"Η ποίησις είναι στην πραγματικότητα μια λειτουργία παιχνιδιού. Κινείται μέσα στο πεδίο παιχνιδιού του πνεύματος, σ' έναν κόσμο δικό της, που το πνεύμα δημιουργεί γι' αυτήν. Εκεί τα πράγματα έχουν μια πολύ διαφορετική φυσιογνωμία από εκείνη που έχουν στην "καθημερινή ζωή" και περιορίζονται από δεσμά διαφορετικά από τα δεσμά της λογικής και της αιτιότητας... Για να καταλάβουμε την ποίηση πρέπει να μπορούμε να ντυθούμε την ψυχή του παιδιού σαν μαγικό μανδύα και να απαρνηθούμε την σοφία του ενηλίκου για χάρη της σοφίας του παιδιού".
"J. Huizinga: Homo Ludens"
Πώς να εισχωρήσει κανείς στο σύμπαν του πιο δημοφιλούς βιβλίου του Κορτάσαρ; Στη δεύτερη ανάγνωση διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας μας καλεί να πάρουμε μέρος σε ένα διαρκές παιχνίδι. Σε όλο το μυθιστόρημα παίζει, ο τίτλος άλλωστε είναι ένα παιδικό παιχνίδι, και δεν έχουμε παρά να παίξουμε κι εμείς μαζί του και πιο συγκεκριμένα με τους χαρακτήρες του, που από τις πρώτες κιόλας σελίδες δεν παύουν κι αυτοί να παίζουν: Από τον τρόπο που ο Ολιβέιρα συναντούσε την Μάγα στο Παρίσι έως την προσπάθεια του πρώτου και του Τράβελερ να βάλουν ένα μαδέρι για γέφυρα ανάμεσα στα παράθυρα των διαμερισμάτων τους. Ενδιάμεσα έχουμε τα γλίγλικα ως κώδικα ερωτικής επικοινωνίας, τη Λέσχη του Φιδιού, την οχύρωση δωματίου με λεκάνες νερού και σπάγγους και ένα σωρό άλλες σκηνές.
Πύλη πρώτη: Μario Vargas Llosa
Σε κάποιες περιπτώσεις το κορτασαρικό παιχνίδι είναι ένα καταφύγιο, όπου διαφυλάσσεται η ευαισθησία και η φαντασία των ανθρώπων ενάντια στους οδοστρωτήρες της κοινωνίας ή όπως είχε γράψει ο ίδιος "ενάντια στον πραγματισμό και στην φριχτή τάση για επίτευξη επωφελών στόχων". Τα παιχνίδια του είναι εκκλήσεις ενάντια σε παγιωμένες ή αλλοιωμένες από την πολλή χρήση ιδέες, ενάντια σε προκαταλήψεις και πάνω απ' όλα, ενάντια στη σοβαροφάνεια. Χάρη στις ταχυδακτυλουργίες του Αργεντίνου, ο αναγνώστης εμπλέκεται σε συνεχή παιχνίδια με τους ήρωες του μυθιστορήματος. Σε μια ανύποπτη γωνιά κάποιας σελίδας, χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται να παίζει με τον αφηγητή ή με τον αταξίδευτο Ταξιδιώτη (Τράβελερ) ή με την Μάγα-Ταλίτα...
Στο Κουτσό, η λογική και το παράλογο, η αντικειμενικότητα και η υποκειμενικότητα, η ιστορία και η φαντασία, χάνουν τα όριά τους και συγχέονται, ενώ κάποιοι πρωταγωνιστές, όπως ο Ολιβέιρα και η Μάγα, κινούνται ελεύθερα σε ένα χώρο απόλυτα ρευστό.
Εκτός από το παιχνίδι, η άλλη λέξη που χαρακτηρίζει το Κουτσό είναι η ελευθερία. Ελευθερία να σπάει τους καθιερωμένους αφηγηματικούς κανόνες, να αντικαθιστά τη συμβατική αφηγηματική τάξη με μία άλλη που θα έπρεπε να λέγεται: αταξία, να ανατρέπει την οπτική γωνία της αφήγησης, τον αφηγηματικό χρόνο, την ψυχολογία των χαρακτήρων και κάθε λογική εξέλιξη της μυθοπλασίας. Η τρομερή αβεβαιότητα που σταδιακά κυριεύει τον Οράσιο Ολιβέιρα στην αντιπαράθεσή του με τον κόσμο (και που τον περιορίζει όλο και περισσότερο σε ένα φανταστικό καταφύγιο), συνοδεύει τον αναγνώστη καθώς εισχωρεί σ' αυτό τον λαβύρινθο και αφήνεται να παρασυρθεί από τον αφηγητή στις στροφές και στις διακλαδώσεις του. Τίποτε εκεί μέσα δεν είναι οικείο και σίγουρο: ούτε η κατεύθυνση, ούτε οι σημάδια, ούτε οι σημασίες, ούτε καν το έδαφος που πάνω του πατάει. Τι θέλουν να μου πουν; Γιατί δεν τα καταλαβαίνω; Μήπως πρόκειται για κάτι τόσο μυστήριο και πολύπλοκο που ξεπερνάει τις δυνατότητες της αντίληψής μου; Ή είναι απλά ένα κοροϊδευτικό βγάλσιμο της γλώσσας; Έχουμε να κάνουμε και με τις δύο περιπτώσεις! Στο Κουτσό, το αστείο, η παρωδία και τα τρικ, κάνουν συχνά την εμφάνισή τους με τον τρόπο που ένας ταχυδακτυλουργός εξαφανίζει ένα νόμισμα από τα χέρια του για να το εμφανίσει αμέσως μετά σε ένα αυτί ή σε μια μύτη. Αλλά και πολύ συχνά, όπως στις περίφημες σκηνές με την πιανίστρια Τρεπά στο Παρίσι ή με τη σανίδα πάνω από το κενό στο Μπουένος Άιρες, αυτά τα επεισόδια μετατρέπονται σε μια κάθοδο στα άδυτα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στις βαθιά κρυμμένες πηγές του παράλογου που ενίοτε την καθορίζει, στην αμετάβλητη ουσία (μαγική, βάρβαρη, τελετουργική) της ανθρώπινης εμπειρίας που βρίσκεται κάτω από τον ορθολογικό πολιτισμό μας, αλλά υπό απροσδιόριστες συνθήκες μπορεί να αναδύεται και να τον κλονίζει.
Το Κουτσό ξεχειλίζει ζωή απ' όλους τους πόρους του. Είναι μια έκρηξη φρεσκάδας και κίνησης, νεανικής έξαρσης και ασέβειας, ένα ηχηρό γέλιο στα μούτρα όλων των συγγραφέων που, όπως έλεγε ο Κορτάσαρ, πριν αρχίσουν να γράφουν πρέπει να φορέσουν σακάκι και γραβάτα. Το Κουτσό μας διδάσκει ότι το γέλιο δεν είναι εχθρός της σοβαρότητας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρκήσιος ντε Σαντ εξάντλησε, πριν από αιώνες, όλες τις πιθανές υπερβολές της σεξουαλικής σκληρότητας, έτσι και το Κουτσό αποτελεί μια ευτυχή αποθέωση του παιχνιδιού, σε τέτοιο σημείο που κάθε πειραματικό μυθιστόρημα να φαίνεται ξεπερασμένο και επαναλαμβανόμενο. Γι' αυτό το λόγο ο Κορτάσαρ, όπως και ο Μπόρχες, είχε αμέτρητους κακούς μιμητές, αλλά ούτε έναν μαθητή.
Το να ξε-γράψεις ένα μυθιστόρημα, να καταστρέψεις τη λογο-τεχνία, να προσβάλεις τις συνήθειες του "παθητικού" αναγνώστη, να α-κοσμήσεις τις φράσεις σου και όλα αυτά στα οποία επιμένει τόσο ο Μορέλλι στο Κουτσό, κατά βάθος σημαίνει κάτι πολύ απλό: η λογοτεχνία ασφυκτιά μες στις συμβάσεις και στη σοβαρότητα. Είναι απαραίτητο να την καθαρίσουμε από την ρητορική και την κοινοτοπία, να την προικίσουμε πάλι με καινοτομίες, χάρη, τόλμη και ελευθερία.
Σημειώσεις: Τo μότο είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Huizinga: O άνθρωπος και το παιχνίδι (εκδ. Γνώση). Όπως φαίνεται και στην μαντάλα (σχέδιο πάνω σε μετάξι) της πρώτης εικόνας, μέσα στον κύκλο υπάρχει ένα τετράγωνο με τέσσερεις εισόδους. Αυτές θα χρησιμοποιήσω για να εισχωρήσω στον εσώτερο κύκλο. Η πρώτη είσοδος ονομάζεται Μάριο Βάργκας Γιόσα και αυτά που γράφω κάτω από την επικεφαλίδα της πρώτης πύλης είναι ένα απάνθισμα και μία ανασύνθεση αποσπασμάτων (σε δική μου μετάφραση) από ένα δοκίμιό του για τον Κορτάσαρ, με τίτλο:"The trumpet of Deyá" (The Review of Contemporary fiction, 1997). Βρίσκεται στη συλλογή δοκιμίων για τον Κορτάσαρ, που έχει συλλέξει ο Χάρολντ Μπλουμ. Στην τελευταία φωτογραφία, οι δύο συγγραφείς μαζί, σε ένα ταξίδι τους στην Ελλάδα. Υπολείπονται άλλες τρεις είσοδοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου