Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Départ dans l' affection et le bruit neufs
RIMBAUD

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ


Ι


Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων


Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.


II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απʹ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα


Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του ‐ εκεί.


III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή


Έξω από τʹ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τʹ άστρα!


IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απʹ τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.


V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες


Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες


Τʹ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.


VI


Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός


Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII


Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης


Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απʹ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.




ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ


I
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε
το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;


Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές
εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου.
Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια
φανταχτερή καταστροφή είσαι...
Α! Θέλω ναʹ ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν νʹ αρπάζουν. Η μέση των
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν
ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το
χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!


II
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη
καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την
ανεξήγητη φεγγοβολή του.


Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της
καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει...
Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!


III
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται
όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...


IV


Στʹ αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου
εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τʹ άφησε κει
δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη
μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσʹ από τʹ άνθη.
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.
Κι όμως πίσω από τʹ αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα
συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
Δε φεύγει δεν επιστρέφει.


V


Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες.
Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία.
Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι
επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό
του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών
του.


Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε
την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο
νυχτερινής χλόης μου.


VI


Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε
γιʹ αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή
που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν
κορυφογραμμή.


VII


Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει
τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.
Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί
μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια
περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην
αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απʹ το λόφο υπάρχει το
μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης
κόρης.
Είχε φύγει μέσʹ από το πρωί των ματιών μου(καθώς τα βλέφαρα είχανε
κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απʹ τον ίσκιο της
επιθυμίας μου ‐ κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή
χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους
ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά
το μυστικό.


Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν
περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θʹ
αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο
διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη
μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην
πρώτη σου ξεγνοιασιά θʹ αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η
παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.


Τότε θʹ ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων.
Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες.
Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απʹ τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας
ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας
θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές.
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ

αʹ


Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
βʹ


Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σʹ άλλα νοήματα μας οδηγεί


Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄


Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
δʹ
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία


Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται


Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άϋλο περίβλημα.
ε΄


Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας


Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη


Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.


ςʹ


Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σʹ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη


Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απʹ το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απʹ την αμαρτία!
ζʹ


Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να ʹλειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απʹ το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.




ΕΠΕΤΕΙΟΣ

...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή


Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει νʹ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Νʹ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Νʹ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απʹ την αγάπη.


Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
‐ Όποιος είδε δυο μάτια νʹ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα ‐
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τʹ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.



Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απʹ τα νησιά
Πιο χαμηλά απʹ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
‐ Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μʹ όλα τα δελφίνια της αυγάζʹ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μιʹ ανθρώπινη καρδιά ‐
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
ΜΜια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου