτες αλλά και ο απλός λαός. Είναι μια τέχνη παραδοσιακή που όμως μελετάται και αντιμετωπίζεται και επιστημονικώς και θεολογικώς.
Προκειμένου κάποιος να γίνει μύστης της ψαλτικής τέχνης πρέπει να νιώσει βαθειά αυτή τη μουσική, να βρει κάποιον καλό δάσκαλο με παραδοσιακές καταβολές και να αφεθεί σε αυτόν. Σημαντικός παράγων που παραβλέπεται στις μέρες μας είναι και η διαρκής συμμετοχή στις ακολουθίες, στο αναλόγιο του δασκάλου, όσο το δυνατό συχνότερα. Εκεί ο μαθητής μπορεί να «κλέψει» από το δάσκαλο όσα αυτός δεν πρόκειται ποτέ να του υποδείξει στο μάθημα.
Κ.Μ.: Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι η μουσική με την οποία λατρεύουμε το Θεό. Είναι ζώσα, χρησιμοποιείται, δηλαδή, ανελλιπώς τους τελευταίους δέκα περίπου αιώνες σε όλες τις ιερές ακολουθίες της ορθοδόξου (ελληνικής κυρίως) Εκκλησίας και είναι ταυτόχρονα Τέχνη και Επιστήμη. Οι ιεροψάλτες ψάλλουν μεν προσευχόμενοι, δεν παραμελούν όμως το καλλιτεχνικό σκέλος της διακονίας τους. Ως εκπρόσωποι του λαού, οφείλουν να είναι μύστες της Τέχνης αυτής και να συντελούν στη σωστή τέλεση των ακολουθιών. Η Τέχνη αυτή παραδόθηκε ανά τους αιώνες από στόμα σε στόμα, από δάσκαλο σε μαθητή και κατ’ αυτόν τον τρόπο έφτασε μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα οπότε και έχουμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Ακούγοντας, λοιπόν, οι νεότεροι τις ηχογραφήσεις αυτές αλλά και τους παλαιούς –εν ζωή- ιεροψάλτες, «μαθητεύουμε» στο σωστό εκκλησιαστικό «ύφος», όπως αυτό ονομάζεται, στο σωστό, δηλαδή, τρόπο ψαλμωδίας, κατά την παράδοση. Πολλά στοιχεία άλλαξαν ανά τους αιώνες αλλά ο σωστός τρόπος ψαλμωδίας μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτός ακόμα και από έναν «μη μύστη». Είναι σημαντικό, να μπορούμε να αντιληφθούμε εάν και κατά πόσον βαδίζουμε στο σωστό δρόμο και για το λόγο αυτό πρέπει να ακούμε και τη γνώμη άλλων και κυρίως του δασκάλου μας. Είναι πολύ λεπτό το σημείο στο οποίο μια ψαλτική ερμηνεία μετατρέπεται σε «καλλιτεχνική» ή σε προσπάθεια νομιμοποίησης μιας προσωπικής (λανθασμένης;) άποψης.
Τα χαρακτηριστικά του καλού δασκάλου και του καλού μαθητή.
Κ.Φ.: Ο δάσκαλος της ψαλτικής τέχνης φέρει μεγάλη ευθύνη για το διακόνημα που τελεί. Αν αγαπάει ο ίδιος την ψαλτική θα μεταδώσει αυτή του την αγάπη και στους μαθητές του. Αν και οι μαθητές, πέραν της αγάπης τους για την ψαλτική, έχουν και το απαραίτητο τάλαντο, τότε θα μπορέσουν να εξελιχθούν σε αξίους διακόνους των αναλογίων.
Ένας δάσκαλος της ψαλτικής τέχνης πρέπει να είναι καλά καταρτισμένος και να ψάλει κατά το παλαιό παραδοσιακό ύφος. Πρέπει να έχει την υπομονή και το ζήλο να μεταδώσει τις γνώσεις του στους μαθητές και καλό είναι να μην αγανακτεί ούτε και να απελπίζεται από τα λάθη, την αμέλεια και πολλές φορές την άσχημη συμπεριφορά του μαθητή. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της φωνής αλλά και του χαρακτήρα του μαθητή, να στηρίζεται στα δυνατά του σημεία για να διορθώνει τα αδύναμα και να είναι συστηματικός και μεθοδικός. Πρέπει να έχει ως σταθερό σημείο αναφοράς τη γραπτή αλλά και την προφορική παράδοση και να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη διδασκαλία των μουσικών διαστημάτων, στη μέτρηση του χρόνου, στη χρονική αγωγή του κάθε μέλους, στον τρόπο με τον οποίο εκφέρεται η φωνή, στην απαγγελία των παραδοσιακών φωνητικών ποικιλμάτων, στην ανάγνωση ενός μαθήματος ως συνόλου μουσικών θέσεων και όχι ως παράθεσης ξερών φθόγγων. Τέλος ο δάσκαλος πρέπει να θυμάται πάντα ότι με την παρουσία του πάνω στο αναλόγιο αποτελεί ζωντανό παράδειγμα για του μαθητές του.
Από την άλλη τις αρετές του καλού μαθητή τις περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο ο Παναγιώτης Χρυσάφης, ένας δάσκαλος του 17ουαιώνα, με το χιλιοειπωμένο αλλά πάντα επίκαιρο «τροπάριον προς νουθεσίαν του μαθητού»:
«Ο θέλων μουσικήν μαθείν,
και θέλων επαινείσθαι,
θέλει πολλάς υπομονάς,
θέλει πολλάς ημέρας,
θέλει καλόν σοφρωνισμόν,
και φόβον του Κυρίου,
τιμή προς τον διδάσκαλον,
δουκάτα εις τας χείρας»
Κ.Μ.: Ο καλός δάσκαλος πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει όρεξη, καλή διάθεση και να αγαπά αυτό που κάνει. Αυτά θα τα αντιληφθεί γρήγορα ο μαθητής και θα βάλει κι αυτός τα δυνατά του. Πέρα από αυτά, θα πρέπει να είναι ο ίδιος γνώστης του αντικειμένου και να έχει πρόγραμμα, ειδάλως δεν γίνεται σοβαρή δουλειά. Πρέπει να επιμένει στη λεπτομέρεια και να επιδιώκει το τέλειο. Να μπορεί να αντιλαμβάνεται τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες κάθε μαθητή και να προσαρμόζει το μάθημα αναλόγως. Η εμπειρία βοηθά σ’ αυτό. Να θέτει στόχους αλλά και όρια που δε θα παραβεί ποτέ, εάν θέλει να είναι ήσυχος με τη συνείδησή του.
Καλός μαθητής είναι αυτός που ξέρει να ακούει και να υπακούει. Όταν ο μαθητής παραδοθεί στο δάσκαλο πλήρως, τότε κι αυτός θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Με το ζόρι μαθητής δεν γίνεται…
Οι μαθητές θα πρέπει να τρέφουν σεβασμό για το δάσκαλο αλλά και όλους τους υπόλοιπους ιεροψάλτες. Να μην θεωρούν ότι έχουν καταφέρει κάτι αλλά να επιζητούν πάντοτε το καλύτερο. Να ανεβαίνουν ανελλιπώς στο αναλόγιο και να ακούν ηχογραφήσεις καλών παραδοσιακών ψαλτών.
Πρωτοψάλτης-Λαμπαδάριος: δημοσιοσχεσίτες υπάλληλοι του ναού ή φορείς της Παράδοσης;
Κ.Φ.: Ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος φέρουν μεγάλη ευθύνη για την ομαλή διεξαγωγή των ακολουθιών. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δημοσιοσχεσίτες υπάλληλοι, εφόσον άλλωστε ανήκουν στον κατώτερο κλήρο. Οφείλουν να συνεργάζονται αρμονικά με τους ιερείς αλλά παράλληλα να τονίζουν τα λάθη και τις παραλείψεις που παρατηρούνται στις ακολουθίες, να φροντίζουν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους για τη διόρθωσή τους και όχι να αποποιούνται των ευθυνών τους με το γνωστό «ως δόξη τω προεστώτι».
Με το παράδειγμά τους μας διδάσκουν μεγάλοι πατριαρχικοί ψάλτες όπως είναι οι Ιάκωβος Ναυπλιώτης, Κωνσταντίνος Πρίγγος, Θρασύβουλος Στανίτσας αλλά και πολλοί αγιορείτες πατέρες. Κάποιοι από αυτούς υπέστησαν μισθολογικές μειώσεις ή έχασαν προσωρινά τη θέση τους προκειμένου να μην υποχωρήσουν σε παράλογες απαιτήσεις των προϊσταμένων τους, που αφορούσαν το σκέλος της μουσικής και του τυπικού. Πολλά δε και παροιμιώδη είναι τα περιστατικά με τους αγιορείτες τυπικάρηδες που μας δείχνουν το ζήλο τους για την τήρηση των αρχαίων διατάξεων εις πείσμα των καιρών. Αν όλοι αυτοί οι παλαιοί ψάλτες και τυπικάρηδες υποχωρούσαν χωρίς συζήτηση σε κάθε παράλογη απαίτηση, η λειτουργική πρακτική προφανώς θα ήταν σε πολύ χειρότερη μοίρα στις μέρες μας. Από την άλλη βέβαια ένας ψάλτης-ταραχοποιός μπορεί να δημιουργήσει τα ίδια προβλήματα με τον ψάλτη-δημοσιοσχεσίτη και για αυτό τις δύσκολες καταστάσεις πρέπει να μάθουμε να τις διαχειριζόμαστε με διάκριση.
Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι τα έσοδα από την ψαλτική αποτελούν για πολλούς σημαντική αν όχι μοναδική πηγή εσόδων, νομίζω ότι είναι καλό να προσπαθούμε να γίνουμε ψάλτες ευσεβείς και με συναίσθηση της σοβαρότητας του λειτουργήματος που επιτελούμε.
Κ.Μ.: Ο ιεροψάλτης είναι φορέας της Παράδοσης. Έτσι θα πρέπει ο ίδιος να αντιμετωπίζει το θέμα και έτσι να αντιμετωπίζεται. Ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος ψάλλουν σωστά και τηρούν την ορθή Τάξη στο ναό. Πολλές είναι οι περιπτώσεις στο παρελθόν κατά τις οποίες οι ιεροψάλτες προέταξαν τα στήθη τους και αποφεύχθηκαν έτσι δυσάρεστες για τη μουσική εξελίξεις.
Ο Πρωτοψάλτης και ο Λαμπαδάριος οφείλουν να είναι μύστες για να μπορέσουν να υπηρετήσουν σωστά και αυτόν το σκοπό. Με συνετό τρόπο αλλά και παρρησία να ομιλούν περί των μουσικών και να μην υποχωρούν στις εκάστοτε προτιμήσεις των προϊσταμένων τους.Δυστυχώς, από τα ψιλά προχωρούμε στα χοντρά. Περνά «κατ’ οικονομίαν» το ένα, περνά «για τον κόσμο» το άλλο και στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα! Ήδη έχουμε φτάσει στο λυπηρό σημείο κάθε ενορία να έχει τα δικά της «τυπικά».
Το «ορθώς ψάλλειν».
Κ.Μ.: Σύμφωνα και με τα προλεγόμενα, ο ιεροψάλτης πρέπει να ψάλλει σωστά, κατά το πατροπαράδοτο «ύφος». Ποιο όμως είναι αυτό το «ύφος» και γιατί το ένα «ύφος» να είναι πιο πολύ «ύφος» από το άλλο; Σίγουρα, θεωρούμε αυθεντικότερο το λεγόμενο «πατριαρχικό ύφος», δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε και τη μακραίωνη παράδοση του Αγίου Όρους. Άρα, το «ορθώς ψάλλειν», μάλλον δεν έχει να κάνει με την εκφορά των φωνηέντων, με την ποσότητα των αναλύσεων ή τον κοφτό τρόπο έκφρασης. Θα το χαρακτήριζα μάλλον «εκκλησιαστικώς ψάλλειν», γιατί το «ορθώς ψάλλειν» οδηγεί πολλές φορές σε ερμηνείες που είναι κακές απομιμήσεις μεγάλων ιεροψαλτών και έχει, έτσι, καταστρέψει πολλούς ιεροψάλτες. Αντιθέτως, έχουμε φτάσει στο σημείο να κατηγορούμε Μεγάλους Ψάλτες επειδή δεν είναι πατριαρχικοί!
Άσχετα, πάντως, με τις ιδιαιτερότητες κάθε μέρους και κάθε ψάλτη, παρατηρούμε σε όλους τους μεγάλους μια συνέπεια και ταύτιση στα βασικά στοιχεία του τρόπου που ψάλλουν. Βάζουν την προσωπική τους πινελιά, την καλλιτεχνία τους, είναι διαφορετικοί αλλά παραμένουν παραδοσιακοί.
Αυτό δεν συμβαίνει, φυσικά, πάντοτε και έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις ιεροψαλτών που ξεφεύγουν επί το δυτικότερον ή επί το ανατολικότερον ή προς άλλες, δικές τους κατευθύνσεις.
Περί ισοκρατήματος. Αρμονικό Ισοκράτημα: Παράδοση ή απαίτηση των καιρών; Το ισοκράτημα κατά την πατριαρχική παράδοση.
Κ.Φ.: Αν και υπάρχουν μαρτυρίες για το ισοκράτημα σε παλαιά χειρόγραφα, δε γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε πρωτοεμφανίζεται. Το σίγουρο είναι ότι τόσο από τις πρώτες καταγραφές ισοκρατημάτων σε έντυπα βιβλία αλλά και χειρόγραφους κώδικες, όσο και από παλαιές ηχογραφήσεις που έχουμε από τον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, το ισοκράτημα είναι ιδιαίτερα απλό.
Το αρμονικό ισοκράτημα δεν αποτελεί παράδοση. Είναι μια επιρροή από τη Δύση που εξυπηρετεί ανάγκες ξένες προς το σκοπό της ψαλτικής τέχνης και που προέκυψε πιθανότατα υπό την πίεση της πολυφωνικής μουσικής που εισέβαλε σε αρκετούς ναούς του ελλαδικού χώρου αλλά και της Πόλεως τον 20ο αιώνα. Είναι τιμιότερο να αντιμετωπίζουμε το αρμονικό ισοκράτημα, όπως και το διπλό βέβαια, ως δυτική επιρροή παρά ως δήθεν θεμελίωση παλαιών ήχων. Πως είναι δυνατόν, για παράδειγμα, στον πλάγιο του τετάρτου να στεκόμαστε για τρεις ή τέσσερις χρόνους στον πα και να κάνουμε ισοκράτημα στον κάτω δι λέγοντας ότι ο ήχος είναι άγια εκ του κάτω δι και άρα πρέπει να αλλάξει το ισοκράτημα; Με αυτή τη λογική και όταν σταθούμε στον δι της μέσης θα μπορέσουμε να κάνουμε ισοκράτημα στο βου και να θεωρήσουμε ότι ο ήχος είναι λέγετος κ.ο.κ. Αστεία πράγματα… Έτσι μπορούμε κάλλιστα να μετατρέψουμε ένα αρχαιοπρεπές μέλος όπως είναι πχ το σύντομο «Τη υπερμάχω» σε πολυφωνική καντάδα και μάλιστα χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την παλαιά παράδοση…!
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αρκετοί από τους κορυφαίους ψάλτες του 20ου αιώνα υιοθέτησαν τη λογική του αρμονικού ισοκρατήματος, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια συναυλιών. Πότε όμως δεν υποστήριξαν ότι αυτό αποτελεί παράδοση. Αντιθέτως κάποιοι από αυτούς δήλωσαν ότι το έπραξαν προκειμένου να ευχαριστήσουν τον κόσμο.
Κατά τη γνώμη μου το αρμονικό ισοκράτημα δημιουργεί διάσπαση στον πιστό και δεν τον βοηθά να προσευχηθεί. Πολλές φορές στο βωμό του αρμονικού ισοκρατήματος, αλλάζουμε τα μουσικά διαστήματα η κατακερματίζουμε μια παλαιά θέση. Δεν αρνούμαι ότι πολλές φορές το αρμονικό ισοκράτημα μπορεί να ηχήσει ευχάριστα στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου. Τότε όμως είναι που πρέπει να αναρωτηθεί ο ψάλλων τι προέχει: η πρόσκαιρη ευχαρίστηση του πιστού ή η δημιουργία κλίματος κατάνυξης και προσευχής;
Κ.Μ.: Κατά την πατριαρχική παράδοση, το ίσο είναι απλό στη βάση του ήχου ή το τετράχορδο ή πεντάχορδο στο οποίο κινείται το μέλος. Οι πολλές αλλαγές κουράζουν τον ακροατή και δεν βοηθούν το μυαλό να αναπαυθεί.
Το αρμονικό ίσο δεν αποτελεί ούτε παράδοση ούτε απαίτηση των καιρών. Είναι μια κακή συνήθεια που βαπτίζεται «ωραία», μια δυτικότροπη επιρροή που δεν συμβαδίζει με την ελευθερία και την άνεση που χαρακτηρίζει τη μονοφωνική βυζαντινή μουσική. Επιπλέον και σημαντικότατο, πολλά ισοκρατήματα είναι φάλτσα, εάν ακολουθήσουμε αυτήν την τακτική.
Κρίσεις για τις παρακάτω μουσικές προσωπικότητες και το έργο τους: α) Ιάκωβος Ναυπλιώτης, β) Κωνσταντίνος Πρίγγος, γ) Θρασύβουλος Στανίτσας, δ) Αθανάσιος Παναγιωτίδης.
Κ.Φ.: Ότι και να πει κανείς για αυτούς τους ψάλτες είναι λίγο. Μαζί με τα ακούσματα που είχα από το δάσκαλό μου, τον Άρχοντα Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. Βασίλειο Εμμανουηλίδη, οι ηχογραφήσεις αυτών των ψαλτών αποτέλεσαν και αποτελούν οδηγό στην μουσική μου πορεία και μαθητεία.
Ιάκωβος Ναυπλιώτης: Σημείο αναφοράς για όλους τους ψάλτες. Δωρικό ύφος, μεγαλοπρεπής και ακριβής εκτέλεση, αφοσίωση στην παράδοση. Και μόνο το γεγονός ότι έχασε τη θέση του (προσωρινά) προκειμένου να μην αποκλίνει από την παράδοση της εκκλησιαστικής μας μουσικής λέει πολλά.
Κωνσταντίνος Πρίγγος: Εξαίρετος ψάλτης, λιγότερο δωρικός από το Ναυπλιώτη με πολλούς θαυμαστές ακόμα και σήμερα. Πολλές από τις συνθέσεις του αν και θεωρήθηκαν καινοτόμες στις μέρες μας ψάλλονται από την πλειοψηφία των ψαλτών και τείνουν να καθιερωθούν ως κλασσικές.
Θρασύβουλος Στανίτσας: Ίσως ο πλέον ταλαντούχος ψάλτης του 20ουαιώνα. Φορέας τόσο της πατριαρχικής όσο και γενικότερα της Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης. Ένας άνθρωπος που αγάπησε όσο λίγοι την εκκλησιαστική μας μουσική. Σπουδαίος μονωδός με γλυκιά και εύστροφη φωνή, χοράρχης με την πιο «δυνατή» χορωδία του 20ουαιώνα και μελοποιός με μεγάλη φαντασία. Ένα δώρο του Θεού στους Αθηναίους οι οποίοι είχαν αλωθεί από τη δυτικίζουσα μουσική του Ιωάννη Σακελλαρίδη. Ίσως ο τελευταίος «Μεγάλος» της πατριαρχικής παραδόσεως. Προσωπικά ο Θρασύβουλος Στανίτσας είναι ο ψάλτης που θαυμάζω περισσότερο από όλους.
Αθανάσιος Παναγιωτίδης: από τους πλέον αδικημένους ψάλτες του 20ου αιώνα. Δυστυχώς ίσως και λόγω των επιλογών που έκανε στην προσωπική του ζωή δεν έλαβε ακόμα τη θέση που του αξίζει στη συνείδηση των σύγχρονων ψαλτών. Ψάλτης μερακλής με «βαρύ» ύφος που λίγοι μπορούν να κατανοήσουν. Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σε αρκετούς από τους γνωστότερους Μουσικοδιδασκάλους της εποχής μας.
Κ.Μ.: Οι ιεροψάλτες αυτοί ήταν και θα παραμείνουν κορυφαίοι. Για τους δύο πρώτους, ακούμε και διαβάζουμε ιστορίες και περιστατικά για τη μεγαλοφωνία τους και το άφθαστο πατριαρχικό, μεγαλοπρεπές ύφος τους. Οι ηχογραφήσεις τους είναι σχετικά λίγες, σε προχωρημένη ηλικία και μάλλον τους αδικούν. Παρόλα αυτά είναι εμφανής η σοβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια που τους διακρίνει. Και μόνον η πολύχρονη θητεία τους στον Πατριαρχικό ναό θα αρκούσε ώστε να καταταχθούν στους Μεγάλους. Πρέπει να αποτελούν τον οδηγό και σημείο αναφοράς για κάθε ιεροψάλτη.
Προσωπικά, πάντοτε εκτιμούσα πολύ τον Στανίτσα με του οποίου τις ηχογραφήσεις μεγάλωσα. Ήταν ο ένας από τους δύο λόγους (ο δεύτερος ήταν οι Δανιηλαίοι) που ασχολήθηκα τόσο πολύ με την ψαλτική. Ιδιοφυής μουσικός, πολύ καλή φωνή, τρομερός χρόνος, έμπνευση, άνεση, εμπειρία, ύφος, έκφραση, μεγαλοπρέπεια. Αυτός ο ψάλτης τα είχε όλα.
Για τον Παναγιωτίδη θα έλεγα ότι είναι για τους λίγο πιο προχωρημένους στα μουσικά. Ίσως δεν αρέσει στον πολύ κόσμο. Πρόκειται για μεγάλο ερμηνευτή με ένα ιδιαίτερο «παραπονιάρικο» ύφος και πολύ καλή φωνή. Θα τον κατέτασσα αναμφισβήτητα στους κορυφαίους.
Σχολείον Ψαλτικής. Ιστορικό και προσδοκίες.
Κ.Φ.: Το «Σχολείον Ψαλτικής» είναι η πραγματοποίηση ενός κοινού ονείρου που είχαμε με το συνεργάτη μου και παιδικό μου φίλο Κων/νος Μπουσδέκη. Αν και στο παρελθόν είχαμε ασχοληθεί αρκετά συστηματικά με τη διδασκαλία της εκκλησιαστικής μας μουσικής, είτε συνεργαζόμενοι με ωδεία, μουσικές σχολές, σχολές Ιερών Ναών είτε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα, δεν αναπαυόμασταν πλήρως. Στο νου μας είχαμε ένα χώρο ζεστό, που θα απευθυνότανε αποκλειστικά και μόνο στους φίλους της Βυζαντινής Μουσικής.
Τελικά όταν οι συνθήκες μας το επέτρεψαν, πραγματοποιήσαμε το όνειρό μας και το 2008 ιδρύσαμε το «Σχολείον Ψαλτικής». Μέσα στα πέντε χρόνια που πέρασαν από τότε, έχει δημιουργηθεί μια ωραία μουσική οικογένεια, που αποτελείται από μαθητές και από ανθρώπους που συμμετέχουν σε ενέργειες που προωθούν τη Βυζαντινή Μουσική. Έτσι, λοιπόν, πέραν των καθιερωμένων μαθημάτων στη Σχολή μας διδάσκονται και κάποια πιο εξειδικευμένα μαθήματα για ψάλτες που έχουν ολοκληρώσει το βασικό κύκλο σπουδών τους, μαθήματα παραδοσιακών οργάνων και παραδοσιακού τραγουδιού αλλά και ειδικά μαθήματα προσαρμοσμένα στους μαθητές μικρών ηλικιών. Παράλληλα, η Σχολή μας διοργανώνει και άλλες δραστηριότητες, για παράδειγμα, ομιλίες ψαλτών, εκδηλώσεις, σεμινάρια, Διεθνείς Διαγωνισμούς Μελοποιίας ενώ προτίθεται να διοργανώσει και ένα Συνέδριο, μέσα στο 2014, με αφορμή τα 200 χρόνια από την αλλαγή του συστήματος γραφής της βυζαντινής μουσικής. Τέλος, μεγάλο βάρος δίνουμε και στην προσπάθεια μας για τη διάδοση της βυζαντινής μουσικής στη μακρινή Ρωσία.
Κ.Μ.: Η Σχολή μας, ξεκίνησε με στόχο τη μεταλαμπάδευση των γνώσεών μας σε ανθρώπους που πραγματικά το επιθυμούν και είναι κύριο μέλημά μας να τους δώσουμε όσα περισσότερα μπορούμε στα χρόνια αυτά που τους έχουμε κοντά μας, ώστε να γίνουν σωστοί ψάλτες και καλοί μουσικοί. Το Πτυχίο και το Δίπλωμα δεν είναι το ζητούμενο αλλά το επισφράγισμα των προσπαθειών τους. Για τους λόγους αυτούς ακολουθούμε αρκετά αυστηρό πρόγραμμα σπουδών το οποίο όμως εγγυάται και ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Το ίδιο συμβαίνει και με την παραδοσιακή μουσική την οποία υπηρετούν, επίσης, νέοι κυρίως δάσκαλοι, άριστοι μουσικοί με μεράκι και ζήλο για το έργο που επιτελούν.
Στα πέντε αυτά χρόνια λειτουργίας του, το Σχολείον Ψαλτικής, δραστηριοποιείται σε διάφορους μουσικούς και επιστημονικούς τομείς, μέσω της διοργάνωσης συνεδρίων, σεμιναρίων, ημερίδων, εκδηλώσεων, συναυλιών, διαγωνισμών, ομιλιών και πολλών άλλων παρόμοιων εκδηλώσεων.
Σημαντικά και πρωτότυπα τμήματα – ομάδες είναι αυτά της Μελοποιίας και της Παλαιογραφίας της μουσικής μας, στα οποία ήδη παράγεται αξιόλογο επιστημονικό έργο. Συν Θεώ, θα έχουμε απτά αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών με επικείμενες εκδόσεις.
Πολύ σημαντικός σε όλη αυτήν την προσπάθεια είναι και ο ρόλος του Βυζαντινού Χορού «εν ψαλτηρίω», ο οποίος ωριμάζει με τον καιρό ποιοτικά αλλά και ποσοτικά.
Ο Κωνσταντίνος Φωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σε μικρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα βυζαντινής μουσικής με τον πατέρα του, αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Φωτόπουλο. Αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Παπαχριστοδούλου και στον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Αναστάσιο Τραϊφόρο με τον οποίο απέκτησε το Πτυχίο Ιεροψάλτου το 2000 και το Δίπλωμα Βυζαντινής Μουσικής το 2001 με βαθμό «Άριστα». Πολλά οφέλη απέκτησε και από τη συναναστροφή του με δασκάλους όπως οι Άρχοντες Δημήτριος Σουρλατζής και Δημήτριος Ιωαννίδης, ενώ τα μέγιστα ωφελήθηκε από την παρακολούθηση ιδιαιτέρων μαθημάτων από τον Άρχοντα Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. Βασίλειο Εμμανουηλίδη για τρία έτη. Παράλληλα με τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική ασχολήθηκε και με το παραδοσιακό βιολί με δασκάλους το Στέλιο Καλαϊτζάκη αρχικά και τον Ιωάννη Ζευγόλη αργότερα ενώ το 2001 απέκτησε και το Πτυχίο της Αρμονίας. Εκτός των μουσικών του σπουδών αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έχοντας ακολουθήσει τον τομέα της φιλολογίας και συγκεκριμένα την κατεύθυνση της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας ενώ απέκτησε και πτυχίο ρωσικής γλώσσας από το Πανεπιστήμιο του Λεμονόσοφ. Από το 2004 και για τρία χρόνια διέμεινε στη Μόσχα προκειμένου να ιδρύσει και να διευθύνει σχολή βυζαντινής μουσικής και βυζαντινού χορού, η λειτουργία των οποίων συνεχίζει ως τις μέρες μας τώρα υπό την εποπτεία του Σχολείου Ψαλτικής. Κατά την παραμονή του στη Ρωσία δίδαξε βυζαντινή μουσική και στη Θεολογική Ακαδημία της Λαύρας του Αγίου Σεργίου στο Σέργκειφ Πασάντ. Στα τρία αυτά χρόνια κυκλοφόρησαν τρεις ψηφιακοί δίσκοι στους οποίους ψάλλουν χοροί υπό τη διεύθυνσή του ενώ ο χορός της σχολής έψαλε σε ακολουθίες και συναυλίες, τόσο εντός όσο και εκτός Ρωσίας. Εκεί, επίσης, ασχολήθηκε επισταμένως με τις μεταγραφές κλασσικών μαθημάτων στη σλαβική γλώσσα. Έχει διατελέσει πρωτοψάλτης στο ιερό παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων της περιοχής Αγίας Παρασκευής, λαμπαδάριος του Ιερού Ναού Αγίας Αικατερίνης Πλάκας, πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού Αγίας Σκέπης στη Μόσχα, πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού Προφήτου Ηλιού στο Πόρτο Ράφτη και σήμερα είναι πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Αμαρουσίου. Στις γενικότερες δραστηριότητές του εντάσσεται η συμμετοχή σε μουσικολογικά συνέδρια της Ελλάδας και του εξωτερικού, η σύνθεση μελών στην ελληνική και στην αρχαία σλαβική γλώσσα, η έρευνα της παλαιάς γραφής και η εξήγηση μελών από αυτή στο νέο σύστημα. Το 2008 με το συνεργάτη του Κων/νο Μπουσδέκη ιδρύουν στο Μαρούσι Αττικής το «Σχολείον Ψαλτικής» και το βυζαντινό χορό «εν ψαλτηρίω».
Ο Κωνσταντίνος Μπουσδέκης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Η πρώτη του επαφή με το αναλόγιο έγινε σε πολύ μικρή ηλικία, στην ενορία του πατέρα του, αιδεσιμολoγιώτατου πρωτοπρεσβύτερου πατρός Αντωνίου Μπουσδέκη. Εκεί έμαθε να ψάλλει πρακτικά ενώ από δέκα χρόνων άρχισε, παράλληλα, και τα πρώτα του μαθήματα βυζαντινής μουσικής με δάσκαλο τον πατέρα του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε πιο συστηματικά μαθήματα με τον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Αναστάσιο Τραϊφόρο, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Μαρκοπούλου Ωρωπού. Το έτος 2000, πήρε το «Πτυχίο του Ιεροψάλτου» από τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής, ενώ το 2001, το «Δίπλωμα της Βυζαντινής Μουσικής» από το Δημοτικό Ωδείο Αμαρουσίου, με το βαθμό «Άριστα». Παράλληλα με τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική, σπούδασε και πήρε το πτυχίο της Μουσικολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ ασχολήθηκε και με τα θεωρητικά της ευρωπαϊκής μουσικής, παίρνοντας τα αντίστοιχα πτυχία της Αρμονίας, της Αντίστιξης και της Φούγκας από το Ωδείο Κλασσικής και Σύγχρονης Μουσικής, στο Μαρούσι. Από πολύ μικρή ηλικία τρέφει μεγάλη αγάπη και σεβασμό για την αγιορείτικη μουσική παράδοση και ψαλτική ενώ ωφελήθηκε ιδιαίτερα από την επαφή του με τους πατέρες της Ιεράς Αδελφότητας των Δανιηλαίων. Το έτος 2000, ανέλαβε το δεξιό αναλόγιο του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Μαρκοπούλου Ωρωπού, εφημέριος του οποίου είναι ο δάσκαλός του, π. Αναστάσιος, όπου έψαλλε μέχρι και το 2007. Από το 2007 έως και σήμερα υπηρετεί ως Λαμπαδάριος στην ενορία του, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου. Aπό το 2007 διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος του μαθήματος της μουσικής και έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με την οργάνωση και διδασκαλία παιδικών χορωδιών και μουσικών σχημάτων, συμμετέχοντας σε φεστιβάλ, εκδηλώσεις και εκδόσεις ψηφιακών δίσκων. Το 1999 ξεκίνησε να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα βυζαντινής μουσικής, ενώ δίδαξε για τέσσερα χρόνια στη σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής. Το 2008 ίδρυσε με το συνεργάτη του Κωνσταντίνο Φωτόπουλο, το «ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΨΑΛΤΙΚΗΣ» και το Βυζαντινό Χορό «εν ψαλτηρίω», ο οποίος δραστηριοποιείται επίσημα από το 2007, λαμβάνοντας μέρος σε διάφορες ιερές ακολουθίες, εορταστικές εκδηλώσεις και συναυλίες. Το 2008 μάλιστα, κυκλοφόρησε και ο πρώτος ψηφιακός δίσκος του χορού υπό τη διεύθυνσή του, από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου, με τίτλο «Εν μνημείω τίθεται…» και μέλη αφιερωμένα στην Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις γενικότερες δραστηριότητές του εντάσσεται και η ενασχόλησή του με τη μελοποιία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου