Χάρης Βλαβιανός, Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων Ποιήματα – Σχεδιάσματα – Μεταγραφές: 1991-2003, εκδ. Νεφέλη, 2013
Θα πρέπει να θεωρείται πια κοινός τόπος, υποθέτω, ότι η πιο σημαντική μεταβολή στην ποίησή μας, μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος, καθώς συνηθίζουμε τώρα να λέμε, μετά από εκείνη της γενιάς του ’30 που εισήγαγε τον μοντερνισμό στην ελληνική λογοτεχνία, συντελέστηκε με τους νέους ποιητές που εμφανίστηκαν στα γράμματά μας κατά τη δεκαετία του 1980. Η διατύπωση είναι, εννοείται, μόνο περιγραφική και όχι αξιολογική: οι ποιητές της γενιάς αυτής δεν είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, σημαντικότεροι από εκείνους των προηγούμενων χρόνων, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης ή ο Αναστάσιος Δρίβας δεν είναι μείζονες από τον Σικελιανό και τον Μαλακάση, επειδή οι μεν γράφουν μοντέρνα, ενώ οι άλλοι παραμένουν στα όρια της παραδοσιακής ποίησης. Αλλού, ευτυχώς, κρίνεται η μεγαλοσύνη στην τέχνη.
Διπλής όψεως –διπλής ανάγνωσης, θα έπρεπε ίσως να πω– υπήρξε η μεταβολή των ποιητικών μας πραγμάτων που συντελέστηκε κατά τη δεκαετία του ’80. Αφενός παρατηρούμε μια (επι)στροφή προς την αυστηρής μορφής, έμμετρη και ομοιοκατάληκτη, ποίηση, με πρωτεργάτες τούς ποιητές Ηλία Λάγιο, Διονύση Καψάλη και Γιώργο Κοροπούλη (και πολλούς ώς σήμερα συνεχιστές) και, απ’ την άλλη, εισάγεται ορμητικά η ανοικτή δομή του ποιήματος, η διακειμενικότητα και η μεταγραφική λειτουργία ως κύρια χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου. Επίμονος και, σχεδόν, μόνος εισηγητής των μεταμοντέρνων αυτών τρόπων υπήρξε ευθύς εξαρχής ο Χάρης Βλαβιανός. Σε αυτόν εξάλλου χρωστάμε το γεγονός ότι πια όλο και συχνότερα συναντάμε και δεχόμαστε ποιήματα τέτοιας μορφής και ιδεολογίας· το χρωστάμε τόσο στη δική του ποιητική παραγωγή, όσο και στις μεταφράσεις που έχει εκπονήσει, στα δοκίμια που έχει γράψει και, κατεξοχήν, στα δύο περιοδικά, την «Ποίηση» και την «Ποιητική», με τα οποία αδιαλείπτως μάς συστήνει παλαιότερους και νέους ποιητές και ποιητικούς τρόπους.
Ο τόμος των 280 σελίδων, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη με τον τίτλο «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», δεν περιλαμβάνει ωστόσο τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε ο Βλαβιανός κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά τις τέσσερις επόμενες. Ο ποιητής επιλέγει δηλαδή να συγκεντρώσει το έργο του της δεκαετίας του 1990 και μοιάζει να αποσιωπά την πρώτη ηρωική εποχή του. Δεν την αποκηρύσσει όμως: «Αρνούμαι ν’ αποκηρύξω το εύθραυστο πάθος μου. / Αυτοί που διαφωνούν με τον τρόπο της γραφής μου / δεν έχουν διακινδυνεύσει τίποτα». Μάλιστα υπερασπίζεται τις κατακτήσεις της εκθέτοντας, με δοκιμιακή ακρίβεια, τα χαρακτηριστικά της ποίησης που (συνεχίζει να) γράφει: «Όλη η προηγούμενη προσπάθεια / προετοιμασία γι’ αυτή τη στιγμή της δύναμης / όπου η ρητορεία και η μοιρολατρία έχουν αποβληθεί / και η καθαρή γλώσσα απογυμνώνεται / με στόχο την απλή ονοματολογία. / Οι στίχοι αλληλοενισχύονται / η σύνδεση ωστόσο ανοιχτή με βάση τις μεταπτώσεις, / η εκλέπτυνση και η συμπύκνωση χωρίς βοηθητικές υποδομές / η αποσπασματικότητα της συνείδησης / ν’ αποτυπώνει τη ρευστότητα που καταγράφει / το αποτέλεσμα να αναδίδει τη λάμψη μιας πειθαρχημένης ενόρασης».
Αυτό το σχεδόν δοκιμιακό και στοχαστικό ύφος και η αυτοαναφορικότητα, όπως και η διανοητικότητα και η λογιοσύνη, η ανοικτή δομή και αποσπασματικότητα πολλών ποιημάτων και μια φαινομενική ψυχρότητα στην έκφραση («η αισθηματολογία», υποστηρίζει, «είναι η αποτυχία του αισθήματος») αποτελούν κύρια και σταθερά χαρακτηριστικά της ποίησης του Χάρη Βλαβιανού. Και είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αρχικά ενόχλησαν την κριτική, για να τα δεχτεί όμως στη συνέχεια ανεπιφύλακτα. Έχοντας φέρει πλέον ο ποιητής στην ώριμη φάση τους τα στοιχεία αυτά, δίνει όλο και μεγαλύτερη έκταση στα εξομολογητικά και αυτοβιογραφικά –όπως σχηματικά θα τα ονομάζαμε– ποιήματά του, τα οποία αποτελούν τον άλλο σταθερό πόλο της ποιητικής του Βλαβιανού. Κυρίαρχα θέματα εδώ είναι ο καθημερινός βίος και το προσωπικό και οικογενειακό παρελθόν, ο θάνατος και ο έρωτας, η ίδια η ποίηση, η γνώση και η ανάγνωση, ό,τι δηλαδή αποτελεί ανέκαθεν το υλικό της λυρικής ποίησης. Η καίρια διαφορά στην περίπτωση του Βλαβιανού είναι η ευτυχής συνύπαρξη και εξισορρόπηση σκέψης και συγκίνησης, η οποία υπηρετείται υποδειγματικά από τους μεταμοντέρνους τρόπους που μετέρχεται.
«ΠΟΙΗΣΗ Κι εγώ την απεχθάνομαι· / ασφαλώς και υπάρχουν / πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή / απ’ αυτό το ατέρμονο scrabble / με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας. // Διαβάζοντάς την όμως / με απόλυτη αποστροφή / ανακαλύπτει κανείς / μέσα στις άχρωμες σελίδες της / έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό: / έναν φανταστικό κήπο / με πραγματικές αλέες / όπου το πτυχωτό φόρεμα της κ. Μουρ / σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια / τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.»
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
[Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της "Εφημερίδας των Συντακτών", 22.2.2014]
Πηγή
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου