Η Συλλογή «Το Εμβατήριο του ωκεανού» γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο στα 1939 – 1940. «Όσοι έζησαν μέσα σε ερείπια έχουν ακροαστεί τα δόντια του χρόνου να σαρακίζουν τα ξύλα: χρόνου διαφορετικού από εκείνον που ακούγεται μπροστά στο πέλαγο. Ο ένας είναι ο σταθμητός χρόνος της Ιστορίας, ο άλλος, ο άπειρος χρόνος της αιωνιότητας. Ο Ρίτσος γνώρισε και τον ένα και τον άλλο. Αυτή η αρχική αίσθηση προοιωνίζει – για να μην πω προδικάζει – τη διπολικότητα του βίου του: του επαναστάτη που λυτρώνεται μέσα στην Ιστορία, του ποιητή που αγωνίζεται για την αιωνιότητα» γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», Εκδόσεις Κέδρος, 1981, σσ. 103 – 104.
Ο τίτλος («Το Εμβατήριο του ωκεανού») σχετίζεται άμεσα με την μουσική, όπως άλλωστε και κάποιοι άλλοι τίτλοι έργων του Ρίτσου αυτής της περιόδου («Το τραγούδι της αδελφής μου» - 1937, «Εαρινή συμφωνία» - 1938, «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» - 1943). Αυτή η άμεση σχέση της Σύνθεσης με τη μουσική φανερώνεται μέσα από πολλούς στίχους:
Κηδέψαμε προχτές το πρώτο χελιδόνι
με τα θλιμμένα φ λ ά ο υ τ α των λουλουδιών.
…και τ ρ α γ ο υ δ ά μ ε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο
πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι.
Ακούσαμε το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
…μετέωρο κατάφωτο ασίγαστο
το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας…
Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κ ι θ ά ρ ι σ μ α του μπάτη…
Φτιάξαμε τον α υ λ ό μας
με τα κόκκαλα που πέταξε χτες βράδι
μπρος στην αυλή μας η φουρτούνα τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς.
Άκουσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι μας μητέρα
το τ ρ α γ ο ύ δ ι του νέου ταξιδιού…
Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι.
Μες στη ματιά των κοριτσιών τρεμίζει ο ήχος
ενός μεγάλου δάσους πρωινού
μια μ ο υ σ ι κ ή διαύγειας
κι εμπιστοσύνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλια
κυανές φωνές του ωκεανού
οι Σειρήνες με λ ύ ρ ε ς από κόκκαλα ψαριών.
…κι αν μ ε λ ω δ ο ύ ν τον ύπνο της ωχρής γαλήνης…
…τα παιδικά μας μάτια οσφραίνονταν τη σιωπή
άκουγαν την έλευση της νύχτας
άκουγαν το φ λ ά ο υ τ ο της ομορφιάς…
Αν είναι το κύμα ζεστότερο απ’ την αγάπη
και το καράβι ζεστότερο απ’ το λιμάνι
εσύ το ξέρεις
καθώς τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι στα μαλλιά σου η φυγή…
Πού πήγε η ο ρ χ ή σ τ ρ α των μικρών κοριτσιών
στον παραθαλάσσιο κήπο…
Ας φύγουν όλα. Ας φύγουν όλα.
Εγώ θα μείνω πάλι
άντικρυ στον πλατύ ουρανό
άντικρυ στη μεγάλη θάλασσα
δίχως πικρία και παράπονο
να τ ρ α γ ο υ δ ώ.
Μας πήραν το θαλασσινό τ ρ α γ ο ύ δ ι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
…θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς τη θάλασσα;
Η μεγάλη ά ρ π α του λυκόφωτος
αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.
Τ ρ α γ ο ύ δ ι βραδινό πάνω απ’ τους πόντους
συντροφευμένο με την απουσία των πραγμάτων
που ανθίζουν στον αιώνιο κύκλο
της σιωπής και της αγάπης.
…για κάποιους Άγγελους ξανθούς
που αρραβωνιάστηκαν τη θάλασσα
και ξέχασαν το θεό
παίζοντας σ ά λ π ι γ γ ε ς αλλόφρονες…
Το αιώνιο τ ρ α γ ο ύ δ ι του πόντου απαντά στο κενό
και γεμίζει το μηδέν με καρδιά και με ήλιο.
Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του ήλιου και της θάλασσας.
Όπως δηλώνεται από τον τίτλο, κύριο θέμα της Συλλογής είναι η θάλασσα… Η απόφαση για ένα ταξίδι μακρινό, η φυγή από τη στυγνή πραγματικότητα, η επιστροφή στην αγνότητα των παιδικών χρόνων αποτελούν θέματα που ήταν συνηθισμένα στην εποχή του μεσοπολέμου. Αναμφισβήτητα, στο «Εμβατήριο του ωκεανού» το όνειρο… του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες από τον βράχο της Μονεμβασιάς, γενέτειρας του Γιάννη Ρίτσου.
«…Η μέθη της νιότης και του έρωτα, η ασυγκράτητη δίψα της ζωής, η αίσθηση ευδαιμονίας εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι βασικές μεσογειακές συνισταμένες – ο ήλιος και η θάλασσα. Άλλο κοινό σημείο, επίσης πυλώνας της ελληνικότητας, είναι, το μοτίβο του ταξιδιού, και σ’ αυτό πολύ ενδεικτική είναι η σύγκληση του Ρίτσου (“Εμβατήριο του ωκεανού”) με τον Σεφέρη (Μυθιστόρημα και σειρά ποιημάτων που δημοσιεύονται, το 1938, στα “Νέα Γράμματα” και θα συμπεριληφθούν, το 1940, στο “Ημερολόγιο καταστρώματος”). Το ταξίδι, ο δρόμος λειτουργούν ως σύμβολα της πορείας, ατομικής και συλλογικής, του Ελληνισμού, που στον Ρίτσο προβάλλει προς το παρόν περισσότερο στη μυθοποιούμενη, συμβολική διάσταση, ενώ στον Σεφέρη είναι πολύ αισθητός ο ιστορικός, φιλοσοφικός αναστοχασμός, χρωματισμένος με οδύνη...» γράφει μεταξύ άλλων η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου, η οποία υπογραμμίζει πως «Τα δύο συνθετικά λυρικά ποιήματα του Ρίτσου –“Εαρινή συμφωνία” (1937-1938) και “Το εμβατήριο του ωκεανού” (1939-1940)– είναι το “αστείρευτο άσμα” για την αγάπη και την ομορφιά της ζωής, που αναβλύζουν “απ’ τη πληγή”, για το “ρίγος της αιώνιας διάρκειας”…».
«Η έννοια “χρόνος” έχει προβληματίσει τον Ρίτσο· τη λέξη τη συναντούμε συχνά στην ποίησή του υπό διάφορες εκδοχές, αλλά πάντα με τον τελικό σκοπό να εννοηθεί το μυστήριο που κρύβει: διάρκεια, ημερολογιακός χρόνος, ψυχολογικός χρόνος, ροή και αναστολή του χρόνου, στιγμή και αιωνιότητα, συνεχής χρόνος… Μια έμμονη ιδέα!» σημειώνει εύστοχα ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 104).
Το εκπληκτικό είναι ότι στη Συλλογή «Το Εμβατήριο του ωκεανού» καλύπτεται συμβολικά ένα τεράστιο χρονικό διάστημα· συγκεκριμένα από τον Τρωικό Πόλεμο και τις περιπέτειες του Οδυσσέα μέχρι σήμερα…
Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα
το βραδινό τραπέζι μας λιτό.
Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη
και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε
στα ελληνικά χωματένια λαγήνια
σκηνές από την Τροία.
Το «Εμβατήριο του ωκεανού» είναι κατά βάση ένα ποίημα με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, και συμβολίζει τη φανταστική αποδημία που έχει ήδη επιχειρήσει ο Γιάννης Ρίτσος. Το μακρινό ταξίδι, και μάλιστα ο διάπλους του ωκεανού, είναι η πύλη της ελευθερίας, τόσο για τα μικρά παιδιά όσο και για τους ποιητές. Και ο ομηρικός Οδυσσέας, ο «πολύτροπος» ήρωας της «Οδύσσειας», είναι ο ενσαρκωτής της θαλασσινής περιπέτειας…Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός
χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό…
«Ο Οδυσσέας κινείται σε χρόνο μυθικό· διασκελίζει τις εποχές και τα έτη, ή ενδιατρίβει σε μια στιγμή. Ο χρόνος του Ρίτσου είναι ανθρώπινος…» γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 105).
Εκτός από τον Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται στο ποίημα είτε ως «Εκείνος» (Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός…), είτε με το όνομά του (…και στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσια / που αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα), στο «Εμβατήριο του ωκεανού» συναντάμε και δυο ακόμη πρόσωπα από τον μυθικό χώρο του ομηρικού έπους, τον Λαέρτη (Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχο / θα περιμένει μάταια) και τη Ναυσικά (…φεύγαν η Ναυσικά κ’ οι ωραίες παρθένες έντρομες / πίσω απ’ τα δέντρα…). Παρούσες και οι Σειρήνες και η Ιθάκη (Πελαγίσια πουλιά στο φως και την αλμύρα / όνειρα ταξιδιών, μεγάλα ιστία / τ’ αυτιά μας ασφράγιστα στις φωνές των Σειρήνων / τα μάτια μας άγρυπνα. / Δεν υπάρχει καπνός μήτε Ιθάκη. / Άλλον ορίζοντα δεν έχουν πια οι ορίζοντες).
Η λατρεμένη φιγούρα της μητέρας εμφανίζεται συχνά στη Συλλογή…
Είχαμε τον κήπο μας στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλυστρούσε ο ουρανός
κ’ η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.
Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα
- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής κ’ ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.
Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.
Πολύ συχνά μάλιστα, ο ποιητής απευθύνεται στη μητέρα, καθώς η λέξη «μητέρα» επαναλαμβάνεται ως συνήθης κλητική προσφώνηση στο έργο…
Μητέρα, ποιος χτυπάει
τη γαλάζια καμπάνα του ορίζοντα;
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
Μητέρα
μη μου κρατάς το χέρι.
Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα
το τραγούδι του νέου ταξιδιού.
Εσύ που κλαις το θάνατο
δε μας γνωρίζεις.
Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τραγουδάει.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα
κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ
σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα…
Ένας χορός παιδικός
έρχεται πίσω απ’ το βράδι
γυμνώνει τη σιωπή
ανασταίνει την άνοιξη.
Όμως ακόμη κρυώνω μητέρα.
Μητέρα, μητέρα
που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που ’ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που ’ναι το χέρι σου
ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων.
Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγγιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;
Οι εικόνες της θάλασσας και γενικότερα του φυσιολατρικού στοιχείου, τις οποίες ο Ρίτσος «ζωγραφίζει» με την ξεχωριστή δεξιοτεχνία του σε ολόκληρη τη Συλλογή, μας μαγεύουν και μας αφήνουν άφωνους…
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Σύννεφο ασημένιο πλάι στο φεγγάρι.
Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό
πυρκαϊές δειλινών στους ώμους των γλάρων…
Εμείς το σπίτι μας το χτίσαμε στη θάλασσα.
Είναι μαργαριτάρια στα κοχύλια
κ’ είναι μεγάλα δάση κοραλλιών στους έρημους βυθούς.
Πίσω απ’ τους βράχους έρπει ερημική
η ασημένια σκέψη της σελήνης.
Φτερούγισμα θαλασσινών πουλιών
στις άφωνες σπηλιές των βράχων…
Νύχτα. Η αόρατη βουνοσειρά στο βάθος.
Στέκω στο μελανό κάδρο της πόρτας
και φωνάζω τ’ όνομα του θεού
μέσα στη χιονοθύελλα των άστρων…
Στα γλυκά μάτια των πουλιών
θ’ ακινητεί τ’ όραμα των πεδιάδων
με τις άλικες παπαρούνες
και τη χρυσή πλησμονή των σταχυών.
Η μεγάλη άρπα του λυκόφωτος
αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.
Ένα τριανταφυλλένιο νέφος φλέγεται
στην πυρκαϊά της δύσης.
Ο επίλογος της υπέροχης αυτής ποιητικής σύνθεσης είναι κυριολεκτικά συναρπαστικός· ο ποιητής απευθύνεται κατ’ αρχάς στον Ήλιο – το δεύτερο βασικό μοτίβο μετά τη θάλασσα –, στη φλόγα του οποίου «προσφέρεται», και στους συνανθρώπους του, στ’ «αδέλφια» του, στα οποία απευθύνει παραίνεση – παράκληση ν’ ακούσουν «το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας»…Ήλιε, Ήλιε
που βάφεις μ’ αίμα τη θάλασσα
γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου
να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.
Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.
Από Palmografos.com: Palmografos.com - Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
Ο τίτλος («Το Εμβατήριο του ωκεανού») σχετίζεται άμεσα με την μουσική, όπως άλλωστε και κάποιοι άλλοι τίτλοι έργων του Ρίτσου αυτής της περιόδου («Το τραγούδι της αδελφής μου» - 1937, «Εαρινή συμφωνία» - 1938, «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» - 1943). Αυτή η άμεση σχέση της Σύνθεσης με τη μουσική φανερώνεται μέσα από πολλούς στίχους:
Κηδέψαμε προχτές το πρώτο χελιδόνι
με τα θλιμμένα φ λ ά ο υ τ α των λουλουδιών.
…και τ ρ α γ ο υ δ ά μ ε τη θάλασσα
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο
πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι.
Ακούσαμε το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
…μετέωρο κατάφωτο ασίγαστο
το τ ρ α γ ο ύ δ ι της θάλασσας…
Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κ ι θ ά ρ ι σ μ α του μπάτη…
Φτιάξαμε τον α υ λ ό μας
με τα κόκκαλα που πέταξε χτες βράδι
μπρος στην αυλή μας η φουρτούνα τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς.
Άκουσε το τ ρ α γ ο ύ δ ι μας μητέρα
το τ ρ α γ ο ύ δ ι του νέου ταξιδιού…
Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι.
Μες στη ματιά των κοριτσιών τρεμίζει ο ήχος
ενός μεγάλου δάσους πρωινού
μια μ ο υ σ ι κ ή διαύγειας
κι εμπιστοσύνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλια
κυανές φωνές του ωκεανού
οι Σειρήνες με λ ύ ρ ε ς από κόκκαλα ψαριών.
…κι αν μ ε λ ω δ ο ύ ν τον ύπνο της ωχρής γαλήνης…
…τα παιδικά μας μάτια οσφραίνονταν τη σιωπή
άκουγαν την έλευση της νύχτας
άκουγαν το φ λ ά ο υ τ ο της ομορφιάς…
Αν είναι το κύμα ζεστότερο απ’ την αγάπη
και το καράβι ζεστότερο απ’ το λιμάνι
εσύ το ξέρεις
καθώς τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι στα μαλλιά σου η φυγή…
Πού πήγε η ο ρ χ ή σ τ ρ α των μικρών κοριτσιών
στον παραθαλάσσιο κήπο…
Ας φύγουν όλα. Ας φύγουν όλα.
Εγώ θα μείνω πάλι
άντικρυ στον πλατύ ουρανό
άντικρυ στη μεγάλη θάλασσα
δίχως πικρία και παράπονο
να τ ρ α γ ο υ δ ώ.
Μας πήραν το θαλασσινό τ ρ α γ ο ύ δ ι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
…θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τ ρ α γ ο υ δ ώ ν τ α ς τη θάλασσα;
Η μεγάλη ά ρ π α του λυκόφωτος
αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.
Τ ρ α γ ο ύ δ ι βραδινό πάνω απ’ τους πόντους
συντροφευμένο με την απουσία των πραγμάτων
που ανθίζουν στον αιώνιο κύκλο
της σιωπής και της αγάπης.
…για κάποιους Άγγελους ξανθούς
που αρραβωνιάστηκαν τη θάλασσα
και ξέχασαν το θεό
παίζοντας σ ά λ π ι γ γ ε ς αλλόφρονες…
Το αιώνιο τ ρ α γ ο ύ δ ι του πόντου απαντά στο κενό
και γεμίζει το μηδέν με καρδιά και με ήλιο.
Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τ ρ α γ ο ύ δ ι του ήλιου και της θάλασσας.
Όπως δηλώνεται από τον τίτλο, κύριο θέμα της Συλλογής είναι η θάλασσα… Η απόφαση για ένα ταξίδι μακρινό, η φυγή από τη στυγνή πραγματικότητα, η επιστροφή στην αγνότητα των παιδικών χρόνων αποτελούν θέματα που ήταν συνηθισμένα στην εποχή του μεσοπολέμου. Αναμφισβήτητα, στο «Εμβατήριο του ωκεανού» το όνειρο… του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες από τον βράχο της Μονεμβασιάς, γενέτειρας του Γιάννη Ρίτσου.
«…Η μέθη της νιότης και του έρωτα, η ασυγκράτητη δίψα της ζωής, η αίσθηση ευδαιμονίας εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι βασικές μεσογειακές συνισταμένες – ο ήλιος και η θάλασσα. Άλλο κοινό σημείο, επίσης πυλώνας της ελληνικότητας, είναι, το μοτίβο του ταξιδιού, και σ’ αυτό πολύ ενδεικτική είναι η σύγκληση του Ρίτσου (“Εμβατήριο του ωκεανού”) με τον Σεφέρη (Μυθιστόρημα και σειρά ποιημάτων που δημοσιεύονται, το 1938, στα “Νέα Γράμματα” και θα συμπεριληφθούν, το 1940, στο “Ημερολόγιο καταστρώματος”). Το ταξίδι, ο δρόμος λειτουργούν ως σύμβολα της πορείας, ατομικής και συλλογικής, του Ελληνισμού, που στον Ρίτσο προβάλλει προς το παρόν περισσότερο στη μυθοποιούμενη, συμβολική διάσταση, ενώ στον Σεφέρη είναι πολύ αισθητός ο ιστορικός, φιλοσοφικός αναστοχασμός, χρωματισμένος με οδύνη...» γράφει μεταξύ άλλων η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σόνια Ιλίνσκαγια – Αλεξανδροπούλου, η οποία υπογραμμίζει πως «Τα δύο συνθετικά λυρικά ποιήματα του Ρίτσου –“Εαρινή συμφωνία” (1937-1938) και “Το εμβατήριο του ωκεανού” (1939-1940)– είναι το “αστείρευτο άσμα” για την αγάπη και την ομορφιά της ζωής, που αναβλύζουν “απ’ τη πληγή”, για το “ρίγος της αιώνιας διάρκειας”…».
«Η έννοια “χρόνος” έχει προβληματίσει τον Ρίτσο· τη λέξη τη συναντούμε συχνά στην ποίησή του υπό διάφορες εκδοχές, αλλά πάντα με τον τελικό σκοπό να εννοηθεί το μυστήριο που κρύβει: διάρκεια, ημερολογιακός χρόνος, ψυχολογικός χρόνος, ροή και αναστολή του χρόνου, στιγμή και αιωνιότητα, συνεχής χρόνος… Μια έμμονη ιδέα!» σημειώνει εύστοχα ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 104).
Το εκπληκτικό είναι ότι στη Συλλογή «Το Εμβατήριο του ωκεανού» καλύπτεται συμβολικά ένα τεράστιο χρονικό διάστημα· συγκεκριμένα από τον Τρωικό Πόλεμο και τις περιπέτειες του Οδυσσέα μέχρι σήμερα…
Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα
το βραδινό τραπέζι μας λιτό.
Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη
και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε
στα ελληνικά χωματένια λαγήνια
σκηνές από την Τροία.
Το «Εμβατήριο του ωκεανού» είναι κατά βάση ένα ποίημα με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, και συμβολίζει τη φανταστική αποδημία που έχει ήδη επιχειρήσει ο Γιάννης Ρίτσος. Το μακρινό ταξίδι, και μάλιστα ο διάπλους του ωκεανού, είναι η πύλη της ελευθερίας, τόσο για τα μικρά παιδιά όσο και για τους ποιητές. Και ο ομηρικός Οδυσσέας, ο «πολύτροπος» ήρωας της «Οδύσσειας», είναι ο ενσαρκωτής της θαλασσινής περιπέτειας…Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός
χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό…
«Ο Οδυσσέας κινείται σε χρόνο μυθικό· διασκελίζει τις εποχές και τα έτη, ή ενδιατρίβει σε μια στιγμή. Ο χρόνος του Ρίτσου είναι ανθρώπινος…» γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης (σ. 105).
Εκτός από τον Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται στο ποίημα είτε ως «Εκείνος» (Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός…), είτε με το όνομά του (…και στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσια / που αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα), στο «Εμβατήριο του ωκεανού» συναντάμε και δυο ακόμη πρόσωπα από τον μυθικό χώρο του ομηρικού έπους, τον Λαέρτη (Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχο / θα περιμένει μάταια) και τη Ναυσικά (…φεύγαν η Ναυσικά κ’ οι ωραίες παρθένες έντρομες / πίσω απ’ τα δέντρα…). Παρούσες και οι Σειρήνες και η Ιθάκη (Πελαγίσια πουλιά στο φως και την αλμύρα / όνειρα ταξιδιών, μεγάλα ιστία / τ’ αυτιά μας ασφράγιστα στις φωνές των Σειρήνων / τα μάτια μας άγρυπνα. / Δεν υπάρχει καπνός μήτε Ιθάκη. / Άλλον ορίζοντα δεν έχουν πια οι ορίζοντες).
Η λατρεμένη φιγούρα της μητέρας εμφανίζεται συχνά στη Συλλογή…
Είχαμε τον κήπο μας στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλυστρούσε ο ουρανός
κ’ η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.
Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα
- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.
Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής κ’ ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.
Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.
Πολύ συχνά μάλιστα, ο ποιητής απευθύνεται στη μητέρα, καθώς η λέξη «μητέρα» επαναλαμβάνεται ως συνήθης κλητική προσφώνηση στο έργο…
Μητέρα, ποιος χτυπάει
τη γαλάζια καμπάνα του ορίζοντα;
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε.
Μητέρα
μη μου κρατάς το χέρι.
Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα
το τραγούδι του νέου ταξιδιού.
Εσύ που κλαις το θάνατο
δε μας γνωρίζεις.
Η θάλασσα δεν κλαίει.
Τραγουδάει.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα
κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ
σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα…
Ένας χορός παιδικός
έρχεται πίσω απ’ το βράδι
γυμνώνει τη σιωπή
ανασταίνει την άνοιξη.
Όμως ακόμη κρυώνω μητέρα.
Μητέρα, μητέρα
που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που ’ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που ’ναι το χέρι σου
ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων.
Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγγιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;
Οι εικόνες της θάλασσας και γενικότερα του φυσιολατρικού στοιχείου, τις οποίες ο Ρίτσος «ζωγραφίζει» με την ξεχωριστή δεξιοτεχνία του σε ολόκληρη τη Συλλογή, μας μαγεύουν και μας αφήνουν άφωνους…
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Σύννεφο ασημένιο πλάι στο φεγγάρι.
Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό
πυρκαϊές δειλινών στους ώμους των γλάρων…
Εμείς το σπίτι μας το χτίσαμε στη θάλασσα.
Είναι μαργαριτάρια στα κοχύλια
κ’ είναι μεγάλα δάση κοραλλιών στους έρημους βυθούς.
Πίσω απ’ τους βράχους έρπει ερημική
η ασημένια σκέψη της σελήνης.
Φτερούγισμα θαλασσινών πουλιών
στις άφωνες σπηλιές των βράχων…
Νύχτα. Η αόρατη βουνοσειρά στο βάθος.
Στέκω στο μελανό κάδρο της πόρτας
και φωνάζω τ’ όνομα του θεού
μέσα στη χιονοθύελλα των άστρων…
Στα γλυκά μάτια των πουλιών
θ’ ακινητεί τ’ όραμα των πεδιάδων
με τις άλικες παπαρούνες
και τη χρυσή πλησμονή των σταχυών.
Η μεγάλη άρπα του λυκόφωτος
αφημένη στην πυκνή σκιά του δάσους.
Ένα τριανταφυλλένιο νέφος φλέγεται
στην πυρκαϊά της δύσης.
Ο επίλογος της υπέροχης αυτής ποιητικής σύνθεσης είναι κυριολεκτικά συναρπαστικός· ο ποιητής απευθύνεται κατ’ αρχάς στον Ήλιο – το δεύτερο βασικό μοτίβο μετά τη θάλασσα –, στη φλόγα του οποίου «προσφέρεται», και στους συνανθρώπους του, στ’ «αδέλφια» του, στα οποία απευθύνει παραίνεση – παράκληση ν’ ακούσουν «το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας»…Ήλιε, Ήλιε
που βάφεις μ’ αίμα τη θάλασσα
γυμνός προσφέρομαι στη φλόγα σου
να φωτίσω τα μάτια των ανθρώπων.
Αδέλφια μου
ακούστε τη φωνή σας, τη φωνή μου
ακούστε το τραγούδι του ήλιου και της θάλασσας.
Από Palmografos.com: Palmografos.com - Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου