Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Νεοελληνικὴ λογοτεχνία καὶ «σοβαρὴ» μουσική: Ένα συνεχὲς παράδοξο


Το κείμενο που ακολουθεί είναι εισήγηση στα πλαίσια της ημερίδας Μουσική παιδεία καί δημιουργία στή σημερινή Ἑλλάδα: Καημοί παράλληλοι που διοργάνωσε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού καί τό περιοδικό της νέος ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ, στίς 2 Νοεμβρίου 2013.  Η εισήγηση πρωτοδημοσιεύθηκε στο περ. νέος ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ, τ. 9, Απρίλιος 2014 και αναδημοσιεύεται εδώ δίχως αναφορά στη σελιδαρίθμηση της έντυπης έκδοσης.
Ο συγγραφέας επιλέγει ορισμένους κεντρικούς σταθμούς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και μουσικής για να συγκροτήσει το ερμηνευτικό του σχήμα σε αναφορά προς τη σχέση των δύο μεγεθών. Η προβληματική αυτή τέμνεται από το σχήμα Ανατολή-Δύση, Ελληνικότητα-Ευρώπη, κοινότητα-ατομικότητα· και όχι μόνον.
Ακολουθεί το κείμενο.
Του Αντώνη Ζέρβα
Στα Νηπενθή του Καρυωτάκη, υπάρχει ένα ποίημα για μια γυναίκα που παίζει πιάνο, με τον τίτλο Αφιέρωμα. Πάντα μου έκαναν εντύπωση οι στίχοι του, γιατί μοιάζουν με βουβή κινηματογράφηση. Βλέπουμε το πιάνο και την πιανίστρια, παρακολουθούμε τις μεταφορές και τις συγκρίσεις του προσώπου και των χεριών που είναι συγκεντρωμένα στην εκτέλεση, συναισθανόμαστε τη συγκίνηση που προκαλείται στον ποιητή και μεταδίδεται μέσω ενός άλλου είδους μουσικής, σιωπηλής, η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από την ανάγνωση
         Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.

Δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς έπαιζε η γυναίκα που έκανε να ακούγονται τα απελευθερωμένα αισθήματα. Εκ των υστέρων, η μελαγχολική ατμόσφαιρα φέρνει στο νου μια σονάτα του Μπετόβεν, ένα από τα Νυχτερινά του Σοπέν ή κάτι παρόμοιο. Τίποτε δεν πρόκειται να μας το βεβαιώσει. Το γεγονός όμως ότι ενστικτωδώς προσανατολιζόμαστε προς αυτές τις περιοχές, είναι ενδεικτικό.
Ο Καρυωτάκης δεν έχει καμμία έγνοια ελληνικότητας.  Κανένα είδος ιδεολογικής διχοστασίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης δεν βαραίνει τα ποιήματά του. Καμμία ενέργεια από την επιστροφή στα χαμένα κέντρα δεν τον χαρακτηρίζει. Είναι ποιητής της πόλης και στην πόλη, αντίθετα με την κοινότητα του χωριού, όλα προσφέρονται ισότιμα και όλα παρέρχονται, εκτός απ’ αυτό που λείπει πάντα.  Εδώ νομίζω έγκειται η γνησιότητά του. Ζούσε την Αθήνα όπως θα ζούσε μια οποιαδήποτε μεγαλούπολη του Μεσοπολέμου, όπου την Κυριακή άκουγε κανείς την μπάντα, έστω κι αν η πόλη του διατηρεί έναν επαρχιώτικο αέρα απομίμησης των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων.
Δεν φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον Μεγάλο Πόλεμο που μόλις είχε τελειώσει, ούτε να τον απορροφά η Μικρασιατική εκστρατεία. To 1921, τη χρονιά που κυκλοφόρησαν τα Νηπνεθή, ο Κεμάλ ανέκοπτε την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων. Τον επόμενο χρόνο θα συντελούνταν η Μικρασιατική καταστροφή.  Ως τότε, ο Καρυωτάκης, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Ελληνες ως επί το πλείστον γαλλοθρεμμένοι ποιητές της εποχής του,  παρακολουθεί τον εξευρωπαϊσμό της πόλης με νοσταλγική μελαγχολία, σαρκαστική κατά τόπους.  Είναι μια μελαγχολία αστικού τύπου, ρωμαντικής προέλευσης βεβαίως, που εξωτερικώς μεν συνδέεται με το αιώνιο θέμα της ματαιότητας των ανθρώπινων πραγμάτων, της χαμένης νεότητας ή της χαμένης αγάπης, ο πυρήνας της όμως παραμένει κάτι τί το απροσδιόριστο, κάτι που «λείπει»,   όπως γράφει σε άλλο ποίημα,  και το οποίο εκ των υστέρων θα μπορούσε να εντοπισθεί στην υπόκωφη διεργασία χωρισμού μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας, σκέψης και πράξης, μεταξύ αξιών και πραγμάτων, δηλαδή στις καίριες διαζεύξεις που επεσήμανε πρώτος ο Άγγελος Σικελιανός των παραγνωρισμένων Πεζών και που ως άξονα έχουν την ολότητα της ύπαρξης, όπου «διατάζουν οι άγγελοι», κατά τη λέξη του ίδιου του Καρυωτάκη.
Δεν έχουμε φθάσει ακόμη στα Ελεγεία και Σάτιρες, όπου ο χωρισμός αυτός μεταξύ παράδοσης και ατόμου, μεταξύ κοινότητας και κοινωνίας, θα συνειδητοποιηθεί με τραγική ένταση και τραγικότερη κατάληξη. Εδώ, μιλάει ακόμη ο άνθρωπος των ποιημάτων, της Τέχνης,  η οποία προοριζόταν να λάβει τη θέση της θρησκείας και των παραμυθιών της. Κοινός παρονομαστής είναι ο «γόνιμος πόνος» που αυτοπεριγράφεται, επιδιώκοντας την αναγνώριση από την πόλη στην οποία δεν πιστεύει.  Το ίδιο κλίμα μεταφέρουν πάνω κάτω και οι ξένοι ποιητές που επέλεξε να μεταφράσει, ενώ την ίδια εποχή η Ευρώπη της τρελλής ελευθεριότητας του Μεσοπολέμου συνταραζόταν ήδη από τις ζόρικες συνειδητοποιήσεις της Νεωτερικότητας :
          Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.

Αν και δεν θα μάθουμε ποτέ τί άκουσε εκείνη την ημέρα, πάντως η απελευθέρωση των αιχμαλωτισμένων αισθημάτων είναι κάτι πολύ διαφορετικό και από τα αισθήματα που γεννούν οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί αλλά και από τα μεράκια που ξυπνάνε στο γλέντι του Μπαταριά. Και πουθενά αλλού δεν γίνεται αισθητό αυτό το διαφορετικό, δηλ. η απελευθέρωση ατομικών αισθημάτων, όσο στη δυτική μουσική, αφού η έννοια του ατόμου ως αυταξίας και ελεύθερης θέλησης που εμφανίζεται δειλά δειλά και στην ελληνική γλώσσα είναι αποκλειστικό δημιούργημα του δυτικού πνεύματος.
Η αποκαλούμενη σοβαρή μουσική δρα στη φαντασία.  Όλο το μυστικό της έγκειται ακριβώς στην ελευθέρωση της φαντασίας, στη γλύκα της ηδονής χωρίς σωματική επαφή, στην αναδημιουργία του κόσμου μες από την ευαισθησία μου:
 Απ’ όλα θέλω ελεύτερος / να πλέω στα χάη του κόσμου,
όπως γράφει στις Στροφές. Ο κόσμος χτίζεται και γκρεμίζεται κατά το θέλημά μου, με τη μελαγχολική παραδοχή ότι ποτέ αυτό που έπρεπε να είναι δεν ταυτίζεται με αυτό που είναι:
 Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
Αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο. Το χέρι σου μετάξι,
κι εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει

Ο Καρυωτάκης σκέπτεται τη μουσική μιας ορισμένης εποχής  και την κάνει ποίημα. Δεν του περνάει καν απ’ το μυαλό να αναφέρει ποιο έργο ακούει.
Πράγματι, ενώ η ιδέα της Μουσικής είναι διάχυτη στα έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, από τη Φλογέρα του Βασιλιά έως τη Σονάτα του Σεληνόφωτος και ώς τις «παράδοξες» ή «νέες» μουσικές τόσων και τόσων ποιητών του Μεσοπολέμου, σπανίως θα συναντήσουμε ρητή αναφορά σε συγκεκριμένο έργο.  Ακόμη και το πιάνο, όταν αναφέρεται, επέχει θέση συμβόλου, όπως η κιθάρα και η άρπα, η χρησιμοποιείται απλώς ως κοινωνιολογικό γνώρισμα. Θά’ λεγε κανείς πως η δυτική μουσική, αυτό το μοναδικό οικοδόμημα του Νεώτερου πνεύματος, είναι παντελώς αποκηρυγμένο στις σελίδες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ενώ οι παραπομπές σε ξένα κείμενα και μάλιστα στο πρωτότυπο, αφθονούν, σπανίως θα συναντήσουμε το όνομα ενός συνθέτη που επηρέασε η συγκίνησε ένα συγγραφέα. Κανένας φανερός διάλογος με τα έργα της μουσικής. Πρόζα και ποίηση ωριμάζουν και αναπτύσσονται εκτός της περιοχής της.  Η μουσική παραμένει κάτι το ακαθόριστο, το συμβολικό. Εχουμε κάθε φορά σύγχρονη Λογοτεχνία,  ποτέ σύγχρονη μουσική.  Η δυτική μουσική είναι τρόπον τινά το ου φωνητόν της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ακόμη και σήμερα, καθ’ όλα επαρκείς αναγνώστες της λογοτεχνίας αντιδρούν έντονα στα φωνητικά τσακίσματα μιας σοπράνο ή ενός τενόρου με το επιχείρημα ότι δεν τους «μιλάνε «.
Πλην όμως η νεοελληνική λογοτεχνία είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι θρεμμένη με τη δυτική μουσική, επειδή ακριβώς είναι θυγατέρα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ιδού ένα από τα ελληνικά παράδοξα. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης εξυμνεί κατ’ αποκλειστικότητα τη νεοελληνική ποίηση, λες και πρόκειται για αυτούσιο, ξεχωριστό δημιούργημα και όχι για σκέλος της Ευρωπαϊκής. Λες και ο Λυρισμός δεν υπάρχει παρά μόνο στον τόπο μας. Και το χειρότερο, λες και μπορεί να συγκριθεί η εγχώρια παραγωγή με τα έργα της Δύσης που ήταν ανέκαθεν τα πρότυπά της. Θα τον καταλάβαινα αν εξυμνούσε τη βυζαντινή ποίηση και υμνογραφία, και όχι τα υπόγεια ρεύματα που ξεφεύγοντας από τον ζυγό τους, αποτέλεσαν μέσω της κρητικής αναγέννησης μία συγκεκριμένη ποικιλία της ευρωπαϊκής ποιητικής.
Ο Σεφέρης, ο ποιητής του αυθεντικού βιώματος της δημοτικής παράδοσης, είναι ένας από τους ελάχιστους που θα παραπέμψει σε ένα νεωτερικό μουσικό έργο, όπως ηΓυμνοπαιδεία του Ερίκ Σατύ, ελευθερώνοντας έτσι, κάμποσα χρόνια μετά τον Καρυωτάκη, τον αιχμαλωτισμένο αισθησιασμό «του χορού που τελειώνει στη γύμνια».
Όπως και να έχει, αν η νεοελληνική λυρική ποίηση εκφράζει εν πολλοίς τον ελληνικό τρόπο υπάρξεως του σύγχρονου ατόμου, όπως στον Καρυωτάκη, η μουσική παράδοση παραμένει έκφραση της συλλογικότητας.
Το καθεστώς της Μουσικής Τέχνης στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν αμφίβολο. Η μουσική ταυτιζόταν μάλλον με την απλή διασκέδαση. Μόνο μετά τον πόλεμο, με τη δημιουργία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και την Ελληνική Ραδιοφωνία κυρίως αρχίζει μια κάποια εξοικείωση με τα σπουδαία μουσικά έργα της δυτικής παράδοσης. Για την ελληνική συνείδηση πάντως, Μουσική είναι ουσιαστικώς το τραγούδι με την απλή και άμεση μελωδία του. Τόσο μάλιστα που σήμερα είναι πλέον πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να διακρίνει κανείς που αρχίζει η ποίηση και που τελειώνει η μουσική.
Στην Ευρώπη, η νεώτερη ποίηση διαμορφώθηκε σε συνεχή ανταπόκριση με τις μουσικές καινοτομίες που σημειώθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Μετά τον Βάγκνερ τίποτε δεν θα είναι πλέον, όπως ήταν στην τέχνη του λόγου και των ήχων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο πατριάρχες της νεώτερη ποίησης, ο Μπωντελαίρ και ο Μαλλαρμέ στάθηκαν με ιδιαίτερη επιμονή στο έργο του Βάγκνερ, σε πείσμα της αρνητικής αντίδρασης των συγχρόνων του πρώτου και παρά τον απεριόριστο θαυμασμό, τριάντα χρόνια μετά, των συγχρόνων του Μαλλαρμέ.
Σε μία εποχή όπου το απλό καλλιτεχνικό ένστικτο δεν επαρκούσε πλέον για τη σύλληψη και δημιουργία έργων που να ανταποκρίνονται στον πολυσύνθετο χαρακτήρα της Νεωτερικότητας, και  οι δύο προσπάθησαν να προσδιορίσουν σε τί έγκειται η διαφορά μεταξύ μουσικής και ποίησης. Ποιός είναι ο χώρος της μιας και ποιός ο χώρος της άλλης. Πώς επιτυγχάνεται η αρμονική συνύπαρξη αισθησιασμού ή δαιμονικού και ιερού. Πότε και γιατί είναι ή δεν είναι θεμιτή η σμίξη τους και ποιοί κίνδυνοι ελλοχεύουν για την μεν και για τη δε. Και ο διάλογος συνεχίσθηκε τον επόμενο αιώνα με θαυμαστές διεισδύσεις εκατέρωθεν.  Στις μέρες μας, όλο τούτο το πνευματικό οικοδόμημα διακρίσεων έχει καταρρεύσει. Πώς να μιλήσει κανείς για ποίηση, όταν προορισμός της είναι η μελοποίηση και πώς για μουσική, όταν επιδιώκεται απλώς και μόνο η επιτυχία της μελωδίας !  Οι ψευδοσυγκινήσεις του ευχάριστου και, διασκεδαστικού δεν εμπίπτουν στο σύμπαν της Τέχνης. Η τέχνη έχει πάντα ηθικές αξιώσεις. Και γι’ αυτό άλλωστε εξακολουθούν να συγκινούν τα δημοτικά και λαϊκά άσματα με την αρχαϊκή αμεσότητα της μελωδίας, διότι εκφράζουν τον χαρακτήρα, τα ήθη και τις ροπές ενός ορισμένου λαού.
Οι παλαιές αισθητικές προσεγγίσεις είναι μοιραίο να αντιμετωπίζονται σήμερα σαν κάτι το παρωχημένο και το εγκυκλοπαιδικό. Οι σύγχρονες τεχνολογικές κοινωνίες ισοπεδώνουν τα πάντα. Συνεπώς, οι διακρίσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ανέκαθεν το γούστο, η καλλιέργεια και η έκφραση του πάθους, παύουν να έχουν ιδιαίτερη σημασία. Δεν ξέρουμε καν αν όντως υπάρχει ακόμη ανάγκη Τέχνης και αν η Τέχνη μετέχει του Πνεύματος ή αποτελεί κι αυτή έναν από τους πολλούς αταβισμούς μας.  Εφόσον κάθε ιεράρχηση είναι εξοβελιστέα ως αποτέλεσμα ιδεολογικής σύλληψης και κάθε αξιόλογηση ως υποκειμενική και άρα αντεπιστημονική θεώρηση, τότε όλα είναι τέχνη και συνεπώς τίποτε δεν είναι Τέχνη.  Τί δεν είναι όμως ιδεολογία, αφ’ ής στιγμής έχουμε να κάνουμε με τη γλώσσα και τις πολυποίκιλες παραγωγές της; Σ’ αυτά τα ζητήματα, το μόνο σταθερό κριτήριο κατά τη γνώμη μου παραμένει η καλλιεργημένη ευαισθησία, εφόσον συνοδεύεται από την αυτοκριτική της. Αυτός είναι τουλάχιστον ο προσωπικός μου κανόνας.
Τα αποκαλούμενα σπουδαία έργα, τα έργα που εξακολουθούν να εγκαλούν και να προβληματίζουν, γεννήθηκαν όλα από γιγαντομαχίες. Τέτοια ήταν και η γιγαντομαχία γύρω από τη σχέση κοινότητας και κοινωνίας, μεταξύ ομαδικού και ατομικού αισθήματος με τις ανάλογες ηθικές και αισθητικές θεωρήσεις περί Τέχνης. Εδώ εντάσσεται άλλωστε και το περιβόητο ζήτημα της ελληνικότητας.
Ο Βέρντι και ο Βάγκνερ φερ’ ειπείν στάθηκαν οι μεγάλοι δημιουργοί του εθνικού μύθου, εκείνοι που προσπάθησαν να ρυθμίσουν μουσικά την πλέον αντινομική σχέση του Νεώτερου κόσμου, τη σχέση μεταξύ συλλογικότητας και ατομικότητας. Η μουσική τους παραμένει ανυπέρβλητη. Εγινε η κατ’ εξοχήν Τέχνη που εγκλυκλώνει όλες τις άλλες και η μαζί η πηγή του εθνικού νοήματος.
Σε αντίθεση με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες που εκκοσμικεύθηκαν σταδιακά και μετά από αιματηρές και μακροχρόνιες θρησκευτικές διαμάχες και κοινωνικές επαναστάσεις, το Ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να διαθέτει άλλη πηγή εθνικού νοήματος εκτός της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, για την οποία όμως το εθνικό αποκρυστάλλωμα είναι μάλλον συμβεβηκός και όχι ουσία. Το βυζαντινό μέλος υπήρξε ανέκαθεν η βάση του δημοτικού και του λαϊκού τραγουδιού, δηλαδή της εθνικής ευαισθησίας. Η ζωντανή συνέχεια της εκκλησιαστικής μουσικής έγκειται στο γεγονός ότι δεν έπαψε να εκτελείται προφορικά. Αναπαράγεται εδώ και τώρα, ακαταπαύστως. Και ενώ η Υμνογραφία μας δεν παρουσιάζει σε γενικές γραμμές σημαντική εσωτερική ανέλιξη, εντούτοις δεν έπαψε να ζωογονεί την θύραθεν μουσική, δημοτική και λαϊκή έως και τα ρεμπέτικα που σιγά σιγά  εξευγενίσθηκαν, αριστεροποιήθηκαν και τέλος έσβυσαν μαζί με τη μεταφυσική φλόγα του αμετάλλακτου καημού. Μένει όμως το υπόδειγμα των ιερών ακολουθιών που αποτελούν μοναδικό παράδειγμα σύνθεσης μεταξύ ποιήσεως και μουσικής.
Οι διαφορές της μουσικής παράδοσης του Δυτικού και Ανατολικού κόσμου είναι γνωστές. Είναι γνωστή και αξιολύπητη η αλλοίωση που υπέστη επί δεκαετίες η βυζαντινή υμνολογία.
Ενώ  λοιπόν καθαρίσθηκε σε μεγάλο βαθμό η βυζαντινή μουσική και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι χάρη σε σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Σίμων Καρράς, έχουμε σαφή γνώση του βυζαντινού μέλους και της αδιάρρηκτης συνέχειάς του με τη μουσική των αρχαίων, εντούτοις η εμβάθυνση και ο καθαρισμός δεν συνοδεύθηκαν από αξιόλογες  δημιουργίες. Δεν βρέθηκε τρόπος να μεταλλαχθούν οι σύνθετες βυζαντινές λειτουργίες σε νεοελληνικά οργανωμένα μουσικά έργα. Οποιος θυμάται κάπως τη Συμφωνία της Λεβεντιάς του Καλομοίρη με το «τη Υπερμάχω», θα συμφωνήσει πως τέτοια μουσική δεν προσφέρει τίποτε παραπάνω, αρκεί και περισσεύει ο Ύμνος στους γνώριμους, παραδοσιακούς ήχους. Αλλά το παράδειγμα του Καλομοίρη είναι μαζί και το αρχέτυπο της διαρκούς αλληλεξόντωσης μουσικής και ποίησης που παρατηρείται στις μέρες μας.
Το Άξιον Εστί του Θεοδωράκη λόγου χάρη είναι ένα από τα αξιομνημόνευτα εγχειρήματα προς την κατεύθυνση της δημιουργικής σύνθεσης. Πλην όμως η μεγάλη διάρκεια του ελληνισμού με όλο τον αισθησιασμό του που θέλησε να αποτυπώσει ο ποιητής, καταλήγει στον θρίαμβο μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και συνεπώς προδίδει το ποίημα. Ανάμεσα στο Αξιον Εστί του Θεοδωράκη και το εκτεταμένο ποίημα του Ελύτη, υπάρχει χάος. Όποιος το γνώρισε στη μουσική του μορφή, θα χρειαστεί χρόνο και κόπο για να φθάσει στο ποίημα, αν φθάσει ποτέ.
Όπως η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στην οθόνη εξουδετερώνει το ίδιο το μυθιστόρημα, έτσι και η αδιάκριτη μελοποίηση καταργεί την ενδιάθετη αρχή του λογοτεχνικού έργου, le principe litteraire, όπως επεσήμανε ο Μαλλαρμέ, ένας από τους πρώτους που συναισθάνθηκαν τον τρομερό ανταγωνισμό μεταξύ ποιήσεως και μουσικής, επειδή ακριβώς είχε κατανοήσει την κρίση του ίδιου του λογοτεχνικού φαινομένου. Η λογοτεχνία δεν υπάρχει χωρίς τα απόκρυφα σημεία της γλώσσας. Είναι ένα είδος παρτιτούρας που απευθύνεται στο πνεύμα. Η μουσική της ποιήσεως δεν μπορεί να παιχτεί πουθενά αλλού  παρά στη σιωπή του Πνεύματος. Αυτό είναι το φορητό της Μυστήριο. Η νεώτερη Ποίηση δεν απευθύνεται στην Κοινότητα, είναι το προσωπικό δράμα της ατομικότητας. Τουναντίον τα τραγούδια είναι έκφραση της συλλογικότητας και σ’ αυτήν αναφέρονται.  Εάν το ποίημα πάψει να είναι το πνευματικό ανάχωμα του ατόμου, τότε η συλλογική ανάγκη μεθέξεως που αποτελεί την ουσία της Μουσικής, είναι μοιραίο να μετατρέπεται σε μαζική διασκέδαση με αποτέλεσμα να αίρεται και η ιδέα του ατόμου και η ιδέα της συλλογικότητας. Και έτσι να συνεχίζεται ακάθεκτη η εκκαθάριση του Ιερού και του Μυστηρίου που αναζητούμε στην Τέχνη, η οποία δεν είναι ασφαλώς απλή διασκέδαση, όπως θέλουν να μας πείσουν.
Σήμερα, τελείται ένα γεγονός ανυπολόγιστης σημασίας, κάτι που μόνο αποσπασματικά και κατά τρόπο διαισθητικό μπορούμε να προσεγγίσουμε. Από τη μία επιδιώκεται η υπέρβαση του ατόμου ως ελεύθερης συνείδησης και θέλησης μέσα στο τεχνολογικό σύμπαν και από την άλλη ογκώνεται η ανάγκη συλλογικής, τοπικής ταυτότητας. Διαπιστώνουμε καθημερινά ότι η κατάργηση κάθε υπερβατικού νοήματος στρέφει το συλλογικό υποκείμενο προς την καλλιτεχνική κατανάλωση, προς τη μαζική διασκέδαση. Το αυτί στομώνει, παύει να βλέπει το αόρατο και συνεπώς δεν υφίσταται συγκίνηση.
Το δημοκρατικό πολίτευμα που στέγασε την ιδέα του ελεύθερου, ανεξάρτητου ατόμου αχρηστεύεται σιγά σιγά κάτω από την πίεση της τεχνικής και της οικονομίας. Το καθεστώς της σύγχρονης μαζικής ατομοκρατίας και της καταναλωτικής τέχνης της παραχωρεί αργά πλην σταθερά τη θέση του σε κάτι ακόμα πιο πρωτάκουστο, στον διασυνδεδεμένο άνθρωπο που αντιλαμβάνεται το σώμα του ως συσκευή και που όλη η μέριμνα της υπάρξεώς του περιορίζεται στην ομαλή λειτουργία των οργάνων του.  Πώς να ισχυρισθείς πια ότι το τραγούδι είναι ο καθρέφτης όπου κοιτάζεται και ισορροπεί η ατομική συνείδηση! Είμαστε στα πρόθυρα μιας τρομακτικής μετάλλαξης και γι’ αυτό νομίζω έχει μεγάλη σημασία η αδογμάτιστη πνευματικότητα της καθ’ ημάς ανατολής, διότι διαφυλάσσει σπόρους μιας ουσιαστικής σχέσης μεταξύ ατόμου, κοινότητας και φύσεως που μπορεί στο μέλλον να αποδειχθούν σωτήριοι.
Μιά από τις κορυφές της μουσικής μας παράδοσης είναι για μένα οι αμανέδες, όχι αυτοί που κλαίνε μαζί με τις λατέρνες, όπως έλεγε ο Καρυωτάκης. Ο αμανές ενός Αντώνη Νταλγκά φερ’ ειπείν, μ’ αυτή την  καθηλωτική κορύφωση του αισθήματος που ξεκινάει από δυό λόγια και υπερβαίνει κάθε λόγο. Έχω την αίσθηση ότι εδώ η υμνογραφική παράδοση μεταμορφώνεται σε αυθεντικό ατομικό βίωμα. Είναι μια  εμπειρία που μοναδοποιεί θα έλεγα, διατρέχοντας όλη την έκταση του ψυχικού και θυμικού κόσμου. Αν μετά από μια άρια, ο  δυτικός ξεσπάει σε χειροκροτήματα, οι δικοί μας περιορίζονται στο βαρύ και ασήκωτο «γειά σου αδελφέ, ποτέ να μην πεθάνεις». Ο αμανές είναι το σημείο τομής των δύο καθ’ όλα διαφορετικών ειδών αισθαντικότητας.
Η μουσική αποτελεί τάξη. Το αντίθετο της τάξης, είναι ο τεμαχισμός. Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η ανατολική παράδοση στάθηκε κατά βάθος μονοφωνική, αποκλειστική. Το βυζαντινό μέλος ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να εκφράσει τον αισθησιασμό, τη θέση του σώματος στον κόσμο. Η συμφωνική μουσική ή το μελόδραμα είναι τάξις πολυφωνική. Εναρμόνιση των αντιθέτων. Θα φανεί ίσως υπέρογκο, για μένα όμως ο ανατολικός αμανές δεν είναι μακριά από τους αμανέδες ενός Μπαχ, ενός Μόζαρτ, ενός Βέρντι, ενός Βάγκνερ.
                                                                                              Βρυξέλλες 15 Οκτ. 2013.

Κική Δημουλά: Υστερόγραφο




στη Μαρία Κυρτζάκη (ανέκδοτο ποίημα).

Νυχτερινή κι αργούσες
σκάβοντας κάθοδο
βαθιά στον εαυτό σου
μήπως κι ανακαλύψεις
άλλο πιο σπάνιο ψηφιδωτό
με παραστάσεις έξοχες
από τις κερδισμένες
μάχες που έδωσε
ο λόγος σου
δεινός πολεμιστής

Νυχτερινή κι αργούσες
να ξυπνήσεις το πρωί.

Αντίθετα, εγώ αφώτηγα ξυπνούσα
από φόβο μη μπερδέψω τους δύο ύπνους
αδελφούς εξ αγχιστείας
και κατά λάθος κοιμηθώ
με τον αιώνιο

Και σήμερα, περίεργο
νωρίς σε βρήκα ξυπνητή
μεταφερμένη ύποπτα
σε μιας εφημερίδας τη μικρή
υστερόγραφη φωτογραφία
Μαζί και το γραφείο σου
Φορούσες τα γυαλιά σου

Έπιασα τον σφυγμό σας· απών.

Ωστόσο εσύ ακόμα καθιστή
στην απορροφημένη στάση σου
να ψάχνεις άραγε πού χάθηκε
εκείνο το γενναίο
το άτεγκτα αλλιώτικο
υπέρτατο ποίημα

Στο όλον σου το άξιο
αφιερωμένο.

Το έγραψε η ποιήτρια φυγή σου
τηρώντας την ίδια ακριβώς
αθόρυβη δύναμη
που άσκησε απαράβατα
και η εν ζωή
γραφή σου.
-------------------------------------------------------------------------------
Ήταν φίλες Καλές.Η Κική και η Μαρία. Όπως σπάνια είναι οι άντρες , φίλοι αναμεταξύ τους. Επειδή πάντα ελλοχεύει ο ανταγωνισμός.

Η μικρότερη μάθανε από την μεγαλύτερη και εκείνη εμπνέεται από την εσωτερικότητα της νεότερης.
Τώρα η Μαρία δεν θα μεγαλώσει άλλο. Τώρα η Μαρία έχει την ηλικία του καθενός μας. Τώρα η Μαρία δεν θα γεράσει ποτέ .
Μάνος Στεφανίδης

Η εποχή μας υποφέρει από ένδεια συναισθημάτων


της Νότας Χρυσίνα


Είμαστε σε εποχή λιτότητας ή ακόμη χειρότερα φτώχειας, το χειρότερο όμως που μάς συμβαίνει είναι ότι  είμαστε στερημένοι, σχεδόν ακρωτηριασμένοι,από συναισθήματα. 

Οι άνθρωποι δεν νιώθουν. Δεν μπορούν να απαριθμήσουν πέρα από δυό τρία συναισθήματα. Ακόμη και η λογοτεχνία δεν πάσχει. Η χριστιανική λογοτεχνία μετέφερε πάθη ενώ σήμερα δεν έχουμε πάθη αλλά μόνο στιγμές που στοιβάζονται πάνω σε άλλες στιγμές. Ο χρόνος είναι μια μάζα από στιγμές. 

Τίποτα δεν εγγράφεται στην ψυχή δεν έχει χώρο να γραφτεί. Η ψυχή αρνείται να βιώσει τα πάθη γίνεται στεγνή και συρρικνώνεται. 

Ο χρόνος είναι η σύνθεση των καθ'υπαγόρευση χαρούμενων στιγμών, των ελπίδων για ένα απαξιωμένο μέλλον που γεννιέται χωρίς κανένας να το επιθυμεί σαν ένα εξώγαμο παιδί που κανένας δεν θέλει να υπάρχει.

Τα όνειρά μας πορεύονται στον αυτόματο πιλότο. Εμείς παρατηρητές της ζωής μας που φεύγει με ταχύτητα. Όλα σου ζητούν να τα υπερβείς να κάνεις έναν άθλο μα δεν γνωρίζεις πως είσαι ήρωας μέχρι να σε κάνει μία τυχαία στιγμή όπου το σύμπαν θα σε αναγκάσει να αποκτήσεις την βούληση του ήρωα.

Κάποιος μάς υποσχέθηκε πως η ζωή είναι ωραία. Δεν θυμόμαστε πότε και που όμως το υποσχέθηκε.

Η πραγματικότητα ζητάει τα λύτρα της από την φαντασία κι εκείνη ανήμπορη να τα παραδώσει καταφεύγει στην λήθη του ονείρου.

Η ουτοπία δεν μπορεί να βρει χώρο ούτε στην λογοτεχνία. Οι ήρωες δεν παίρνουν ανάσα, παλεύουν να βγουν μα μένουν καθηλωμένοι στην ύλη τους, την λέξη.

Η μόνη ελπίδα έρχεται με το προσωπείο του θανάτου. Αυτός είναι η μόνη ελπίδα να βιώσουμε την πραγματικότητα. Φεύγουν γύρω μας μαζί του φίλοι μας και γνωστοί γνέφοντάς μας με εκείνη τη κίνηση της ηρωίδας που ανεβαίνει πάνω στο τραίνο που θα την πάει μακριά, κι εμείς ανυπομονούμε να φύγει για να μείνουμε δίχως την παρουσία της απειλής του θανάτου, αυτού που είναι και δικός μας μέχρι να διαλέξει έναν από εμάς.

Το να είσαι θνητός δεν είναι κάτι που πρέπει να θρηνείς. Το να μη ξέρεις να πεθαίνεις είναι για θρήνο.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΠΡΟΣΩΠΑ - ΑΝΝΙΤΑ ΛΟΥΔΑΡΟΥ

Το cantus firmus φιλοξενεί την Ανν Λου ή την συγγραφέα και ψυχαναλύτρια Αννίτα Λουδάρου. Λέει στην Νότα Χρυσίνα "Το ιώδιο είναι μυρωδιά, είναι απλωσιά, είναι γιατρειά, είναι κλείσιμο λογαριασμών, είναι επούλωση, είναι η στιγμή της γαλήνης μετά την καταιγίδα".






Κυρία Λουδάρου η νουβέλα σας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια ολοκληρωμένη σειρά συνεδριών ψυχοθεραπείας. Πόσο σας έχουν  επηρεάσει οι σπουδές σας στην ψυχανάλυση στον τρόπο γραφής σας;
 Δεν με επηρέασαν άμεσα οι σπουδές μου στην ψυχανάλυση ως προς την συγγραφή του Ιωδίου. Όμως με βοήθησαν να προσπαθώ να παραμείνω ευαισθητοποιημένη προκειμένου να κατανοήσω καλύτερα τις σχέσεις μου και τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Με αυτή την έννοια βοηθήθηκα από τις σπουδές μου και στην συγγραφή.
Στην νουβέλα σας θίγετε θέματα σχέσεων πολλών ειδών όπως για παράδειγμα μάνας –κόρης, κουνιάδας –νύφης, γιαγιάς- εγγονής και του ζευγαριού. Τελικά είμαστε τόσα πρόσωπα όσα και οι σχέσεις μας ή παραμένουμε ίδιοι ενώ απλά καθρεφτίζονται οι άλλοι σε εμάς;
 Θα έλεγα  πως είμαστε οι εμπειρίες μας, οι ασυνείδητες εγγραφές μας. Βλέπετε θα πρέπει να αποδεχθούμε πλέον πως  άνθρωπος έχει ασυνείδητο κομμάτι. Δεν είναι όλα ό,τι φαίνεται. Κάνουμε κι  επιλέγουμε πολλά χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί τα επιλέγουμε και γιατί τα κάνουμε.
Περισσότερο σημαντικά είναι όσα γίνονται χωρίς να φαίνονται. Όταν  σχετιζόμαστε με τον άλλο άνθρωπο,  στην ουσία δεν σχετιζόμαστε με τον ίδιο άμεσα αλλά με την εικόνα που έχουμε βαθιά μέσα μας, μια εικόνα που επηρεάζεται από τις εικόνες των σημαντικών άλλων ανθρώπων που είχαμε στην ζωή μας . Σκεφθείτε πόσες φορές έχουμε εξιδανικεύσει κάποιον σε μια ερωτική σχέση.  Επενδύουμε έντονα τα θετικά μας συναισθήματα και εξιδανικεύουμε τον σύντροφο μας. Μονάχα που αυτά τα συναισθήματα στην πραγματικότητα δεν ανήκουν μονάχα στον παραλήπτη τους αλλά ανήκουν και σε άλλους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας για παράδειγμα στους γονείς μας. Για τον ίδιο λόγο ένας φίλος, σύντροφος μπορεί να γίνει αποδέκτης της επιθετικότητας μας, του θυμού μας που και πάλι δεν ανήκει όλος σ΄ αυτόν αλλά σε άλλα σημαντικά για μας πρόσωπα.  Γι΄ αυτό και για το πως θα πετύχει μια σχέση να γίνει όμορφη και βαθιά είναι ένα θέμα που ισοδυναμεί κατά κάποιο τρόπο με το να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι κάθε μέρα.
Μαθαίνω  ποιος είμαι κοιτώντας το βλέμμα της μητέρας μου και πως εκείνη με κοίταζε όταν με κρατούσε στην αγκαλιά της μωρό παιδί. Έτσι καταλαβαίνω αν είμαι αξιαγάπητος, επιθυμητός από τα μάτια της μάνας μου.  Κάπως έτσι διαμορφώνουμε την εικόνα  του εαυτού μας σε επίπεδα ασφάλειας, αποδοχής. Επαναλαμβάνουμε, δίνουμε και παίρνουμε ανάλογα καθρεφτίσματα με το αρχέτυπο  καθρέφτισμα σε ολόκληρη την ζωή μας. Συνεχίζουμε να ενσαρκώνουμε τον πρώτο πρώτο ρόλο που συναντήσαμε στη  ζωή προσαρμόζοντας το νέες συνθήκες. Έτσι ερμηνεύονται και συνδέονται όλες οι σχέσεις της ζωής μας, κοινωνικές, συντροφικές, φιλικές κλπ. Μέχρι να
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Πάντα  με θυμάμαι να γράφω . Θα έλεγα πως ήταν ο τρόπος που με βοηθούσε να αναγνωρίσω τις ανάγκες μου, να συγκεντρωθώ με ένα βλέμμα πιο καθαρό στον ίδιο μου τον εαυτό. Ίσως αυτό ακούγεται εγωιστικό. Όμως πως να μπορέσει κανείς να δημιουργήσει, να προσφέρει, να σταθεί χρήσιμος αν δεν είναι σε καλή επαφή με τον εαυτό του. Στην αρχή έγραφα χωρίς ξεκάθαρο σκοπό ένα ποίημα, ένα κείμενο, μια από δω μια από κει.  Αργότερα ήρθε σαν κύμα ένα πιο συστηματικό κύμα και δημιουργήθηκε το μπλοκ. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και η εποχή που ζούμε. Φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη για επικοινωνία αλλά περισσότερο ήταν η ανάγκη να βρω ένα καλύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον εαυτό μου.
Τι σημαίνει για εσάς η συγγραφή;
Η συγγραφή για μένα είναι δημιουργία και λύτρωση. Η σπουδαία ψυχαναλύτρια Melanie Klein γράφει πως "Η δημιουργία ως παρόρμηση επανόρθωσης είναι μια αναπαράσταση ενός ενοποιημένου όλου , στο οποίο ο ίδιος ο δημιουργός έχει προηγουμένως επιτεθεί και διχοτομήσει" .  Σαν να λέμε δηλαδή πως  όπως κάθε δημιουργία έτσι και η τέχνη είναι ένας μεταβατικός χώρος όπου επαναδομούνται όλα τα ακρωτηριασμένα τμήματα  του δημιουργού.  Αυτά τα ακρωτηριασμένα τμήματα που κουβαλάμε μέσα μας σαν εσωτερικευμένες τραυματικές εγγραφές και έχουμε ανάγκη να τις αποκαταστήσουμε με κάποιο τρόπο και όσο γίνεται.  Δεν θα υπήρχε ίσως ποίηση, λογοτεχνία, γλυπτική, ζωγραφική αν οι άνθρωποι δεν είχαν την ανάγκη να απαλύνουν τους πόνους τους.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Επιλέξτε έναν ή μία συγγραφέα και πέστε μας τι σας αρέσει στην γραφή του;
 Είναι όλοι αυτοί οι συγγραφείς που διαβάζω τα βιβλία τους ξανά και ξανά. Καζαντζάκης, Μπόρχες, Χέμινγουεϊ,  Μπαλζάκ, Λέσινγκ,  Τσβάιχ, Ροθ,  Ραπτόπουλος, Τζαμιώτης. 
Ο Τσβάιχ για παράδειγμα είναι σκοτεινός και κάπως ανορθόδοξος συγγραφέας  στα μάτια μου. Ακροβατεί πάνω σε τεντωμένα σχοινιά συναισθημάτων χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Καταλήγει να μας ξεναγήσει στα πιο ακραία και έντονα συναισθήματα και ακόμα καταφέρνει να τα συνηθίσουμε, να τα αναγνωρίζουμε ακόμα και στην καθημερινή μας ζωή χωρίς να γίνει στάλα διδακτικός. Όπως και για τους ήρωες του ΄΄Επικίνδυνου οίκτου ΄΄οι ψυχοφθόρες συνέπειες του  οίκτου για παράδειγμα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της συνείδησης τους χωρίς να μπαίνει ποτέ σε ηθικολογική σπουδή.
Μιλήστε μας για το alter ego σας την Ανν Λου και το ταξίδι της στο Διαδίκτυο;
 Η Ανν Λου ξεκίνησε την περιπλάνηση της στο διαδίκτυο χωρίς ρυθμό και συνέπεια. Έγραφε την μια ένα ποίημα, την άλλη μια μικρή διήγηση, ένα κείμενο ή μια νουβέλα αργότερα. Αυτό που ήθελε και θέλει να καλύψει είναι την μεγαλύτερη απόσταση που νομίζει πως υπάρχει στον κόσμο,  που δεν είναι άλλη από  απόσταση που την χωρίζει από τους άλλους.  Μένουμε ο ένας δίπλα στον άλλο αλλά είμαστε πολύ μακριά. Θέλουμε να μιλάμε αλλά δεν θέλουμε να ακούμε.  Είναι σημαντικό να πεις έρχομαι, φέρνω τις σκέψεις μου , τις απόψεις μου και είμαι έτοιμος ν΄ ακούσω και να καταλάβω αυτό που λέει ο άλλος.  
Ποια είναι η Ανν Λου; Περιγράψτε μας λίγο τον εαυτό σας;
Είμαι ονειροπόλα και παλεύω με χίλιους δυο τρόπους να κερδίζω την ελευθερία μου. Δεν βρίσκω άλλο τρόπο έξω από την αγάπη. Μεγαλώνω, έχω μια ολόκληρη ζωή να νοηματοδοτήσω κι αυτό το αίτημα νομίζω είναι επιτακτικό. Να  μπορέσω να πω "άξιζε να υπάρξουμε για να αγαπηθούμε’’.  Είμαι πολλά ετερόκλητα κομμάτια. Δεν μπορεί να υπάρχει μια  αλήθεια που ενώνει αυτά τα ετερόκλητα κομμάτια. Κι αυτή η αλήθεια στέκει κάπου ψηλότερα.
Στην τελευταία σκηνή το «Ιώδιο», το οποίο έδωσε και τον τίτλο στην νουβέλα σας, μυρίζει στο δωμάτιο της, σχεδόν, αναστημένης κόρης. Μιλήστε μας για τον τίτλο και ακόμη πώς θα θέλατε να διαβαστεί το βιβλίο σας από τους αναγνώστες;
Θα ήθελα το Ιώδιο να διαβαστεί σαν πολλές μικρές και φευγαλέες στιγμές όπως είναι στο δικό μου μυαλό οι στιγμές της ελευθερίας και της ευτυχίας που η επανόρθωση φέρνει. Το ιώδιο είναι μυρωδιά, είναι απλωσιά, είναι γιατρειά, είναι κλείσιμο λογαριασμών, είναι επούλωση, είναι η  στιγμή της γαλήνης μετά την καταιγίδα. Είναι όταν όλα έχουν κοπάσει κι εσύ στέκεις κουρασμένος αλλά όρθιος  και έτοιμος να ξεκινήσεις ξανά. Είναι το τέλος της τράνζιτ διαδρομής που σε πήγε από το ένα σταθμό στον άλλο .
Γράφετε στο βιβλίο σας «Μιλήσαμε για όλα τ’ άλλα, αξιοποιήσαμε χιλιάδες λέξεις ώστε να κατατροπώσουμε όλους τους εχθρούς». Μπορεί ο λόγος να χρησιμοποιηθεί ως ασπίδα προς τον εξωτερικό κόσμο; Μπορεί να πει όσα αισθανόμαστε ή χρειάζεται να βρούμε νέους τρόπους επικοινωνίας τη εποχή της κατάθλιψης και της μοναξιάς δηλαδή την εποχή μας;
Νομίζω πως ζούμε σε μια  άνυδρη εποχή όπου κυριαρχεί η ξεραΐλα από έλλειψη αγάπης. Εγκατασταθήκαμε για τα καλά στον εαυτοπλανήτη μας, στα αποκομμένα ψυχοντουλαπάκια μας και μας ενδιαφέρουν σχεδόν αποκλειστικά οι εαυτοί μας χωρίς  κι αυτούς να τους αναγνωρίζουμε καθαρά . Ακούμε συνεχείς μονολόγους. Είμαστε όλοι πρωταγωνιστές.  Δεν υπάρχουν διάλογοι. Έχουμε πρόβλημα στον τρόπο που επικοινωνούμε.  Παρακολουθήστε δυο ανθρώπους να μιλούν και θα δείτε ίσως πως ο ένας μιλάει για το θέμα και ο άλλος για την σχέση τους. Δεν συντονίζονται πουθενά και στο τέλος ( πολλές φορές το τέλος είναι δευτερόλεπτα από την αρχή που άρχισαν να μιλούν ) τσακώνονται και σταματούν. Χαμένοι στην μετάφραση παρακολουθούμε να γλιστρούν οι μέρες μέσα από τα χέρια μας και εμείς να περιμένουμε κάτι που παραμένει στην σφαίρα του ανέφικτου.  Οι στίχοι του Σεφέρη περιγράφουν τα αδιέξοδα μας :

‘’Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
Όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
Στήνουμε θέατρα και σκηνικά
Όμως η μοίρα μας πάντα νικά.’’

Κάπως έτσι προχωράμε στην ζωή. Χωρίς παύση, χωρίς κανένα ελάχιστο κενό για ξεκούραση, αναστοχασμό, έστω ένα μικρό κενό δημιουργικής σιωπής.  Εντοιχισμένοι μέσα σε πελώριους τοίχους, τρέχουμε προς το τέλος της διαδρομής μας. Δεν νομίζω πως χρειαζόμαστε νέους τρόπους επικοινωνίας. Χρειαζόμαστε όμως επικοινωνία. Να δυναμώσουμε την επαφή μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Να ακούμε το διαφορετικό του κάθε διαφορετικού άλλου.  Να συνδεθούμε, να επικοινωνήσουμε, να σχετισθούμε.  Έξω από κουστούμια, φλας, μακιγιάζ, να δούμε και να μιλήσουμε ανθρώπινα. Η ανθρωπιά κάνει τον άνθρωπο.  Δεν χρειάζεται να καταταγείς σε σχολές , ομάδες, τάσεις ρόλους για να μιλήσεις ανθρώπινα. Να παραμείνεις ευαισθητοποιημένος χρειάζεται για να κατανοήσεις τις συμπεριφορές και τις σχέσεις σου.


Ονομάζομαι Αννίτα Λουδάρου και είμαι ψυχαναλύτρια. Εκπαιδευόμενη της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας παρακολουθώντας τον επταετή κύκλο σπουδών της καθώς και δεκατρία χρόνια ομαδικής ανάλυσης.

Τελειόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας του Ανοικτού Πανεπιστημίου Αγγλίας.
Εργάζομαι ιδιωτικά στην Αθήνα σε ατομικό, οικογενειακό, ομαδικό επίπεδο καθώς και θεραπεία ζεύγους.
Μητέρα δύο κοριτσιών .
Έχω γράψει δύο βιβλία, τη συλλογή / μικρών αφηγήσεων διηγημάτων  με τον τίτλο ‘’Τράνζιτ’’ το 2014 από τις εκδόσεις Απόπειρα και τη νουβέλα  ΄Ίώδιο’’  το 2015 από τις ίδιες εκδόσεις. 



Δημήτρης Καλοκύρης "Το πουλί"


Παπασάικας Βασίλης



 Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

I. Το πουλί

στον Γιώργο Χουλιάρα

Εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών∙ χρώματα κρεμασμένα μες στο φως, σέρνουνε μια γραμμή, την άμμο μες στην περιπέτεια. Τη νύχτα, στον ύπνο, μια άγρια τριανταφυλλιά απ' όνειρο σε όνειρο που μεγαλώνει. Τρέχει και τώρα, ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, μια την κολόνα, μια το άλμπουρο που ξεπετάγεται πίσω από το χειμώνα.

– Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται
φτεροκοπώντας στον αγέρα.


Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περιβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της.

Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα στην ατελή συνοικία.

Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδυ. Σηκώθηκε αργά απ' την πολυθρόνα της –μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά– και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού.

– Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στην άργιλο,
ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως
και κόκκινο, από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.

Ξανά. Κάθισε στην πολυθρόνα∙ η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα: στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ' ένα άλλο φιλμ

                   (ανάμεσα σε κοπέλες νεραντζιές μ' αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα βαθιά σε μιας γούρνας το νερό, που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν ένα φλογάτο φρούτο).


Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ' το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο αλλάζοντας πάλι πλευρά στο προσκεφάλι της.

Χαθήκανε τα όρνεα από τούτο το λιβάδι.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)

Θεωρίες συνωμοσίας





Σε δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου (21.2.10, 23.5.10) μιλούσα για την ιδεολογηματική σήμερα πρόσληψη του Καρυωτάκη· για τους κριτικούς που διαβάζουν, εσφαλμένα, την επίκριση του καρυωτακισμού από τον Καραντώνη («Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους», 1935) ως μια προσπάθεια να χτυπηθεί το πολιτικά αριστερό- κατά την κρίση τους- περιεχόμενο της καρυωτακικής ποίησης, με σκοπό να αναχαιτιστεί η απήχησή της και να διευκολυνθεί η επιβολή τής- υποτιθεμένως συντηρητικής- ποιητικής γενιάς του ΄30. Σήμερα θα σχολιάσω μια ανάλογη παρανάγνωση του κειμένου του Καραντώνη, όχι όμως και ομόλογη, αφού τα αίτιά της δεν φαίνονται ιδεολογικά. 

Πρόκειται για την εχθρικότερη ως σήμερα τοποθέτηση εναντίον της γενιάς του ΄30 ως προς την αντίθεσή της στον καρυωτακισμό· τοποθέτηση που περιέχεται στο κείμενο του Γιώργου Αράγη «Καρυωτακισμός: ένας δυσφημισμένος όρος» ( Ποίηση, αρ. 29, 2007). Για τον Αράγη η εν λόγω αντίθεση ήταν αποτέλεσμα μιας εγκληματικής συνωμοσίας: «Επινοήθηκε (από τον Καραντώνη) ο δυσφημιστικός όρος καρυωτακισμός » με «στόχο να παραμεριστεί η έντονη παρουσία του καρυωτακικού έργου. Να φύγει από τη μέση αυτό το έργο και, αν ήταν δυνατόν, να εξαφανιστεί τελείως [...] για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος να ΄ρθουν στο προσκήνιο άλλοι αναδυόμενοι ποιητές». Πρωταγωνιστές της συνωμοσίας ήταν «ο αφανής εμπνευστής Γ. Κατσίμπαλης και ο φανερός εκτελεστής Καραντώνης», και συμμέτοχοι «οι Δ. Νικολαρεΐζης, Γ. Θεοτοκάς, Οδ. Ελύτης και Γ. Σεφέρης». 

Ο Αράγης κατηγορεί τον Κατσίμπαλη και τον Καραντώνη για ηθική και κριτική ανεντιμότητα - για «δόλια πράξη», «ψευδολογία», «μειοδοσία στο ζήτημα της πνευματικής ελευθερίας»αλλά και τους υπόλοιπους «συνωμότες» για την απαράδεκτη, κατά τη γνώμη του, αποδοκιμασία του καρυωτακισμού, με την οποία «έγραφαν μια μελανή σελίδα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Τα στοιχεία με τα οποία είναι βέβαιος ότι τεκμηριώνει τις κατηγορίες του είναι ασύστατα, όχι μόνο γιατί είναι εσφαλμένα αυτά καθεαυτά (δεν έχω τον χώρο να το δείξω αυτό εδώ), αλλά και γιατί απορρέουν από το βασικότερο λάθος του (το αναλύω παρακάτω), που 

Η Μαρώ Σεφέρη, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Κατσίμπαλης στην Κω, το 1955

είναι ότι ο Καραντώνης κατασκεύασε το θέμα του καρυωτακισμού κατ΄ εντολήν του Κατσίμπαλη. Ο Αράγης δεν προσκομίζει κάποια απόδειξη γι΄ αυτό παρά μόνο τα εσφαλμένα στοιχεία που ανέφερα, από τα οποία εικάζει: «Το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν το κείμενο του Καραντώνη μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο κατευθυνόμενο». Η εικασία αυτή μετατρέπεται πάραυτα, με τη βοήθεια μιας δεύτερης εικασίας του, σε απόλυτη βεβαιότητα: «Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η θέση του Καραντώνη υπαγορεύτηκε [...] από τη βούληση του Κατσίμπαλη». Η δεύτερη εικασία είναι ότι ένας τόσο νέος όσο ο Καραντώνης το 1935, δεν μπορεί να «μιλάει συνεχώς για νέους». «Ποιος εκφέρει», γράφει ο Αράγης, «αυτή τη “νεο-λογία”; Μα ένας άνθρωπος πολύ νέος ο ίδιος, μόλις 25 χρόνων. Κι όμως μιλάει για τους καρυωτακικούς ποιητές σαν να ΄ναι πολύ μεγαλύτερός τους. Από το ύψος μιας ηλικίας που δεν είναι η δική του» και που «παραπέμπει στον πρεσβύτερό του Κατσίμπαλη». 

Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ωφελούν τη λογοτεχνική κριτική: αποθαρρύνουν την έρευνα, καλλιεργούν την εικοτολογία, ενισχύουν τις προκαταλήψεις. Είναι φανερό ότι ο Αράγης γράφει τα παραπάνω γιατί έχει ελλιπή γνώση τόσο της ιστορίας του καρυωτακισμού όσο και του κριτικού έργου του Καραντώνη. Διότι διαφορετικά θα γνώριζε ότι δεν είναι Καραντώνης ο πρώτος που θέτει το θέμα του καρυωτακισμού αλλά ο Ν. Κάλας (ο οποίος ήδη τον Φεβρουάριο του 1929 καυτηρίαζε τα «σημάδια παρακμής» στους «πνευματικούς συγγενείς του Καρυωτάκη», χαρακτηρίζοντάς τους «λιποτάχτες της ζωής» που «μυρίζουν μούχλα»)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης, που η κριτική του ηλικία το 1935 ήταν πολύ μεγαλύτερη από ενός εικοσιπεντάχρονου, δεν χρειαζόταν την υπαγόρευση του Κατσίμπαλη για να επικρίνει τους ποιητές της ηλικίας του, γιατί νεολογούσε ήδη δεκαεννιάχρονος, προτού ακόμη γνωρίσει τον Κατσίμπαλη (βλ. τη μελέτη του, του 1929, για τον Παλαμά)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης επέκρινε τον καρυωτακισμό ήδη εικοσάχρονος, από τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1930 (περ. Ελληνική Επιθεώρησις ), προτού ακόμη γνωρίσει τον Σεφέρη (τον γνώρισε «τον χειμώνα του 1930»), καθώς και τον Ιανουάριο του 1931 (περ. Νουμάς ), προτού ακόμη εμφανιστεί η ποιητική γενιά του ΄30· θα γνώριζε, ακόμη (προφανώς γι΄ αυτό δεν τους περιλαμβάνει στους συγγραφείς της «μελανής σελίδας της νεοελληνικής λογοτεχνίας»), ότι τον καρυωτακισμό δεν επέκριναν μόνο οι συγγραφείς της γενιάς του ΄30 που αναφέρει, αλλά και όλοι σχεδόν οι αξιολογότεροι κριτικοί της εποχής (Ξενόπουλος, Αγρας, Βαρίκας, Παναγιωτόπουλος, Παπανικολάου), ενώ δεν τον επιδοκίμαζε κανείς· θα γνώριζε, τέλος, ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δηλώνει ότι ο Κατσίμπαλης αντιπαθούσε την ποίηση του Καρυωτάκη- ότι, απεναντίας, όλα δείχνουν ότι ήταν θαυμαστής της (βλ. την αλληλογραφία του με τον Σεφέρη, Α΄, σ. 372, 391). 

Η κριτική ηλικία του Καραντώνη το 1935 ήταν πολύ ωριμότερη από εκείνη του κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερού του Κατσίμπαλη· ο οποίος, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Β. Χατζηβασιλείου, «ήταν αδύνατον να προσφέρει (στη γενιά του ΄30) κάτι παραπάνω από την τεχνική υποστήριξη και τις πρακτικές του μέριμνες». 

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και της Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Χ. Θεοχάρης "Με δεμένα μάτια"




Στον Μάρκο Μέσκο

Χαράματα Δευτέρας 14 Φεβρουαρίου, πέμπτη χρονιά η πατρίδα στο γύψο, ξεκινάμε από το παγωμένο Πολύκαστρο για την περιοχή Σκρα ντι Λέγκεν. Εβδομάδα ασκήσεων χειμερινής διαβίωσης. Παρατηρητήριο αξιωματικών του ΝΑΤΟ. Περνάμε τον γκρίζο, υπερόπτη, μονόδρομο Αξιό. Κινούμαστε αντίθετα στη ροή του. Από το ύψωμα του Φανού διακρίνουμε, μέσα σε αραιή ομίχλη, τη Γευγελή. Τα πολυβόλα κι οι όλμοι στήνονται στο λόφο του Άϊ-Γιώργη. Οι πεζοπόροι παίρνουμε θέση στο ρέμα του Κοτζά Ντερέ, προσμένοντας το σύνθημα της επίθεσης. Στόχος να καταλάβουμε εξ εφόδου τα ερείπια του γαλλικού νοσοκομείου, απέναντι. Εκεί το στρατηγείο των ερυθρών, υποτίθεται. Βολές πυροβολικού. Οι ολμιστές χτυπούν το στόχο με πραγματικά πυρά. Σε λίγο κροτάλισμα των πολυβόλων. «Έτοιμοι!» η φωνή του ανθυπολοχαγού. «Έφοδος!» Χυνόμαστε στον ανήφορο με εφ’ όπλου λόγχη κραυγάζοντας «αέρα!». Πριν οι τελευταίοι αφήσουμε τη θέση εφόρμησης ένα βλήμα όλμου σκάει μέσα στο ρεματάκι, κοντά μας. Καταιγισμός από πέτρες, νερά, κομματιασμένα σκλήθρα και κληματσίδες. Πανικός. Ο βοηθός ολμιστής, είναι φανερό, έκανε λανθασμένη μέτρηση αζιμούθιου και γωνιών ανύψωσης. Ο λόχος, σύσσωμος, οπισθοχωρεί. Τα ουρλιαχτά του ανθυπολοχαγού στο βρόντο. «Συνεχίστε!», «Μη φοβάστε ρε! Θα γίνουμε ρεζίλι στους νατοϊκούς!», «Θα σας γαμήσω κωλόπαιδα! Θα σας περάσω στρατοδικείο!». Όλμοι και πολυβόλα συνεχίζουν να χτυπούν στα ερείπια. Κρυβόμαστε όπου βρήκε καθένας. Να βγούμε απ’ το πεδίο βολής. Δίνεται, επιτέλους, διαταγή διακοπής της άσκησης. Βγαίνουμε απ’ τις τρύπες μας. Ο μέραρχος ουρλιάζει. Μοιράζει φυλακές εικοσαήμερες. Οι ποινές θα εκτελεστούν ύστερα από επτά μέρες. Όταν τελειώσει η εβδομάδα της άσκησης. Μαζεύουμε. Ανεβαίνουμε στα REO. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής μέσα σε γαμοσταυρίδια των αξιωματικών. Οι επιλοχίες βρίζουν πέντε κλίμακες ψηλότερα.

Φτάνουμε στην Αξιούπολη. Κι ύστερα, δεξιότερα, περνάμε τη Γοργόπη. Και τη Γουμένισσα. Αριστερά ο δρόμος κατεβαίνει προς Γιαννιτσά. Και μακρύτερα για τη Σκύδρα. Εκεί, μια στις δεκαπέντε συνοδεία για παράδοση και παραλαβή λινοστολής στα στρατιωτικά πλυντήρια. Περνάμε τη Γρίβα και την Καστανερή. Μπροστά μας το γαλάζιο Πάικο αμετακίνητο. Εδώ, στα ριζά, ο φρουρός στο φυλάκιο. Η χοντρή αλυσίδα εγκάρσια στον χωματόδρομο. Η πινακίδα: «Προσοχή! Στρατιωτική περιοχή. Απαγορεύεται η διέλευσις άνευ αδείας». Ο φρουρός ανοίγει το πέρασμα. Η φάλαγγα κινείται αργά. Καστανιές. Βελανιδιές. Και πιο πάνω αγέρωχες οξιές. Γυμνά επιβλητικά κλαδιά σαν να προσεύχονται ή να μουντζώνουν. Στα μισά της ανάβασης αποβίβαση. Αναλαμβάνουμε εξάρτηση εκστρατείας. Ανεβαίνουμε οδοιπορώντας. Παγωνιά. Κάτι τσιουρτσιουλένια πετάνε αναμαλλιασμένα πού και πού. Οι κνήμες βουλιάζουν στα φύλλα της οξιάς. Λίγο πριν φτάσουμε στο οροπέδιο ένα μουλάρι ξεκαπίστρωτο φεύγει πέρα φρουμάζοντας. Ψηλά η Γκόλα-Τσούκα κατάλευκη. Φτάνουμε κατάκοποι στα Λιβάδια. Στοιχιζόμαστε κατά λόχο. Αποθέτουμε. Οριοθετείται ο χώρος εγκατάστασης. Ανά δύο στήνουμε τα σκοινάκια. Μοιράζεται ξηρά τροφή. Μισή κουραμάνα, κονσέρβα corned beef. Άπαξ της ημέρας. Συμπλήρωμα συσσιτίου θα εξασφαλίζει καθένας απ’ τα πατατοχώραφα του οροπέδιου. Και απ’ όπου αλλού βρει. Η μονάδα θα παρέχει μονάχα το τσάι. Ορίζονται οι σκοπιές. Μοιράζονται στους φρουρούς και στην έφοδο τα συνθηματικά. Πέφτουμε ξεροί για ύπνο. Η υγρασία περονιάζει τα κόκκαλα.

Ασκήσεις μάχης ανοιχτού πεδίου, τις δυο επόμενες μέρες. Μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα ξεχώνουμε πατάτες. Πού και πού κάλυκες από σφαίρες. Βάζω έναν στην τσέπη. Περιμετρικά στο καψύλλιο χαραγμένο: Ελληνικόν καλυκοποιείον 1932. Ποια ζωή τελείωσε το βλήμα της; Ποια μάνα μαυροφόρεσε; Σε ποιον πικρό τόπο; Ποια αγαπημένη; Ανάβουμε φωτιές. Δυο-δυο, τρεις-τρεις. Φτιάχνουμε θράκα. Ψήνουμε. Τρώμε. Τη νύχτα της Τετάρτης ανοίγουν οι ουρανοί. Περνάει νερό στις σκηνές. Άρον-άρον βαθαίνουμε, με τα σκαπανικά, τ’ αυλάκια περιμετρικά. Λάσπη. Μουσκίδι. Αγρύπνια. Το πρωί προσπάθεια να στεγνώσουμε τα ρούχα στη φωτιά. Πριν από κάθε τι κουβέρτες και κάλτσες. Ξαναπιάνει βροχή. Απελπισία. Ο Νίκος Μπαλιαμπάλιας, κοντοχωριανός μου, μούσκεμα ως το κόκκαλο, βάνει τα κλάματα. Ένας καραβανάς αρχιλοχίας τον αποπαίρνει: «Αρχίδια δεν έχεις ρε κηδεία;!» Ο Νίκος κάνει πιο πέρα κλωτσώντας με μανία ό,τι βρίσκει στο χώμα και φεύγει όπως λαβωμένο ζώο στο δάσος

Δυο διμοιρίες ειδοποιούνται για την επόμενη, τελική, άσκηση. Είμαστε οι κυανοί –(είναι κι ετούτος ένας τρόπος ανανήψεως, νομίζουν. Μία απόπειρα να μας πιέσουν ψυχικά βαφτίζοντάς μας «κυανούς», εμάς, ένα ολόκληρο Τάγμα ανεπιθυμήτων, αν εξαιρέσει κανένας το λόχο Διοικήσεως, άλλος χαρακτηρισμένος Α, από τη δράση συγγενούς στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στην ΕΔΑ, στους Λαμπράκηδες κι άλλος Β, απ΄ την προσωπική του ένταξη στην αντιχουντική δράση). Θα επιτεθούμε να καταλάβουμε μια φρουρά των ερυθρών. Να την αιχμαλωτίσουμε. Θα ξεκινήσουμε τα μεσάνυχτα. Η επίθεση θα εκδηλωθεί πρωί της Παρασκευής. Οπλισμός ελαφρύς. Πιστόλια, ξιφολόγχες, ημιαυτόματα Thomson. Ξηρά τροφή στα σακίδια. Μισή κονσέρβα corned beef και 10 γαλέτες. Παραλαμβάνουμε. Έτος παραγωγής γαλέτας: 1953. Μοιράζονται συνθηματικά. Σύνθημα: Βουκεφάλας. Παρασύνθημα: Υδάσπη. Ξεκινάμε στις 00:15. Κατεβαίνουμε τη δυτική πλευρά του βουνού. Η φρουρά των ερυθρών σ΄ ένα μετόχι της  Μονής Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έξω από το χωρίο Αρχάγγελος, βορειοδυτικά όπως κατεβαίνουμε το Πάικο. Στα μισά της κατάβασης σταματάμε. Οι επικεφαλής επιλοχίες μάς δένουν τα μάτια. Σε φάλαγγα κατ’ άνδρα δενόμαστε, ανά δέκα, με τριχιά απ’ τη μέση. Απόσταση επόμενου από τον μπροστινό του ως ένα μέτρο. Συνεχίζουμε την κατάβαση στα τυφλά. Αργά. Φοβισμένα. Οι επιλοχίες επιτηρούν. Ο πρώτος κάθε δεκάδας ψαχουλεύει τον αέρα να εξασφαλίσει κενό πέρασμα σε κάθε βήμα. Ακούμε το γκουπ από το κράνος του πάνω στους κορμούς των δέντρων. Σε κάθε του παραπάτημα σωριάζεται ολόκληρος ο κωμικός συρμός. Μια ώρα αργότερα σταματά το μαρτύριο. Ανοίγουν πάλι τα μάτια μας. Πορευόμαστε στα ισώματα της Άνω Αλμωπίας. Αχάραγα φτάνουμε στην περίμετρο του στόχου. Ένα εκκλησάκι παλαιικό. Δεξιά από την είσοδο δυο κελιά. Ανεβαίνει κανένας με εξωτερική σκάλα. Μπροστά έν’ αυλιδάκι ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι. Στη μέση μια ξερακιανή μυγδαλιά. Διασκορπιζόμαστε ολόγυρα. Εξασφαλίζουμε κάλυψη. Μπουσουλώντας ανοίγω τόπο με την ξιφολόγχη σε μιαν αγκαθιά. Χώνομαι μέσα γονατιστός. Χαράζει. Ένας ερυθρός εμφανίζεται. Με πλήρη εξάρτηση. Το Μ1 με τον αορτήρα περασμένο στον ώμο. Διαλέγει μια πορεία. Περιπολώντας κάνει εγγεγραμμένα τρίγωνα στον κύκλο της αυλής. Πλησιάζοντας στο γιατάκι μου ακούω την ανάσα του. Κρατάω τη δικιά μου. Περνάνε οι ώρες. Οι αγκώνες μου πιάνονται. Μουδιάζω. Κατά τις δέκα ο στρατιώτης του εχθρού βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της αυλής. Ο διμοιρίτης μας, στην απέναντι θέση, σέρνεται μαλακά στην κρυψώνα του. Ο σκοπός γυρίζει αυτόματα. Στήνει αφτί. Ένας δικός μας πετάγεται. Τον ρίχνει μπρούμυτα. Του ακουμπά την ξιφολόγχη στο λαιμό. Παραδίνεται. Δεν βγάζει μιλιά. Οι κανόνες της άσκησης, βλέπεις. Κάποιοι τον δένουν χειροπόδαρα. Οι υπόλοιποι ανεβαίνουμε τη σκάλα. Αθόρυβα πιάνουμε θέσεις αριστερά-δεξιά στις πόρτες των κελιών. Με τα μάτια δίνεται η εντολή για την έφοδο. Με γερές κλωτσιές παραβιάζονται οι πόρτες. Εισβάλουμε. «Ψηλά τα χέρια! μην κουνηθείτε!», ουρλιάζουμε. Είναι τέσσερις στρατιώτες από άλλη μονάδα. Άγνωστοι. Ανυπόδητοι. Ότι έχουν ξυπνήσει. Οσμή από τσίπουρο και λουκάνικο. Τους αφήνουμε να ντυθούν φρουρούμενοι. Τους επιτηρούμε με τα αυτόματα. Κάποιος ρωτάει γιατί δεν ήσαν σε ετοιμότητα απόκρουσης επίθεσης; Ένας απαντάει πως, αφού, έτσι κι αλλιώς, η άσκηση ήταν σχεδιασμένη να νικήσουν οι κυανοί είπανε να καλοπεράσουν ένα εικοσιτετράωρο. «Καλύτερα ερυθρός και λούφα, σειρά, παρά κυανός και ξεθεωμένος», συμπλήρωσε. Μας κέρασε άφιλτρα. «Πιείτε κι ένα τσίπουρο να ζεστάνετε το μέσα σας», είπε και μας έδωσε το μπουκάλι. Σε λίγο βγήκαμε. Οι υπόλοιποι έχουν κρεμάσει, από τα πόδια, τον φρουρό του εχθρού στη μυγδαλιά. Ένας επιλοχίας ρίχνει μια κόκκινη φωτοβολίδα. Παίρνει κάποια απάντηση στον ασύρματο. «Λήξις ασκήσεως», φωνάζει. Κατεβάζουμε τον κρεμασμένο. Παίρνουμε όλοι μαζί, κυανοί κι’ ερυθροί, το δρόμο της επιστροφής. Σηκώνω το βλέμμα μου. Βόρεια και δυτικά ανεμίζουν περήφανες οι κορφές του Πίνοβου, του Καϊμάκτσαλαν κι η γρανιτένια γροθιά της Τζένας. Στην πλάτη μας το πάναγνο Βέρμιον μακρινό σιωπηλό. Πιο πάνω περιμένουν τα REO. Επιβιβαζόμαστε. Φτάνουμε στην Περίκλεια. Στροφή αριστερά. Περνάμε το χωριό Νότια. Και το Αετοχώρι. Έξω απ΄ τη Φούστανη βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες. Συγκρότηση όπως-όπως. Οι μάχιμοι λόχοι θα παρελάσουν στη Φούστανη. Ξεκινάμε. Η μπάντα της Μεραρχίας παιανίζει «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά», «Μακεδονία ξακουστή» και άλλα εύηχα. Περνάμε, κατάκοποι, μπρος από την εξέδρα. Κεφαλή δεξιά ‘π! Επιτέλους τελείωσε… Άδεια σακιά ανεβαίνουμε ξανά στα οχήματα. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής στη βάση μας…

*

Δυο χρόνια κοντά σας. Στης αγκαλιά σας τη θαλπωρή. Στο χνώτο της αγάπης σας. Στη ζεστασιά της ανθρωπιάς σας. Άνθρωποι και τόποι και τρόποι του Κιλκίς και της Πέλλας. Αξιέ, ποτάμι μου, το μουρμουρητό των νερών σου νανούρισε τη μοναξιά μου στις σκοπιές τις άγριες νύχτες. Βαρδάρη, άνεμε πού ‘φερνες φρεσκάδα του βορρά και δεν μπορούσαν ν΄ απαγορέψουνε στο σύνορο την είσοδό σου οι στρατοκράτες. Βαρδάρη, αγέρα μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι της μάνας μου βλέποντας το γιο της στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με το χιόνι σε διαγώνιες ριπές απ’ την ορμή σου. Ζάβαλη μάικω και μητέρα και μάνα και μα… Βουνά μου, περήφανα βουνά, Πάικο και Τζένα και Πίνοβο και Καϊμάκτσαλαν και Καρακάμεν με τα κόκκινα ξέφωτα. Αγέρωχα βουνά, κάτω απ’ τον μολυβένιον ουρανό, αξιώθηκα και μέτρησα τα χνάρια του αγριμιού πάνω στο χιόνι, ακούγοντας τα βογκητά των σκοτωμένων του Εμφυλίου μέσα στο στέρνο σας. Πόσες φορές αναρωτήθηκα τα ίχνη των πελμάτων μου που οδηγούν την πληγωμένη μου νιότη. Ξωκλήσι του Άϊ-Γκιώργκη, στο ταπεινό στασίδι σου καταπράυνα την απόγνωσή μου ρίχνοντας άνθη στο καταραμένο φίδι, έτσι καθώς σπαρτάραγε, τρυπημένο από το δόρυ του τροπαιοφόρου, στην εικόνα. Ρίχνοντας άνθη φιμωμένου λόγου στο φιλιατρό που μόλεψεν η ύβρις του χουντόδρακου.

Κι ώ! πώς σας νοσταλγώ τοπία της ερημιάς μου… Αγκαθωτά χωριά που γίνατε χλόη παρηγοριάς και φράχτης προστασίας για τόσους και τόσους κεκαρμένους κι αποσυνάγωγους.  Κι αφού μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα, έτσι λαλώ κι εγώ πατρίδες της νιότης μου προσαγορεύοντάς σας: Χαίρετε, λοιπόν, Ματσούκοβο, Σέχοβο, Ραγκούνοβετς, Μποέμιτσα, Πάζαρ! Χαίρε, με τα χάλκινά σου, Γκούμεντζα! Χαίρε πράσινο Βέρτικοπ! Χαίρετε Μάγκιανταγκ, Λούμνιτσα, Κούκουσκο, Κρίβα, Μπαρόβιτσα! Χαίρε Γκόλεμο Λιβάντι μες στην ομίχλη! Χαίρετε Όσσιανη, Τούδορτσι, Φούστανι, Τούσιανι, Γεντίκοϊ, Τσέρνα-Ρέκα, Κουφάλεβο, Μπάλτζα, Καριότιτσα, Λοζάνοβο, Κουζούσιανι Ρουσίλοβο! Χαίρετε Τρέστενικ, Βίγκονι, Ορίζαρι, Μπόρισλαβ! Χαίρε Όστροβο και χαίρε γοργόνερο Σούμποτσκο! Χαίρετε Ορεοβίτσα, Δάμποβο, Ίσβορο, Β’γκιένι, Τρέμπολιτς! Χαίρε δροσάτη μου Βόντεν όπου καταρρεί το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν αναδυόμενον. Και, τέλος, γεια σου Ντόλνο-Γκραματίκοβ του ποιητή!

Κι ω! στίχοι που μου δοθήκατε σε κείνους τους τόπους της πίκρας μου, σ’ εκείνους τους θολούς καιρούς, σημειωμένοι σε ταβέρνες, σε σκοπιές, σε δίωρες άδειες, στο ΚΨΜ, σε στερήσεις εξόδου, σε αγγαρείες, πίσω από φύλλα πορείας, σε καρότσες στρατιωτικών οχημάτων, σε ασκήσεις, στην απομόνωση, σε διαδρόμους αναμονής μπορντέλων, σε θαλάμους των λόχων, στα πηχτά σκοτάδια της λύπης μου. Γιατί, το ξέρουμε πια, όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα.

Και αχ! νιότη μου, βρεγμένο σκυλί που σ’ έπαιρναν με τις πέτρες οι εξουσίες.
Κι ω! μνήμη, αρνάδα που βόσκησες το ματωμένο χορτάρι.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει, έχοντας εργαστεί, ως τεχνικός στην μηχανολογική συντήρηση.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης Λεβαδείας 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης 2004),  Από μνήμης (Μελάνι 2010) και τη συγκεντρωτική έκδοση Πιστοποιητικά θνητότητας – ποιήματα 1970-2010, (Σύγχρονη Έκφραση, 2014) καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση 2010) για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας 2011. Επίσης επιμελήθηκε τις Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων Ξένων αιμάτων τρύγος, (Γαβριηλίδης, 2014) και Χνάρια στο φιλιατρό των φίλων, (Γαβριηλίδης 2015).
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας από το 1988, και μετείχε στη σύνταξη της έντυπης   εφημερίδας BookPress.
Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.