Η εργασία μου αυτή αποτελεί μέρος της εργασίας μου για τον ρομαντισμό
Νότα Χρυσίνα
Η Παναγία των Παρισίων του Βίκτορα Ουγκώ
(1802-1885) είναι ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα. Το είδος αυτό είναι καθαρά
ρομαντικό δημιούργημα.[1]
Ο Ουγκώ αναπλάθει το μεσαιωνικό Παρίσι του 1482 στη σκιά του επιβλητικού
γοτθικού ναού της Παναγίας των Παρισίων
(Νοτρ Νταμ).[2]
Στο απόσπασμα που μελετούμε πρωταγωνιστούν άνθρωποι του περιθωρίου,
αντιπρόσωποι ενός κόσμου σκοτεινού και αλλόκοτου που ο ρομαντισμός έβγαλε από
το περιθώριο και τους ανέβασε στην «σκηνή» ασκώντας κριτική στο κατεστημένο της
εποχής του.[3] Οι
ήρωες του Ουγκώ παρουσιάζονται όπως στο μελόδραμα καλοί ή κακοί και η δράση
είναι θεαματική.[4]
Η μελοδραματική
παρουσίαση «της παρέλασης των τρελών» παραπέμπει στις απόψεις που εξέφρασε ο
Ουγκώ στον Πρόλογο στον Κρόμβελ
(1827), ένα ιστορικό ρομαντικό δράμα, όπου το γένος των ανθρώπων στην πορεία
του πολιτισμού χωρίζετε σε τρεις μεγάλες εποχές: την πρωτόγονη, την αρχαία και
τη σύγχρονη και σε καθεμία εποχή αντιστοιχεί ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος.
Στην πρωτόγονη εποχή αντιστοιχεί η λυρική ποίηση, στην αρχαιότητα το έπος και
στη σύγχρονη εποχή το δράμα.[5]
Έτσι, θα μπορούσαμε να δούμε στο κείμενο την πρωτόγονη εποχή όταν ο Ουγκώ βάζει
να οδηγεί την παρέλαση η Γυφτιά «Μπροστά
πήγαινε η Γυφτιά» και να συνδέσουμε την περιγραφή και τις συνήθειες αυτών
των ανθρώπων με τους πρωτόγονους οι οποίοι, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, ήταν πιο κοντά
στη φύση. Μετά περιγράφει την παρέλαση των μελών που ανήκουν στο βασίλειο της
Αληταρίας η οποία παραπέμπει στην εποχή της αρχαιότητας «Κατόπιν ερχόταν το βασίλειο της Αληταρίας» και να συνδέσουμε την
περιγραφή με το έπος στο οποίο παραπέμπει καθαρά ο ίδιος ο Ουγκώ όταν απαριθμεί
τα άτομα που είναι μέλη της Αληταρίας και γράφει χαρακτηριστικά «απαρίθμηση που θα κούραζε ακόμη και τον
Όμηρο». Παραπέμπει καθαρά στην Ιλιάδα
και την περιγραφή των στρατευμάτων από τον Όμηρο και ταυτόχρονα παρωδεί το
ομηρικό κείμενο. Τέλος, αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή με την αναφορά στην
παρέλαση των δικαστικών γραφιάδων «Τελευταίοι έρχονταν οι δικαστικοί γραφιάδες,[….]με
τις μαύρες τηβέννους τους». Η περιγραφή αυτής της παρέλασης περιέχει
αναφορά σε τελετουργία της χριστιανικής θρησκείας «ένα φορείο πιο παραφορτωμένο με λαμπάδες και απ’ το λείψανο της Αγίας
Γενεβιέβης σε καιρό πανούκλας». Η χριστιανική θρησκεία συνδέεται με το
δράμα το οποίο «γεννήθηκε από τον
χριστιανισμό», σύμφωνα με όσα λέει ο Ουγκώ στον Πρόλογο στον Κρόμβελ.[6]
Επίσης, στον Πρόλογο στον Κρόμβελ ο Ουγκώ υποστηρίζει
ότι ο χαρακτήρας του δράματος είναι το πραγματικό, το οποίο βγαίνει από τον
συνδυασμό των αντιθέτων, του υψηλού και του γκροτέσκου, το τρομερό και το μπουφόνικο,
την τραγωδία με την κωμωδία, όπως συμβαίνει στη φύση και στην ζωή.[7]
Το υψηλό εκφράστηκε μέσα από το έπος και την ποίηση του Ομήρου την οποία όπως
αναφέραμε παρωδεί ο Ουγκώ, ενώ το γκροτέσκο παρουσιάζεται από τον Ουγκώ τόσο
στην περιγραφή των ηρώων του που παίρνουν μέρος στην παρέλαση αλλά κυρίως στην
περιγραφή του Κουασιμόδου του
πρωταγωνιστή του στο απόσπασμα που μελετάμε. Το ίδιο το γκροτέσκο αποτελεί παρωδία
του υψηλού. Η περιγραφή του Κουασιμόδου θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι
η άλλη όψη του ήρωα του Ομήρου(«[…] το
αξιοθρήνητο και κακάσχημο πρόσωπο του Κουασιμόδου», «[…] ο καμπούρης ήταν γεροδεμένος, ευκίνητος,
κακός» & «Το πνεύμα που
κατοικούσε σ’αυτό το κορμί ήταν επίσης δύσμορφο και σακάτικο, ελαττωματικό»).
Ο Ουγκώ με το
μυθιστόρημά του Παναγία των Παρισίων
εκφράζει σχεδόν όπως στο θέατρο τις δραματικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης
χρησιμοποιώντας τον ίδιο μηχανισμό αφήγησης που σταδιακά ξεδιπλώνεται στα μάτια
του αναγνώστη για να κορυφωθεί όσο πλησιάζει προς την έκβασή της. [8]
Ο Κουασιμόδος παρουσιάζεται να παρελαύνει απόλυτα κυρίαρχος και εστεμμένος
«πάπας των τρελών» από τους κάθε είδους παράνομους και σκοτεινούς τύπους του
Παρισιού και στο τέλος του αποσπάσματος γονατίζει απόλυτα υπάκουος μπροστά στον
αρχιδιάκονο Φρολό, ο οποίος τον είχε μεγαλώσει, και ενώ ο Κουασιμόδος μπορεί να
τον συντρίψει υφίσταται εξευτελισμό από αυτόν μπροστά στα μάτια του πλήθους που
αγωνιά («Και πάνω στο φορείο αυτό,
άστραφτε ο πάπας των τρελών, ο κωδωνοκρούστης της Νοτρ Νταμ, ο Κουασιμόδος ο
Καμπούρης», «είχε τρεις ιδιότητες να
σου βγάλουν ξινό το γέλιο», «δεν ήταν
μικρή η έκπληξη και η τρομάρα όταν ξαφνικά[…] είδαν έναν άντρα να πετάγεται από
το πλήθος και να του αρπάζει [….]την ποιμενική ράβδο…», «απέστρεψαν το βλέμμα για να μην τον δουν να
κάνει τον αρχιδιάκονο κομματάκια», « …έκαμε
έναν πήδο έφτασε ως τον ιερωμένο[….] κι έπεσε στα γόνατά του» & «Ο Κλοντ Φρολό άρπαξε την τιάρα [….] του
έκαμε νόημα να τον ακολουθήσει. Ο Κουασιμόδος σηκώθηκε.»
Η λεπτομερής
περιγραφή των ανθρώπων της παρέλασης χωρίς εξωραϊσμό, μια εικόνα των ανθρώπων
όπως είναι πραγματικά, προμηνύει τον ρεαλισμό. Ο Ουγκώ φωτίζει τα πρόσωπα ή τα
σκιάζει όπως και στο θέατρο όταν στρέφει την προσοχή επάνω τους με την
περιγραφή του και γεμίζει με ήχους και χρώμα το κείμενο μέσα από τις λέξεις που
χρησιμοποιεί έτσι ώστε ο αναγνώστης να
αναπλάθει την εικόνα και να ακούει τον ήχο στο μυαλό του. («Οι γύφτοι χτυπούσαν τα μπαλάφος», «ρεμπεκ
όλων των ειδών και των σχημάτων, οξύτονα, μπάσα και μεσότονα, για να μη
μιλήσουμε για φλάουτα και για τα χάλκινα πνευστά» & «… τα φανταχτερά άμφια»).
Ο Ουγκώ
πίστευε στην κοινωνική, παιδευτική και εκπολιτιστική αποστολή του δημιουργού.
Το ξεχωριστό αυτό πλάσμα, που κατέχει το μυστικό της μαγείας των λέξεων, είναι
ένας οραματιστής και αναμορφωτής και μπορεί να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην
αλήθεια.[9]Όπως
δήλωσε ο Ουγκώ στον Πρόλογο στον Κρόμβελ
η αλήθεια βρίσκεται στην αρμονία των αντιθέτων. Η ρεαλιστική ακρίβεια
επιτυγχάνεται και με την επιλογή του λεξιλογίου.[10]
«κουλοί, χειμωνατζήδες, κοχυλάδες [….] λωβιάρηδες…». Έτσι, παρουσιάζει
ρεαλιστικούς τύπους που είναι σχεδόν αποκρουστικοί κάνοντας αναφορά και στον
αποκρυφισμό, χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα.[11](«ο δον Κλωντ Φρολό είναι ο δάσκαλός μου της
Ερμητικής»).
Τέλος, η
εγκυκλοπαιδικού τύπου προσέγγιση της πραγματικότητας από τον Ουγκώ εντάσσεται
στο πλαίσιο της προσπάθειας να αποδώσει με πιστότητα την εποχή, τους ανθρώπους
και τις συνήθειές τους. Η σύζευξη της γραφής και της πραγματικότητας είναι
ενδεικτική της σημασίας που αρχίζει να αποκτά ο υλικός κόσμος.[12]
Η σκηνή που περιγράφει αναφέρεται στον Μεσαίωνα σε μια πραγματική παρέλαση που
ήταν μέρος της «εορτής των τρελών», εορτή που λάμβανε χώρα στη Γαλλία και ήταν επιβιώσεις
των Σατουρναλίων και των Ληναίων. Η μεταφορά της «εορτής των τρελών» στο θέατρο
μετέτρεψε σε κοινωνική και ηθική κριτική, ό,τι στοιχείο θρησκευτική παρωδίας
διέθεταν οι γιορτές αυτές.[13]
Αξιοποιεί την
ιστορική αυτή αναφορά στο μυθιστόρημά του για να βγάλει στο φως και να τονίσει
στον αναγνώστη του την πραγματικότητα που επικρατεί στο Παρίσι το 1831 με στόχο
να την ανατρέψει. Βασικό όπλο του Ουγκώ είναι η παρωδία της πραγματικότητας την
οποία βλέπουμε να χαρακτηρίζει ολόκληρο το απόσπασμα από την Παναγία των Παρισίων το οποίο
μελετήσαμε.
[2] Hugo V., «Η Παναγία των Παρισίων» στο Ανθολόγιο
Λογοτεχνικών Κειμένων, επιμ. Βλαβιανού Α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008, σελ.
259.
[4] Abrams M.H., Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, μτφρ.
Δεληβοριά Γ- Χατζηιωαννίδου Σ., εκδ. Πατάκη, 8η έκδοση, Αθήνα 2012, σελ.
233.
[5] http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/movements/romanticism/05.html
[6] http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/movements/romanticism/05.html
[13] http://www.epopteia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=50:drakopoulos-monstrer-and-folly&catid=3:2011-03-28-01-35-34&Itemid=11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου