«Ο τόπος του (το περιβάλλον του) είναι η γλώσσα: από εκεί παίρνει ή απορρίπτει, εκεί το σώμα του μπορεί ή δεν μπορεί. Να θυσιάσει τη γλωσσική του ζωή στον πολιτικό λόγο; Δέχεται να είναι πολιτικό υποκείμενο αλλά όχι πολιτικός αγορητής (ο αγορητής: αυτός που εκφωνεί τον λόγο του, τον αναπτύσσει και ταυτόχρονα τον κοινοποιεί, τον υπογράφει). Και επειδή δεν καταφέρνει να αποκολλήσει την πολιτική πραγματικότητα από τον γενικό, τον επαναλαμβανόμενο, λόγο του, γι’ αυτό και το πολιτικό του είναι αποκλεισμένο.»
«Το όνειρό του (ομολογητό;) ήταν να μεταφέρει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία ορισμένα από τα θέλγητρα (δεν λέω: αξίες) της αστικής τέχνης του ζην (υπάρχουν τέτοια – υπήρχαν μερικά): είναι αυτό που ονομάζει παράκαιρο.»
«Γράφω με αποσπάσματα: τα αποσπάσματα είναι λοιπόν οι πέτρες πάνω στην περιφέρεια του κύκλου: απλώνομαι κυκλικά: όλος ο μικρός κόσμος μου είναι θρυψαλιασμένος· στο κέντρο, τι;»
«Κι αν δεν είχα διαβάσει Χέγκελ, ούτε την Princesse de Cleves, ούτε τις γάτες του Levi-Strauss, ούτε τον Αντι-Οιδίποδα; - Το βιβλίο που δεν έχω διαβάσει και που συχνά μου έχει λεχθεί πριν ακόμη προλάβω να το διαβάσω (γι’ αυτό, ίσως, δεν το διαβάζω), αυτό το βιβλίο υπάρχει σε ίσο βαθμό με το άλλο: έχει τη νοητότητά του, τη μνημονευσιμότητά του, τον τρόπο ενέργειάς του. Δεν έχουμε μήπως αρκετή ελευθερία ώστε να δεχόμαστε ένα κείμενο πέρα από το γράμμα;»
Από το Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπάρτ, μτφρ: Φλοράνς Πουανιάν. (Κέδρος- Ράππας, 1977)
«Το μυαλό του Αινστάιν είναι ένα μυθικό αντικείμενο: κατά παράδοξο τρόπο, η μεγαλύτερη διάνοια του κόσμου εμφανίζεται σαν εικόνα μιας τέλειας μηχανής, ο υπερβολικά δυναμικός άνθρωπος βρίσκεται διαχωρισμένος από την ψυχολογία – τοποθετημένος σ’ έναν κόσμο από ρομπότ: ξέρουμε πως στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, οι υπεράνθρωποι έχουν κάτι το πραγμοποιημένο. Το ίδιο γίνεται και με τον Αινστάιν: η πραγμοποίηση αυτή ανάγεται μονάχα στο μυαλό του, όργανο επιλογής, αληθινό μουσειακό έκθεμα. Εξαιτίας ίσως της μαθηματικής του εξειδίκευσης, ο υπεράνθρωπος είναι εδώ αποστερημένος από κάθε μαγική ιδιότητα· δεν υπάρχει στον Αινστάιν καμιά διάχυτη δύναμη – το μυστήριό του είναι μονάχα μηχανικό: έχουμε να κάνουμε με ένα ανώτερο όργανο, θαυμαστό αλλά πραγματικό, και μάλιστα φυσιολογικό. Μυθολογικά, ο Αινστάιν είναι ύλη, η ισχύς του δεν οδηγεί αυτόματα στην πνευματικότητα: απαιτεί τη συνδρομή μιας ανεξάρτητης ηθικής, την υπόμνηση της «συνείδησης» του επιστήμονα. («Ειδέναι χωρίς συνειδέναι», όπως λένε).»
Από τη συλλογή δοκιμίων και διαλέξεων Μυθολογίες-Μάθημα, του Ρολάν Μπαρτ, μτφρ: Καίτη Χατζηδήμου- Ιουλιέττα Ράλλη. (Κέδρος-Ράππας, 1973, 1979)
«Χρειάστηκε ίσως να περιμένουμε τον Proust, για να δούμε τον συγγραφέα να συγχέει απόλυτα ορισμένους ανθρώπους με τη «γλώσσα» τους, και να παρουσιάζει τα πλάσματά του μόνο σε αμιγή μορφή, με τον πυκνό και χρωματιστό όγκο της λαλιάς τους. Ενώ τα πρόσωπα του Balzac, λόγου χάρη, ανάγονται εύκολα στους συσχετισμούς δυνάμεων της κοινωνίας, της οποίας αποτελούν κάτι σαν αλγεβρικούς διασταθμούς, αντίθετα στον Proust ένα πρόσωπο συμπυκνώνεται στην αδιαφάνεια μιας ιδιόμορφης «γλώσσας» και ακριβώς στο επίπεδο αυτό ολοκληρώνεται και τακτοποιείται πραγματικά όλη του η ιστορική κατάσταση: το επάγγελμά του, η τάξη του, η περιουσία του, η κληρονομιά του, η βιολογία του. Έτσι, η Λογοτεχνία αρχίζει να γνωρίζει την κοινωνία σαν μια Φύση της οποίας ίσως θα μπορούσε ν’ αναπαράγει τα φαινόμενα.»
Από τη συλλογή δοκιμίων Ο βαθμός μηδέν της γραφής - Νέα κριτικά δοκίμια, του Ρολάν Μπαρτ, μτφρ: Κατερίνα Παπαϊακώβου. (Κέδρος-Ράππας, 1983)
«Δε μιλώ μόνο για την ανάγκη να δέχομαι την τρυφερότητα. Υπάρχει και η ανάγκη να είμαι τρυφερός για τον άλλον. Εγκλωβιζόμαστε σε έναν χώρο αμοιβαίας καλοσύνης, φερόμαστε μητρικά ο ένας στον άλλον. Επιστρέφουμε έτσι στη ρίζα κάθε σχέσης, εκεί όπου ανάγκη και πόθος συνυφαίνονται. Η τρυφερή χειρονομία δηλώνει: ζήτησέ μου ό,τι μπορεί να αποκοιμήσει το κορμί σου, αλλά ταυτόχρονα μη λησμονείς ότι κι εγώ σε ποθώ λιγάκι, σε ποθώ ανάλαφρα, χωρίς να θέλω ν’ αποκτήσω τίποτε ευθύς αμέσως.»
Από το βιβλίο Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, του Ρολάν Μπαρτ, μτφρ: Βασίλης Παπαβασιλείου. (Κέδρος, 1977)
«Αν τα μπουκέτα, τα αντικείμενα, τα δέντρα, τα πρόσωπα, οι κήποι, τα γραπτά αντικείμενα, αν τα γιαπωνέζικα πράγματα και φερσίματα μας φαίνονται μικρά (η μυθολογία μας εκθειάζει το μεγάλο, το απέραντο, το ευρύ, το ανοιχτό), αυτό δεν οφείλεται στο μπόι τους, αλλά στο ότι κάθε αντικείμενο, κάθε κίνηση, ακόμα και η πιο ελεύθερη, η πιο ευμετάβολη, φαίνεται πλαισιωμένη. Η μινιατούρα δεν είναι ζήτημα μεγέθους αλλά ορισμένης ακρίβειας που το κάθε πράγμα χρειάζεται για να οριοθετηθεί, να στερεωθεί, να ολοκληρωθεί. Η ακρίβεια αυτή δεν έχει τίποτε το λογικό ή το ηθικό: το πράγμα δεν είναι καθάριο με την πουριτανική έννοια (επειδή είναι παστρικό, ελεύθερο αμεσότητας ή αντικειμενικό), αλλά μάλλον χάρη σ’ ένα παραισθητικό συμπλήρωμα (κάτι ανάλογο με την οπτασία που προκαλείται από το χασίσι, κατά που λέει ο Baudelaire) ή χάρη σε μια τομή που αφαιρεί από το αντικείμενο την αίγλη του νοήματος και αποσπά από την παρουσία του, από τη θέση του μέσα στον κόσμο, κάθε υπεκφυγή.»
Από το δοκίμιο Η επικράτεια των σημείων, του Ρολάν Μπαρτ, μτφρ.: Κατερίνα Παπαϊακώβου. (Κέδρος-Ράππας, 1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου