Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ανδρέας Κάλβος, Διονύσιος Σολωμός, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης



της Νότας Χρυσίνα


Στην παρούσα εργασία αφού μελετήσουμε το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου «Ο Ωκεανός», τα αποσπάσματα από το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» (Β΄ Σχεδίασμα) και τα αποσπάσματα από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Φωτεινός», θα εντοπίσουμε και θα σχολιάσουμε συγκριτικά τους τρόπους με τους οποίους τα τρία ποιητικά έργα διαχειρίζονται το θέμα της πατρίδας, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη, την ανταπόκρισή τους στις δύο βασικές τεχνοτροπικές τάσεις της επτανησιακής ποιητικής παράδοσης του 19ου αιώνα, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η λογοτεχνική παραγωγή στα Ιόνια νησιά, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου μέχρι περίπου το τέλος του 19ου αιώνα, ονομάζεται με τον όρο Επτανησιακή Σχολή.
Και οι τρεις ποιητές, τα έργα των οποίων θα μελετήσουμε στην παρούσα εργασία, ανήκουν στην Επτανησιακή Σχολή. Διαμορφωτικός παράγοντας της τεχνοτροπίας της επτανησιακής ποίησης του19ου αιώνα ήταν η προσπάθεια σύζευξης των δύο ισχυρών και αντιτιθέμενων ρευμάτων του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο νεοκλασικισμός ήταν λίγο παλαιότερος από την εποχή των Επτανήσιων ποιητών ενώ ρομαντισμός ήταν σύγχρονός τους.


Ωδή δεκάτη

[X]
Ο Ωκεανός α΄

Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
β΄

Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.
γ΄

Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
δ΄

Εχάθηκαν οι πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κι η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει των ζώντων.
ε΄

Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
ς΄

Αλλά των μακαρίων
στάβλων ιδού τα ηώα
κάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.
ζ΄

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι οι χαίται.
η΄

Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.
θ΄

Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος,
ι΄

Ύπνος, σιγή· και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με κρότον,
ποίμνια και λύραι.
ια΄

Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.
ιβ΄

Ο αετός αφήνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν οι πτέρυγες
τα νέφη, και τον όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.
ιγ΄

Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των αθανάτων.
ιδ΄

Η χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.
ιε΄

Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων,
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με δίχως βίαν·
ις΄

Ούτως από του Άθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Κυθήρας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανοδρόμον·
ιζ΄

Η τρίμορφος Εκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα.
ιη΄

Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγορία,
την γην μου συ ενθυμήθηκες
ω Ελευθερία.
ιθ΄

Ήλθ’ η θεά· κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Χίου· τας χείρας
άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε·
κ΄

Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.
κα΄

Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα· τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δώσ’ μου τον θρόνον.
κβ΄

Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
οι πατρικαί σου αγκάλαι·
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.
κγ΄

Είπε· κι ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις.
κδ΄

Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.
κε΄

Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα.
κς΄

Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.
κζ΄

Επί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάει το πνεύμα·
κη΄

Επί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
έαν αισθανθώσιν·
κθ΄

Ούτως εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.
λ΄

Πεφιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Ελλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Ελευθερίας·
λα΄

Χαίρετε σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.
λβ΄

Κατευοδοίτε! —Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.
λγ΄

Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.
λδ΄

Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων οι πρώραι
ιδού πετάουν.
λε΄

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει·
λς΄

Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.
λζ΄

Ωθωμανέ υπερήφανε
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B΄ Σολωμός Διονύσιος

1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»


2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.


Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.

Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα]
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
            ―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
        κ' έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
        στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]

―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

    ―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)


ΘΕΜΑΤΙΚΗ – ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ

Ο Σολωμός (1798-1857), καθώς είναι ο κορυφαίος επτανήσιος ποιητής, έγινε σημείο αναφοράς στην κατηγοριοποίηση των ποιητών σε ομάδες. Ο Κάλβος (1792-
1869) και ο Βαλαωρίτης (1824-1879) ανήκουν στους εξωσολωμικούς ποιητές δηλαδή στους ποιητές που δεν επηρεάστηκαν από το έργο του Σολωμού.
Κοινή θεματική της ωδής του Κάλβου «Ωκεανός», του αφηγηματικού ποιήματος του Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» καθώς και του ποιήματος του Βαλαωρίτη «Φωτεινός» είναι η πατρίδα. Ο Κάλβος όπως και ο Σολωμός εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και εξιστορούν γεγονότα που συνέβηκαν την εποχή τους. Στο ποίημα «Φωτεινός» ο Βαλαωρίτης άντλησε το θέμα του από την παλαιότερη ιστορία της Λευκάδας και συγκεκριμένα μιας εξέγερσης των Ελλήνων κατοίκων εναντίον του φράγκου δυνάστη στον 14ο αιώνα.
Η ιδεολογική τοποθέτηση του κάθε ποιητή επηρέασε τη θεματική του έργου του.  Ο Κάλβος και ο Βαλαωρίτης ασχολήθηκαν με την πολιτική, ο πρώτος συμμετέχοντας στο κίνημα των καρμπονάρων και ο δεύτερος ως βουλευτής μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
Το θέμα του της ωδής του Κάλβου αναγγέλλεται επιγραμματικά στην πρώτη στροφή και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ωδής. « Γη των θεών…πατρίδα μου». Ο ποιητής συμπυκνώνει την ιστορία της σκλαβωμένης Ελλάδας περιγράφοντας τη μετάβαση «από το χάος της κοσμογονίας» στην επαναστατική επίτευξη της «ηρωογονίας» της εποχής του.
Ο Κάλβος έγραψε την ωδή «Ωκεανός» για να εξυμνήσει την ελληνική επανάσταση. Απευθυνόταν στους μορφωμένους Ευρωπαίους με στόχο την υποστήριξη του ελληνικού ζητήματος στο εξωτερικό.4 Στην ωδή του υμνεί την ελευθερία, την οποία παρομοιάζει με θεά, αλλά και πολλές άλλες αξίες, τις οποίες ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνέδεσε με παραδείγματα από τον κλασικό πολιτισμό.
Αυτές τις αξίες ο Κάλβος προσπάθησε να τις αποδώσει στους επαναστατημένους συμπατριώτες της εποχής του. «πρωτοστάται Ελευθερίας», «Ω ανδρείοι».
Χρησιμοποίησε ως πρότυπο τις ωδές του Πινδάρου, οι οποίες γράφτηκαν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. προς τιμήν των νικητών των Ολυμπιακών και άλλων αγώνων. Οι ωδές του Πινδάρου χρησιμοποιούσαν τη μυθολογία για να τονίσουν τις ανθρώπινες αρετές, άδονταν με συνοδεία λύρας και οι νικητές των αγώνων στεφανώνονταν με δάφνινο στεφάνι. Στην ωδή υπάρχουν αναφορές στο αρχαίο μουσικό όργανο, τη λύρα, τα στέφανα από δάφνη, μυθολογικές και κλασικές μνείες που είναι διακοσμητικά του Ευρωπαικού νεοκλασικισμού. «τα ηώα κάγκελλα η Ωραι ανοίγουσιν, ιδού τα ακάμαντα άλογα του Ηλίου εκβαίνουν» «Πεφιλημένα θρέμματα Ωκεανού» «Εκάτη» «κόρη Διός», « κατακαύσατε στόλον βαρβάρων» «υπέρ πάτρης» « ω λύρα…ύμνους» «νέα δάφνη…αρπάξειν» «τον Όλυμπον η κλαγγή σχίζει». Ο Κάλβος χρησιμοποίησε το νεοκλασικιστικό περίβλημα στη σύνθεση των ωδών του απευθυνόμενος στο θαυμασμό που έτρεφαν οι Ευρωπαίοι για την κλασική αρχαιότητα και τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων. στρ. α΄«Ελλάς, ηρώων μητέρα…», στρ. λγ «την κόμην..στέφει των υπέρ πάτρης…», στρ. λστ «ω λύρα», στρ. λζ «νέαν δάφνην…».
Ο Κάλβος έγραψε στη λόγια γλώσσα και επινόησε ένα αρχαιοπρεπές στροφικό σύστημα, η μετρική του οποίου είναι ιδιότυπη, τέσσερις εφτασύλλαβοι και ένας καταληκτικός πεντασύλλαβος. Το σχήμα είναι αρχαιότροπο.
Στοιχεία του αισθητικού πνευματικού κινήματος του ρομαντισμού είναι έκδηλα στις ποιητικές εικόνες που πλάθει ο Κάλβος με ρομαντικό υλικό: η νύχτα, τα άστρα, οι άνεμοι, ο θάνατος.  «ούτω εις το χάος…νυκτερινός …εμβόλια», « τα φώτα…των αστέρων λελυπημένα». Το «εγώ» του ποιητή φαίνεται στη α στροφή «γλυκεία πατρίδα μου».
Όπως ο Κάλβος έτσι και ο Σολωμός προσπάθησε να επιτύχει τη σύζευξη νεοκλασικισμού και ρομαντισμού αλλά στην ώριμη ποιητική του περίοδο(1828-1847) ο ρομαντισμός υπερίσχυσε στην ποίησή του.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» είναι το κορυφαίο ποιητικό σύνθεμα του Σολωμού με το οποίο ύμνησε και εκείνος την Ελληνική Επανάσταση και τον εθνικό αγώνα της ανεξαρτησίας. Αρχικά συνέλαβε το ποίημά του ως έπος. Το β΄σχεδίασμα γράφτηκε με λυρική διάθεση. Στο ποίημα γίνεται αναφορά στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους το 1825 και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων την παραμονή των Βαΐων του 1826. Αναδεικνύει το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται συνειδητά στη θυσία υπερβαίνοντας τα φυσικά και τα ψυχικά εμπόδια και κατακτώντας έτσι την πνευματική τους ελευθερία.8 «Άκρα του τάφου σιωπή…κι ο Αγαρηνός το ξέρει» & «Ο Απρίλης με τον Έρωτα…χίλιες φορές πεθαίνει» & «Στα μάτια και στο πρόσωπο…την όψη την φθαρμένη».
Η σολωμική ποίηση αναπτύσσεται με δύο ζεύγη αντιθέσεων: ελευθερία-φύση και θρησκεία- θάνατος. Οι ήρωες στο β σχεδίασμα των «Ελεύθερων πολιορκημένων» αντλούν από την πίστη τους στο θεό ψυχικό κουράγιο για να οδηγηθούν εθελούσια στον θάνατο, παραμένοντας με τη θυσία τους ελεύθεροι.
Τα στοιχεία του ρομαντισμού είναι έκδηλα σε ολόκληρο το ποίημα. Ο ποιητής μάς μεταφέρει στον κόσμο του μέσα από εικόνες που μοιάζουν ζωντανές. «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε…ξέρει» Χρησιμοποιεί τη φύση για να εκφράσει συναισθήματα αλλά και να απευθυνθεί στο θυμικό των αναγνωστών του. «Ο Απρίλης με τον Έρωτα…πεθαίνει», «Στην πεισμωμένη μάχη…το φτωχό καλύβι».
Ο ρομαντισμός του Σολωμού συνδέεται με τον ιδεαλισμό του Hegel, ωστόσο δεν επικεντρώνεται στην έκφραση έντονων προσωπικών συναισθημάτων αλλά έχει υπερατομική στόχευση.
Η ποιητική γλώσσα του Σολωμού ήταν η δημοτική, αποκαθαρμένη από τα τοπικιστικά στοιχεία, αλλά με το λεξιλόγιο και τον πλούτο των εκφραστικών τρόπων της λαϊκής παράδοσης και με επιλεγμένα στοιχεία της λόγιας γλώσσας. «ποδάρι», «ονείρατα», «μνέω». Το μέτρο στο β΄σχεδίασμα είναι το ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και ο στίχος έχει ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή. «βασιλεύει-ζηλεύει».
Ο Σολωμός δεν ολοκλήρωσε το ποίημα. Έχουμε μια σειρά από «αποσπάσματα» από το β΄σχεδίασμα, που όμως αποτελούν λυρικές ενότητες με αυτοτέλεια και εσωτερική συνοχή.
Ο Βαλαωρίτης πραγματεύεται και εκείνος το θέμα της πατρίδας. Θέλησε να συμβάλει στην ενδυνάμωση του πατριωτικού αισθήματος με τη στιχουργημένη αφήγηση του διαρκούς αγώνα του ελληνισμού κατά του ξενισμού.11 Στον «Φωτεινό» δεν κοιτάζει την εποχή του σαν παρατηρητής όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος. Το θυμικό του ποιητή παρουσιάζεται μέσα στο ποίημα με τέτοια ζωντάνια σαν να
προηγείται της σύλληψης του ποιήματος. Ο ήρωας του ο εβδομηντάρης Φωτεινός είναι αγρότης και παλιός πολέμαρχος. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας ένα τυπικό αγροτικό επεισόδιο, το οποίο περιγράφεται στο ποίημα, γίνεται αφορμή για παραπομπή στο ανθρώπινο έπος. Αυτό είναι ο αγώνας του ανθρώπου, ο οποίος στέκεται στο κέντρο της φύσης, να υποτάξει τη μοίρα του και να υπερασπίσει την ελευθερία του από κάθε εξουσία και επιδρομή. «Πάρ’ ένα σβόλο…το φύτρο» & «Είδε οι καιροί…κ’έγινε ζευγολάτης» & «Κ’εκειός ο γερο-δράκοντας…να σώσει την πατρίδα»
Η ποίηση του Βαλαωρίτη παρουσιάζει έκδηλα ρομαντικά στοιχεία, επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι και κυρίως από τον γαλλικό ρομαντισμό( έντονα πάθη, ηρωικές πράξεις, υπερβολική συσσώρευση εικόνων και καταστάσεων βίας). «Και δυο σκιάδες…βρύση», «Ολόρθος…όνειρά του».
Ο ποιητής ηθογραφεί έξοχα τον ήρωά του μέσα από τις εικόνες που πλάθει με τις λέξεις «κ’εκείνος μένει ασάλευτος…οργισμένη», «Έμενε ο Γέροντας βουβός…στον
Ξένο». Οι εικόνες του είναι τόσο ζωντανές που ο αναγνώστης εισχωρεί εύκολα στον κόσμο του ποιητή και «βιώνει» τα συναισθήματά του.
Η ποιητική γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι η δημοτική εμπλουτισμένη από το δημοτικό τραγούδι. Ο στίχος είναι δεκαπεντασύλλαβος και έχει ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή. «Ολόρθος μένει ο γέροντας…εμπροστά του», «πλάτη-Ελάτη», «γέρος- θέρος». Ο Βαλαωρίτης δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το ποίημά του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Κάλβος γράφει την ωδή του «Ωκεανός» με νεοκλασικιστικό περίβλημα με σκοπό να μεταφέρει στους Ευρωπαίους φιλέλληνες το μήνυμα ότι ο αγώνας των Ελλήνων είναι δίκαιος καθώς αυτοί είναι οι ενσαρκωτές και οι συνεχιστές των αξιών των αρχαίων Ελλήνων. Παράλληλα θέλει να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του στον δίκαιο και θεάρεστο αγώνα τους. Η ποίησή του είναι εμπλουτισμένη με ρομαντικά στοιχεία. Ο συναισθηματικός κόσμος του ποιητή γίνεται φανερός μέσα από τις εικόνες που πλάθει αλλά και τις έννοιες που μεταφέρει με την προσεκτική χρήση της λόγιας ποιητικής του γλώσσας.
Ο Σολωμός αν και επιχείρησε και αυτός τη σύζευξη των δύο αισθητικών ρευμάτων, του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» το συναίσθημα ξεχειλίζει. Το θέμα της πατρίδας συνδέεται με τον αγώνα για την ελευθερία που από εθνικός γίνεται ηθικός και ατομικός. Ο ποιητής πετυχαίνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει τη φιλοπατρία χρησιμοποιώντας εικόνες από τη φύση. Στον σκοπό αυτό συμβάλλει σημαντικά η χρήση της δημοτικής γλώσσας εμπλουτισμένης με λόγια στοιχεία αλλά και στοιχεία από την παράδοση.
Τέλος, ο Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Φωτεινός» παρουσιάζεται αμιγώς ρομαντικός. Το συναίσθημα ξεχειλίζει μέσα από τις εικόνες που δημιουργεί και χρησιμοποιεί τον ήρωά του για να μιλήσει για την ελευθερία απέναντι στην εξουσία που επιβάλλεται πάντα με τη βία. Η ποιητική του γλώσσα είναι εμπλουτισμένη από το δημοτικό τραγούδι και την παράδοση και συνεισφέρει στη μετάδοση του πολιτικού οράματος του ποιητή για τον ξεσηκωμό του λαού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Λ. Βαρελάς, Α. Βογιατζόγλου, Ε. Γαραντούδης, Τ. Καγιαλής, Κ. Καρατάσου,
Κ. Κωστίου, Δ. Μέντη, Α, Νάτσινα, Γ. Πατερίδου, Ο. Πολυκανδριώτη, Ν. Ροτζώκος,
Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ός
αιώνας) , Τόμος Α, εκδ. Ε. Α. Π, Πάτρα 2008.
2. Χ. Δανιήλ, Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας),
Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος & 20ός αιώνας), εκδ. EAΠ,
Πάτρα 2008.
3. R. Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούργου &
Μ. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
4. P. Mackridge & Α. Πολίτης από Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία (19ος –
20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας (19ος & 20ός αιώνας), επιμ. Μ. Μπακογιάννης, εκδ. EAΠ, Πάτρα 2008.
5. Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2007.

6. Α. Πολίτης, «Διονύσιος Σολωμός, ο ποιητής», στο Το μυθολογικό κενό Πόλις, Αθήνα 2000,σελ. 194-200.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου