Ακούγαμε τις προάλλες, κάτω από την Ακρόπολη, τους γόους- αλλά και τα γνωμικά- της αττικής τραγωδίας, ενώ το αυγουστιάτικο φεγγάρι έλαμπε ατάραχο σ’ ένα βαθύ ουρανό. Και διαπιστώναμε γι’ άλλη μια φορά πόσο απαισιόδοξη είναι η φιλοσοφία του αρχαίου δράματος, της αρχαίας ψυχής.
Γιατί εκεί θα βρεις τη γνήσια, την αυθόρμητη σοφία ενός κόσμου: στη λογοτεχνία του. Όχι στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία είναι ένα σύνολο από ατομικές απόψεις, κατά κανόνα λόγιες, και που αντικαθρεφτίζουν ένα άλφα ποσοστό από ισάριθμες συνειδήσεις. Ο προσωπικός παράγων, εκεί, δεσπόζει. Στη λογοτεχνία όμως μιας εποχής, και μάλιστα εποχής μ’ έντονη προσωπικότητα, θα ιδείς να εκφράζεται άμεσα το διάχυτο πνεύμα ενός λαού, το κατακάθι της πείρας του, λαμπικαρισμένο, αποπνευματωμένο. Ο ποιητής, πέρα από το ατομικό του όραμα, διερμηνεύει ένα γενικό αίσθημα⋅ κι είναι τόσο πιο αυθεντικός, όσο γενικότερο είναι το αίσθημα που διερμηνεύει. Ο φιλόσοφος τέτοια υποχρέωση δεν την έχει. Μπορεί να φιλοσοφεί αντίθετα από το κοινό αίσθημα ενός τόπου, μιας εποχής, ενός λαού. Είναι μια ατομική συνείδηση που ζητάει, κάποτε, να επιβάλει την κοσμοθεωρία της στον περίγυρό της.
Μα σάμπως δεν υπάρχουν- θα πει κανένας- λογοτέχνες σε διαφωνία ριζική με τον κόσμο όπου ζουν; Υπάρχουν. Με μια όμως διαφορά: ότι, ιστορικά πρώτα πρώτα, οι διαφωνίες αυτές δεν είναι γνωρίσματα των ακμαίων εποχών⋅ είναι καρποί της νεότερης, της εντελώς νεότερης ιστορίας: Του καιρού δηλαδή όπου αρχίζει η εσωτερική αποσύνθεση ενός κόσμου, η μεγάλη διάσταση ανάμεσα στην Τέχνη και την κοινή συνείδηση, ο ποιητικός εωσφορισμός, δηλαδή μια τραυματισμένη εξέγερση μερικών συνειδήσεων που δεν ανέχονται πια τη ρουτίνα, την υποκρισία ή την αναισθησία της αγοράς. Έπειτα, οι διαφωνούντες της λογοτεχνίας ποτέ σχεδόν δεν εκφράζουν μια μοναδική, μονότροπη, εκκεντρικά μονοπωλημένη άποψη. Είναι κατά κανόνα φερέφωνα ενός άλλου συνόλου, σε σχέση μειοψηφίας μεν μεν το ευρύτερο, αλλά και που φαίνονται να μιλάνε κατά σιωπηρή εντολή του. Η κύρωση της λογοτεχνίας είναι πάντα μια αναγνώριση δοσμένης εντολής. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο πως το υπόβαθρο της λογοτεχνίας δεν είναι ο καθαρός στοχασμός⋅ είναι το συναίσθημα. Το συναίσθημα εξυπακούει την επικοινωνία.
Ο αρχαίος ποιητής λοιπόν, όταν θρηνεί για τη μοίρα των θνητών ή όταν αποφαίνεται πως δεν πρέπει να τους μακαρίζουμε πριν από την κατάληξή τους, εκφράζει κάτι γενικότερο από μιαν ατομική κλίση της ψυχής του. Βλέπεις, διαισθάνεσαι, πως μιλάει σ’ ένα κοινό τη γλώσσα του, δίνει διέξοδο σε διαθέσεις της ομαδικής ψυχής. Αυτά, ειδικά στο θέατρο, όπου οι αντιδράσεις είναι άμεσες, είχανε τότε αυτόματη απήχηση, προκαλούσαν μιαν ακαριαία εσωτερική συγκατάθεση, αισθητή και σήμερα ακόμα στον προσεκτικό παρατηρητή, χάρη σ’ ένα διάχυτο ψίθυρο που απλώνεται, ή σ’ ένα αιφνίδιο αίσθημα γενικής ευφορίας. Κατά τούτο η σημασία τους είναι μεγάλη. Δεν μας πληροφορούν μονάχα για το τι πίστευαν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης. Μας διαφωτίζουν για τη φιλοσοφική στάση της αρχαίας λαϊκής ψυχής.
Απαισιοδοξία και θρήνος. Όχι όμως δειλία, όχι λίγωμα, παραίτηση, ιερεμιάδα13. Θα ήταν εύκολο, για την αντιδιαστολή, να χαρακτηρίσουμε την αρχαία αυτή απαισιοδοξία «ηρωική», αφού στη δημιουργία δραματικών ηρώων δίνει λαβή. Ο χαρακτηρισμός όμως είναι κακομεταχειρισμένος και στομφώδης. Ας πούμε καλύτερα απαισιοδοξία αρρενωπή. Και πραγματικά, ο ένας όρος μοιάζει ως ένα σημείο να περιέχει τον άλλον, ή τουλάχιστον να τον προϋποθέτει. Γιατί τίποτε δεν μπορεί να είναι τόσο αρρενωπό στη βάση του όσο η δραματική απαισιοδοξία- η απαισιοδοξία δηλαδή που ολοκληρώνεται εν δράσει. Η αισιοδοξία, μπροστά της, η τρεχούμενη αισιοδοξία, δεν είναι παρά κλίση εξώδερμη, αβασάνιστη, εμπιστοσύνη απλοϊκή σε ψευδαισθήσεις, ή και αυταρέσκεια κούφια, τυφλή εγκατάλειψη στο ρεύμα της ζωής. Το φυτό, αν ήθελε και μπορούσε να εκφραστεί, αυτή την αισιοδοξία θα είχε να προβάλει.
Και να συλλογίζεται κανένας ότι, εδώ και λίγα ακόμα χρόνια στη μεσοπολεμική εποχή, είχε διατυπωθεί, υποστηρίχτηκε επίμονα, η άποψη πως η νεοελληνική λογοτεχνία πρέπει να είναι αισιόδοξη, γιατί ο ουρανός μας, λέει, είναι φωτεινός! Μόνο στο μακάριο νεοελληνικό μυαλό μπορούν να φυτρώνουν τέτοιες απροσδόκητες ιδέες. Μόνο εδώ μπορούν να γίνονται τέτοιες περίεργες συγχύσεις ανάμεσα στο γεωγραφικό κλίμα και στο ψυχικό. Η πιο απλή παρατήρηση θα μπορούσε να δείξει ωστόσο πως βόρειοι λαοί, κάτω από τους ζοφερούς τους ουρανούς, είναι ιδιοσυγκρασιακά ευθυμότατοι, σε σύγκριση με τον δικό μας. Σχεδόν παιδιά. Και μια ακόμα πιο εύκολη, πιο κοντινή παρατήρηση, θα έδειχνε πως το τραγούδι του Ρωμιού, το αυθόρμητο λαϊκό τραγούδι του γλεντιού του, είναι βαρύ από καημό και πάθος, θρηνητικό σχεδόν. Ραγαδιασμός, έλεγαν άλλοτε.
Βλακείες. Ολάκερης της Ανατολής το τραγούδι είναι αργόσυρτο, μακρόσυρτο, λαγγεμένο14. Το φως, το αδυσώπητο φως, δεν κάνει τη ζωή ευτράπελη. Κάνει ίσως τον κόσμο πιο περιπόθητο, και γι’ αυτό τη συνείδηση της εφήμερης ζωής μας πιο πικραμένη.
Το φως, στην αρχαία ψυχή, φαίνεται να έχει παίξει έναν ειδικό ρόλο. Της έχει παρουσιάσει τον κόσμο, γύρω, καθαρά σχεδιασμένον, με σταθερά κι ευγενικά περιγράμματα, χρώματα χλωρά κι εξιδανικευμένα. Τίποτα από τα φασματικά θαμπόφωτα του Βορρά, που έδωσαν εκεί λαβή στη δημιουργία μύθων με υπερβατικές καταξιώσεις. Για τον Έλληνα, τον κοινόν, Έλληνα, ο κόσμος αυτός είναι αυτός που βλέπει, όχι άλλος⋅ κι αν υπάρχει κάποιος άλλος, όπου κατεβαίνουν οι νεκροί, αυτός εδώ είναι ο καλύτερος. Σπαράζει η ψυχή στη σκέψη πως θα τον αποχωριστεί, ακριβώς επειδή είναι πολύ φωτεινός, πολύ στέρεος, πολύ πειστικός, πολύ φιλικός για τον άνθρωπο. Δεν του χρειάζεται άλλος.
Να η πηγή της ελληνικής απαισιοδοξίας: ο κόσμος του φωτός- ο εφήμερος, ο τραγικά ωραίος. Ένας κόσμος που τον ζεις έντονα και φευγαλέα σαν ερωτική στιγμή.
(Άγγελου Τερζάκη, «Ελληνική απαισιοδοξία», Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., σσ. 226-228)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου