Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Μ Ε Τ Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Ε Ι Σ Τ Ο Υ Ε Λ Π Η Ν Ο Ρ Α Σ Τ Η Π Ο Ι Η Σ Η Κ Α Ι Τ Η Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η

Περικλής Τσιτσάνης
* ΚείμενοΚείμενο ομιλίας στο ΕΙΚΨ, 22/03/2006

Στην ραψωδία λ της Οδύσσειας, τη «Νέκυια», ο Οδυσσέας
κατεβαίνει στον Άδη με εντολή της Κιρκης για να πάρει χρησμό από
τον Τειρεσία και να μάθει το τέλος του νόστου του. Δεν είναι η πρώτη
κάθοδος ζωντανού στον Άδη· έχουν προηγηθεί ο Ηρακλής,ο Ορφέας
και ο Θησέας. Ο σκοπός όμως είναι διαφορετικός. Η επίσκεψη του
Οδυσσέα αφορά το μέλλον του πάνω στη γη: για να γυρίσει στην
Ιθάκη πρέπει πρώτα να πεθάνει ζωντανός, να γίνει δισθανής, όπως λέει
η Κίρκη. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει στη δαιμονική αυτή
γυναίκα επειδή δεν κατόρθωσε να τον μεταμορφώσει σε χοίρο όπως
τους συντρόφους του, αλλά ταυτόχρονα και η ανταπόδοση της
ηδονικής γυναίκας στην ηδονή που της προσέφερε επί ένα χρόνο ο
Οδυσσέας.
Φτάνοντας στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας τελεί τις απαραίτητες
σπονδές και θυσίες και αμέσως οι ψυχές των πεθαμένων, σαν σκιές,
ξεπροβάλλουν και τρέχουν προς το αίμα. Πρώτη η ψυχή του
συντρόφου του Ελπήνορα και ακολουθούν της Αντίκλειας, μητέρας
του Οδυσσέα, του Τειρεσία, του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα, του
Αίαντα, της Αλκμήνης κ.α. Ο Ελπήνωρ είναι ο πιο νέος σύντροφος του
Οδυσσέα. Με σαλεμένο νου και μεθυσμένος έχει γκρεμιστεί από το
δώμα της Κίρκης και έχει βρεί οικτρό θάνατο.Το σώμα χωρίζει από
την ψυχή· το σώμα παραμένει άταφο, η ψυχή βυθίζεται στον κάτω
κόσμο. Πρέπει να ταφεί το γρηγορότερο για να ησυχάσει η ψυχή του
στον Άδη.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου,
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πως έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι».
Στα λόγια μου βογκώντας εκείνος αποκρίθηκε:
«Γέννημα του Διός, γιέ του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί·
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο
δώμα
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ’άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα· γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη· έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου .
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν
σ’ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο που μόνον του, μοναχογιό τον άφησες στο
σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αναχωρήσεις από τους δόμους του Άδη, θα

πιάσεις πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντα μου, να με
θυμηθείς·
μη φύγεις και μ’αφήσεις άταφον, άκλαυτο,
κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω
σου
οργή θεού· πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί και τ’άρματα μου,
τα δικά μου· ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης-ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
 Κι όταν μ’αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου
συντρόφους».
Μου μίλησε, κι εγώ στον λόγο του αποκρίθηκα:
«Ώ δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε».
(Οδύσσεια, ραψ.λ, στ.51-80)1
Ο Οδυσσέας τήρησε την υπόσχεσή του και με το χάραμα της
άλλης μέρας το σώμα του Ελπήνορα τάφηκε και η ψυχή του στον Άδη
ησύχασε. Κι αν η ταφή του έγινε με καθυστέρηση μιάς περίπου μέρας,
η ανάσταση του Ελπήνορα συντελέστηκε 28 αιώνες αργότερα, όταν το
1917 διακόπηκε η λογοτεχνική του νάρκη από τον Ezra Pound. Εν τω
μεταξύ, είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 1897, ο Freud είχε ήδη ξεκινήσει

τη δική του κάθοδο στον κάτω κόσμο της ανθρώπινης ψυχής, όταν
αποκήρυξε την θεωρία της αποπλάνησης και άρχισε να ξεθάβει τις
υποκείμενες φαντασιώσεις των ασθενών του.
Από το 1917 λοιπόν αρχίζει η δεύτερη ζωή του Ελπήνορα που
γίνεται γνωστή στην Ελλάδα μόλις το 1939, όταν ο Σεφέρης
μεταφράζει τα Cantos I, XIII και XXX του Ezra Pound2. Στο σημείο
αυτό όμως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Γιατί από όλους τους
ενοίκους του Άδη που συναντά ο Οδυσσέας ανασταίνεται μόνον ο
Ελπήνορας; Γιατί δεν έχουν την ίδια τύχη η Αντίκλεια, με την
σπαρακτική σκηνή της συνάντησής της με τον γιό της, ή ο Αχιλλέας με
τον μεστό νοημάτων διάλογό του με τον Οδυσσέα; Με άλλα λόγια:
γιατί ανασταίνεται ένας αντιήρωας; Κι ακόμα: γιατί οι συγκεκριμένοι
ποιητές ανασταίνουν στο έργο τους τον Ελπήνορα; Γιατι ο Ezra Pound
και όχι ο T .S. Elliot; Γιατί ο Σεφέρης και ο Σινόπουλος και όχι ο
Ελύτης ή ο Εγγονόπουλος; Κρατάμε τις απαντήσεις ανοικτές, έχοντας
βέβαια στον νου μας ότι υπάρχουν τόσοι Ελπήνορες όσοι και οι
δημιουργοί τους, αλλά και το ότι όταν εμφανίζεται ο Ελπήνωρ πολλές
φορές στο έργο του ίδιου ποιητή είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο
διαφορετικός. Η μοίρα του Ομηρικού Ελπήνορα στον 20° αιώνα είναι
οι διαρκείς μεταμορφώσεις του.
Στο Canto I ο Pound, παραφράζοντας τον Όμηρο, περιγράφει
την σκηνή της συνάντησης του Οδυσσέα με τον Ελπήνορα, ο οποίος
χαρακτηρίζεται: «Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ’όνομα μελλούμενο».
Η λέξη «άμοιρος» που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στη μετάφρασή του
σηματοδοτεί την εικόνα του δικού του Ελπήνορα όπως θα εμφανιστεί
στη συνέχεια στην ποίησή του.
Για πρώτη φορά ο Ελπήνωρ ζωντανεύει στο Σεφερικό ποιητικό
σύμπαν στο ποίημα «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους
αγάπανθους» που γράφει σε καιρό πολέμου (1942) και στην ξενιτιά
(Νότιος Αφρική).
« Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε , φτωχέ μου Ελπήνωρ! »3
Στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, όπου όμως μαίνεται ο εμφύλιος
πόλεμος, ο Ελπήνωρ κάνει την δεύτερη και πιο έντονη εμφάνισή του.
Είναι το 1946 και η περίφημη ΚΙΧΛΗ. Το δεύτερο από τα τρία μέρη
της επιγράφεται: Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ. Στο κέντρο του
ποιήματος η συνομιλία ενός άνδρα με μία γυναίκα, ενός άνδρα που:
« Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος ».
Το κλίμα του ποιήματος είναι άκρως ηδυπαθές και μελαγχολικό.
Νοσηρό. Η ερωτική επιθυμία καταπνίγεται και ο χωρισμός μοιάζει
αναπόφευκτος. Η αναγγελία του θανάτου από την φωνή του
ψυχαμοιβού ακούγεται ίσως και ανακουφιστικά:
«...υπερτερεί συντριπτικώς, Ο πόλεμος....» .4
Τρία χρόνια αργότερα ο Σεφέρης στο δοκίμιό του «Μιά
σκηνοθεσία για την Κίχλη» επισημαίνει αναδρομικά την «τύχη» του
Ελπήνορα στην ποίησή του και εκφράζει τα προσωπικά του
συναισθήματα γι’ αυτόν. Τονίζει ότι ο Ελπήνωρ «εμφανίζεται είτε σαν
ατομικός είτε σαν ομαδικός χαραχτήρας . Όσο μπορώ να θυμηθώ θα
άρχιζα από τη Στροφή. Οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα
γελάδια του Ήλιου, είναι Ελπήνορες· το ίδιο θα έλεγα για τους
υπομονετικούς της «Άρνησης». Στο Μυθιστόρημα, οι «Αργοναύτες»,
υποταγμένοι και σιωπηλοί, το ίδιο χωρίς αμφιβολία».5
Για τον Σεφέρη λοιπόν οι Ελπήνορες είναι: ηλίθιοι, φτωχοί,
ανίδεοι, χορτάτοι, υποταγμένοι, υπομονετικοί, άμοιροι, σιωπηλοί. Η
τύχη τους ανάλογη: «Και είναι σωστό να μην τους θυμάται κανείς: δεν
είναι ήρωες, είναι Ελπήνορες». Και συνεχίζει με τόνο εξομολογητικό:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι’ αυτούς. Μα γιατί οι
άνθρωποι που ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες
και στους Θερσίτες, είναι οι πιο συμπαθητικοί...Δε λέω: αγαπητοί ή
αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι, και
σπαταλημένοι ... Έχω ακόμη την εντύπωση πως μερικοί αφήνουνται να
πιστέψουν πώς ο Ελπήνορας είμαι εγώ...Ο Ελπήνορας είμαι εγώ , όπως
ο Bouvard ή ο Pecuchet είναι ο Flaubert …Ο Ελπήνωρ μου ανήκει όσο
το χρώμα που δείχνει ανήκει στο χαμαιλέοντα. Κάποτε έχω συμπόνια
για δαύτον, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά
πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα

στεκάμενα νερά».5
Ο προβληματισμός του για τη συνεχή παρουσία του Ελπήνορα
στην ποίησή του, ήδη από τα τέλη του 1929, αποτυπώνεται και σε μια
ημερολογιακή καταγραφή στις 20 Ιουνίου 1948. Αντιγράφει από
δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή: «...ο καθηγητής Logre
περιέγραψε μίαν νόσον χαρακτηριζομένην "από την ατελή έγερσιν εκ
του ύπνου με διαταραχάς παροδικάς της μνήμης" και οδηγούσαν εις
ατυχήματα ερμηνευόμενα κακώς μέχρι σήμερον και από το
περιβάλλον του ασθενούς και από τα δικαστήρια και από τους ιατρούς
ακόμη· έδωσε εις την νόσον αυτήν το όνομα “Le syndrome
d’Elpenor”, διότι ήδη ο... Όμηρος περιγράφει με “καταπληκτικήν

ακρίβειαν παρατηρήσεως” περιστατικόν της νόσου εις την Οδύσσειαν,
όπου ο Οδυσσεύς διηγείται το θανατηφόρον ατύχημα το επισυμβάν εις
ένα σύντροφόν του, τον Ελπήνορα, κατά την διαμονήν του πλησίον της
Κίρκης». Και σχολιάζει ο Σεφέρης: «Το σύνδρομο του Ελπήνορα.
Λοιπόν πρέπει να προσέχουμε τι γράφουμε· μπορεί, ποιός ξέρει, να
γίνει κάποτε επίσημη αρρώστεια».6
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο βιογράφος του Roderick Beaton,
θα μιλήσει για την ταύτιση του Σεφέρη με τον Ελπήνορα χωρίς
διστακτικότητα: «Η κληρονομιά του εσωστρεφούς, “ηδονικού”
Ελπήνορα, είναι μια παραλλαγή του παλαιότερου εαυτού του ίδιου του
Γιώργου».7
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Ρίτσος γράφει ένδεκα σύντομα
ποιήματα με βάση την Οδύσσεια8. Τρία από αυτά: «Ευρύλοχος»,
«Συγγνώμη» και «Μη ήρωας» συνδιαλέγονται με την σχετική ποίηση
του Σεφέρη. Επί πλέον, στο «Μη ήρωας», ο Ρίτσος κάνει ανοικτή
ερωτική εξομολόγηση στον Ελπήνορα, αν και κρύβει και τον εαυτό
του και τον ήρωά του και χρησιμοποιεί ως άλλοθι τον Όμηρο:

ΜΗ-ΗΡΩΑΣ
Αυτός, που, ακούγοντας το βήμα των συντρόφων του
να ξεμακραίνει πάνω στα χαλίκια, μες στη μέθη του,
αντί να κατεβεί τη σκάλα που’ χε ανέβει, πήδησε ίσα
τον τράχηλό του κόβοντας, έφτασε πρώτος
μπροστά στο μαύρο στόμιο. Κι ούτε του χρειαστήκαν
εκείνες οι μαντείες του Τειρεσία. Κι ούτε που άγγιξε
το αίμα του μαύρου κριαριού. Το μόνο που ζήτησε
ήταν μια πήχη τόπος στ’ ακρογιάλι της Αιαίας
κ’ εκεί να στήσουν το κουπί του-εκείνο που’ λαμνε
πλάι στους συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, και δόξα
στ’ όμορφο παλικάρι. Αλαφρόμυαλο το’ παν. Ωστόσο
μήπως δε βοήθησε κ’ εκείνο κατά δύναμη
στο μεγάλο ταξίδι τους; Για τούτο, κιόλας, ο Ποιητής
το μνημονεύει χώρια, αν και με κάποια περιφρόνηση,

κ’ ίσως γι’ αυτό ακριβώς με πιότερο έρωτα .
Παρά τη δυναμική της εμφάνιση στο ποίημα αυτό, η μορφή του
Ελπήνορα έχει ισχνή παρουσία στο συνολικό έργο του Ρίτσου, σε
αντίθεση με ότι συμβαίνει στο έργο του Σεφέρη και κυρίως του
Σινόπουλου.
Ολόκληρο το έργο του Τάκη Σινόπουλου έχει χαρακτηριστεί
«συνεχής μελέτη θανάτου, Νέκυια εν προόδω»9.Ο Ελπήνωρ και
κυρίως η «εμπειρία του Ελπήνορα», συνιστούν τον πυρήνα της
ποίησής του, η πορεία της οποίας εγκαινιάζεται το 1944 με το ποίημα
ΕΛΠΗΝΩΡ. Χαρακτηριστικές οι δύο πρώτες λέξεις: Τοπίο θανάτου.
Από τότε το φάσμα του Ελπήνορα, με διάφορες μορφές, στοιχειώνει
την ποιητική του παραγωγή και όχι μόνο. Γιατί αν οι νεκροί του

εμφυλίου ζωντανεύουν διαρκώς στο ποιητικό του έργο, ο θάνατος
στην προσωπική του ζωή είναι επίσης διαρκώς παρών. Ώς συνοικιακός
παθολόγος γιατρός για χρόνια στον Περισσό, ο Σινόπουλος
συναναστρέφεται και περιθάλπει ανθρώπους του καθημερινού μόχθου
και περορισμένης μόρφωσης. Δεν είναι ο απόμακρος γιατρός, δένεται
με τους ασθενείς του, συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες τους.
«Κάθε άρρωστος που μου πεθαίνει, λαβαίνω ένα τραύμα. Έπειτα από
τόσα χρόνια δουλειάς το κορμί μου είναι γιομάτο παλιές και
πρόσφατες πληγές».10
Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός
αναγνώστης, για να διακρίνει τις πληγές του Σινόπουλου στην ποίηση
του, που σε μεγάλο τμήμα της είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφική.
Άλλωστε ο ίδιος δεν το έκρυψε: «Πρέπει να το ξεκαθαρίσω οριστικά.
Τα πρόσωπα που ζωντανεύουν και κρατάνε την αφήγηση, χρόνια με
κατοικούν μονίμως. Δεν είναι επινοήσεις, πρόχειρες κατασκευές. Δεν
είναι ανεύθυνες φανταστικές φιγούρες». Κι ακόμα: «Σε τούτο το έργο,
αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα,
κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος
μηχανισμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επιπολής
στοιχεία, λέξεις, δεσίματα κι αναφορές, στοιβάδες, στρώματα της
γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χωνεύει ο μύθος. Μην προσπαθήσεις να
τον βγάλεις από τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο
ογκώδες και κακό, δε θέλει φώς, δαγκώνει τη σιωπή του».11
Στην τόσο γλαφυρή και οξεία εξομολόγησή του ο Σινόπουλος,
χωρίς να το επιδιώκει και να το καταλαβαίνει, σκιαγραφεί την πρώτη
τοπική, τη συμπύκνωση, τη μετάθεση, την πρωτογενή και δευτερογενή
διαδικασία, τους ελεύθερους συνειρμούς, τις άμυνες, την αρνητική
θεραπευτική αντίδραση, τον ρόλο του αναλυτή, τον Έρωτα και τον
Θάνατο, δηλ. τη ψυχανάλυση.
Το 1965 προλογίζοντας την ανάγνωση ποιημάτων του στην
Ελληνοαμερικανική Ένωση, αναφέρθηκε στην παρουσία του
Ελπήνορα στη ποίησή του : «Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη
μικρή ιστορία του δικού μας Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι
1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του
Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της
κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η
εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε
από μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν
οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942.
Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον
«Ελπήνορα». Αλλά εκείνο που για μένα ειχε σημασία είναι πως το
όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο
μέρος της ποίησής μου».12
Ο Ελπήνωρ σημάδεψε κυριολεκτικά και το τέλος του Σινόπουλου, καθώς πέθανε ξαφνικά την ημέρα της Ανάστασης,
ανήμερα του Πάσχα, εν μέσω φίλων και συγγενών, το 1981.
Εκτός από τους τρείς προαναφερθέντες και πολλοί άλλοι
Νεοέλληνες ποιητές, έστω και στοιχειωδώς, ασχολήθηκαν με τον
Ελπήνορα. Ενδεικτικά ονόματα: Δημήτρης Χριστοδούλου, Ηλίας
Λάγιος, Θανάσης Κωσταβάρας, Αλέξης Τραϊανός.¹³ Δύο από αυτούς
είχαν τέλος ανάλογο με του Ελπήνορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου