Ο ρόλος που ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966) θα αναλάμβανε ανάμεσα στους συνομηλίκους του προαναγγέλλεται το 1929, με τη δημοσίευση ενός φυλλαδίου που είχε γράψει στο Παρίσι, με τίτλο Ελεύθερο πνεύμα. Το αγέρωχο ύφος, η αυτοπεποίθηση, η βεβαιότητα με την οποία διατυπώνει τους στίχους του συνέτειναν ώστε το δοκίμιο αυτό να φαντάζει αργότερα σαν ένα μανιφέστο. Ο νεαρός που πέρασε δύο χρόνια στη Γαλλία μετά τις σπουδές νομικών στην Αθήνα, επισκοπεί την τρέχουσα κατάσταση και την αποτιμά. Απορρίπτει τον δογματισμό του Βάρναλη και του Φώτου Πολίτη («μαρξιστές και εθνικιστές μικραίνουν τα ζητήματα»), καταδικάζει την ηθογραφία, τη φτηνή ψυχολογία, δυσπιστεί απέναντι στον Καβάφη («Ο κύριος Καβάφης είναι ένα τέλος κ’ η πρωτοπορία είναι αρχή»), καταδικάζει την εύκολη τέχνη και όχι μόνο· υποστηρίζει ότι επείγει να είσαι αληθινά νέος, ρωμαλέος, τολμηρός, ν’ αγαπάς την ταχύτητα (με αυτοκίνητο, με αεροπλάνο)· και πάνω απ’ όλα να είσαι διαθέσιμος: το πνεύμα πρέπει να είναι ελεύθερο κάθε στιγμή, αδέσμευτο, αντιδογματικό, αποφασισμένο οποτεδήποτε να προβεί στις σωστές επιλογές.
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 404-405.
[…] Πραγματικά, χρονολογημένο τον Ιούλιο του 1929, λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το Ελεύθερο Πνεύμα έχει κάθε λόγο να εκλαμβάνεται ως μαχητική διακήρυξη που έχει στόχο α) να καταγγείλει την πνευματική και ιδεολογική καχεξία της δεκαετίας του 1920 και β) να υποδείξει την ανάγκη μιας αφύπνισης ή ανόρθωσης ως πρώτιστο έργο της νέας ελληνικής γενιάς. Μανιφέστο, λοιπόν, και αγωνιστικό προσκλητήριο, που αναφέρεται σε δύο κατηγορίες προσώπων: αφενός στους ενόχους της παρακμής και αφετέρου στους εγγυητές της προόδου.
Αλλά αναρωτιέμαι: γιατί άραγε, ενώ καταγγέλλεται λ.χ. ο Καβάφης ως «επίδραση αρνητική», αποσιωπάται εντελώς ο Καρυωτάκης και ο αρχόμενος τότε «καρυωτακισμός»; Τυχαία παράλειψη; Δεν το πιστεύω. Απεναντίας φρονώ ότι, άτομο καλής αγωγής, ο Θεοτοκάς αποφεύγει συνειδητά να αναφέρει τον αυτόχειρα ποιητή, έναν χρόνο μετά το θάνατό του. Πράγμα που δεν σημαίνει διόλου ότι αγνοεί ή παραβλέπει την αρνητική του επίδραση. Γι’ αυτό νομίζω ότι, έστω και αόρατο, το φάντασμα του Καρυωτάκη πλανιέται επίμονα πάνω από τις σελίδες του Ελεύθερου πνεύματος (οι αναγνώστες του 1929 το αντιλαμβάνονταν ίσως καλύτερα), υποβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο την παρουσία του με τη σιωπή του.
Δεύτερη περίπτωση. […] Αν το Ελεύθερο Πνεύμα αναφέρεται επαινετικά σε ορισμένους παλαιότερους πεζογράφους (τους «κριτικούς συγγραφείς» Ροΐδη και Ψυχάρη, τον Κ. Θεοτόκη ή τον Ίωνα Δραγούμη), παραλείπει εντελώς τους κατεξοχήν διηγηματογράφους: ούτε ο Βιζυηνός ούτε ο Παπαδιαμάντης ούτε ο Καρκαβίτσας έχουν θέση στις σελίδες του. Άλλωστε και ο απορριπτικός υπαινιγμός στα «ήθη της ταβέρνας και του πορνείου» υπονοεί διηγηματογράφους: τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Πέτρο Πικρό. Έτσι θεωρώ ότι, χαρακτηρίζοντας την ελληνική πεζογραφία στο σύνολό της ως «μυωπική» και αναιμική ηθογραφία, ο Θεοτοκάς εκφράζει πριν από όλα την αντίθεσή του προς το ελληνικό διήγημα. Αλλού στρέφονται οι συμπάθειες (και οι προσδοκίες του). Λίγα χρόνια αργότερα, με το άρθρο του «Η νέα λογοτεχνία» (περιοδικό Ιδέα, 1934), θα είναι σαφέστερος: το μυθιστόρημα, το «κατ’ εξοχήν λογοτεχνικό είδος του αιώνα μας», και το δοκίμιο, επίσης «είδος που μπορεί να χωρέσει τα πάντα», κατέχουν την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του, ενώ, καθώς προβλέπει, το διήγημα «θα χάσει τα πρωτεία», θα γίνει «ένας πλανήτης του μυθιστορήματος και θα γυρίζει γύρω απ’ αυτό το κεντρικό πεζογραφικό είδος».
Επιστρέφοντας ωστόσο στο Ελεύθερο Πνεύμα σημειώνω ακόμη ένα ενδεχόμενο «κενό»: ο Θεοτοκάς δεν επικαλείται διόλου ως «σύμμαχό» του, όπως θα περίμενε κανείς, το πρόσωπο, το ποιητικό έργο ή την επίκαιρη δελφική προσπάθεια του Σικελιανού. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; […] Ρεαλιστής και λογοκρατούμενος, χωρίς ιδεοληψίες, εξάρσεις και μεγάλες ή εντυπωσιακές χειρονομίες, [ο Θεοτοκάς] εμπνέεται λιγότερο από την αρχαιότητα και περισσότερο από τις πολιτισμικές και πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του παρόντος. […]
Παν. Μουλλάς, «Οι σιωπές του Ελεύθερου Πνεύματος», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 974-975.
[…] Ως συγκροτημένος πνευματικός άνθρωπος ο Θεοτοκάς προσδιοριζόταν, σε εξαιρετικό βαθμό, από δυο γενικά πλέγματα ιδεών τα οποία αφορούσαν την παράδοση και το παρόν. Στην περίπτωσή του παράδοση σήμαινε Ελληνισμός (ιδεώδη της κλασικής Αρχαίας Ελλάδας), Χριστιανισμός (Ορθοδοξία, βυζαντινή κληρονομιά) και λαϊκές μορφές πολιτισμού (δημοτικά τραγούδια, λαϊκές παραδόσεις, Μακρυγιάννης). Ενώ το παρόν είχε κατεξοχήν την έννοια της ευρωπαϊκής εξέλιξης από την περίοδο του Διαφωτισμού κι εδώθε. Μια εξέλιξη στην οποία προείχαν το ορθολογιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού, οι ιδέες του Διαφωτισμού, οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης και οι πνευματικές κατακτήσεις της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα. Μια τέτοια εκδοχή της παράδοσης και του παρόντος, σε γόνιμο διάλογο μεταξύ τους, θα έπρεπε να είναι κατά το Θεοτοκά το απαραίτητο βάθρο για τον εκσυγχρονισμό της ελλαδικής κοινωνίας. […] Σχετικά εξάλλου με τις πνευματικές και ειδικότερα τις λογοτεχνικές αναζητήσεις της Ευρώπης ήταν ουσιαστικά προσηλωμένος στο 19ο αιώνα. Τις αντίστοιχες κατακτήσεις της πρώτης 30-ετίας του εικοστού αιώνα φαίνεται πως δεν τις αφομοίωσε, μολονότι είχε πάρει από νωρίς ευρωπαϊκή παιδεία και ταξίδεψε νέος στο Παρίσι και στο Λονδίνο. […]
Από τα είδη του λόγου που καλλιέργησε ευνοήθηκε ιδιαίτερα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, η δοκιμιογραφία του. Εκεί ο συγγραφέας κατάφερε να διαμορφώσει ένα ευλύγιστο, εναργές και απλό γράψιμο, με όργανο μια εκπληκτικά στρωτή δημοτική, που είναι, καθώς πιστεύω, από τα κορυφαία επιτεύγματα της νεοελληνικής δοκιμιογραφίας. Μολαταύτα φαίνεται πως ο Θεοτοκάς έβλεπε τον εαυτό του πάνω απ’ όλα πεζογράφο με σαφή προτίμηση στο μυθιστόρημα. […] Πρόκειται για το αστικό μυθιστόρημα εποχής, που βασίζεται στη θεματική διάρθρωση του υλικού, στη δημιουργία χαρακτήρων και στην αιτιατή πλοκή. Από την άποψη αυτή η πεζογραφία του Θεοτοκά προϋποθέτει το έργο του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Τολστόι κλπ. Δεν προϋποθέτει όμως τις κατακτήσεις του είδους κατά τα πρώτα 30 χρόνια του 20ού αιώνα. Δεν προϋποθέτει λ.χ. τον Προυστ, τον Τζόις, τη Γουλφ, τον Κάφκα, τον Μούζιλ. […]
Γιώργος Αράγης, «Γιώργος Θεοτοκάς. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 11-12.
Έχει παρατηρηθεί με έμφαση από τον Γιώργο Αράγη ότι το μυθιστόρημα του Θεοτοκά στηρίζεται στο ευρωπαϊκό του 19ου αιώνα. Τις καινοτομίες του 20ού αιώνα ο συγγραφέας μας δεν τις αφομοίωσε, όσο και αν διάβασε Τζόυς και Βιρτζίνια Γουλφ, Ζιντ και Κάφκα. Ο καθένας διαλέγει τους προγόνους του έστω και ασυνείδητα: ο Θεοτοκάς τους διάλεξε ανάμεσα στους συστηματικούς ανατόμους της κοινωνίας και όχι ανάμεσα στους ταραγμένους ανιχνευτές της ανθρώπινης ψυχής. Ακόμα και την εποχή που ενστερνίστηκε τον χριστιανισμό και ενδιαφέρθηκε για μυστικιστικά βιώματα, ο τρόπος σκέψης του παρέμεινε ορθολογικός.
Αγγέλα Καστρινάκη, «Κατασκευάζοντας την έμπνευση», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 919.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της μυθιστορηματικής πορείας του Θεοτοκά είναι οι διάρκειες και οι παύσεις. Τα δύο μεγαλύτερα μυθιστορήματά του ολοκληρώνονται σταδιακά. Χρειάστηκε τρία χρόνια (1933-1936) για να τελειώσει την Αργώ και δεκατέσσερα για να συμπληρώσει την Ιερά Οδό (1950), ενσωματώνοντάς τη στους Ασθενείς και Οδοιπόρους (1964). Επίσης, ανάμεσα στον Λεωνή (1940) και την Ιερά Οδό μεσολαβεί ένα διάστημα μυθιστορηματικής σιωπής, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν αυτά τα διαλείμματα αντιπροσωπεύουν και κάποιες τομές στο πεζογραφικό του έργο.
Σε ένα αυτοβιογραφικό και βιβλιογραφικό σημείωμα με χρονολογία 11 Ιουνίου 1946 ο Θεοτοκάς διαγράφει τις περιόδους της λογοτεχνικής του πορείας. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, η δεύτερη την περίοδο της Κατοχής, ενώ για την τρίτη δεν μπορεί να κάμει καμιά πρόβλεψη (γράφει άλλωστε το 1946), μα νιώθει ότι θα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αυτό το σημείωμα δείχνει ότι και ο ίδιος ο Θεοτοκάς έβλεπε διάφορα στάδια στη συγγραφική του πορεία και θεωρούσε την Κατοχή ως τομή στο έργο του. Στο ίδιο σημείωμα επίσης παρατηρεί ότι ορισμένα σύμβολα επανέρχονται επίμονα στα κείμενά του όπως το καράβι, το νησί, το Γεφύρι της Άρτας, και καταλήγει:
Επίσης βασικό θέμα τους είναι η ελευθερία, η ανάγκη της ελευθερίας, η αναζήτησή της σε διάφορα επίπεδα. Στα νεανικά χρόνια η διάθεση αυτή εκφράζεται με χαρά και ξενοιασιά. Κατόπι πλουτίζεται με την οδυνηρή πείρα που μας έδωσε η σύγχρονη ιστορία. Το περιεχόμενο της έννοιας «ελευθερία» αλλάζει συχνά: ο γενικός προσανατολισμός μένει.
Όντως η ανάγκη της ελευθερίας διατρέχει το έργο του και θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις κλίμακες: ελευθερία του ατόμου, ελευθερία από το άχθος της ιστορίας και ελευθερία από τα αδιέξοδα του βιομηχανικού πολιτισμού. Με αυτό το σκεπτικό θα έβλεπα τρεις φάσεις το έργο του Θεοτοκά με άξονες: το άτομο, την ιστορία και τη μεταφυσική, και αντίστοιχα σύμβολα το δαιμόνιο, τις σημαίες στον ήλιο και τις καμπάνες. […]
Δημήτρης Τζιόβας, «Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά: Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 857-858.
Τα κύρια σημεία αναφοράς στο αφηγηματικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά παραμένουν η Αργώ και οι Ασθενείς και οδοιπόροι, έργα γραμμένα με διαφορετικές αφορμές και ιδεολογική άποψη και υλοποιημένα με αφηγηματικά μέσα που πραγματοποιούν τη μια ή την άλλη θεματική: είτε τη ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής στην Αργώ, το φιλόδοξο μυθιστόρημα της γενιάς του μεσοπολέμου, είτε την οπτική της μετάπλασης του ένδοξου παρελθόντος μέσα από εναλλαγές αφηγητών που ή πρωταγωνιστούν ή όχι στην υπόθεση, πράγμα που πραγματοποιείται στουςΑσθενείς και οδοιπόρους, μια καλλιτεχνική ανάπλαση του Αλβανικού έπους, της Κατοχής, του πολέμου στη Μέση Ανατολή και των μεταπολεμικών εξελίξεων. Και στα δύο αυτά έργα ο θεωρητικός της γενιάς του ’30, που υποστήριξε με πάθος ότι η γοητεία του μυθιστορήματος βρίσκεται «στην ποίηση του χρόνου και τον επικό του ρυθμό που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του μυθιστοριογράφου», και που θεωρούσε την αξία και επομένως τη διάρκεια ενός μυθιστορήματος εξαρτημένη από τη δυνατότητά του να επιβάλει τους ήρωες στη συνείδηση του αναγνώστη, εργάστηκε συνειδητά προς την κατεύθυνση ενός έκδηλου μετασχηματισμού των ηρώων του κατά τις ανάγκες του έργου. Πολλοί, αμφισβητώντας το είδος της μυθιστορηματικής γραφής του, δεν φάνηκαν ικανοποιημένοι από την ανταπόκριση του ίδιου του συγγραφέα στα όσα με σαφή επιχειρήματα τεκμηρίωνε. Μερικοί θεώρησαν πως τους έλειπε η «μαγεία», απαραίτητο προσόν του αφηγητή, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζουν το έργο «άτυχο»· κι άλλοι πάλι πίστεψαν ότι ο Θεοτοκάς παγιδεύτηκε από τον ίδιο τον ορθολογισμό του, του οποίου τελικά υπήρξε θύμα.
Νένα Ι. Κοκκινάκη, Η ανήσυχη αναζήτηση και η δικαίωση. Ξαναδιαβάζοντας Γιώργο Θεοτοκά. Κριτικό δοκίμιο στα 30 χρόνια από το θάνατό του, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1996, 18-19.
Αν όμως, από τη μια, το δοκιμιακό έργο του Θεοτοκά, γνώρισε την επιδοκιμασία της κριτικής, παρά τις όποιες ιδεολογικές διαφωνίες της, από την άλλη, η πλέον αμφιλεγόμενη ή αμφισβητούμενη πλευρά της προσωπικότητάς του ήταν και είναι αυτή του μυθιστοριογράφου. […]
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αργώ, το πρώτο μυθιστόρημα του Θεοτοκά· ο συγγραφέας μόλις είχε κλείσει τα 28 του χρόνια. Ήταν, θα λέγαμε, ένα φιλόδοξο μα και πειραματικό εγχείρημα ενός νέου που δοκίμαζε τις δυνάμεις του σ’ ένα νέο γι’ αυτόν είδος. Αυτό εξηγεί ασφαλώς μερικές από τις αδυναμίες του έργου. Τί όμως είδε η κριτική σε αυτό; Τί την είλκυσε ή τί την απώθησε; Τέσσερις από τους κριτικούς του Μεσοπολέμου που ανήκουν στηνπροηγούμενη γενιά, οι Τέλλος Άγρας, Άλκης Θρύλος, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και Πέτρος Χάρης, την έκριναν αρνητικά. Όμως από αυτήν ακριβώς την αρνητική τους κρίση αναδεικνύεται εναργέστερα η σημασία που έχει ηΑργώ στην ιστορία των γραμμάτων μας.
Και οι τέσσερις κριτικοί, παρά τις διαφοροποιήσεις τους και παρά τα επιμέρους θετικά τους σχόλια, συνέκλιναν σ’ ένα σημείο: στο ότι ουσιαστικά η Αργώ δεν είναι μυθιστόρημα. […]
Είναι γνωστό ότι το πεζογραφικό είδος που εξέφραζε την προηγούμενη γενιά, αυτό που ανταποκρινόταν στις ενδιάθετες τάσεις και στις αισθητικές τους προτιμήσεις, δεν ήταν το μυθιστόρημα αλλά το διήγημα. Ό,τι ακριβώς τους ενδιέφερε είναι, όχι η «σύνθεση» που, κατά τον Πέτρο Χάρη, χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, όχι η εξωτερική δράση των ηρώων, αλλά η εσωτερική ζωή τους. Γι’ αυτό έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα, χάρη στην οποία ο αφηγητής εισδύει στα άδυτα της ταραγμένης ψυχής των ηρώων, στις μύχιες σκέψεις τους, και αναδεικνύει τα αδιέξοδά τους. Ας μην ξεχνούμε ότι η γενιά αυτή, η «χαμένη γενιά» όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, έβγαινε συντετριμμένη από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή και δεν διέθετε μεγάλα αποθέματα δυνάμεων. Η ορμητικότητα της νιότης, με τη δυναμική και την αισιοδοξία της, την πίστη στο μέλλον για ένα νέο ξεκίνημα, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γενιά του Θεοτοκά — όχι τους κριτικούς του.
Η Αργώ, τόσο θεωρητικά (στον πρόλογό της) όσο και στην πράξη βρισκόταν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) έξω από τον ορίζοντα προσδοκίας του αναγνώστη της εποχής. Μολονότι, όπως έχει επισημανθεί, από άποψη τεχνικής είναι λιγότερο νεοτερική από το μυθιστόρημα του εσωτερικού μονολόγου που καλλιέργησε η ομάδα της Θεσσαλονίκης με τους Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Στέλιο Ξεφλούδα, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη κ.ά., δεν παύει να ανήκει στην πρωτοπορία της εποχής, να απέχει από το ψυχογραφικό ή το ηθογραφικό διήγημα που καλλιέργησαν οι παλαιότεροι πεζογράφοι μας. Ο Θεοτοκάς, έχοντας διαμορφώσει μια θεωρία του μυθιστορήματος διαφορετική, συνειδητά δεν θέλησε να γράψει ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Πρόθεσή του ήταν η δημιουργία όχι ατομικοτήτων αλλά χαρακτήρων, γενικών κοινωνικών τύπων, ώστε το μυθιστόρημα ν’ αποτελεί πειστική απόδοση της σύνθετης και πολύπλοκης ατμόσφαιρας της εποχής, των ιδεολογικών αντιθέσεων και των συγκρούσεών της — ένα μυθιστόρημα «μωσαϊκό».
Χ.Λ. Καράογλου, «Προλεγόμενα & Μερικές διαπιστώσεις». Χ.Λ. Καράογλου – Ναταλία Δεληγιαννάκη (συνεργασία: Αλκμήνη Ριζοπούλου),Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά 1974-2002, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 19-20.
[…] θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τουλάχιστον δύο ακόμη έργα που ακολουθούν την κλασική δυτικοευρωπαϊκή παράδοση του είδους [Bildungsroman] στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον Λεωνή (1939) του Γιώργου Θεοτοκά και τους Παραστρατημένους (1935) της Λιλίκας Νάκου, δύο σημαντικά έργα για πολύ διαφορετικούς λόγους. Ο νεαρός ήρωας του Θεοτοκά διαγράφει εν σμικρώ την πορεία των Ευρωπαίων συντρόφων του από το άτομο στην ολότητα, από την οικογενειακή εστία στην ιστορία, μόνο που το ταξίδι του δεν πραγματοποιείται από το χωριό στην πόλη, αλλά από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, και από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά της στη μικροαστική προπολεμική Αθήνα, η οποία όμως είναι το κέντρο, ο πυρήνας, της εθνικής ιδέας για μια Ελλάδα έστω συρρικνωμένη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά όχι και φτωχότερη σε πατριωτική έξαρση και πνευματικό ενθουσιασμό. Το μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου από έναν συγγραφέα που οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί του είχαν διατυπωθεί ήδη προγραμματικά στο «μανιφέστο» της γενιάς του ’30, το Ελεύθερο πνεύμα (1929), δίνει όλους τους σταθμούς της πνευματικής αναζήτησης του ήρωα, που διαπλάθεται μέσα από την αντιπαράθεση κόσμων, όπως τους περιγράψαμε, στην αναζήτηση μιας αληθινής ζωής, δηλαδή της ορθής ή ορθόφρονης ένταξης, που συμφιλιώνει το άτομο με τον κόσμο. Κόσμος στην περίπτωση αυτή είναι η πατρίδα και το ιδεώδες της μια σταδιοδρομία που την υπηρετεί, ευθυγραμμισμένη κοινωνικά με το πνεύμα του φιλελεύθερου αστισμού, γλωσσικά με αυτό του δημοτικισμού, αλλά στο επίπεδο της επιθυμίας, δηλαδή ερωτικά, με έναν βραχύβιο σαρκικό πρώτο έρωτα αφενός, με έναν συμβατικό γάμο αφετέρου.
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 69-70.
Η αποτίμηση του μυθιστοριογράφου Θεοτοκά από τη φιλολογική κριτική εξακολουθεί να ταλαντεύεται μεταξύ επιδοκιμασίας και απόρριψης. Όμως ο αναγνώστης ας προσέξει δύο ακόμη στοιχεία της Βιβλιογραφίας: τις μαρτυρίες αναγνωστών, από τον Ελύτη […] και τον Πανσέληνο […] μέχρι τον αυτόχειρα φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Νίκο Λαδά […]. Επίσης, ας προσέξει κυρίως την τεράστια εκδοτική επιτυχία των δύο μυθιστορημάτων του, της Αργώς και του Λεωνή. Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά: Η Αργώ, το 1979, βρισκόταν στην 7η έκδοση και το 2000 έφτασε στη 17η· δηλαδή 11 ανατυπώσεις σε 22 χρόνια και πάνω από 30.000 αντίτυπα. ΟΛεωνής από την 6η έκδοση το 1976 βρέθηκε, το 2002, στην 20ή· δηλαδή 15 ανατυπώσεις και 42.000 αντίτυπα. Δεν θα επιχειρήσω να αιτιολογήσω την ευρεία κυκλοφορία των δύο έργων, τα οποία, όσο γνωρίζω, δεν διανέμονται στο πλαίσιο της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων των πανεπιστημιακών μαθημάτων. Ούτε βέβαια το ότι αποσπάσματά τους υπάρχουν στις ανθολογίες νεοελληνικής λογοτεχνίας της Μέσης Εκπαίδευσης αποτελεί επαρκή εξήγηση. Οπωσδήποτε ο Θεοτοκάς ανήκει πλέον στους κλασικούς της λογοτεχνίας μας, στον κανόνα της — κι αυτό, μαζί με άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς του, πέρα από οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις, του εξασφαλίζει εξέχουσα θέση στην ιστορία των γραμμάτων μας. Αναμφίβολα τα μυθιστορήματα του Θεοτοκά έχουν, σήμερα, πολλούς αναγνώστες — και μάλιστα μεταξύ των νέων· κι αυτό, χωρίς ν’ αποτελεί λαϊκισμό, είναι, πιστεύω, ό,τι περισσότερο επιθυμεί κάθε συγγραφέας και ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία.
Χ.Λ. Καράογλου, «Προλεγόμενα & Μερικές διαπιστώσεις». Χ.Λ. Καράογλου – Ναταλία Δεληγιαννάκη (συνεργασία: Αλκμήνη Ριζοπούλου),Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά 1974-2002, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου