Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ"


Πληρέστερη προδημοσίευση τμημάτων του έργου μπορεί ο αναγνώστης να βρεί στο ακόλουθο link :  https://www.academia.edu/20001770/

     ΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
                           Ο πειρασμός των όπλων και των διχτύων

     1
Στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Εκεί στα σύνορα που ρίζωσα,
Στα όρια που με διάλεξαν, το φως πιο δυνατό !

     2
Θέλει χεροβολιές-χεροβολιές τον ερχομό
 για να ξεγκαστρωθεί η όραση
Δεμάτια πορείας πολλά να βρει σημείο να κάτσει, ν’ απλωθεί
Αμέτρητα μίλια, χρόνους κυρτούς, για να φανεί το φως της
Εποχές μύριες σε παράταξη ν’ αγγίξει μ’ ένα ξάνοιγμα
τον [ξ]απλωμένο των αντικειμένων ουρανό
να τον φωτο-γραφήσει
να στήσει, όπως οι πέτρες στέκονται,
μια ρίζα θεμέλιο που να φέγγει. 
Ω ναι, στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Στα όρια που με διάλεξαν, το φως πιο δυνατό !

     3
Με φως βλέπεις το φως, καταμεσήμερο !
Στο φως είδα τα δίχτυα
Απλωμένα σαν πεδιάδες που τις φοράς ή σε φορούν
Ρούχα διχτυωτά
Όλων των ειδών νάρκες υφασμάτινες
Που μέσα τους τυλίγεσαι
Σα μύλος σε βυθό του Ειρηνικού
Και ψάρι γίνεσαι διχτυωμένο
Μες στις ατέρμονες πεδιάδες των διχτυών  
Που διχτυώνουν όλες τις επιφάνειες
Παντού !
Παγίδες.
Απλωμένες.
Εν δράση.
Πυροδοτημένες.
Παγίδες.
Παντού !
( Αναμένονται τα επιφωνήματα
δωματίων και υπαίθρου
στην πασίγνωστη κλίμακα. )
Δίχτυα 
Πυροδοτημένα.


Παντού.


Πτώσεις ζητά πολλές για νά ’βγει μια αχτίνα
Πολλά καράβια στο βυθό για να μυρίσει ανατολή
Κι υποψιασμένος να ’σαι πια διδάσκουν οι γκρεμοί σου
Μέχρι το φως στον κρόταφό σου να βροντήξει.

Στο χώμα καλλιεργείται του φωτός ο ερχομός
Χώμα πάνω σε χώμα, χώμα μέσα σε χώμα
Χώμα και στάχτες πολλές κάθε σου εργόχειρο
Για να βλαστήσει φως να δρέψεις μία θεα

Και τότε μες στο φως που σώρευσαν τα χαλάσματα
Τα χώματα που πέτυχες κατάστηθα μονολογείς :

Αχ Αντώνιε, τις δύναται σωθήναι ;
Αχ Αντώνιε, τις δύναται σωθήναι ;
Ποιος παρακάμπτει δίχτυα ;
Ποιος τα δόκανα ξεφεύγει ;

Θέλει καρδιά εφταπλά οργωμένη φως για ν’ αξιωθείς
Θέλει βαριοπούλα κατεδάφισης αλτικών προδιαγραφών,
ερώτηση τερματισμών για να σε χαριτώσει
Ω ναι, το φως άλτες προνυμφεύεται !
  
     5
Παραταγμένες καταφθάνουν οι αρνήσεις
Στοιχίζονται με στολή παραλλαγής οι απαγορεύσεις
Να ! ήρθε κι ο ταξίαρχος κερασφόρος
να επιθεωρήσει τ’ αραδιασμέν’ αδιέξοδα :
Ελέφαντες μ’ εξάρτηση αφιέρωσης
Σαύρες με τα βαθμόσημα της επανάληψης των πόθων
Λιοντάρια με λογισμών και στοχασμού πηλίκια
Ταύροι με των στερήσεων τ’ αμπέχονα
Μαραμπού με τα δόρατα των ονείρων
Ψάρια λογχοφόρα των προσευχών
Κοριοί με επωμίδες της ποίησης
Χοίροι με της ελπίδας τα σειρήτια
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί, με κάθε νούμερο αρβύλες των αρετών.

Πλήθος οι μεραρχίες της ευσέβειας !
Πλήθος οι καλλιτέχνες !
Ολόκληρες ταξιαρχίες με τα διάσημα των τεχνών,
των λαγουμιών που ανοίγει ο διψασμένος νους,
των σταυροφοριών !... 

Ευαρεστείται ο ταξίαρχος :  
Όλο το στράτευμα παρόν !
Όλο το στράτευμα παρόν !
Τα στόμια φραγμένα !
Εν τάξει !
Παραταγμένη ανατροπή
και χελιδόνι πουθενά να λάμψει…
Παραταγμένη ανατροπή
Παρουσιάστε !

     6
Θεέ μου, Θεέ μου !
Έξω, ύφαλοι, σκόπελοι
Και μέσα, στις εσωτερικές πόρτες, ολόκληρο βασίλειο των ζώων !
Τις με ρύσεται ;
Τις με ρύσεται ;
Ξελαρυγγιάζεται στην Αποκάλυψη της θεας
Ξεφωνίζει στη λουσμένη στο φως στιγμή του ερχομού
«Απόκαμα. Όσο και να φτεροκοπήσω πέταγμα δεν υπάρχει !
Πτεροφυώ και τα φτερά γίνονται… πανταλόνια,
κορδόνια παπουτσιών, ζωστήρες, αλίμονο ρούχα… γραφείου !
Δεν πόθησα τη ρυμοτομημένη αρετή,
δεν είν’ αστός ο πόθος μου !
Υπαίθριο με θέλω, έξωωωω !
Ασκεπή με πλάσανε, όχι γραφιά !
Αλίμονο ! Όσο και να φτεροκοπήσω πέταγμα δεν υπάρχει !
Ποιος επιτέλους θα μ’ αλλάξειιιιιιι ; Πώς ;
Δεν βγήκα δώθε για τη μάχη, εβγήκα για να ηττηθώ !
Θέλω να χάσω τον Αντώνιο !
Θέλω να μη με νιώθω !
Εζήτησα να θραύσω τη βαρύτητα !
Γεννήθηκα για αβαρής, όχι για ταξιάρχης !
Με θέλω σαν πνοούλα !

Με θέλω σαν πνοούλα !
Να ζω σα να ’μαι ανύπαρκτος !...

     7
Μακριά ! Μακριά !
Όλα τούτα τα ζώα που ξάγρυπνα κουβαλάς μακριά !
Αντώνιε, ποια η διέξοδος ταλαίπωρε ;
Τις σε ρύσεται ;
Ελέφαντες, σαύρες, λιοντάρια, ταύροι μακριά !
Ξεκολλήστε από πάνω μου !  
Μαραμπού, ψάρια, κοριοί, χοίροι,
σπάστε πια τον αλύτρωτο σας κύκλο ! 
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί,
αβάσταχτη στο κορμί μου η στέρφα γη σας !

Η καθημερινή επέλασή σας φτάνει !
Πονά με πια της μεθορίου η θέα
σαν τα βουνά δεν γίνονται λέιζερ χελιδόνια !

Αληθινός ο λόγος : το φως που επιμένει δείχνει τ’ αραχνιάσματα.
Ω ναι, στα σύνορα το φως πιο δυνατό.
Με φως βλέπεις το φως, καταμεσήμερο !
Όλοι οι ιστοί μπροστά μου !

     8
Με μανία μονομάχων πέφτει τις νύχτες πάνω μου
ο ελεφάντινος χάρακας της αφιέρωσης : πάλι σημειωτόν !
Ξεβράζουν οχετούς τα κάγκελα οι σαύρες που ιμείρονται
πάνω μου : σημειωτόν !
Συμμαχούν λιοντάρια, ταύροι, μαραμπού τα χέρια μου να δένουν
σ’ έναν άβακα δεσμοφύλακα,
σ’ έναν αριθμογράφο δίχως ειρήνη αριθμών
δίχως κατάληξη αέρα
δίχως αλαφροσύνη : Θεέ μου σημειωτόν !
Τρέχω να βρω καθολικό ν’ ανοίξουν τα πνευμόνια μου
κι εκεί ιδού : ψάρια, κοριοί, χοίροι, με ζώνουν στο κυνηγητό
ενός απείρου αναμαλλιασμένου
που δεν κουνά το χέρι να χαϊδέψει,
που δεν με κάνει μικροσκοπικό όπως το θαύμα της ειρήνης,
που γκαζώνει το ράλι μου
για να διαγράφει η περιδίνηση την ησυχία
ενός ελάχιστου Αντώνιου
την ησυχία όλων των ερωτικών μου παραιτήσεων
από δικά μου φλάμπουρα : σημειωτόν και πάλι !
Ποντίκια, γάτες, σκορπιοί, συνασπισμένα καταφθάνουν
μέρα τη μέρα
νύχτα τη νύχτα
κραδαίνοντας πολύχρωμα μαξιλάρια,
ξιφουλκώντας πουπουλένιες ανέσεις
και λογαριασμούς ταμιευτηρίων, καθίζοντάς με πάνω τους
να λάβω τήβεννο, θησαυροφυλάκιο, λιβανωτό και δάφνη,
και κυνηγώντας μιαν ουρά έτσι να ξεψυχήσω… :
Θεέ μου σημειωτόν !
Σημειωτόν !
Σημειωτόν !

Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;

Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !
Απόκαμα ! 
Θέλω να χάσω τον Αντώνιο !
Θέλω να μη με νιώθω !
Εζήτησα να θραύσω τη βαρύτητα !
Γεννήθηκα για αβαρής, όχι για ταξιάρχης !
Με θέλω σαν πνοούλα !

Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !
Θέλω να βρω τον Κολωνό, Θαβώρ να το μυρίσω !

     9
Σε τούτη δω τη θάλασσα τα κύματα δεν παύουν
Κύμα το κύμα ρίχνονται τα ζώα στην καρδιά μου !
Όχι πάλι ! Γέμισα μέσα μου νερά !
Νερά ταξιαρχίες !
Νερά μες στην ψυχή μου !
Νερά καρφιτσωμένα
με αρετών παράσημα σ’ ένα στρατό με ζώα !
Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;
Νυχθημερόν επελαύνει το ζωικό βασίλειο μέσα μου !
Βοήθεια !
Τις με ρύσεται ;


     10
Μες στην υδάτινη σύνταξη τα ζώα ξεθαρρεύουν
Και αναλόγια στήνονται, κλεισούρα να Δεσπόσει :
«Εμείς τα ζώα είμαστε μοναδική ορχήστρα !
Μείνε πιστός στα όργανα που άριστα γνωρίζεις
κι άλλες συνθέσεις μη ζητάς.»
Αντώνιε αποκρίνεσαι :
«Είν’ η πνευματικότητα ένα κλειστό καράβι ;
Πλέουμε για τα βάθη μας ή για τις κρουαζιέρες ;
Κάθε λιμάνι είναι σκαλί να πιάσεις ένα άστρο
ή λιμενάρχες μένουμε με καρτ-ποστάλ στα χέρια ;
Οι πόλεις που κολπώνουμε αγιάζονται στη λήθη
ή μένουν νωθρή και φλύαρη φιλολογία τοίχων ;
Τροχούς έχουν τα ύφαλα για της στεριάς τους δρόμους ;
Σηματοδότες υπακούν και κώδικες λατρεύουν ;
Πάνω στα καταστρώματα ’πομένουμε καμπίσιοι ;
Πώς μένουν ίδιες οι ζωές σα δέχονται αρμύρα ;
Είν’ το καράβι για μισθούς ή για αλητεία θεία ;
Καράβι ανασφάλειας σαν παιδικό παιχνίδι…
Ξεκόβουν γραφειοκρατικά οι καρίνες από τις θάλασσές τους ;
Αφιόνι είναι το καράβι για να ναρκώνονται οι θάλασσες, 
να τις τακτοποιούμε στεριανά ;…
Μοίρα δεν είν’ του καραβιού να καεί
διψώντας πάνω στη θάλασσα ;
Όχι, δεν ενδίδω. Θα μείνω απελπισμένος.
Δεν ζω ως «καλός πνευματικός»,
ζω ως του εαυτού μου άλτης !
Ορχήστρα δεν θέλω δωματίου.
Θα μείνω απελπισμένος.».

Έκραξαν συμφωνικά τα ζώα,
όπως στο τέλος πάντοτε κράζουν οι παγίδες των οργάνων :
«Η μουσική προορισμό δεν έχει.
Ούτε πατρίδα.
Όμορφες κάνει τις στιγμές μας και τις πόλεις μας. Αυτό αρκεί.
 Η μουσική δεν βγάζει πουθενά. Ούτε κι εγκαταλείπεται.
Όλα τα έργα κάνουν εδώ.
Μείνε καλός μουσικός κι αυτό αρκεί. 
Υποτάξου στων αρετών την ομορφιά
και φυσική ζήσε ζωή.
Δέξου πως στο καλό, στην αρετή, θύρα εξόδου δεν υπάρχει.
Πώς σού ’ρθε αυτή η ιδέα !
Κάνεις καλό για το καλό : αυτό είναι τ’ οξυγόνο.
Δες τον ωραίο κήπο μας στο ζωικό βασίλειο :
μυριάδες καλλιτέχνες !».

     11
Λιπόθυμος,
κι ακούει το φως να λέει :
«Αντώνιε, μυριάδες είν’ οι ύφαλοι κι οι σκόπελοι του κόσμου.
Η γη μια επιφάνεια δίχτυ κάτω απ’ τον ήλιο.
Καλά τα όπλα, μα πάντα δίκοπα στη χρήση.
Πιο δολερές όμως οι μέσα πόρτες στέκουν, μονολογούν αυτάρκεια.

Αντώνιε, το ίδιο το πετσί σου το γνωρίζει :
Τα όπλα σου μήτρα δεν έχουνε !
Δεν βγάζουν σε στρατόσφαιρα !
Δεν συνοδεύουν άστρα !
Μπορεί να εκπυρσοκροτούν σ’ όλες τις κατευθύνσεις,
μα δεν γεννούνε σε καμιά !
Μυρίζει γη αλύτρωτη το κάθε τους μπαρούτι !
Γη στεναγμών η κάνη τους !
Εκπέμπουνε στειρότητα στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία !
Οι σπόροι που σπορίζεις εσύ σπορίτη, σβαρνιστή,
μέσ’ απ’ τις κάνες τους, καρπό εξόδιο,
καρπό να φτερουγάει, δεν γεννούνε !
Εσύ δεν είσαι αυτά κι ας τ’ αποφάσισες !
Ζαλωμένος είσαι την ακύρωσή σου Αντώνιε !

Γίνε αυτό που πλάστηκες να γίνεις : Ατέλειωτος.
Γίνε ατέλειωτος.
Ατέλειωτος.
Γίνε μωρό.
Μυρμήγκι.
Γίνε ατέλειωτος.».

     12
Πολλά ζώα ζαλώθηκες κι ατέλειωτος δεν βγήκες.

Ατέλειωτος δεν βγήκες…

Όμως ιδού το όπλο το πυρηνικό
που το σπέρμα του μυριάδες βγάζει απογόνους, δίχως τελειωμό :
ζήσε στον κόσμο σαν μωρό
ζήσε τον κόσμο σαν μωρό
γίνε το μωρό που είσαι κι όλα τα δίχτυα πέρνα,
τα ζώα, τις παγίδες, 
με βήματα Ειρήνης.
Με αύρα καταστρέφονται του κόσμου οι παγίδες
με αύρα και του εαυτού.
Με μιαν αύρα νηπίου.
Μυρμήγκι-αύρα γίνε.
Κοίτα με σα μυρμήγκι.
Τον κόσμο μίλα, τον Θεό, τον ίδιο τον Αντώνιο,
στο μέγεθος του μυρμηγκιού,
κάτω από κάθε πέλμα.
Όλον τον κόσμο άγγιξε
με την αφή του μυρμηγκιού, με του μωρού το χάδι.
Δεν έχει τέλος το μωρό,
ανίκητο το γάλα του : η απελπισιά, η απόγνωση.
Απ’ τ’ όπλο της απόγνωσης κανείς δεν πέφτει χάμω.
Μείνε απεγνωσμένος,
απελπισμένος μείνε απ’ τα δικά σου μέχρι να βγει η ψυχή σου
και γίνεσαι ατέλειωτος.

Μείνε απεγνωσμένος
και γίνεσαι ατέλειωτος.
Ατέλειωτος.
Μωρό.

     13
Σύννεφα αγκαλιάζουν τα μωρά
Σύννεφα τα μυρμήγκια
Νανούρισμα ο κόσμος γίνεται στα χέρια ενός παιδιού
Θαβώρ διαρκείας
Θαβώρ με σάρκα κι αίμα
Ένας γαλήνιος Κολωνός
Κολωνός διαρκείας
Είναι το βλέμμα του παιδιού που απεγνωσμένο ΠΑΙΖΕΙ.

Θέλεις να σπάσεις όρια
Θέλεις να δεις το Πέραν
Θέλεις σπέρματ’ αμέτρητα το χρόνο να καρπίζουν :
Γίνε το τίποτα κι ατέλειωτα πια ζήσε !
Ατέλειωτα πια ζήσε !

Να πως μεταμορφώνονται τα όπλα που κατέχεις :
Πάνω τους τ’ Ατέλειωτο πατά κι εκσπερματίζει.
Μη παύεις Αντώνιε να σπορίζεις,
κράτα τα όπλα σου καλά, του χρέους τα καθολικά,
είναι σιδηροτροχιές με ρίζα μες στο θαύμα.
Και μάθε πως τα θαύματα πατούν πάντα στα πόδια τους.
Τα όπλα αποζητούν στο θαύμα να εκβάλλουν
στο θαύμα του μωρού, του μυρμηγκιού.
Αλλιώς πάντα συνθλίβουν.
Το ξέρεις πια καλά :
Μια δίψα ’πομένει μετά τη μέτρηση που ευθύς την ακυρώνει
Τότε δεν θες πια να μετράς, μα να ’σαι !
Να ’σαι ένα κόκκος άφαντος
Μόριο μιας ανάσας.
Τα όπλα σ’ οδηγούν στο ελάχιστό σου.
Κατοίκησέ το ατέλειωτα, ατέλειωτος να γίνεις !

Εκεί που όλα κερδίζονται είναι στη συντριβή σου.
Γέλα. Αδιαφόρησε. Και σώζου.
Με άγνοια οι σφαίρες σου, με σάρκα ενός βρέφους.
Παίξε. 
Θαβώρ διαρκείας
Είναι το βλέμμα του παιδιού που απεγνωσμένο ΠΑΙΖΕΙ.

Γίνε το τίποτα κι ατέλειωτα πια ζήσε !

     14
Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Στρόβιλος πάνω σε στρόβιλο
Στρόβιλος κι άλλος στρόβιλος
Δίνη μέσα σε δίνη,
δεν έχει τέλος το παιδί.
Πιο κάτω !
Περσότερος τώρα ο κόσμος.
Κι άλλος,
ολοένα κι άλλος.
Υποκάτω,
περσότερος Αντώνιος στα χέρια του μωρού του.
Κάτω ατέλειωτα !
Περσότερος Θεός. Δίχως σταματημό.
Κύλισμα κι άλλο κύλισμα : ακόρεστη του μυρμηγκιού η στάση.
Έλικας πάνω σ’ έλικα, γυροσκοπείς τον κόσμο.
Πλαγιάζουν όλα δίπλα σου,
στα παιδικά σου χέρια απείραχτα κι ολόκληρα.

Φάε Θαβώρ ! Πιες Κολωνό !
Φιλόξενος εγίνηκες σαν πήρες σχήμα μυρμηγκιού :
όλα πανώρια τώρα !
Ζήσε το μέτρο σου !
Ζήσε στο μέτρο σου !
Με σάρκα χτίζεις ουρανό.
Δεν έχεις πια να χάσεις : η συντριβή σε κέρδισε.
Λάβε τη θεϊκή στολή και στήσε μέτρο !
Ελάχιστος, ανύπαρκτος, άφαντος !

Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Στρόβιλος πάνω σε στρόβιλο
Στρόβιλος κι άλλος στρόβιλος
Δίνη μέσα σε δίνη,
δεν έχει τέλος το παιδί.
Σύννεφα το κερνούνε.

Κάτω ατέλειωτα !
Δεν έχει τέρμα η σμίκρυνση, τέλος η ηδονή της !
Όλος ο κόσμος φωτεινός κι εσύ ένα καράβι
που κάθε θάλασσα φιλά, ήσυχο στις φουρτούνες.

Κι άλλο κάτω ! Πιο κάτω ! Κάτω ατέλειωτα !
Καθώς πια δεν ακούγεται η ανάσα σου κι έγινες σαν να μην υπάρχεις, ΕΙΣΑΙ σαν να μην υπάρχεις, σαν να μην υπήρξες ποτέ, κι αθορυβείς μέσα στους στρόβιλους, στις δίνες του ελάχιστου, η ανυπαρξία σου ακούγεται σαν τη Follia του Κορέλι ή τη Sarabande του Χέντελ. Έγινες μουσική !

Αρκεί.
Δεν λέγεται το άπειρο, το άλεκτο ξεφεύγει !
Δεν έχει τέλος ο Θεός, δεν έχει η ταπείνωση
Αντώνιε,
Το πυρηνικό όπλο λέγεται Ταπείνωση.
Διάβαινε.

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου