Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Στέφανος Ροζάνης


Ρομαντισμός: Το Πρόβλημα του Ορισμού




Από το 'Μελέτες για τον Ρομαντισμό', Πλέθρον, 2001.
Μεταξύ των ερευνητών οι οποίοι κατά καιρούς επεχείρησαν να καθορίσουν το περιεχόμενο του ρομαντισμού στις πολλαπλές εκδηλώσεις του, δημιουργήθηκε μια αξιοσημείωτη σύγχυση, η οποία, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, εξακολουθεί να επικρατεί μέχρι σήμερα. Η σύγχυση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι ο ρομαντισμός δεν αποτελεί μια αισθητική, φιλοσοφική και/ή κοινωνική πρόταση με συγκεκριμένους άξονες. Κατά κύριο λόγο προβάλλει έναν αναιρετικό χαρακτήρα, μια χαρακτηριστική ένσταση προς όλες σχεδόν τις μορφές, τους τρόπους και τα γνωστικά πρότυπα που οι αιώνες της λογικής, από τον Διαφωτισμό και πέρα, εγκαθίδρυσαν, οικοδομώντας ένα κλειστό και συμπαγές σύστημα αναφοράς μέσω του οποίου γεννήθηκε και ανδρώθηκε το ανθρώπινο πρότυπο: η κυρίαρχη εκδοχή του νεωτερικού ανθρώπου ο οποίος βγήκε από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα για να εξορθολογίσει τον κόσμο, εξορθολογίζοντας πρώτα τον εαυτό του και τις σχέσεις του με το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον.
Η ένσταση που προέβαλλε ο ρομαντισμός αφορούσε συνολικά τον άνθρωπο της λογικής και τον ίδιο το Λόγο ως ουσία του ανθρώπου. Η ακύρωση του καρτεσιανού υποκειμένου υπήρξε η πρωταρχική του μέριμνα. Η ρομαντική εξέγερση ήταν λοιπόν καθολική, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το πολιτισμικό πλαίσιο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την Αναγέννηση και θεσμισθεί από τον Διαφωτισμό. Επιπλέον, ένα πανίσχυρο ρεύμα επιστροφής προς τον Μεσαίωνα, προς ό,τι ο νεωτερικός άνθρωπος είχε ολοκληρωτικά απορρίψει ως σκοτεινό, και ανάξιο μιας λογικής ύπαρξης, προσέδωσε στον ρομαντισμό έναν εντονότατα ανατρεπτικό χαρακτήρα που αγγίζει τα όρια της εσωτερικής αναρχίας: της βίαιης ρήξης σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής.
Έτσι, λοιπόν, ο ρομαντισμός φάνηκε σαν να μην μπορεί να χωρέσει στα απελπιστικά στενά όρια οποιουδήποτε ορισμού. Φαινόταν σαν κάθε απόπειρα ορισμού του στην αισθητική, φιλοσοφική και κοινωνική σφαίρα να προσδιόριζε ορισμένες του πτυχές και εκφάνσεις, αφήνοντας άλλες, εξίσου σημαντικές, εκδηλώσεις εκτός. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι ορισμοί πολλαπλασιάστηκαν, και περιέλαβαν στοιχεία συχνά αλληλοσυγκρουόμενα και αντιφατικά. Η Lilian Furst αποφαίνεται, αναφερόμενη στη σύγχυση και το αδιέξοδο που δημιουργεί η πολλαπλότητα των ορισμών:
(...) το αδιέξοδο αυτό δεν οφείλεται τόσο πολύ στα σφάλματα εκείνων που φιλοδοξούν να ορίσουν τον ρομαντισμό, οσο στον ίδιο τον χαρακτήρα του ρομαντικού κινήματος. Διότι η δυνατότητα να εφαρμοσθούν τόσο ποικίλοι ορισμοί αντανακλά την εξέχουσα ποιοτική ιδιότητα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: την εγγενή πολυμορφία και πολλαπλότητά του. Ένα καλλιτεχνικό κίνημα τόσο πλατύ, τόσο πολύμορφο κι ακόμη τόσο μακρόβιο, όπως ο ρομαντισμός, ήταν φυσικό να επεκταθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, και αυτό είναι που βασικά περιπλέκει το εργο του ορισμού του. Να προσπαθήσει κανείς να περιλάβει τον ρομαντισμό στην ολότητά του σε μια ξεκάθαρη διατύπωση, είναι μια προσπάθεια τόσο ανέφικτη οσο και μάταιη. Γι’αυτό και πρέπει να αντιστρέψουμε τη συνηθισμένη τάξη και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον ρομαντισμό ως φαινόμενο, πριν τον περικλείσουμε στα δίχτυα ενός ορισμού.
Αλλά το να κατανοήσουμε τον ρομαντισμό ως φαινόμενο σημαίνει πρωτίστως να επιστρέψουμε στις πηγές της ρομαντικής κοσμοαντίληψης, να επιστρέψουμε δηλαδή στους ίδιους τους ρομαντικούς και να αναζητήσουμε μέσω των εκφράσεων και των ιδιόμορφων διατυπώσεών τους τις αφετηριακές εκείνες συλλήψεις, σκέψεις και οραματισμούς που συγκλίνουν σε μια κοινή ουσία, σε μια κοινή στάση απέναντι στον κόσμο και την τέχνη. Παρατηρήθηκε πως οι ίδιοι οι ρομαντικοί υπήρξαν ασυνεπείς όταν χρησιμοποιούσαν τον όρο «ρομαντισμός». Ακόμη, πως μεταχειρίστηκαν τον όρο αυτόν ερμηνεύοντας τον κατά τρόπο αυθαίρετο έτσι ώστε ο καθένας να υπηρετήσει δικές του ενοράσεις. Μπορεί να υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό —και οπωσδήποτε υπάρχει. Το πρόβλημα ωστόσο δεν τίθεται στις ασυνέπειες και τις αυθαιρεσίες των ρομαντικών. Αν τους δια-βάσουμε προκειμένου να εντοπίσουμε αυτές τις αυθαιρεσίες, σίγουρα θα τις ανακαλύψουμε —θα χάσουμε όμως την ευκαιρία να κατανοήσουμε τον ρομαντισμό ως φαινόμενο• να κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της ρομαντικής κοσμοαντίληψης• να διεισδύσουμε στον ρομαντικό οραματισμό και τους προφητικούς τροπισμούς του. «Ένας πνευματικός πύργος της Βαβέλ επρόκειτο να κτισθεί», έγραφε ο Γκέοργκ Λούκατς, αναφερόμενος στην αγχώδη προσπάθεια των ρομαντικών να μιλήσουν την καινούργια τους γλώσσα και να κομίσουν στον κόσμο το όνειρο της πραγματικότητας και την πραγματικότητα του ονείρου, τη γλώσσα της ψυχής και την ψυχή της γλώσσας, τον Θεό μέσα στη φύση και τη φύση μέσα στον Θεό.
Η διατύπωση του Φρειδερίκου Σλέγκελ έχει μια καθοριστική σημασία. Κατά τον Σλέγκελ, ο ρομαντικός λόγος οφείλει να ταυτίζεται με μια καθολική, παγκόσμια και οικουμενική σύλληψη του κόσμου ως κατ’ εξοχήν ποιητικής ενέργειας.
Η φιλοσοφία μόνον μέσω της ρομαντικής ποιήσεως μπορεί να βρει διέξοδο προς το κρυφό νόημα και την αλήθεια των πραγμάτων.
Η ρομαντική ποίηση είναι μια προοδευτική καθολική ποίηση. Το πεπρωμένο της δεν είναι απλώς να συνενώσει όλα τα διαχωρισμένα είδη της ποιήσεως και να φέρει σε επαφή την ποίηση με τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Στόχος και αποστολή της είναι άλλοτε να αναμειγνύει και άλλοτε να συγχωνεύει την ποίηση και την πρόζα, την ιδιοφυΐα και την κριτική, την ποίηση των καλλιεργημένων και την ποίηση του λαού, να καθιστά τη ζωή και την κοινωνία ποιητική, να ποιητικοποιεί το πνεύμα, να γεμίζει και να διαποτίζει τις μορφές της τέχνης με θέματα αυθεντικής πολιτισμικής αξίας και να τις διεγείρει με τις δονήσεις του χιοϋμορ.
Εξίσου καθοριστικής σημασίας είναι και η διατύπωση του Νοβάλις. Σε ένα απόσπασμα όντως αποκαλυπτικό εκφράζει την ουσία του ρομαντικού πνεύματος: την ποιητικοποίηση του κόσμου των πραγμάτων, των προφανειών και της καθημερινότητας. Με μια ψυχική εκτίναξη πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου τον κόσμο ως ποιητική ουσία. Πρέπει οι κοινοί τόποι της ανθρώπινης εμπειρίας να μετουσιωθούν ποιητικά προκειμένου να αποκαλύψουν την αλήθεια τους, που είναι η ποιητική αλήθεια. Πρέπει το οικείο περιεχόμενο του κόσμου να απο-οικειωθεί, να γίνει αλλόκοτο και εκπληκτικό και να εξυψωθεί προς το άπειρο, προς το απόλυτο, προς το ιδεώδες. Ο Νοβάλις τονίζει:
Ο κόσμος πρέπει να ρομαντικοποιηθεί. Έτσι θα αποκαλυφθεί ξανά το αυθεντικό του νόημα. Το να ρομαντικοποιήσουμε (τον κόσμο) δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μια εκθετική εξύψωση. Σ’αυτή τη διαδικασία ο κατώτερος εαυτός μας ταυτίζεται με έναν καλύτερο εαυτό. Διότι ακριβώς ο εαυτός μας αποτελεί μέρος μιας τέτοιας εκθετικής αλληλουχίας. Αυτή η διαδικασία είναι ακόμη εντελώς άγνωστη. Επενδύοντας τους κοινούς τόπους με μια υψηλή σημασία, την καθημερινότητα με μια μυστηριακή πτυχή, το οικείο με το κύρος του πρωτόγνωρου, το πεπερασμένο με την όψη του απείρου, ρομαντικοποιώ τόν κόσμο.
Τέλος, η διατύπωση της Madame De Staël ανακεφαλαιώνει την εμπειρία του ρομαντισμού και συγχρόνως παρέχει ένα γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η ρομαντική κοσμοαντίληψη. Εδώ τονίζονται ιδιαίτερα: οι χριστιανικές πηγές του ρομαντισμού, το όραμα της επιστροφής στον Μεσαίωνα, που εμπλουτίζει τον ρομαντισμό με πολύτιμα ενορατικά στοιχεία, η απόλυτη αντίθεση του ρομαντισμού προς τη νεκρή σύλληψη των πραγμάτων, η οποία αντανακλά το κλασικό ιδεώδες, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα στο νεοκλασικισμό και την ελληνολατρεία του δέκατου όγδοου αιώνα. «Το όνομα ρομαντικός», διατείνεται η Madame De Staël,
(...) έχει εισαχθεί πρόσφατα στη Γερμανία ως όρος ο οποίος αναφέρεται σ’εκείνη την ποίηση που πηγάζει από τα τραγούδια των Τροβαδούρων και έχει τις ρίζες της στις παραδόσεις της ιπποσύνης και του Χριστιανισμού. Αν δεν παραδεχθούμε ότι η φιλολογική σφαίρα διαχωρίζεται ανάμεσα στον παγανισμό και τον Χριστιανισμό, το Βορρά και το Νότο, την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, την ιπποσύνη και τους ελληνορωμαϊκούς θεσμούς, δεν θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια φιλοσοφική κατανόηση του αρχαίου γούστου σε αντίθεση με το σύγχρονο. Η λέξη κλασικός συχνά εκλαμβάνεται ως συνώνυμη με την τελειότητα. Εδώ χρησιμοποιώ τον όρο με ένα διαφορετικό νόημα, θεωρώντας την κλασική ποίηση ως την ποίηση των αρχαίων και τη ρομαντική ποίηση ως την ποίηση εκείνη που κατά κάποιον τρόπο είναι δεμένη με τις παραδόσεις της ιπποσύνης. Αυτή η διάκριση συμπίπτει επίσης με δύο ιστορικές εποχές: την εποχή η οποία προηγείται της εγκαθίδρυσης του Χριστιανισμού και εκείνης που έπεται. Σε κάποια γερμανικά έργα η αρχαία ποίηση έχει παραλληλισθεί με τη γλυπτική και η ρομαντική ποίηση με τη ζωγραφική. Η πρόοδος του ανθρωπίνου πνεύματος έχει χαρακτηρισθεί επίσης κατά ποικίλους τρόπους ως μετάβαση από τις υλιστικές στις ιδεαλιστικές θρησκείες, από τη φύση στον Θεό [...] Η τιμή και ο έρωτας, η ευγένεια και η ευσπλαχνία αποτελούν τα τεκμήρια γνησιότητας των αιώνων της ιπποτικής Χριστιανοσύνης. Και αυτές οι καταστάσεις μπορούν ξεκάθαρα να ιδωθούν στους κινδύνους, στα ανδραγαθήματα, στους έρωτες, στις δυστυχίες, με λίγες λέξεις στο ρομαντικό ενδιαφέρον ενός αδιάκοπα μεταβαλλόμενου ζωγραφικού πίνακα [...] Στη [ρομαντική ποίηση] είναι η Θεία Πρόνοια [που βασιλεύει]. Η μοίρα δεν συνυπολογίζεται στα συναισθήματα των ανθρώπων αλλά η Θεία Πρόνοια κρίνει τις πράξεις τους αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με τα συναισθήματά τους [...] Η ρομαντική λογοτεχνία αντανακλά τη θρησκεία μας• απηχεί την ιστορία μας• είναι παλαιά αλλά όχι αρχαία στην καταγωγή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου