Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Δήμητρα Χριστοδούλου, Υπάρχει πάντα μια προσωπική αθεΐα που εκφράζεται με τη στάση του Σώματος

Κάτι έχει αυτός ο άνδρας,  κάτι έχει! Κάτι έχει κρεμασμένο στο λαιμό του: ένα βραχνά, μια ποινή, μια πεποίθηση, κάτι που δένει τα νεύρα του με το λουρί του σκύλου από την καρέκλα, όπου το ομοίωμα του κάθεται με ολόκληρο το χοντροκόκαλο σώμα. Και μέσα απ’ τις μπογιές τις χυμένες απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό της βεράντας μπαίνει στο πλάνο φέρνοντας του τον καφέ μια γυναίκα που δεν έχει ξαναδεί με τρίδιπλα σκεπασμένα χέρια. Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια, πάλι θ’ ακούω με τα μάτια, πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι και θα ’μαι τόσο περιττή όσο η ζάχαρη μες το ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας [Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ]


ΕΠΑΙΤΗΣ
 «Δες τον.
Με πτυχία και πέτρινο μουστάκι.
Σέρνει δυο τρία πεινασμένα κουτσούβελα
Και νιώθει παντελώς αγράμματος
Μπρος στον Παλαιό των Ημερών. Τον Πιστωτή του.
 Σπρώχνει ένα κουτάβι στην κοιλιά του.
Μισεί και ντρέπεται και φοβάται.
Χάσκει το στόμα του από δύσπνοια.
Δεν προσδοκά καθαρό αέρα.
Όλη του η σκέψη μια μουντζούρα με το δάχτυλο
Πάνω στο όνομα, στην καταγωγή, στα κιλά του. Σκιαγραφούμενος σ' ένα γραμμάτιο
Περνά κατευθείαν στον Χάρο.
Ούτε κι εκεί δεκτός. Πρέπει πρώτα
Να ζητιανέψει τα ναύλα».
(ένα ποίημα, από τη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου Ο ΤΡΟΜΟΣ ΩΣ ΑΠΛΗ ΜΗΧΑΝΗ  τυπωμένο και στο οπισθόφυλλο, σαν διαμαρτυρία ή μανιφέστο) 

«Η απλότητα του τρόμου»:
Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος.
Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει.
Βγάζει το φίδι απ’ την κοιλιά σου.
Ο μαιευτήρας σού χαμογελά,
Που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα 
Είναι απλό: Ο τρόμος δεν σε ταπεινώνει.
Σε αίρει στο ύψος των περιστάσεων.
Απλώς πατάς πάνω στον εαυτό σου.
Ο τρόμος δεν επείγεται. Σε περιμένει.
Μπορείς, σκεπτόμενος, να διαφύγεις.
Απλώς δεν μπορείς να σκεφτείς.
Στον τρόμο ένα κι ένα κάνουν δύο.
Απλώς δεν βρίσκεις το πρώτο και το δεύτερο:
Τη στιγμή αυτή ο ένας σε ψάχνει
Κι ο δεύτερος του φανερώνει τη θέση σου.
Ο τρόμος προνοεί. Είναι ψύχραιμος.
Εξάλλου ξέρετε κι οι δυο τι θα αξιώσει.
Πίνει ακόμη μια γουλιά απ’ τον καφέ του
Κι απλώς σηκώνει τα μάτια του πάνω σου.
Είναι απλό: Η φωνή του αέρα,
Οι ψίθυροι οι σοφοί των ερειπίων,
Το κουρέλι από την υγρασία που απομένει
Σε κάποια σκιερή γωνιά του πυρετού,
Όλα γλιστράνε μέσα στο φρεάτιο.
Ο ήλιος βάζει το δάχτυλό του στο τζάμι
Και κάνεις τη βουτιά. Αυτό ήταν. Θα δεις τώρα
Σε όλη την απλότητά του τον τρόμο.

ΟΙ ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ
Θυμάμαι εκείνους τους Λάρητες του Καβάφη,
Ανίσχυρους οικιακούς θεούς.
Θυμάμαι εκείνη την κλίση των ώμων μου
Μπροστά σε κάθε νέα δυσκολία.
Υπάρχει πάντα μια προσωπική αθεΐα
Που εκφράζεται με τη στάση του σώματος.
Πιο άκαμπτη, πιο ευθυτενής
Όσο το εικονοστάσιο αδειάζει.
Όταν πλέον συνοψιστείς σε μια κάθετο
Γερά μπηγμένη επί των πελμάτων,
Τότε επανέρχεται η καβαφική παρεούλα,
Φτωχοί αλλά περήφανοι συγγενείς.
Στασίδι βέβαια δεν τολμούν να ζητήσουν.
Στέκουν εκεί, γερμένοι πάνω στα μπαστούνια τους,
Και κάτι λένε ανάμεσα απ’ τα δόντια τους
Με το βλέμμα προς το κέντρο της γης.
[Από τη συλλογή: ΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΣΥΡΙΟΙ εκδ. Πατάκη, 2010]

Η ΤΡΟΧΙΑ
Κάποιος με το σεισμό των κραυγών του
Περνάει ξυστά από τον ύπνο μου.
Προς μια οδύνη τόσο οριακή
Έλκεται η ύπαρξη ντροπιασμένη
Την κλίση της τη φυσική προς τον νόμο
Και κάθε θαλπωρή αποτρέποντας.
Αλλά κλείνω τα μάτια ανέτοιμη:
Σκισμένος απ’ την κεφαλή ως τα νύχια.
Όταν τ’ ανοίγω, είναι πάλι εκεί.
Θα λάβει την ηλικία της Γαίας,
Ώσπου να σπάσουνε των αυτιών μου τα τύμπανα
Και να ξυπνήσω μες στο ίδιο τούτο σπίτι.
Κουφή και στο νερό και στο γάλα.
[από τη συλλογή ΛΙΜΟΣ εκδ. Νεφέλη, 2007
Κρατικό βραβείο Ποίησης, 2008]

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ Η ΓΗ
«Ποιος πεινάει, τι λέει το πρωτόκολλο,
Πρώτος ο εσμός των υποσιτισμένων
Ή κάποιος νηστικός από βία
Που μαγειρεύει τη μαύρη του όρεξη;
Τον ξέρουν μόνον όλοι αυτοί στο δρόμο
Ή και οι άλλοι μες στα σπίτια τους
Που δοκιμάζουν το κρασί;
Ποιος είναι ο πρώτος που το ψωμί δεν του φτάνει;
Κάποια συμμορία γαβριάδων
Που καταπίνουν βιαστικά, τα παλιόπαιδα;
Ή κάποιος με φύση χωριάτικη
Ρίχνει μπουκιές σε πηγαδίσιο στόμα;
Αν γνωρίζει ο διαχειριστής, να ενημερώσει,
Ο ψίθυρος των σωθικών σημαίνει
Παλαιό ή νεότερο ένοικο;
Εκεί, ανάμεσα στα δρομάκια
Είναι κάτι μαγαζιά αρωμάτων
Και κάτι άλλα, με γυάλινα.
Εκεί πεινάνε μερικοί. Παρακάτω,
Αν μπει κανείς στην αγορά των αλεύρων,
Πολύ κοντά στ’ αριθμημένα τσουβάλια,
Πεινάνε μερικοί ακόμη. Γλείφουν
Τα χείλη τους με αναίδεια
Σαν να μυρίζει κάπου βούτυρο,
Σαν να χτυπούν στα πιάτα τα κουτάλια.
Μακριά από ‘δω, στα βροχερά βιβλία,
Κατά το έθιμο πεινούν οι λύκοι
Και οι δράκοι που θα νικηθούν οσμίζονται
Το ανθρώπινο κρέας στ’ αλήθεια.
Θα σηκώθηκε από την πόλη αέρας
Και καταχώθηκε στα λημέρια τους
Βασανισμένη αποφορά».
Νησιά κουκουλωμένα με φεγγάρι
Κοιμίζει η θάλασσα σιγοκουνώντας τ’ άστρα.
Μουρμουρίζει το βαρύ το αλάτι της
Και κάτω από το βρασμό της πανίδας
Χορτάτες σέρνονται οι τεκτονικές οι πλάκες…

ΜΑΡΙΕΣ ΜΕ ΠΑΧΝΗ
Ευλογημένη υπακοή, που η σκέψη μου
Δεν ξέρει να αναγνωρίζει…
Τζάμια υγρά, λίγο κόκκινο,
Κάποια ψελλίσματα επιστροφής
Σε πράγματα πολύ λυπημένα.
Σάρκα ανθισμένη σε μελάνι
Μ’ ένα δυο τριαντάφυλλα ακόμη
Από χαμένη επιστολή.
Μια Μαρία, σοβαρή μαθήτρια,
Που κρύβει τις βρεγμένες της κάλτσες
Βηματίζοντας διακεκομμένα
Από τον ύπνο της στο δικό μου.
Κάθε μάθημα τής είναι αρεστό.
Και μια άλλη, που τα φαγωμένα μου νύχια
Αποθέτει στα μακριά της τα δάχτυλα,
Περιποιείται το δειλό νερό
Που αράχνιασε στα κυπαρίσσια.
Εξαίσιες εργασίες χωρίς άγγιγμα
Για το κρυμμένο νοικοκυριό των ριζών.
Ε, πρέπει να φυλαχτείτε, κορίτσια!
Είναι ένα αρπαχτικό η μελαγχολία μου
Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι
Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ
Ταχτοποιώντας τα χαρτιά καίω τα ξερόχορτα
Καθαρίζοντας το ποτήρι μου εγκαταλείπω το στόμα.
Λησμονώντας
Εδώ τα ψίχουλα, εκεί τα κοράκια
Μια ολόκληρη γενναία μέρα πενθώ.

Η θεία Ειρήνη επιστρέφει με το τσάι
Μιλάει για την επικράτεια των μηνυμάτων
Που θα ’πρεπε να τυλιχθούν σε ιώδιο.
«Τα τραύματα μιας κούπας», επιμένει
Ρουφώντας μια γουλιά «τιμούνε
Την κούπα ως φέρετρο του γιασεμιού»’

Στέκομαι όρθια σαν μαθήτρια
Επάνω στα ξεκοιλιασμένα μου μποτάκια.
Προνόμιο δεν υπάρχει στα πρόσωπα.
Είναι όλα ακριβή σαν το χάος.
Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Προσεύχομαι να κόβουμε στα δύο.

Αν όντως «είναι πιο εύκολο να χάσεις την πίστη σου παρά ένα ζευγάρι γάντια», όπως διατείνεται ο Τσέχωφ, τότε η καταγραφή αυτής της απώλειας παραμένει μια από τις αναφαίρετες αποστολές της Ποίησης. Ό, τι ακριβώς προβάλλει και εμπεδώνει με ιδιαίτερη ένταση εδώ η κειμενική βούληση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Εκεί όπου άλλοτε φύτρωνε το δικαίωμα μιας προσδοκίας ευπρόσωπης ζωής, τώρα σέρνεται το σώμα του επαίτη, του πάμφτωχου, του άστεγου, του άτυχου μετανάστη, του θύματος των ανελέητων εμπρησμών. Το σώμα, ενίοτε ανεπαρκές ή έωλο, πάντως πολύτιμο σκεύος Βίου, αυτή «η βιο – πολιτική πραγματικότητα», όπως διδάσκει ο Μισέλ Φουκώ (βλ. Επιλογή από τα Dits et écrits, εκδόσεις «στιγμή», 2011), σπεύδει να αποδείξει μια ακόμη φορά το εύρος της αντοχής του. Οι μαρτυρίες άγους της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, αυτά τα εκατό ποιήματα – ιστοί παθών, για να το διατυπώσω διαφορετικά, δεν θέλουν να στεγνώσουν μιαν ικμάδα έστω ανάκαμψης. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στο επιμύθιο ορισμένων ποιημάτων, όπως φέρ΄ ειπείν συμβαίνει στο δίσημο επίγραμμα με τίτλο «Τόποι και τόποι»:
«Είδα τον Βόσπορο, την Προποντίδα,
Μα πουθενά των εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Στους δρόμους, πάντως, ο παλμός μιας ίντριγκας
Ίσως το τσάι, τα μπαχαρικά…
Είδα τον Κορινθιακό, το Ταίναρο,
Διάφανη πλάκα, θάλασσα θαμμένη,
Ψάρια μονάχα με το ψαροκόκαλο.
Στα βουνά, όμως, κάποια αλληλεγγύη. Ίσως τα πουλιά, ίσως οι μύθοι…»

Νέα Πίστη
«Αφού δεν είναι βέβαιο το φύλο μας,
Ας είναι τότε η φυλή μας.
Ας ανήκουμε στο δυνατό συνδικάτο
Που χορηγεί στα χρωμοσώματα οικόσημο,
Που πλένει το νερό με το κάρβουνο
Και σβήνει τη δίψα της τιμής…
Αφού δεν είναι ασφαλής η αίρεση,
ας είναι τότε η πυρά της αλήθειας.
Ας σφίξουμε το λαιμό του με τα χέρια μας
Εκείνου που μας εγκαταλείπει.
Που τολμά με τα πεταγμένα του μάτια
να βλέπει στα έγκατα της μοναξιάς».

Ο ΚΟΥΑΣΙΜΟΔΟΣ ΩΣ ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗΣ ΛΟΓΙΟΣ

Πέταξα το τετράδιο απ' τα χέρια μου

Σαν να βρήκα στις σελίδες του ένα φίδι.

Μα ήταν μόνο το κουμπί μιας τελείας 

Που κούμπωνε ως τον λαιμό την παράγραφο.

Την έπνιξε ο γιακάς την ηρωίδα μου

Κι ο χρόνος της έπαθε λόξυγκα.

Έτσι περνώ τις χιονισμένες νύχτες,

Καμπούρης με κεφάλι καιόμενο.

Στη ράχη μου οι φιδοφωλιές φορτωμένες

Σφυρίζουν όλες γύρω απ' τ' αυτιά μου.

"Κάθε εξιστόρηση δαγκώνει", σκέφτομαι,

"Γράψεις, δε γράψεις, φαρμακώνεσαι",

Και δώσ' του τα χαρτιά μου γεμάτα

Από τις άτσαλες πατημασιές ενός δύσμορφου.

"'Ιχνη ορειβάτου", η κριτική αποφαίνεται.

Μπα, η μοίρα μου είναι. Ράβει τα κουμπιά της...

................................................................................
"Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου