Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ - ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ | ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ


Sergei Alexandrovich Yesenin (1895-1925)


«90 χρόνια από τον θάνατό του» (εισαγωγή-μτφρ: Γιάννης Σουλιώτης)
ΣΕΡΓΚΕΙ ΓΕΣΕΝΙΝ
O KATAΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ *
`
Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν ήταν γιος Ρώσων χωρικών, που γεννήθηκε στην Κεντρική Ρωσία, στο χωριό Κωνσταντίνοβο
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων του ,γιατί εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του όταν έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός επέδρασε δραματικά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και του ψυχισμού του. Ίσως-ίσως, όπως λέγεται ,οι επαναλαμβανόμενες αποπλανήσεις και απιστίες, αργότερα, προς τις γυναίκες ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψής του σε πολύ νεαρή ηλικία από τους γονείς του. Είναι αλήθεια ότι οι ταραχώδεις θείοι του, με τους οποίους πέρασε τα παιδικά του χρόνια του φέρθηκαν πολύ σκληρά, και δεν είναι καθόλου απίθανο αυτού του είδους η μεταχείριση –αν και ίσως με καλή πρόθεση-,να επηρέασε αρνητικά το ευαίσθητο παιδί και η ζημιά που του προκλήθηκε να τον οδήγησε σε μια μόνιμη έλλειψη ψυχικής ισορροπίας.
Από μικρός του άρεσε η ποίηση και διάβαζε Πούσκιν και Λερμοντόφ. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 9 χρονών.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο λαϊκό Πανεπιστήμιο Σανιάβσκι για να για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ιστορίας της λογοτεχνίας .Ύστερα, όμως, από ενάμιση χρόνο, διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας οικονομικών λόγων. Στη συνέχεια,δούλεψε ως διορθωτής κειμένων σε μια εκδοτική εταιρία. Τότε έκανε τις πρώτες του επαφές με τους επαναστατικούς σοσιαλο-δημοκρατικούς εργατικούς κύκλους των οποίων διανέμει τις εφημερίδες, και που «φακελώνεται » από την αστυνομία.
Αρχίζει την πολυτάραχη προσωπική ζωή του, το 1914, σε ηλικία 19 ετών, συζώντας με μια νεαρή συνάδελφό του,την Άννα Ιζριάντοβα.
`
Στην Αγία Πετρούπολη, όπου βρίσκεται το 1915, συναντά τους Γκοροντέτσκι, Μπέλι, Ίβνεφ,την Άννα Αχμάτοβα,τον Βλαντιμίερ Μαγιακόφσκι,τον Νικολάι Γκουμιλιόφ,την Μαρίνα Τσβετάγεβα,που εκτιμούν τους στίχους του. Εκεί, επίσης, δένεται με φιλία με τον Νικολάι Κλιουέφ,μια μορφή ιδιαίτερης σημασίας γι’ αυτόν, και με τον οποίο έζησε μαζί για δυο χρόνια.
Επιστρέφει στην Μόσχα και αρχίζει και πάλι να εργάζεται σε ένα τυπογραφείο, που εγκαταλείπει πολύ γρήγορα για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο, αφήνοντας επίσης τη σύντροφό του Άννα Ιζριάντνοβα, η οποία μόλις του είχε δώσει το πρώτο του παιδί, τον γιο του Γιούρι.
Είναι γνωστό ότι οι δεσμοί που δημιούργησε με τις γυναίκες στη ζωή του ποτέ δεν κράτησαν περισσότερο από ένα χρόνο, μετά τον οποίο τις εγκατέλειπε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεσένιν στη σύντομη ζωή του, μια και έφυγε μόλις στα 30 του, παντρεύτηκε 6 ή 8 φορές και έκανε 4 παιδιά!.. Η προτελευταία σύζυγός του ήταν η περίφημη γνωστή Αμερικανίδα χορεύτρια η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία έμενε στο Παρίσι .Την γνώρισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Ρωσία ,όπου ήταν καλεσμένη της σοβιετικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για μια γυναίκα 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που γνώριζε μόλις δώδεκα λέξεις στα ρωσικά. Εκείνος δεν μίλαγε ξένη γλώσσα.
Παντρεύτηκαν, στις 2 Μαίου του 1922 ,πριν να φύγει μαζί της για την Ευρώπη και Αμερική σε τουρνέ.Ο γάμος τους έγινε ένα φημισμένο ρομάντζο, διαφημιζόμενο ως ο έρωτας του χωριάτη ποιητή και της ντίβας.
Αν και είχαν μια πολύ έντονη κοινωνική ζωή ,ο Γεσένιν νιώθει μια κάποια μοναξιά και γράφει ότι, κατά γενικό τρόπο, ένας λυρικός ποιητής δεν θα έπρεπε να ζει πολύ καιρό.
Ο Γεσένιν έβλεπε με συμπάθεια τους σοσιαλιστές επαναστάτες της αριστεράς, και υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917,
Είναι γεγονός ότι υποστήριξε για λίγο την Οκτωβριανή Επανάσταση πιστεύοντας ότι θα έδινε μια καλύτερη ζωή στους χωρικούς. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συλλογή του «Άλλη χώρα»(1918).Αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα και άρχισε να κριτικάρει την Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων σε κάθε του ποίημα ,όπως, κυρίως, σε αυτό με τον τίτλο «Ο αυστηρός Οκτώβρης με απογοήτευσε».
`
Από το 1919 προσπαθεί να εξηγήσει την τέχνη και το ποιητικό σύμπαν μέσα από μια ολόκληρη θεωρία στο δοκίμιο «Τα κλειδιά της Μαρίας» και στο άρθρο «Τέχνη και εμπειρία» Έτσι, μαζί με τους ποιητές Ανατόλι Μαριένγκοφ,Βαντίμ Τσερτσένεβιτς και τον Ιβνόφ, θέτουν τις βάσεις του Ρωσικού λογοτεχνικού κινήματος του «ιμαζινισμού». Σύμφωνα με αυτούς, όλη η τέχνη είναι βασισμένη σε εικόνες και είναι η πλαστικότητα αυτών των εικόνων η οποία αποτελεί το κλειδί της ρώσικης λαϊκής τέχνης.
Δεν θ’ αργήσει, όμως, να εγκαταλείψει αυτό το κίνημα αναγνωρίζοντας ότι:
«Το σημαντικό δεν είναι η εικόνα ,αλλά το ποιητικό συναίσθημα του κόσμου»
Είναι η στιγμή που ο Γεσένιν συνειδητοποιεί ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις προσδοκίες των ονείρων του.
Οι ποιητικές συλλογές του ακολουθούν η μια την άλλη, αλλά συγχρόνως τα σκάνδαλα και οι καυγάδες εξαιτίας των οινοποσιών του.
Τα συχνά μεθύσια του, η καταστροφή που έκανε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα επεισόδια στα εστιατόρια , πήραν μεγάλη έκταση δημοσιότητας και έγιναν το πρώτο θέμα στον παγκόσμιο τύπο.
Κατά τη διαμονή του με την Ντάνκαν στο Παρίσι ,παθαίνει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας του αλκοόλ. Εισάγεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Ο γάμος του με την Αμερικανίδα χορεύτρια ήταν σύντομος και τον Μάιο του 1923 επέστρεψε στην πατρίδα του, πολιορκημένος από τον αλκοολισμό και τη νοσταλγία του για την Ρωσία, όπου και σε λίγο χώρισαν.
Ως γνωστόν, ο Γεσένιν με τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του ταλαιπώρησε και ταπείνωσε την Ντάνκαν σε όλη τη σύντομη σχέση τους ,που την «παντρεύτηκε»,όπως ισχυριζόταν, «για τα λεφτά της ,καθώς και για την ευκαιρία να ταξιδέψουν.»
Η Ισιδώρα Ντάνκαν, δυο χρόνια, περίπου, μετά από τον θάνατό του Γεσένιν, σκοτώθηκε σε ένα τραγικό ατύχημα ,όταν το κασκόλ γύρω από το λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε.
Το 1923,ο Σεργκέι επιστρέφοντας στην πατρίδα, νιώθει απογοητευμένος από το ταξίδι και υποφέρει από κατάθλιψη και παραισθήσεις. Δυστυχώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μιαν ανικανότητα να γράψει σαν ένας πραγματικός ποιητής και έλεγε: «Δεν γράφω πια ποίηση, δεν κάνω παρά μόνο στίχους».
`
Παντρεύεται ,για τελευταία φορά, με την εγγονή του Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια. Ο γάμος αυτός κράτησε μερικούς μήνες μόνο.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η κατάθλιψη του Γεσένιν χειροτερεύει, αλλά ,η περίοδος αυτή είναι συγχρόνως και πολύ δημιουργική. Τα πιο σπουδαία ποιήματα του είναι προϊόντα αυτής της εποχής.
Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι γεμάτα από ασταθή συμπεριφορά εξαιτίας της μέθης: ανησυχίες ,ασθένειες, ποτό…
Είναι ακριβώς αυτό που μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι μια άλλη πλευρά του Γεσένιν είναι το ζωώδες, σεξουαλικό, λογοτεχνικό του χάρισμα .
Δυο μέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 27 Δεκεμβρίου του 1925 ,λέγεται ότι έκοψε τις φλέβες των καρπών του με ένα μαχαίρι και έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα με το αίμα του, απευθυνόμενο στον νεαρό εβραίο ποιητή, και φίλο του ,Wolf Erlich,
Το ποίημα του αποχαιρετισμού
Αντίο, φίλε μου, αντίο.
Αγάπη μου, στην καρδιά μου σ’ έχω.
Κι αν χωρίζουμε, της μοίρας μας ήταν γραφτό,
Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε.
Αντίο, φίλε μου ,χωρίς χειραψία ή λέξη να σου πω,
Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις.
Ο θάνατος τίποτα καινούριο δεν είναι στη ζωή
Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούριο είναι.
`
Την επόμενη μέρα κρεμάστηκε από τις σωλήνες κεντρικής θέρμανσης , με το λουρί της βαλίτσας του(όπως θα κάνει μερικά χρόνια αργότερα η φίλη του-ποιήτριαΜαρίνα Τσβετάγεβα)στην οροφή του δωματίου του, Νο 5,στο Ξενοδοχείο Αγγλία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν μόλις 30 ετών.
Λέγεται, επίσης, ότι η φιλία του με τον Τρότσκι τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια τουΣτάλιν για την διαδοχή του Λένιν. Γι’ αυτό, και όπως υποστηρίζεται, τον δολοφόνησαν μεταμφιέζοντας τον φόνο του σε αυτοκτονία από την μυστική λενινιστική αστυνομία ,και ο φίλος του Τρότσκι δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον προστατεύσει.
Η αλήθεια και για τις δυο εκδοχές ,τόσο για την αυτοκτονία όσο και για τη δολοφονία, ίσως να μη μαθευτεί ποτέ.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήλπιζε αναμφίβολα αυτόν τον θάνατο, τον περίμενε.
«Σε τούτη την πατρίδα που την αγαπώ όλη,
Αφήστε με ήσυχο να βρω τον θάνατό μου».
`
Δεν αποζητούσε ένα δρόμο μακρύ:
«Ναι, εγώ δεν είμαι φτιαγμένος
για μια ήρεμη ζωή και γέλια.
Και όσο πιο μικρός ο δρόμος μου
τόσο καλύτερες οι πτώσεις μου»
`
Κι όμως ,λάτρευε τη ζωή! Είναι ο ίδιος που έγραφε :
«Όχι, όχι, όχι ! Δεν θέλω να πεθάνω.
…….
Λαχταρώ τον ήλιο ,λαχταρώ το φεγγάρι,
Τη λεύκα που σκεπάζει τον φεγγίτη.
……
Θέλω να ζήσω ,να ζήσω, να ζήσω,
Να ζήσω μέχρι να πονέσω μέχρι να φοβηθώ.»
`
Αν και ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία , το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς του Στάλιν και του Νικήτα Χρουτσόφ. Ο Νικολάι Μπουκάριν κατέκρινε φοβερά τον Γεσένιν και συνέβαλε τα μέγιστα στην απαγόρευση του έργου του. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του.
Ο Γεσένιν ,ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του :
«Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν».
Ο Γεσένιν υπήρξε κατά γενική ομολογία, ένας γοητευτικός δημιουργός, που παρόλη τη σύντομη ζωή του άφησε ένα διαρκές και πλούσιο έργο. Στη Ρωσία θεωρείται ως ένας από τους πιο αγαπητούς ποιητές. Οι διανοούμενοι συνάδελφοι του (Οσίπ Μαντελστάμ, Ιωσήφ Μπρόνσκι, Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι), τον θαύμαζαν.
Ενδεικτικό είναι και το απόσπασμα της Πράβντα, 19 Γενάρη του 1926 «ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή, ο Σεργκέι Γιεσένιν την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησης του!»
Ένας από τους τελευταίους της περιόδου της Επανάστασης, ο Γεσένιν είναι από πλέον προικισμένους νεώτερους Ρώσους ποιητές.
Όπως είπε και ο Μπορίς Παστερνάκ:
«Η γη δεν παρήγαγε καμιά καλύτερη ρίζα ,ποιότητα, ταλέντο και δύναμη δημιουργική και βαθειά. Ο Γεσένιν υπήρξε μια ζωντανή και παλλόμενη ψυχή καλλιτέχνη…»
Το έργο του ,όπως πολλών άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν απαγορευμένο από τον Στάλιν, αλλά καταβροχθισμένο κρυφά από τα πλήθη.
Η ποίηση του θεωρείται βαθιά Ρωσική, και παρόλη τη βίαιη συμπεριφορά του, και τα άλλα ανθρώπινα ελαττώματα, θεωρείται ως ήρωας από τον ρωσικό λαό.
`
ψ
His
**vigoro
Οι σταγόνες
Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.
Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)
Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές , τις φλέβες,
Και τις ψυχές με θλίψη ∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,

Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …
Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;

1912
`
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα,
Αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, δεν κρύβονταν,
Ήμουν τόσο λυπημένος και τόσο θλιμμένος μέσα μου,
Και όμως δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την παρεξήγηση.
Τώρα έφυγες , είμαι εδώ, μονάχος,
Τα όνειρά μου ξεθώριασαν, χάνοντας χρώμα κι απόχρωση,
Με άφησες ,και είμαι πάλι εντελώς μονάχος,
Χωρίς τρυφερότητα και χάδια , στο σαλόνι μου.
Όταν η νύχτα έρχεται ,συχνά, στεφανωμένος με αρωματικά λουλούδια
Έρχομαι εδώ στο μέρος της συνάντησής μας,
Και στα όνειρά μου βλέπω την όψη σου
Και σ’ ακούω να κλαις πικρά, αγάπη μου.
1912-1913
`
Τα δάκρυα
Τα δάκρυα … και πάλι αυτά τα πικρά δάκρυα,
Για σπασμένα όνειρα που πέταξαν μακριά,
Για φοβερές θλίψεις που τίποτα δεν χαροποιούν ,
Για νέα σκοτάδια, που τίποτα δεν τα εμποδίζει στον κόλπο.
Τι είναι να έρθει; Περισσότερα τέτοια βάσανα;
Όχι, αρκετά … Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν, ας πάει,
Και να ξεχάσουμε τους ήχους του θρήνου,
Μια καρδιά είναι γεμάτη και δεν μπορεί να το ανεχθεί πια.
Ποιος τραγουδάει στη σκιά του δέντρου της σημύδας;
Οι ήχοι είναι γνωστοί -τα δάκρυα πάλι …
Αυτά τα δάκρυα είναι για την πατρίδα μου και για μένα
Είναι γεμάτα λαχτάρα, ανησυχία και πόνο.
Είμαι στην αγαπημένη μου χώρα ∙ ναι, στον τάφο μου
Η καρδιά μαραζώνει από δάκρυα, κλαίω …
Τώρα φαίνεται ότι μόνο σε ένα κρύο τάφο
Θα είμαι σε θέση να ξεχάσω και να βρω λίγο
 ύπνο.
1914
`
Πιστεύω στην ευτυχία!
Πιστεύω στην ευτυχία!
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία,
Ω φύσηξε άνεμε, χωρίς σταματημό!
Ευλογημένος ας είναι αυτός που γιορτάζει
Τη λύπη του βοσκού σου, την μάταιη ελπίδα.
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία.
Λατρεύω τα άγρια ορμητικά ρεύματα,
Τη λάμψη των αστεριών πάνω από το νερό.
Την ευλογημένη θλίψη, τον τρίμηνο θρήνο,
Τους ευλογημένους ανθρώπους και τους τελευταίους
Βρυχηθμούς από τα άγρια ορμητικά ρεύματα
.
1917
`
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου.
Αν και σ’ αυτή η σκουριά της θλίψης πέφτει σαν ιτιά.
Μου δίνουν γλύκα, το βρώμικο μούτρο των γουρουνιών
Και στην ηρεμία της νύχτας η ηχηρή φωνή των βατράχων.
Είμαι τρυφερά άρρωστος από τα ενθύμια της παιδικής μου ηλικίας.
Η αποχαύνωση, η υγρασία από τα βράδια του Απρίλη στοιχειώνουν τα όνειρά μου.
Θα έλεγα ότι το σφεντάμι μας για να ζεσταθεί
Σκύβει μπροστά στη φωτιά της αυγής.
Ω πόσες φορές σκαρφαλωμένος στα κλαριά περίμενα
Να ξετρυπώσω ή την καρακάξα ή την μάινα!
Κι η φλούδα του όπως άλλοτε ήταν σκληρή;
Κι εσύ, φίλε μου,
Πιστέ μου φίλε σκύλε με τις βούλες;
Τα γεράματα σ’ έκαναν να ουρλιάζεις, τυφλός,
Και σέρνεσαι στην αυλή, τραβώντας την κρεμασμένη ουρά σου
Και η όσφρηση από τις πόρτες και το στάβλο λησμονημένη.
Ω! πόσο αγαπητά μού είναι τα παιδικά μας παιγνίδια:
Από τη μητέρα μου έκλεβα ένα κομμάτι ψωμί
Που δαγκώναμε κι οι δυο με τη σειρά μας.
Χωρίς ποτέ να σιχαθεί ο ένας τον άλλο!
Δεν άλλαξα.
Σαν καρδιά δεν άλλαξα
Σαν μπλε λουλούδια στα στάρια τα μάτια μου ανθίζουν στο πρόσωπό μου
Απλώνοντας, χρυσή ψάθα ,την πλεξίδα των ποιημάτων μου…
(Από την Εξομολόγηση ενός αλήτη)

1921
`
Μια φορά και για πάντα
Μια φορά και για πάντα ας χωρίσουμε-
ναι, φεύγω, γη της πατρίδας μου!
Μακριά είναι τα φτερωτά φύλλα από τις λεύκες μου,
κανένα δεν αντηχεί μέσα μου ούτε χτυπάει.
Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.
Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.
Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙
εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.
Ναι, την αγαπώ, την αγαπώ αυτή την πόλη, εξογκωμένη και βαλτώδη,
τώρα ναι, και χλωμή.
Ασία, εσύ μισοκοιμισμένη και χρυσή,
βρήκες τρούλους και ήσυχα μέρη.
Και πηγαίνω, πηγαίνω σύντομα, κάτω από το φεγγάρι,
πηγαίνω στη λάμψη του φεγγαριού, πηγαίνω κάτω από τη λάμψη του διαβόλου,
τρικλίζω στους δρόμους, τους γνωστούς,
και ξαναγυρίζω πάλι στο μπιστρό μου.
Στο μπιστρό μου φόβος και μουγκρητό,
αλλά όλη τη νύχτα, μέχρι να ‘ρθει το πρωί,
απαγγέλω στις πουτάνες ,ότι έχω γράψει,
και με τους κατεργάρηδες μοιράζομαι την ουσία.
Καρδιά, χτυπάς ,χτυπάς πιο γρήγορα ακόμη, χτυπάς μέχρι να χαθείς,
και έτσι μιλάω, μιλάω χάρη στην καλή τύχη ∙
«Όπως είστε, είμαι κι εγώ: ανίδεος,
όπως είμαι, δεν υπάρχει επιστροφή.»
Σκύλε πιστέ, μένεις από πολύ καιρό κάτω από το χορτάρι.
Εσύ σπίτι μου-ακατοίκητο ,στέγη κατεστραμμένη.
Επίσης εδώ, στη Μόσχα, στη μέση αυτών των δρόμων ∙
εκπνέω την ψυχή ,στη χάρη του Θεού.
1922
`
Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω
Είναι λυπηρό να σε κοιτάζω, αγάπη μου.
Και τόσο οδυνηρό να θυμάμαι!
Φαίνεται, το μόνο πράγμα που έχουμε
Είναι το χρώμα της ιτιάς τον Σεπτέμβρη.
Κάποιου τα χείλη έχουν φθείρει
Τη ζεστασιά και την τρεμούλα του σώματος σου ,
Σαν η βροχή να ψιλόβρεχε κάτω
Την ψυχή, που σκληραίνει σε συμφόρηση.
Λοιπόν, ας είναι! Δεν φοβάμαι.
Έχω κάποια άλλη χαρούμενη γιορτή.
Δεν έχει μείνει τίποτα για μένα, εκτός από
Καφέ σκόνη και σταχτί χρώμα.
Δεν μπόρεσα , στον θρήνο μου,
Να σώσω τον εαυτό μου, για χαμόγελα ή οτιδήποτε άλλο.
Οι περπατημένοι δρόμοι είναι λίγοι
Τα λάθη που έγιναν πολλά.
Με αστεία ζωή και αστεία διάσπαση
Έτσι ήταν και θα είναι πάντα..
Το άλσος με τα οστά του δέντρου της σημύδας σ’ αυτό
Είναι σαν νεκροταφείο, αλλά εγώ ποτέ!
Το ίδιο , θα πάμε στην καταδίκη μας
Και στο ξεθώριασμα , όπως αυτοί που φωνάζουν από τον κήπο.
Το χειμώνα τα λουλούδια ποτέ δεν ανθίζουν,
Και γι ‘αυτό δεν πρέπει να τα θρηνούμε.
1923

`
Κουράστηκα να ζω…
Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,
με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού ∙
θ’ αφήσω την καλύβα μου,
θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…
Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι
να χαρώ τη χαρά του άλλου.
Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,
με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.
Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη
θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.
Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,
θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.
Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,
χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών ∙
κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,
χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.
.
Γράμμα στη μητέρα μου
Είσαι ακόμη ζωντανή ,αγαπητή μανούλα μου;
Κι εγώ είμαι ζωντανός επίσης .Γεια! Γεια!
Ας έχεις πάντα από πάνω σου μέλι,
Και την απίστευτη λάμψη του βραδινού φωτός.
Μου είπαν ότι κρύβοντας την ανησυχία σου,
Στεναχωριέσαι πολύ για μένα,
Πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου κάθε βράδυ
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Στο σκοτάδι της νύχτας, πολύ συχνά,
Βλέπεις την παλιά σκηνή του αίματος:
Ένα είδος καυγά με κάποιο τυχοδιώκτη
Που μου χώνει ένα Φινλανδικό μαχαίρι στην καρδιά.
Ηρέμησε τώρα ,μανούλα! Και μη λυπάσαι!
Όλα είναι επώδυνη φαντασία απ’ άκρη σ’ άκρη.
Δεν είμαι ,πραγματικά, τόσο κακός μέθυσος,
Ώστε να πεθάνω χωρίς να σε δω.
Δεν είναι τίποτα, να είσαι βέβαιη, αγάπη μου,
Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας εφιάλτης.
Η ψυχή μου δεν είναι τόσο σάπια
Που να μπορώ να πεθάνω χωρίς να σε δω!
Είμαι, όπως πάντα ,ο τρυφερός σου γιος, αγαπημένη μου,
Και το μόνο πράγμα που ονειρεύομαι τώρα
Είναι ν’ αφήσω αυτή τη ζοφερή πλήξη εδώ
Και να ξαναγυρίσω στο μικρό μας σπίτι. Και πώς!
Θα γυρίσω την άνοιξη χωρίς προειδοποίηση
Όταν ο κήπος θα είναι ανθισμένος ,λευκός σαν χιόνι.
Σε παρακαλώ μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί,
Όπως έκανες πρώτα, εδώ κι οκτώ χρόνια .
Μην ενοχλείς τα όνειρα που τώρα πέταξαν,
Μη ταράζεις την μάταιη και ανώφελη πάλη μου
Γιατί πολύ νωρίς γνώρισα εξαιτίας της
Βαριές απώλειες κι ανησυχίες στη ζωή.
.
Σε παρακαλώ μη μου μαθαίνεις πώς να λέω την προσευχή!
Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε ότι έφυγε.
Είσαι η μόνη μου χαρά ,στήριγμα και έπαινος
Και η μόνη μου δάδα που λάμπει πάνω μου.
Παρακαλώ ξέχασε τον πόνο και τους φόβους σου,
Και μη στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα
Μη πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου,
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
1924
.
`
*************
* ΣΕΡΓΚΕΙ ΓΕΣΕΝΙΝ , O KATAΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, Εισαγωγή, Επιμέλεια, Μετάφραση, Γιάννης Σουλιώτης, υπό έκδοση, Εκδ. ΚΑΠΑ


Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.




Αναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π.
http://www.kavafis.gr/lections/content.asp?id=229&author_id=

"Θάλασσα του Πρωιού" Κ.Π. Καβάφης




διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.



http://www.kavafis.gr/lections/content.asp?id=15&author_id=


W. H.Auden — Funeral Blues Συνέχεια στην Β΄ Ιστοσυνάντηση Ποιητικής Μετάφρασης, με το ποίημα




W. H. Auden — Funeral Blues (1936)

Stop all the clocks, cut off the telephone.
Prevent the dog from barking with a juicy bone.
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead.
Put crêpe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last forever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood;
For nothing now can ever come to any good.

___________________________________

Πάψτε τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα
Σταματήστε τον σκύλο να γαβγίζει με ένα λαχταριστό κόκκαλο
Να σωπάσουν τα πιάνα και με ένα πένθιμο ρυθμό τυμπάνου
Φέρτε την κάσα και ας έρθουν οι μυρολογήστρες.

Τα αεροπλάνα ας κάνουν κύκλους από επάνω
Γράφοντας ανεξίτηλα πως εκείνος «Πέθανε»
Φορέστε πένθος στα λευκά περιστέρια
Κι ας φορέσουν οι τροχονόμοι τα μαύρα τους γάντια.

Ήταν ο Βορράς μου, ο Νότος μου, η Δύση μου,
Ήταν η εβδομάδα του μεροκάματού μου και η ξεκούραση της Κυριακής μου
Ήταν το μεσημέρι μου, ήταν τα μεσάνυχτά μου, ήταν η μιλιά μου, ήταν το τραγούδι μου,
Νόμιζα πως παντονινά η αγάπη θα κρατήσει, Λάθος μου.

Να φύγουν τ’αστέρια, δεν τα θέλω τώρα, σβήστε τα ένα ένα,
Μαζέψτε τον ουρανό, Κάντε κομμάτια τον ήλιο.
Αδειάστε τον ωκεανό, ξεριζώστε το δάσος
Γιατί ό,τι κι αν γίνει από εδώ κι εμπρός λίγο το κακό.


Μετάφραση: Νότα Χρυσίνα



Τα ρολόγια πάψτε, το τηλέφωνο κόψτε,
Στο σκύλο μη γαβγίσει ένα κόκαλο δώστε.
Σωπάστε τα πιάνα και με τύμπανο πνιχτό
Βγάλτε την κάσα, οι πενθούντες εδώ.

Αεροπλάνα ας κυκλώσουν τον ουρανό
Να γράψουν παντού Εκείνος Είν' Νεκρός.
Φιόγκους μαύρους να βάλουν στα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι ας φορέσουν μαύρα γάντια στα χέρια.

Ήταν ο Βορράς μου, η Νοτιάς, η Δύση, η Ανατολή,
Οι εργάσιμες μέρες, ξεκούραστη Κυριακή,
Το μεσημέρι μου, μεσάνυχτα, η κουβέντα, το τραγούδι μου.
Έκανα λάθος: νόμιζα πώς θα ζούσε για πάντα η αγάπη μου.

Ποιός θέλει πιά τ'αστέρια: ένα-ένα να σβήσουν.
Να μαζέψουν το φεγγάρι, τον ήλιο να διαλύσουν.
Χύστε τον ωκεανό, το δάσος σκουπίστε.
Ποιό το όφελος πιά, τίποτα μην αφήστε.

Μετάφραση: Ιφιμέδεια

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, τα τηλέφωνα κλείστε
το σκυλί να γαυγίζει ζωηρά εμποδίστε
σωπάστε το πιάνο, μόνο ένα τύμπανο να ηχεί
φέρτε το φέρετρο, κι ας έρθουν οι δικοί

Τ’ αεροπλάνα να γράψουν με καπνό
στον ουρανό, «πέθανε εκείνος που αγαπώ»
πένθιμα κρέπια φορέστε στα λευκά περιστέρια
και μαύρα γάντια, στων τροχονόμων τα χέρια

Ήταν ανατολή και δύση, βορράς και νότος μου
η εβδομάδα ολόκληρη κι οι Κυριακές μου
το μεσημέρι, το μεσονύχτι μου, το τραγούδι μου, η φωνή
έπεσα έξω: νόμιζα η αγάπη μας θα κρατούσε μιά ζωή

Σβήστε τ’ αστέρια, δεν τ’ αντέχω πιά
διώξτε το φεγγάρι και τον ήλιο διαλύστε
αδειάστε τον ωκεανό κι όλα τα δάση ξυρίστε
γιατί τίποτα καλό δεν θα έρθει ξανά.

Μετάφραση: Μαύρος Γάτος

___________________________________


Τα ρολόγια σταματήστε, τα τηλέφωνα κόψτε
Αυτό το γάβγισμα για ένα κόκαλο φιμώστε
Τα πιάνα σιγήστε, τα τύμπανα πνίξτε
Βγάλτε έξω το φέρετρο, ας έρθουν οι πενθούντες

Στον ουρανό σε κύκλους ας δείξει ο οδυρμός
Ας γράψουν τ’ αεροπλάνα τη φράση «Είναι νεκρός»
Σ’ άσπρους λαιμούς περιστεριών τυλίξτε κρεπ κορδέλες
Τα μαύρα γάντια από κοτόν οι τροχονόμοι ας βάλουν

Βοράς μου ήταν, νότος μου, ανατολή και δύση
Ανάπαυση της Κυριακής, της κάθε μέρας ζήση
Το μεσημέρι, η νύχτα μου, κουβέντα και τραγούδι
Λάθος μου ήταν να θαρρώ αιώνια την αγάπη.

Δεν τα θέλω πια τ’ αστέρια, όλα να τα σβήσετε
Κρύψτε το φεγγάρι, τον ήλιο να διαλύσετε
Τις θάλασσες αδειάστε, τα δάση ν’ αφανίσετε
Γιατί τίποτα σε τίποτα δε χρησιμεύει πια.

Μετάφραση: Mauve_All

___________________________________


Σταμάτα τους δείκτες, βγάλε το τηλέφωνο
Κάνε το σκυλί να πάψει μ'ένα ζουμερό κόκκαλο
Σίγησε τα πιάνα και με τα τύμπανα
Φέρε το φέρετρο, φέρε τους μοιρολογητές.

Ας κανουν θρηνητικούς κύκλους απο πάνω μας τα αεροπλάνα
Χαράζοντας στον ουρανο το μηνυμα Ειναι Νεκρος
Δέσε πένθιμους φιόγκους στους άσπρους λαιμούς των περιστεριών
Ας φορέσουν μαύρα βαμβακερά γάντια οι τροχονόμοι.

Ήταν ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση μου
οι εργάσιμες και οι Κυριακές μου
η μέρα, η νύχτα, η κουβέντα, το τραγούδι μου
Νόμιζα οτι η αγάπη κρατάει για πάντα. Γελάστηκα.

Τα αστέρια μου είναι άχρηστα τώρα: σβήστα όλα
Πακετάρισε το φεγγάρι και ξεμόνταρε τον ήλιο
Άδειασε τον ωκεανό και σάρωσε τα δάση
Γιατί τίποτα καλό δε μπορεί να προκύψει πια.

Μετάφραση: cp

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, το τηλέφωνο κόψτε.
Στο σκύλο μη γαβγίσει ζουμερό κόκκαλο δώστε.
Να σιγάσουν τα πιάνα και με τυμπανοκρουσία πνιχτή
Το φέρετρο βγάλτε, να'ρθει ο κόσμος που θρηνεί.

Αεροπλάνα από πάνω μας κύκλους βοερούς στείλτε να κάνουν
Στον ουρανό το μήνυμα Είναι Νεκρος να γράψουν.
Τυλίξτε πένθιμες κορδέλες στο λευκό λαιμό απ' τα περιστέρια,
Γάντια απο μαύρο βαμβάκι βάλτε στων τροχονόμων τα χέρια.

Ήταν ο Νότος μου, ο Βορράς, η Δύση μου, η Ανατολή,
Η εργάσιμη βδομάδα μου, η ανάπαυση την Κυριακή,
Μέση μέρας και νύχτας μου, ο λογος, το τραγούδι μου.
Η αγάπη αιώνια πως κρατά, νόμιζα: ήταν λάθος μου.

Τ' αστέρια τώρα ειν' άχρηστα. Ως και το τελευταίο σβήστε.
Μαζέψτε το φεγγάρι και τον ήλιο γκρεμίστε.
Σκορπίστε τον ωκεανό και σαρώστε τη γη.
Γιατί τίποτα σε καλό ποτέ πια δε θα βγει.

Μετάφραση: Aurelia Aurita

___________________________________


Σταματήστε όλα τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα
δώστε στο αλυχτόσκυλο κόκκαλο με μεδούλι.
Σιγήστε τα πιάνα και με πένθιμες τυμπανοκρουσίες
σηκώστε το φέρετρο, φέρτε την τεθλιμμένη ακολουθία.

Να στενάξουν σε κύκλους από καπνούς τα αεροπλάνα
που βιαστικά στον ουρανό θα χαράξουν το μήνυμα: Είναι νεκρός!
Στους άσπρους λαιμούς των περιστεριών κρεμάστε κορδέλες
και βαμβακερά μαύρα γάντια στους τροχονόμους να φορεθούν.

Αυτός ήταν ο Βοράς μου, ο Νότος μου, η Ανατολή και η Δύση μου
Η εργάσιμη βδομάδα και της Κυριακής η ξεκούρασή μου,
το μεσημέρι, τα μεσάνυχτα, το μιλητό μου, το τραγούδι μου
Πίστευα πως θα κρατούσε παντοτινά η αγάπη: μα έσφαλλα.

Τα αστέρια δεν τα θέλω πια: ας σβηστούν ένα ένα
κρύψτε το φεγγάρι και σβήστε τον ήλιο
αδειάστε τις θάλασσες και τα δάση αποψιλώστε,
γιατί τώρα πια, τίποτε καλό δεν υπάρχει.

Μετάφραση: JustAnotherGoneOff

___________________________________


Σταματήστε τα ρολόγια, κόψτε τα τηλέφωνα.
Pίξτε ένα κόκκαλο να μη γαβγίζει ο σκύλος.
Πάψτε τα πιάνα, και με πνιχτά τα τύμπανα
βγάλτε το φέρετρο, να αρχίσει τώρα ο θρήνος.

Πάνω από μας αεροπλάνα να βογγούν
σκαλίζοντας στον ουρανό το μήνυμα Πέθανε.
Bάλτε κορδέλλες πένθιμες στα άσπρα περιστέρια,
κι οι τροχονόμοι να φοράνε γάντια μαύρα.

Ήταν βορράς και νότος μου, ανατολή και δύση,
ήταν οι μέρες της δουλειάς, και η Kυριακή μου,
μεσημέρι μου, μεσάνυχτα, φωνή μου και τραγούδι·
αγάπη νόμιζα παντοτινή: μα έκανα λάθος.

T' αστέρια τώρα είναι άχρηστα: σβήστε τα όλα·
μαζέψτε το φεγγάρι και ξεκρεμάστε τον ήλιο·
αδειάστε τον ωκεανό και ξεριζώστε το δάσος·
γιατί ποτέ πια τίποτα δε θά'βγει σε καλό.

Μετάφραση: Π

___________________________________

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

"Τετράδιο Πολιτισμού" Κάθε Τετάρτη στο Dailytvradio.gr

Ξεκινάμε Τετάρτη 13/01/2016 
στο ιντερνετικό ραδιόφωνο
Dailytvradio.gr

με την Νότα Χρυσίνα

υπεύθυνος συντονισμού εκπομπής Χάρης Αρζόγλου


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Οκτάβιο Πάζ, Η Πέτρα του Ήλιου (Ηλιόπετρα)


* Ή Πάθ ή Πάς· από τις τρείς εκδοχές είναι ασφαλώς σωστή 
   η τελευταία, όμως, απ' την άλλη, η συνήθεια δημιουργεί 

   παράδοση. Αφού λοιπόν έγινε γνωστός σαν Πάζ, 
   ας παράμεινει, εν γνώσει των συνεπειών.

(Μετάφραση: Γιώργος Μακρής)

The Aztec calendar stoneSun Stone, or Stone of the Five Eras
The Aztec calendar stoneSun Stone, or Stone of the Five Eras is a late post-clasis a late post-classic Mexica sculpture saved in the National Anthropology Museum in Mexico City, and is perhaps the most famous work of Aztec sculpture.  The stone is 358 centimetres (11.75 ft) in diameter and 98 centimetres (3.22 ft) thick, and it weighs about 24 tons.   Shortly after the Spanish Conquest, the monolithic sculpture was buried in the Zócalo, or main square of Mexico City. It was rediscovered on December 17, 1790 during repairs on the Mexico City CathedralgFollowing its rediscovery, the Calendar Stone was mounted on an exterior wall of the Cathedral, where it remained until 1885.


(Εκδόσεις Ελευθερός Τύπος, Δεκέμβριος 2002)


Μεξικό, 1957


Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
                                                     μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό, 
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα

μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου

βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου

πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας

ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε

στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,

ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle*:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,

τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,

γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,

πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον

δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,

μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός

που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει

μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,

ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
                                            είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
                                            δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;

να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
                                                                                 έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαιριά -
στην Cristopher Street, εδώ και δέκα χρόνια,
με την Phyllis που είχε δυό λακκάκια
όπου τα σπουργίτια έπιναν φως;
στο Paseo de la Reforma, η Κάρμεν μού έλεγε
«ο αέρας δεν έχει βάρος, εδώ είναι πάντα Οκτώβρης»
ή το είπε σ' έναν άλλο που έχασα
ή το εφεύρα και δε μου το 'πε κανείς;
τάχατες βάδιζα τη νύχτα στην Oaxaca,
τεράστιος και βαθυπράσινος σαν ένα δέντρο,
μιλώντας μόνος σαν τον τρελλό άνεμο
και φτάνοντας στο δωμάτιό μου
- πάντοτε ένα δωμάτιο-
οι καθρέφτες δεν με αναγνώρισαν;
από το ξενοδοχείο Vernet είδαμε την αυγή
να χορεύει με τις καστανιές - «είναι αργά»
έλεγες καθώς χτενιζόσουνα κι έβλεπα
κηλίδες στους τοίχους χωρίς να λέω λέξη;
ανεβήκαμε μαζί στην κορυφή τπυ πύργου,
είδαμε το βράδυ να πέφτει από τα βράχια;
φάγαμε σταφύλια στου Bidart;
αγοράσαμε γαρδένιες στου Perote;
                                                                            ονόματα, χώροι,                       
δρόμοι και δρόμοι, πρόσωπα, πλατείες, δρόμοι,
σταθμοί, ένα πάρκο, δωμάτια μοναχικά,
κηλίδες στον τοίχο, κάποιος χτενίζεται,
κάποιος τραγουδάει κοντά μου, κάποιος ντύνεται,
δωμάτια, χώροι, δρόμοι, ονόματα, δωμάτια, 
its rediscovery, the Calendar Stone was mounted on an exterior wall of the Cathedral, where it remained until 1885.

Μαδρίτη, 1937,
στην πλατεία του Αγγέλου οι γυναίκες
κεντούσαν και τραγουδούσαν με τα παιδιά τους
μετά χτύπησε συναγερμός κι ακούστηκαν φωνές,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
πύργοι σκισμένοι, μέτωπα λερωμένα με φτυσιές,
κι ο λαίλαπας των κινητήρων συνεχώς:
κι οι δυό τους γδύθηκαν κι αγαπηθήκανε
για να υπερασπίσουν το αιώνιο μερτικό μας,
το μερτικό μας σε καιρό και σε παράδεισο,
ν' αγγίξουμε τη ρίζα μας
και να την ξανακαταχτήσουμε,
να ξαναβρούμε την κληρονομιά μας ξεριζωμένη
από κλέφτες της ζωής εδώ και χίλιους αιώνες,
και οι δύο γδύθηκαν και φιληθήκανε
γιατί οι αγκαλιασμένες γυμνότητες
διασχίζουν τον χρόνο κι είναι άτρωτες,
τίποτα δεν τις αγγίζει, ξαναγυρίζουν στην αρχή,
δεν υπάρχει εσύ ούτε εγώ,
αύριο ούτε χτες ούτε ονόματα,
ούτε διπλή αλήθεια μέσα σ' ένα μόνο σώμα,
μιά μόνη ψυχή,
ακέραιο Είναι...
                                                                δωμάτια συμπτωματικά
ανάμεσα σε πόλεις που κυλάνε,
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα σαν πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που δίνουν
σ' άλλα δωμάτια
με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί,
όπου ένας άντρας με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
όπου μιά γυναίκα σιδερώνει: το διαυγές δωμάτιο
που το επισκεπτονται οι κλάδοι της ροδακινιάς·
το άλλο δωμάτιο: απ' έξω πάντα βρέχει
κι υπάρχει μιά αυλή και τρία παιδάκια σκουριασμένα·
δωμάτια που είναι πλοία και ανεμίζουν
σ' έναν κόλπο φωτός: δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
κι ό,τι αγγίζουμε φωσφορίζει·
πολυτελή μαυσωλεία, πορτραίτα
ήδη φθαρμένα, χαλιά μεταχειρισμένα,
παγίδες, κελλιά σπήλαια μαγεμένα,
κουτούκια και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται, όλα πετούν,
κάθε καλούπι είν' ένα σύννεφο, κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, τα χωράφια, ο αέρας,
κάθε τραπέζι είν' ένα συμπόσιο·
κλειστά σαν αχιβάδες,
ο χρόνος τα πολιορκεί ματαίως,
δεν υπάρχει χρόνος ούτε τοίχος: χώρος, χώρος,
άνοιξε το χέρι σου, θέρισε αυτόν τον πλούτο,
πάρε τους καρπούς, φάε τη ζωή,
ξαπλώσου στις ρίζες του δέντρου, πιές νερό!
όλα μεταμορφώνονται, όλα είναι ιερά,
κάθε δωμάτιο είναι το κέντρο του κόσμου,
είναι η πρώτη νύχτα, η πρώτη μέρα,
ο κόσμος γεννιέται όταν αυτή κι αυτός φιλιούνται,
σταγόνα φωτός σε διαφανή εντόσθια
η κάμαρα ωσάν καρπός μισοανοίγει
ή εκρήγνυται σαν ένα άστρο σκοτεινό
κι οι νόμοι φαγωμένοι από τους αρουραίους,
τα κάγκελα των τραπεζών κι οι φυλακές,
οι γρίλλιες από χαρτί και τα συρματοπλέγματα,
τα γραμματόσημα, τ' αγκάθια, τα καρφιά,
ο μονόχορδος όρκος των όπλων,
ο μελίρρυτος σκορπιός με την ταινία,
ο τίγρης με το ψηλό καπέλο προέδρος
τού Club των φυτοφάγων και του Ερυθρού Σταυρού,
ο γάιδαρος παιδαγωγός, ο κροκόδειλος
παίζοντας τον εξαγοραστή, ο πατέρας των λαών,
ο Αρχηγός, ο καρχαρίας, ο αρχιτέκτονας
του μέλλοντος, το εν στολή γουρούνι
ο εκλεκτός υιός της Εκκλησίας
που πλένει τα μαύρα του δόντια σ' αγιασμό
και παίρνει μαθήματα αγγλικων και δημοκρατίας,
τ' αόρατα χωρίσματα, οι σαπισμένες μάσκες
που χωρίζουν τον άνθρωπο απ'τους ανθρώπους,
τον 'ανθρωπο από τον εαυτό του
                                                                       καταρρέουν
για μιά στιγμή πελώρια και μισοβλέπουμε
τη χαμένη μας ενότητα, τη συμφορά
του Είναι, τη δόξα τού να είμαστε ακόμη,
το μοίρασμα του ψωμιού, ο ήλιος, ο θάνατος,
το σάστισμα-λησμονημένο- τού να ζεις·

ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγμαγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν' ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο·
                                                              ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν' αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ' όνομα σου:
«να μου επιτρέψεις να 'μαι η πουτάνα σου»
είναι τα λόγια της Ελοΐζας,
αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή
ευνουχίστηκε·
                                             πιό πολύ αξίζει το έγκλημα,
οι εραστές που αυτοκτονούν, η επιμειξία
αδελφού κιαι αδελφής, καθρέφτες
ερωτευμένοι με την ομοιότητά τους,
πιο καλά αξίζει να φας ψωμί δηλητηριασμένο,
η μοιχεία σε κρεβάτια στάχτης,
έρωτες σκληροί, παραλήρημα,
ο δηλητηριώδης κισσός, ο σοδομίτης
που, σαν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα
φοράει μιά ροχάλα, καλύτερα να πετροβοληθείς
σε δημόσιες πλατείες
παρά να γυρίζεις το μαγγανοπήγαδο
που εκφράζει την ουσία της ζωης,
μεταφράζει την αιωνιότητα σε άδειες ώρες,
τις στιγμές σε φυλακές, τον χρόνο
σε χρήμα και σε σκατά αφηρημένα·

καλύτερα αξίζει η αγνότητα, άνθος αόρατο
που ζυγιάζεται στους μίσχους της σιωπής,
το δύσκολο διαμάντι των αγίων
που φιλτράρει τους πόθους, χορταίνοντας τον χρόνο,
γάμοι της κίνησης και της γαλήνης,
η μοναξιά τραγουδάει στο κέλυφος της,
κάθε ώρα κρυστάλλινο πέταλο,
ο κόσμος γδύνεται τις μάσκες του,
και στο κέντρο του, διαφάνεια τρέμουσα,
αυτό που λέμε Θεό, το Είναι δίχως όνομα,
κοιτάζεται μες στο κενό, το Είναι δίχως πρόσωπο
προκύπτει από τον εαυτό του, ήλιος των ήλιων,
πληρότητα της παρουσίας και των ονομάτων·

συνεχίζω το παραλήρημα μου, δωμάτια δρόμοι,
στους διαδρόμους του καιρού προχωρώ ψηλαφώντας
κι ανεβοκατεβαίνω τις βαθμίδες του
αγγίζω τα τοιχώματα και μένω ακίνητος,
γυριζω εκεί απ' όπου άρχισα, ψάχνω το πρόσωπό σου,
πορεύομαι από τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία,
και δίπλα μου εσένα
προχωρείς σαν ένα δέντρο, σαν ένας ποταμός,
προχωρείς και μου μιλάς σαν ένας ποταμός,
σαν ένα στάχυ αναπτύσσεσαι στα χέρια μου,
σαν ένας σκίουρος ανατριχιάζεις μες στα χέρια μου,
πετάς σαν χίλια πουλιά, το γέλιο σου
με σκεπάζει με αφρούς, το κεφάλι σου
είν' ένα μικρό άστρο μες στα χέρια μου,
ο κόσμος ξαναπρασινίζει αν χαμογελάσεις
τρώγοντας ένα πορτοκάλι
                                                              ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,  
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ' την ευτυχισμένη του ροή,

δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν
(σιωπή: ένας άγγελος διέσχισε αυτή τη στιγμή
ψηλός σαν τη ζωή χιλίων ήλιων)
δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα παίξιμο βλεφάρων;
- και το συμπόσιο, η εξορία, το πρώτο έγκλημα,
και του γαϊδάρου η σιαγών, ο σκοτωμένος θόρυβος
και το δύσπιστο βλέμμα του νεκρού
πέφτοντας στην σταχτιά πεδιάδα,
ο Αγαμέμνονας και το πελώριο του μουγκρητό
και της Κασσάνδρας η επαναλαμβανόμενη κραυγή
πιό δυνατή απ' τις κραυγές των κυμάτων,
ο δέσμιος Σωκρατης (ο ήλιος προβάλει,
να πεθαίνεις είναι να ξυπνάς: « Κρίτων
έναν κόκορα για τον Ασκληπιό γιατί γιατρεύτηκα από
τη ζωή»),
το τσακάλι που πλανιέται ανάμεσα στα ερείπια
τής Νινευί, η σκιά που είδε ο Βρούτος
πριν από τη μάχη, ο Μοντεζούμα
μέσα στης αϋπνίας του τ' αγκάθινο κρεβάτι,
το ταξίδι προς τον θάνατο μέσα στο κάρο
- το ατέλειωτο ταξίδι του Ροβεσπιέρου
μετρημένο λεφτό με λεφτό
με το σαγόνι του σπασμένο ανάμεσα στα χέρια του -
ο Churruca μες στο βαρέλι του σαν θρόνο
πορφυρό, τα βήματα κιόλας μετρημένα
του Lincoln πηγαίνοντας στο θέατρο,
του Troski ο ρόγχος κι οι οιμωγές του
σαν αγριογούρουνου, στο βλέμμα του Madero
κανένας δεν απάντησε: γιατί με σκοτώνετε;
τα «για τ' όνομα του Θεού», οι οιμωγές, οι σιωπές
του εγκληματία, του αγίου, του φτωχού διαβόλου,
κοιμητήρια φράσεων κι ανεκδότων
που ανασκαλεύουνε οι σκύλοι της ρητορικής,
το παραλήρημα, το χλιμίντρισμα, ο θόρυβος ο σκοτεινός
που κάνουμε πεθαίνοντας και το λαχάνιασμα
της ζωής όταν γεννάει
και των σπασμένων κοκκάλων ο κρότος σε καβγά
και του προφήτη το αφρισμένο στόμα
και η κραυγή του και του δήμιου η κραυγή
και η κραυγή του θύματος...
                                                                            τα μάτια
είναι φλόγες και φλόγες είναι ό,τι κοιτάζουν,
μιά φλόγα τ' αυτί, μιά φλόγα ο ήχος,
κάρβουνα αναμμένα τα χείλη, εμπρησμός η γλώσσα,
το άγγιγμα κι ό,τι αγγίζει,
η σκέψη κι ό,τι σκέφτεται,
φλόγα είναι όποιος σκέπτεται
όλα καίγονται, ο κόσμος είναι φλόγα,
και καίει το ίδιο το μηδέν που τίποτα δεν είναι
πάρεξ μιά φλογισμένη σκέψη, καπνός τελικά:
ούτε δήμιος υπάρχει ούτε θύμα,...
                                                                   και η κραυγή,
το βράδυ της Παρασκευής; κι η σιωπή
που σκεπάζεται από νεύματα,
η σιωπή που λέει χώρις να λέει τίποτα, δε λέει τίποτα;
οι ανθρώπινες κραυγές δεν είναι τίποτα;
δεν τρέχει τίποτα όταν περνάει ο χρόνος;
-τίποτα δεν περνάει παρά στα βλέφαρα του ήλιου
ένα παίξιμο, μόλις μιά κίνηση, τίποτα,
δεν υπάρχει εξαγορά, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω,
και οι νεκροί καρφωμένοι στον θάνατό τους
δεν πεθαίνουν άλλο θάνατο
ανέγγιχτοι, καρφωμένοι στην ίδια τους την κίνηση,
από την μοναξιά τους, από τον θάνατο τους,
δίχως γιατρειά, χωρίς να μας κοιτάζουν μας κοιτούν,
ο θάνατος τους είναι κιόλας το άγαλμα της ζωής τους,
μιά αιωνιότητα κιόλας μηδενισμένη,
κάθε στιγμή δεν είναι τίποτα για πάντα,
ένας βασιλιάς φάντασμα κυβερνάει τους παλμούς σου
και πλάθει
την τελική σου κίνηση, το σκληρό προσωπείο
στην όψη σου που αλλάζει:
είμαστε το μνημείο μιάς ζωής
ξένης, άζηστης, μόλις δικής μας


- η ζωή πότε ήτανε αληθινά δική μας,
πότε είμαστε αληθινά αυτό που είμαστε;
αληθινά, μονάχοι μας, δεν είμαστε, δεν είμαστε ποτέ
παρά ίλιγγος και χάος,
γριμάτσες στον καθρέφτη, τρόμος και ναυτία,
ποτέ η ζωή δεν είναι δικήμας, είναι των άλλων,
η ζωή δεν είναι κανενός, η ζωή είμαστε όλοι
ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε-
είμαι άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είναι πιόδικές μου όταν είναι επίσης όλων,
για να μπορέσω να είμαι, πρέπει να είμαι ένας άλλος,
να βγω απ' τοΕγώ, να ψάχνω ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που μου δίνουν ύπαρξη,
δεν υπάρχει Εγώ, πάντα είμαστε άλλοι,
η ζωή είναι άλλη, πάντα εδώ κάτω, πάρα πέρα,
έξω από σένα, από μένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας πλανάει και μας χωρίζει
από έμας τους ίδιους,
που μας επινοεί ένα πρόσωπο και το φθείρει,
πείνα τού Είναι, ω θάνατε, ψωμί των πάντων,

Ελοϊζα, Περσεφόνη, Μαρία,
δείξε επί τέλους το πρόσωπο σου για να δω
το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό του άλλου,
το αλλότριο πρόσωπο μας ολόκληρο δικό μας
πρόσωπο δέντρου και φούρναρη,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού,
πρόσωπο του ήλιου και του χαντακιού,
του Πέτρου και του Παύλου,
πρόσωπο του μοναχικού συλλογικού,
ξύπνα, να που γεννιέμαι:
                                                               ζωή και θάνατος
συμφιλιώνονται μέσα σου, κυρία της νύχτας,
πύργε της διαύγειας, βασίλισσα της αυγής,
σεληνιακή παρθένα, μάννα της νερομάννας,
σώμα του κόσμου, σπίτι του θανάτου,
πέφτω χωρίς τέλος από τη γέννησή μου,
πέφτω μέσα μου χωρίς ν'αγγίζω το βυθό μου,

μάζεψε με στα μάτια σου, μάζεψε τη σκόνη
τη διασκορπισμένη και συμφιλίωσε τις στάχτες μου,
δέσε τα χωρισμένα μου κόκκαλα,
φύσα στο Είναι μου,
θάψε με στη γη σου
ώστε η σιωπή σου να δώσει ειρήνη στη σκέψη
που ξεσηκώθηκε εναντίον του εαυτού της·
                                                                   άνοιξε το χέρι,
κυρία των σπόρων που είναι μέρες,
η μέρα είναι αθάνατη, υψώνεται, αυγατίζει,
γεννάει και δεν τελειώνει ποτέ,
κάθε μέρα είναι γέννηση, και γέννηση
κάθε αυγή, και ξυπνώ
ξυπνάμε όλοι, ο ήλιος
υψώνεται, πρόσωπο του ήλιου, ο Γιάννης σηκώνεται
με το πρόσωπο του Γιάννη πρόσωπο όλων μας


πόρτα τού Είναι, ξύπνα με, γίνε πρωί,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της μέρας,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της νύχτας,
όλα επικοινωνούν και μεταμορφώνονται,
πύλη του αίματος, γέφυρα των παλμών,
οδήγησέ με στην άλλη όχθη αυτής της νύχτας,
όπου είμαι εσύ, όπου είμαστε όλοι άλλοι,
στο βασίλειο των αγκαλιασμένων ονομάτων


πόρτα τού Είναι, άνοιξε το Είναι σου, ξύπνα!
μάθε κι εσύ να είσαι, λάξεψε το πρόσωπο σου
δούλεψε τα χαρακτηριστικά σου, βρές τα μάτια σου
γαι αν κοιτάξεις το πρόσωπο μου που σε αντικρίζει,
για ν'α ατενίσεις τη ζωή ως τον θάνατο
θαλασσινή μορφή, από ψωμί, βράχο, πηγή,
πηγή που διαλύει τις μορφές μας
στο πρόσωπο χωρίς όνομα, το Είναι δίχως πρόσωπο,
ανείπωτη παρουσία των παρουσιών...


θέλω να συνεχίσω να πάω μακρύτερα
μα δεν μπορώ:
η στιγμή βιάστηκε να γίνει άλλη κι άλλη,
κοιμήθηκα τα όνειρα μιάς πέτρας που δεν ονειρεύται
και στο βάθος χρόνων όμοιων με πέτρες
άκουσα να τραγουδάει το αιχμάλωτο αίμα μου,
η αλασσα τραγούδουσε με μιά βουή φωτός,
ένα προς ένα πέφτανε τα τείχη,
όλες οι πόρτες γκρεμιζόντουσαν,
κι ο ήλιος κουρσευτής έτρεχε
κάτω από το μέτωπο μου,
ξεκολλούσε τα κλειστά μου βλέφαρα,
ξεχώριζε το Είναι μου απ' το περίβλημά του,
με τραβούσε από τον εαυτό μου,
με χώριζε από τον βάρβαρο ύπνο μου
των πέτρινων αιώνων
και η μαγεία του καθρεφτίζοντας έκανε να ξαναζεί
μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
το πέρασμα του ποταμού που ελίσσεται,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:


*Οκτάβιο Πάζ:

«Όταν έγραφα το ποίημα, διάβαζα αρχαιολογική μελέτη σχετικά με το ημερολόγιο των Αζτέκων. Μου ήρθε, λοιπόν, στο μυαλό να το αποκαλέσω Ηλιόπετρα. Πρόσθεσα ή αφαίρεσα –δεν θυμάμαι- τρείς ή τέσσερις στίχους ώστε το ποίημα να συμπίπτει με τις 584 μέρες της σύζευξης Αφροδίτης-Ηλιου. Ο χρόνος τού ποιήματός μου δεν είναι ο τελετουργικός χρόνος της αζτέκικης κοσμογονίας, αλλά αφορά στον ανθρώπινο, βιογραφικό χρόνο, ο οποίος είναι γραμμικός. »