Παντελής Βουτουρής
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, από το 1935 (τότε δημοσιεύεται η Υψικάμινος), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής. Η Υψικάμινος (η πρώτη για πολλούς πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα), αντιμετωπίστηκε από τη σύγχρονή της κριτική ως πρόκληση· πολύ σύντομα ωστόσο οι αντιδράσεις μετριάστηκαν και οι διαθέσεις μεταβλήθηκαν. Μάλιστα, ύστερα από τον θάνατο του ποιητή στα 1975 (και ύστερα από το δοξαστικό δοκίμιο του Ελύτη Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, που δημοσιεύεται στα 1979) η αποδοχή γίνεται σχεδόν καθολική. Σήμερα έχει καταντήσει σχεδόν κανόνας ο βερμπαλισμός, ο άμετρος θαυμασμός και η μυθοποίηση, τόσο του ποιητή όσο και του έργου του. Η εντύπωσή μου μπορεί και να κάνω λάθος είναι πως για κανέναν άλλο νεώτερο λογοτέχνη δεν έχουν γραφτεί τόσα εγκώμια, τόσοι υπερθετικοί προσδιορισμοί, τόσοι θαυμαστικοί λόγοι και τόσες υπερβολές. Καθώς μάλιστα διανύουμε αισίως το έτος 2001, το οποίο έσπευσαν ήδη οι μεν να ονομάσουν «έτος Εμπειρίκου» (100 χρόνια από τη γέννησή του), οι δε «έτος Παπαδιαμάντη» (150 χρόνια από τη γέννηση και 90 από τον θάνατό του), ας ελπίσουμε να μη χαθεί τελείως μέσα στους πανηγυρικούς λόγους η φιλέρευνη ψυχραιμία και η στοχαστική διάθεση.
Η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό (σημαδιακό είναι το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό», στα 1938) και ειδικότερα με το έργο του Εμπειρίκου, ξεκινά πολύ ενωρίς, μόλις δύο - τρία χρόνια ύστερα από τη δημοσίευση της Υψικαμίνου. Η μεταβολή αυτή οφείλεται κυρίως σε κάποια μετριοπαθή υπερρεαλίζοντα δείγματα γραφής, με τα οποία επιχειρήθηκε η πραγμάτωση ενός «ελληνικότατου υπερρεαλισμού». Ως τέτοια «λελογισμένα» υπερρεαλιστικά κείμενα, τα οποία άμβλυναν τη «βιαιότητα» και εξισορροπούσαν την «ακρότητα» του υπερρεαλισμού, θεωρήθηκαν από την κριτική της εποχής οι Προσανατολισμοί και οι Σποράδες του Ελύτη (ο οποίος εμφανίζεται ως ο κύριος εκφραστής της τάσης του «μετριοπαθούς» υπερρεαλισμού), η Αμοργός του Ν. Γκάτσου, αλλά και η Ενδοχώρα του Εμπειρίκου. Γιατί ενώ η Υψικάμινος είχε εκληφθεί ως δείγμα φανατικής αδιαλλαξίας, και έγινε αντικείμενο χλευασμού, η Ενδοχώρα (ποιήματα της συλλογής αυτής αρχίζουν να δημοσιεύονται από το 1937 και στα Νέα Γράμματα) γίνεται δεκτή με ανακούφιση. Η Ενδοχώρα «σύμπλεγμα φωτεινών στίχων εντελώς διαφορετικών από τα πειραματικά και τα εξωποιητικά υπερρεαλιστικά κείμενα της Υψικαμίνου» (σύμφωνα με τον Α. Καραντώνη) αντιμετωπίζεται ως εκδήλωση της έμπρακτης μεταμέλειας του Εμπειρίκου, καθώς θεωρήθηκε ότι με αυτήν ο ποιητής απομακρύνεται συνειδητά από την παράταξη των «αδιαλλάκτων», την οποία εξακολουθούσαν να εκπροσωπούν (τουλάχιστον έτσι πιστεύει και γράφει ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά) ο Νικόλας Κάλας και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Εμπειρίκος κατέλαβε κοινή συναινέσει την πρωτοκαθεδρία στην ιεραρχία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Θα ήταν παρ' όλα αυτά λάθος να θεωρήσουμε όπως γίνεται συνήθως τη σχέση του με τον υπερρεαλισμό δεδομένη· οι δεσμοί που συνδέουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του (εάν εξαιρέσουμε τα κείμενα της Υψικαμίνου) με τις προγραμματικές αρχές, την ιδεολογία και τους στρατηγικούς στόχους του υπερρεαλισμού, ούτε προφανείς είναι ούτε αυτονόητοι. Η απόκλιση από τον υπερρεαλισμό είναι εμφανέστερη στα εκτενέστερα πεζά κείμενα, όπου η κυριολεξία και η περιγραφική λεπτομέρεια αντικαθιστούν τη μεταφορά και τη συνδήλωση. Πολύ δύσκολα, νομίζω, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με πειστικά επιχειρήματα κάποια σχέση του Μεγάλου Ανατολικού με τον υπερρεαλισμό. Η ουτοπία, η υπέρβαση, η σεξουαλικότητα, οι επαναλήψεις, το χιούμορ και η μεγάλη έκταση, ασφαλώς και δεν αποτελούν τεκμήρια τα οποία αποδεικνύουν τον υπερρεαλιστικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος.
Σε τελευταία ανάλυση πιστεύω πως είναι λανθασμένος ο χαρακτηρισμός του Εμπειρίκου ως «συνεπή υπερρεαλιστή»· προσωπικά πιστεύω ότι ο συγγραφέας που βρίσκεται εγγύτερα στον γαλλικό υπερρεαλισμό από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα ομότεχνό του είναι ο Νικόλας Κάλας, αλλά αυτό αποτελεί θέμα για άλλη συζήτηση. Το ζήτημα είναι όπως πολύ σωστά το θέτει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «για ποιον υπερρεαλισμό μιλάμε»· γιατί αν το κριτήριό μας είναι ο υπερρεαλισμός τού Βreton και οι θέσεις που διατυπώνονται στα υπερρεαλιστικά μανιφέστα, τότε σίγουρα η στάση του Εμπειρίκου δεν χαρακτηρίζεται από «ορθόδοξη» προσήλωση και συνέπεια προς τις καταστατικές αρχές και επιλογές του κινήματος. Πρόκειται αντιθέτως για «επεισοδιακή» ή επιλεκτική σχέση, η οποία έχει να επιδείξει «έλξεις» αλλά και (ίσως περισσότερες) «απωθήσεις». Το γεγονός εξάλλου ότι ο Εμπειρίκος εκδηλώνεται ποιητικά στα 1935, όταν δηλαδή είχε ήδη διαμορφωθεί το «σχήμα» του υπερρεαλισμού, του επιτρέπει να καθορίσει αναδρομικά τη συγκεκριμένη επιλεκτική σχέση του με το κίνημα.
Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Εμπειρίκος έχει αφομοιώσει και έχει ενσωματώσει στο έργο του τις περισσότερες υπερρεαλιστικές θέσεις της πρώτης «διαισθητικής» (όπως ονομάστηκε) περιόδου: αναφέρομαι κυρίως στην «υπερπραγματικότητα», στην εικονοποιητική θεωρία, στη λειτουργία του φανταστικού, του «αντικειμενικού τυχαίου» και του «θαυμαστού» (αντιθέτως, η σχέση του με την αυτόματη γραφή υπήρξε εξαιρετικά εφήμερη· αμέσως μετά τα ποιήματα της Υψικαμίνου, στα οποία διακρίνεται ένας «ατελής αυτοματισμός», η μέθοδος αυτή όπως ομολογεί και ο ίδιος εγκαταλείφθηκε). Αναμφισβήτητα όμως δεν ακολούθησε σε καμία περίπτωση τον Βreton και τους συντρόφους του στην πολιτική και ιδεολογική ρήξη που επιχείρησαν στα 1925 και παρέμεινε τελείως ξένος με τις αναζητήσεις και το αριστερό επαναστατικό πνεύμα της δεύτερης υπερρεαλιστικής περιόδου, της «εκλογίκευσης».
Ο Εμπειρίκος, περιορίζοντας τον ζωτικό του χώρο στο πλαίσιο μιας αμιγώς ποιητικής περιοχής, αποκλίνει ουσιαστικά από τα ιδεολογικά πρότυπα, την υλιστική κατά βάσιν θεωρία και την πολιτική πρακτική του υπερρεαλισμού. Έτσι όχι μόνο δεν συμμερίζεται σε καμία περίπτωση την ευφορία και το επαναστατικό όραμα του Βreton, αλλά φροντίζει επανειλημμένα να δηλώσει κατηγορηματικά την πολιτική του ουδετερότητα· συχνά μάλιστα η αποστροφή του προς τις σοσιαλιστικές ιδέες εκφέρεται μέσα στο έργο του με διάθεση σαρκαστική. (Ο μύθος του πολιτικοποιημένου, και «αριστερού ποιητή» αρχίζει να υφαίνεται από ορισμένους κριτικούς μετά τον θάνατό του. Ακραία εκδοχή αυτού του μύθου είναι η ιδεολογική σύνδεσή του με τον L. Τrotsky και την επανάσταση των μπολσεβίκων του 1917). Έτσι και η ουτοπία, ο νέος κόσμος, που ευαγγελίζεται ακατάπαυστα στο έργο του ο Εμπειρίκος, παραμένει ένα όραμα υπερβατικό, απολιτικό και ανιστορικό· το κήρυγμά του σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με έναν ιστορικά προσδιορισμένο χώρο και χρόνο και, βεβαίως, αποφεύγεται και η ελάχιστη αναφορά στη σύγχρονή του ελληνική πολιτική πραγματικότητα: τη δικτατορία δηλαδή του Μεταξά, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τη δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967.
Η ίδια υπερβατικότητα που χαρακτηρίζει τον «πολιτικό» λόγο χαρακτηρίζει και τον ερωτικό (πιο σωστά τον σεξουαλικό) λόγο του Εμπειρίκου. Ο οργασμικός έρωτας βρίσκεται στο κέντρο του ποιητικού και του κοσμολογικού του συστήματος. Με «μανιώδη επιμονήν» αναπαράγει εικόνες, δανείζεται ή επινοεί σύμβολα και συστήνει εντέλει έναν ποιητικό λόγο, αν όχι τον πιο ερωτικό στη νεοελληνική λογοτεχνία, αναμφισβήτητα τον πιο αφοσιωμένο και έμμονα προσανατολισμένο στη σεξουαλική πράξη. Οι σχοινοτενείς και μονότονα επαναλαμβανόμενες οργασμικές περιγραφές, οι οποίες πλεονάζουν στο έργο του (κυρίως στον Μεγάλο Ανατολικό), η εξεζητημένη ελευθεροστομία, η σκόπιμη υπερβολή και ακόμη η αναγωγή της στιγμής του οργασμού σε θεοτική-υπερβατική εμπειρία, οδηγούν εντέλει σε μια μυθοποίηση της σεξουαλικής πράξης. Η σεξουαλική δηλαδή επαφή, έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργο του Εμπειρίκου, απομακρύνεται συνειδητά από ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φυσική», «βιωμένη» ή «βιώσιμη» εμπειρία.
Ίσως μάλιστα δεν θα ήταν άσκοπη η σύγκριση ανάμεσα στον ερωτικό λόγο του Εμπειρίκου και του Βreton: ο έρωτας εμφανίζεται ως συστατικό στοιχείο του κόσμου του Βreton· δεν έχει όμως καμία σχέση με τη σεξουαλικότητα, καθώς είναι απαλλαγμένος από κάθε έννοια σαρκικής λαγνείας. Ο «σπασμωδικός έρωτας» είναι άμεσα βιωματικός και συγχρόνως μαγικός και μυστηριώδης. Στη Νadja, συγκεκριμένα, ή στο Ρoisson soluble, μορφώνεται ένας ποιητικός χώρος γοητευτικής αθωότητας από τον οποίο έχει εξοριστεί κάθε μορφή σεξουαλικής βίας. Αυτό που ενδιαφέρει τον Βreton και εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά με τον Εμπειρίκο είναι να παραστήσει τις ερωτικές σχέσεις (όπως και κάθε άλλη σχέση) χωρίς να απομακρυνθεί από την αρχή της αυθεντικότητας· και αυθεντικό, όπως επανειλημμένα διακηρύσσουν οι υπερρεαλιστές, είναι μόνο αυτό που θεμελιώνεται στην αντικειμενική εμπειρία.
Ο Βreton μάλιστα ορίζει ως πρωταρχικό καθήκον τον διαχωρισμό του αυθεντικού από το μη αυθεντικό στην πρωτοποριακή τέχνη, ενώ και ο Τristan Τzara υποστηρίζει ότι η «πραγμάτωση της ποίησης γίνεται στο πεδίο της ζωής». Ως κριτήριο μάλιστα της αυθεντικής ποίησης ορίζεται ρητά το κατά πόσον αυτή υπήρξε «έγκυρη», δηλαδή «βιωματική». Από τη στιγμή που θεωρούμε ως δεδομένο ότι η ποιητική εικόνα έχει την αρχή της στον περιβάλλοντα κόσμο, αποτελεί μάλιστα (σύμφωνα με την υπερρεαλιστική θεωρία) όχι προϊόν έμπνευσης αλλά «γεγονός», μια πραγματικότητα του κόσμου που προϋπάρχει σε λανθάνουσα μορφή στο ασυνείδητο, πριν από τον ποιητικό μετασχηματισμό της, τότε δεν μπορούμε παρά να θέσουμε το ερώτημα εάν αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται σε μια βιωμένη εμπειρία· εάν με άλλα λόγια η ποιητική εικόνα αντιστοιχεί σε συσσωρευμένη πείρα ή αποτελεί αποκλειστικά παράγωγο της φαντασίας.
Εξυπακούεται ότι η ποιητική ιδεολογία του Εμπειρίκου δεν ανταποκρίνεται σ' αυτές τις προδιαγραφές· και δεν αναφέρομαι μόνο στην ερωτική, αλλά και στην πολιτική του ιδεολογία. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το έργο του απαγορεύει οποιονδήποτε συσχετισμό με τη βιωμένη εμπειρία ή γενικότερα με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η σύγκριση των εκδοχών του ελληνικού με τον γαλλικό υπερρεαλισμό των συγκλίσεων και των αποκλίσεων είναι από πολλές απόψεις χρήσιμη για τη γραμματολογία και τη συγκριτική φιλολογία. Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο υπερρεαλισμός ως οργανωμένο κίνημα που σκόπευε στην καθολική επανάσταση δεν εκδηλώθηκε, για διάφορους λόγους, στην Ελλάδα με τον τρόπο που εκδηλώθηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Γαλλίας. Ο,τι επομένως ονομάζουμε ελληνικό υπερρεαλισμό εισηγητής ή «πατριάρχης» του οποίου είναι ο Εμπειρίκος είναι κάτι πολύ πιο ειδικό και περιορισμένο από το εξωτερικό πρότυπό του· και ο ορισμός του αποτελεί ακόμη ζητούμενο για την έρευνα.
Ο Παντελής Βουτουρής είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
ΤΑ ΝΕΑ , 20-01-2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου