Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Φώτης Κόντογλου - Παραμονὴ Χριστούγεννα



Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου, με τη Δεσπούλα να συμμετέχει και να πρωταγωνιστεί στο έργο του Φωτίου (περ. 1930).

Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.
Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.
Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.
Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.
Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.
Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!
Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας, 
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει, 
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν, 
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε, 
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.

Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε, 
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.

Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν 
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.

Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας, 
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε, 
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.

Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας, 
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.
Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.
Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.
Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.
Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.

Τα κάλαντα, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη



Ένα ημέιλ απ' τις εκδόσεις Πικραμένος, που περιείχε ολόκληρο το διήγημα, μου θύμισε την ιστορία που είχα διαβάσει στου Νίκου Σαραντάκου. Το διήγημα λέγεται «Τα κάλαντα» και δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, το περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοξένησε μεγάλο μέρος της ποιητικής και της πεζής παραγωγής του Λαπαθιώτη, από το 1924 ίσαμε το τέλος της ζωής τους. Δημοσιεύτηκε σε χριστουγεννιάτικο τεύχος, στο τεύχος της 26ης Δεκεμβρίου 1929...     Τα κάλαντα Ναπολέων Λαπαθιώτης   Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ' όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν... — Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;... Ως το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια. Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα. Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα. Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει... Ως κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του 'χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ' ένα δίφραγκο... Κατά τις δυο τ' απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ' άλλες γειτονιές. Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν' η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ' έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί... Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ' αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν' ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα 'λεγαν, απλώς, «για το καλό»... Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας. Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ' ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ' τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο... Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ' άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο. Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές. Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς... Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό... Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση. Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ' τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»... Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο. Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ' αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ' ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες. Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά... Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο... Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί... Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ' απορία... Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ' από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ' στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ' τις βροχές. Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ' άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ' στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε... Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει... Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ' εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται... Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ' τα χέρια. Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ' έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα 'λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ' από τ' άλλα, σ' ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ' στους άλλους ήχους της Ορχήστρας! Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να 'χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί... Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα. Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ' ένα μικρό σπιτάκι, μακριά. Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί. Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που 'φτασε στ' αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας... Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα. Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ' στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά. Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ' απ' τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας, Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που 'βγαινε απ' τα βάθη της καλύβας. 'Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά. Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ' ανακαλύψουν... Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ' ένα μωρό. Ήταν καθισμένη χάμω, σ' ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του. Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος. Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό. Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν... Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά! Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά. Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό. Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα. Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων. Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι. Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ' άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ' αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια. Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά. Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός... Κι έβγαλαν μέσ' απ' τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ' ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά...   Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα...   *** Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ' στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι... Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ' στα βάθη της ψυχής του, πως όλ' αυτά, τα είχε δει μέσ' στ' όνειρό του... Και γι' αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα. Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους. Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα...   

Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα


“Matchgirl” by Johan Thomas Lundbye


Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα (πρωτότυπο στα ΔανικάDen Lille Pige med Svovlstikkerne) είναι μία ιστορία μικρού μήκους από τον Δανό ποιητή και συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (δανικά: Hans Christian Andersen). Η ιστορία αφορά στα όνειρα και στην ελπίδα ενός ετοιμοθάνατου παιδιού, και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1845. Η ιστορία έχει προσαρμοστεί σε κινούμενα σχέδια, τηλεοπτικές μουσικές ταινίες και άλλα.


Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει στην τρώγλη της καθώς ο πατέρας της θα την χτυπούσε μην έχοντας πουλήσει τα σπίρτα. Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο δωμάτιο και μία τρυφερή μανούλα να ταΐζει με στοργή και απέραντη αγάπη την κορούλα της. Τότε βούρκωσε. Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά και άναψε ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Στην λάμψη τους είδε αρκετά υπέροχα οράματα, συμπεριλαμβανομένων ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου και γιορτινών διακοπών. Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε την αποθανούσα γιαγιά της να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος πέθανε και πάει στον παράδεισο. Καθώς άναψε το επόμενο σπίρτο είδε ένα όραμα με την γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που την αντιμετώπισε με καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε.Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιος και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή.
Το κοριτσάκι πέθανε και η γιαγιά της μετέφερε το πνεύμα της στον παράδεισο. Το επόμενο πρωί περαστικοί βρήκαν το νεκρό παιδί στην γωνιά, τριγυρισμένο από αναρίθμητα καμένα σπίρτα.


Η πηγή της ιστορίας ήταν μία ευρέως δημοφιλής ξυλογραφία του Δανού καλλιτέχνη Johan Thomas Lundbye που απεικονίζει ένα φτωχό παιδί να πουλάει σπίρτα και η οποία τυπώθηκε στο ημερολόγιο του 1843. Πολλές απεικονίσεις του έργου είχαν σταλεί στον Άντερσεν από τον εκδότη του ημερολογίου, ζητώντας του να γράψει μία ιστορία γύρω από αυτό.
Μία άλλη πηγή έμπνευσης θα μπορούσε να είναι το ταξίδι του Άντερσεν στην Μπρατισλάβα (σλοβακικά: Bratislava), το 1841, όπου έγινε μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο η πόλη Ντέβιν (σλοβ.: Devín) κάηκε και οι γυναίκες έψαχναν για τα χαμένα τους παιδιά.

Νικόλας Σεβαστάκης: Η λογοτεχνία είναι τόπος ελευθερίας



Τη «Γυναίκα με Ποδήλατο», πρώτη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη ακολουθεί ο «Άντρας που πέφτει». Ο συγγραφέας διαχειρίζεται το αφηγηματικό υλικό του με το βλέμμα να εστιάζει σε μνήμες και τόπους, επιχειρώντας να διασώσει τις ιστορίες των ηρώων του, την αναμέτρησή τους με τη φθορά, ενίοτε και με τη λήθη. Τα τρία αυτά στοιχεία: μνήμη, χρόνος και τόπος διαμορφώνουν το δικό του αφηγηματικό καμβά. Με οξυδερκή παρατηρητικότητα, ισχυρό υπαινιγμό, αλλά και στιβαρή πίστη στη δύναμη του στιγμιότυπου, ο Νικόλας Σεβαστάκης κινείται στις αποχρώσεις των φράσεων και των εικόνων που μόνον η λογοτεχνία μπορεί να καταστήσει ορατές και προσβάσιμες. Καταφέρνει έτσι να συγκροτήσει το δικό του πλαίσιο αποτύπωσης ενός σχεσιακού δικτύου, όπου ο εαυτός μας και οι άλλοι πότε συναντιούνται και πότε απομακρύνονται˙ ακόμα κι αν τούτο φαντάζει εντελώς αναίτιο.
Τι σχέση έχει μια «Γυναίκα με Ποδήλατο», με έναν «Άντρα που πέφτει», το νέο βιβλίο σας; Υπάρχει κάποια νοηματική σύνδεση μεταξύ των δύο συλλογών;
Μερικά από τα καινούρια διηγήματα είναι ίσως «κοντά» ως προς την ατμόσφαιρά τους με αυτά της «Γυναίκας με Ποδήλατο». Υπάρχουν όμως πολλές διαφορές. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι στο καινούριο βιβλίο μόνο δυο διηγήματα έχουν αυτοβιογραφικές αναφορές. Στη «Γυναίκα με Ποδήλατο» είναι πιο έντονη αυτή η χροιά της διυλισμένης ανάμνησης, ειδικά στα πρώτα μικροαφηγήματα-σκίτσα που χαρακτηρίστηκαν από πολλούς περισσότερο «ποιητικά». Στο ύφος επίσης υπάρχουν αλλαγές.
Κερδίζει άραγε στις μέρες μας έδαφος η έννοια του «έργου εν εξελίξει»; Μπορεί ο συγγραφέας να δουλεύει μία βασική ιδέα σε περισσότερα του ενός βιβλία;
Πιστεύω όχι απλώς ότι μπορεί αλλά ότι δεν γίνεται και διαφορετικά, αφού δύσκολα εξαντλείται μια ιδέα σε μια φόρμα. Από τη φύση της εξελίσσεται η ιδέα όπως και η συγγραφική σου πρακτική. Αν ο συγγραφέας δεν θέτει καινούρια ερωτήματα περιγραφής και ουσίας, δεν νομίζω ότι μπορεί να ανακαλύψει καινούριες δυνατότητες  στη γραφή του. Το διήγημα ιδίως έχει μια ιδιαίτερη πλαστικότητα, είναι όχημα το οποίο περιέχει μεγαλύτερη «εσωτερική» κίνηση από άλλα είδη. Το διήγημα –όπως το καταλαβαίνω και το ασκώ εγώ τουλάχιστον– είναι μεν κατά βάση ρεαλιστικό αλλά με έναν ρεαλισμό αρκετά φιλόξενο στο παράδοξο. Εντάσσεται σε ένα πλαίσιο, όχι ακριβώς ονειρικό, αλλά μετάπλασης της πραγματικότητας. Παραμένει, ας πούμε, ανοιχτό το ερώτημα τι συμβαίνει τελικά στα πρόσωπα των ιστοριών αυτών. Από την ίδια της τη φύση η μικρή πρόζα έχει επίσης την ένταση που φέρνει μαζί της η επίγνωση των ορίων, το ότι «πρέπει» να πεις κάποια πράγματα με λιγότερο λόγια απ’ όσα στο μεγάλο αφήγημα.
Δεν θεωρώ επίσης ότι πρέπει να ακολουθεί κανείς ως συγγραφέας μια λογική σταδίων: ότι ξεκινάς, για παράδειγμα, από την ποίηση, ακολουθεί το διήγημα, έπεται η νουβέλα και μετά το μυθιστόρημα ως «κορωνίδα» της δημιουργίας. Μπορεί να αρκεστείς μόνο στο ένα, ή να δοκιμάσεις περισσότερα και να επιστρέψεις πάλι «πίσω». Δεν πιστεύω ότι το ένα συνιστά μια μη ώριμη ή ασχημάτιστη ιδέα του άλλου. Κάθε είδος έχει τη δική του λογική και μπορεί βεβαίως να οδηγήσει στο άλλο, όχι όμως με τρόπο αναγκαίο.
Η «Γυναίκα με Ποδήλατο» ήταν η πρώτη σας εμφάνιση με συλλογή διηγημάτων, παρά το ευρύτατο έργο σας σε περισσότερα του ενός γνωστικά πεδία. Θεωρείτε ότι ένα πιο αυτοβιογραφικό πλαίσιο αναφοράς μοιάζει με αναγκαία συνθήκη για μια πρώτη εμφάνιση;
Όχι, και εδώ ισχύει αυτό που είπα και προηγουμένως. Θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει ένα διήγημα για μια πολύ μακρινή απ’ αυτόν πραγματικότητα, ας πούμε για μια κωμόπολη της βαθιάς Αμερικής. Δεν θεωρώ ότι αυτό συνιστά παρέκκλιση από ένα «δέον», το οποίο μπορεί να είναι αυτοβιογραφικό ή εθνικά και τοπικά γειωμένο. Στην περίπτωση, βέβαια, της ποίησης, τα πράγματα είναι αλλιώς. Στην ποίηση δύσκολα αποφεύγει κάποιος την αυτοβιογραφική μετουσίωση που εγώ θα την έλεγα αυτοστοχαστική. Και στο πεζό θάλλει το αυτοστοχαστικό στοιχείο. Το αν όμως ο αυτοστοχασμός θα εμφανιστεί ως ρητή αυτοβιογραφική αναφορά ή όχι, είναι μια άλλη υπόθεση. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό. Είναι θέμα τεχνικής όσο και ζήτημα που υπαγορεύεται από το ίδιο το υλικό που έχεις. Αν ξεκινούσα από το προσωπικό μου «προφίλ» και το πολιτιστικό μου περιβάλλον θα έπρεπε, για παράδειγμα, να γράφω μόνο για ήρωες που κινούνται σε ακαδημαϊκούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Δεν θα μπορούσα, έτσι, να διεισδύσω σε άλλους κοινωνικούς και ψυχικούς κόσμους.
Πιστεύω όμως ότι η λογοτεχνία είναι ένας τόπος ελευθερίας. Η θεμελιώδης ελευθερία που σου επιτρέπει, είναι να υπερβαίνεις τον δικό σου στενό κόσμο. Αν δεν πας πέρα από την βιογραφία σου και τα δεσμά της και αν δεν ανοίγεσαι στην ετερότητα, όχι ως κάποια θεωρητικό ενδιαφέρον για το ξένο αλλά ως εμπειρία, χάνεις. Το να ανασυνθέτει αλλότρια βιώματα είναι νομίζω η βασική δουλειά του συγγραφέα.
Υπάρχουν αρκετοί που υποστηρίζουν πως ο συγγραφέας κυρίως παρατηρεί και πολύ αργότερα καταγράφει. Υπάρχει και η άλλη σχολή που ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας πειραματίζεται γράφοντας και σκίζοντας και αφήνει το στοχασμό και την παρατήρηση για ένα άλλο στάδιο. Τι από το δύο προκρίνεται στο δικό σας συγγραφικό εργαστήρι;
Αυτές οι στιγμές έρχονται μαζί. Ίσως όμως αυτό να είναι κληρονομιά μου από το δοκίμιο. Δεν μπορώ να διαχωρίσω την παρατήρηση από μια στοχαστική επεξεργασία «δεύτερου» επιπέδου. Για μένα, η παρατήρηση και η εικόνα είναι σκέψη. Και η σκέψη όμως, χρειάζεται εικόνα. Ένας από τους λόγους για τους οποίους θεωρώ πια ότι με το δοκίμιο ή τη θεωρητική γραφή δεν μπορείς να πεις κάποια πράγματα, είναι γιατί πολλές φορές λείπει η εικόνα από την έννοια, λείπει η μορφή της ζωής. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, να εξερευνήσω μορφές ζωής και όχι μόνο έννοιες και να εντάξω σε αυτές μορφές ζωής. Λογοτεχνικά με ερεθίζει η συμπεριφορά ενός πατέρα απέναντι σε μια κόρη και όχι η έννοια της πατριαρχίας, πόσο μάλλον η κριτική της. Στη λογοτεχνία δεν είναι οι προσδιορισμοί που σε νοιάζουν πρωτίστως. Αν παρουσιάσεις έναν πατέρα που είναι μόνο κτήνος ή μια κόρη που είναι μόνο αγνή ή απλώς το αντίστροφο, εκεί έχεις χάσει, έχεις κάνει σχηματικούς χαρακτήρες. Η λογοτεχνία είναι περιγραφή της κοινωνικής και ανθρώπινης σχέσης, είναι σχέσεις, δεν είναι απλώς συμπεριφορές και γι’ αυτό γίνεται πιο σύνθετη η αναπαράσταση.
Αντλείτε, δηλαδή, από την κοινότητα και από τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός αυτής τα στοιχεία που θα σας επιτρέψουν να περάσετε από το στοχασμό στη λογοτεχνική απεικόνιση;
Δεν θα έλεγα εύκολα τη λέξη κοινότητα. Η πεζογραφία είναι υπόθεση των ατόμων, άτομα «ανεβάζει» στη σκηνή, ακόμα κι αν τα άτομα είναι οικογένειες ή παρουσιάζονται σε ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων. Λέει κάπου ο Άμος Οζ, ότι τον ενδιαφέρει λογοτεχνικά πολύ η οικογένεια, οι οικογενειακές σχέσεις. Με ενδιαφέρουν οι ατομικότητες. Οι ατομικότητες όμως είναι ενταγμένες σε πεδία σχέσεων. Ακόμα και όταν παρουσιάζεται ένας άνθρωπος που μονολογεί, καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν μονολογεί απλώς αλλά συνομιλεί με τον κόσμο. Ακόμα και η μοναχικότητα είναι ένας τρόπος συνομιλίας. Η πεζογραφία πάντως είναι η τέχνη που θέτει στο επίκεντρό της το άτομο. Γεννήθηκε παράλληλα με την ανάδυση της έννοιας του ατόμου στη νεωτερική εποχή και με την έννοια του κοινού. Το μυθιστόρημα έφερε στο προσκήνιο και το πλήθος της μάζας αλλά και τους ατομικούς χαρακτήρες. Διαμορφώθηκε επίσης την ίδια περίπου εποχή με τις επιστήμες του ανθρώπου ή τις κοινωνικές επιστήμες. Το διήγημα και το μυθιστόρημα είναι εντέλει μια εναλλακτική πηγή αυτογνωσίας του νεωτερικού κόσμου.
Έχετε πει ότι η κρίση είναι πολεμολογική συνθήκη. Η λογοτεχνία εντός της κρίσης τι είδους συνθήκη έχει διαμορφώσει;
Είναι διφορούμενη η σχέση της λογοτεχνίας με την κρίση. Αν απαιτεί κάποιος από τη λογοτεχνία να γίνει ένας καθρέφτης της κρίσης και των κοινωνικών ή πολιτικών αντιθέσεων στον καιρό μας, νομίζω ότι έχει λάθος ιδέα γι’ αυτήν. Η λογοτεχνία, παρόλα αυτά, είναι ανοιχτή, να φιλοξενήσει και καταστάσεις ατομικής ή συλλογικής οδύνης που σχετίζονται με το κοινωνικό και το οικονομικό μας γίγνεσθαι. Δεν μπορεί να είναι περίκλειστη, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίον εντάσσεσαι στην εποχή σου και δεν τίθεται θέμα για το αν εντάσσεσαι. Δύσκολα κάποιος σήμερα μπορεί να γράψει ένα αθηναϊκό διήγημα ή μια νουβέλα σαν να βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘80. Θα περάσουν ασφαλώς στο έργο του σήματα αυτής της μεγάλης μεταμόρφωσης που έχει συμβεί. Σημασία έχει πώς το επεξεργάζεται κανείς. Αν το πραγματεύεσαι για να κάνεις κήρυγμα και να αναπτύξεις έναν ηθικό λόγο, είναι καλύτερο να γράψεις δοκίμιο ή άρθρο. Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις με τη λογοτεχνία. Αν από την άλλη προκύψει ένας λογοτεχνικός αναστοχασμός, εκεί θα φανεί και η διαφορά της λογοτεχνίας από άλλους λόγους. Οι άλλοι λόγοι, ειδικά μέσα στην κρίση, ακόμα και αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι επιστημονικοί, φτιάχνουν πόλους και μέτωπα. Η λογοτεχνία πρέπει να κινείται στη λογική της απόχρωσης και όχι στην αντίθεση. Αν γίνει λόγος της αντίθεσης ή μάλλον πρόθεση «να φέρει σε αντίθεση», θα βλάψει την ιδιαίτερη λειτουργία της, που είναι μια λειτουργία γνώσης τρίτου τύπου. Δεν είναι απλώς παρηγορητικός ο ρόλος της αλλά και γνωστικός. Προσφέρει ενσυναίσθηση, μια βιωμένη γνώση η οποία ενσωματώνει ξένα πεπρωμένα. Η λογοτεχνία είναι φυσικά συνομιλητική τέχνη. Έχει σχέση με το βλέμμα και το οράν, είναι όμως και μία κλήση. Ο κόσμος σού απευθύνει κλήση, την έκκληση ουσιαστικά να τον αναπαραστήσεις με τον τρόπο της λογοτεχνίας, δηλαδή να τον αναπαραστήσεις με μη περιφρονητικό τρόπο. Υπάρχει ένα βλέμμα, μη βίαιο, μη κυριαρχικό. Η λογοτεχνία δεν θέλει να κυριαρχήσει στον κόσμο, θέλει να τον διασώσει, να διασώσει το αφανές και αυτά που περνούν απαρατήρητα στην καθημερινή τριβή. Η πεζογραφία άλλωστε μπαίνει πολύ γρήγορα στον βρώμικο πυρήνα της πραγματικότητας, εισδύει στο στομάχι της πραγματικότητας: είναι η πρόζα του κόσμου, η πεζολογία. Το έκανε ορισμένες φορές με ακραίο τρόπο, όπως συνέβη με το νατουραλισμό, ή σε μερικά σύγχρονα μυθιστορήματα της οδυνηρής λεπτομέρειας. Μπορούσε κάποιος να περιγράψει την ποδιά ενός μπακάλη σε δέκα σελίδες για παράδειγμα. Έσωσε, όμως, έτσι την πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας από την ίδια της την τάση προς τη λήθη. Υπάρχει φυσικά μια ολόκληρη συζήτηση και ιδιαίτερα στο χώρο της ποίησης για το σωτηριολογικό χαρακτήρα της, για το αν η τέχνη εν γένει σχετίζεται με μια έννοια λύτρωσης ή πρέπει να τη δούμε πιο φορμαλιστικά. Θεωρώ ότι δεν μπορείς να το διαχωρίσεις αυτό το ερώτημα. Πιστεύω όμως πως αυτή η σωτηρία δεν είναι κοινωνική, ταξική ή εθνική: δεν εγγράφεται στην ιδεολογία και στις υποδείξεις της. Είναι μάλλον η σωτηρία των κόσμων της ζωής από τη φθορά.
Είστε ένας άνθρωπος που δοκιμάζεται σε διαφορετικά είδη λόγων: ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, αρθρογραφία, ποίηση, δοκίμιο, διήγημα. Πώς διαχειρίζεστε όλα αυτά τα είδη λόγου και τι αποστάσεις χρειάζεται να κρατάτε μεταβαίνοντας από το ένα στο άλλο;
Αυτή η ερώτηση είναι πάντα η πιο δύσκολη, και αν δεν μου την θέτουν ευθέως, την υπαινίσσονται πάντως. Νομίζω ότι τώρα δεν μπορώ να γράφω παράλληλα δοκίμιο και διήγημα, για παράδειγμα. Αυτό το κατάλαβα σταδιακά ˙ όσο περνούσαν τα χρόνια έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο. Με την ποίηση δεν ισχύει το ίδιο επειδή το ποίημα μπορεί και δραπετεύει από τις άλλες άχαρες χρήσεις του χρόνου, είναι ένα πέταγμα. Δεν απαιτεί ούτε το χρόνο ούτε την ιδιαίτερη «απομόνωση» της πεζογραφίας. Ο Σεφέρης έγραφε ποίηση ζώντας ως διπλωμάτης σε καιρούς δύσκολους. Από την άλλη, βέβαια, και πολλοί πεζογράφοι έκοβαν τη μέρα τους στα δυο και στα τρία. Αλλά για μένα, κάποια είδη του λόγου είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικά: το ένα εποφθαλμιά τον ζωτικό χρόνο και την ιδιαίτερη «διάθεση» του άλλου.
Είμαι φυσικά άνθρωπος που έχει μάθει σε πολλά βλέμματα, σε πολλά συστήματα καθημερινής πλοήγησης. Μπορώ να περνάω από το ένα λεξιλόγιο σε κάποιο άλλο, αλλά με δυσφορία πια και δυσκολία ανάμεσα στο δημιουργικό έργο και στα θεωρητικά κείμενα. Κακά τα ψέματα, η διαχείριση της «ποικιλίας» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Με βοήθησε, ωστόσο, να ανακαλύψω πράγματα. Αν είχα μείνει μόνο σε μία απ’ όλες τις πραγματικότητες, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να προχωρήσω λίγο περισσότερο με τη γραφή. Έχει όμως και ένα τίμημα κι ένα ρίσκο: οι άνθρωποι που προέρχονται από τα πανεπιστήμια ή από το χώρο του κοινωνικού-πολιτικού στοχασμού, αντιμετωπίζονται με κάποια καχυποψία στο λογοτεχνικό πεδίο. Πρέπει να αποδείξεις με κάποιον τρόπο τη σχέση σου με το πεδίο, να δείξεις ότι έχεις σοβαρή πρόθεση και αφοσίωση. Χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι θα κάνεις μόνο αυτό. Υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή μου που πρέπει να τα υπηρετήσω ως ένα βαθμό. Πρέπει όμως, να το ξεκαθαρίσω, γιατί έχει πια πολύ μεγάλη σημασία: η λογοτεχνία δεν συνιστά για μένα πάρεργο, διάλειμμα, «παρέκβαση». Με ενδιαφέρει πολύ η περιπέτειά της.
«Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», τελικά -για να θυμηθούμε και τις επιρροές σας από την χαϊντεγκεριανή σκέψη;
Ναι, αν με το «ποιητικά κατοικώ» σημαίνει για μένα ότι δεν περιφρονώ τα σκεύη και εργαλεία της ζωής, τον κόσμο της ζωής. Το ποιητικό δεν υπονοεί εδώ άρνηση της καθημερινότητας. Δεν έχει τον ιερατικό και αριστοκρατικό χαρακτήρα που πολλές φορές νοσταλγούσε ο Χάιντεγκερ λόγω της κοσμοθεωρητικής του προκατάληψης˙ μιλώ για το πρότυπο του σοφού, στοχαστικού ανδρός της εποχής του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη. Εγώ θα ερμήνευα το «ποιητικά κατοικείν» ως εμπειρία ενδοκοσμική: κατοικώ αφενός μέσα στον κόσμο αλλά και δίπλα στον άλλον. Η ηθική αυτής της κατοίκησης σχετίζεται με την απαλή χρήση του κόσμου, με μια προκαταρκτική ευμένεια προς το ασήμαντο.
Οποιαδήποτε αναπαράσταση -η σκέψη μας, ο τρόπος με τον οποίο χτίζουμε, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε τις κοινωνικές σχέσεις σε οποιαδήποτε κοινωνικό σύστημα- εκλύει ως ένα βαθμό κάποια βία. Η ποίηση είναι μια πρόσχαρη ιδιοποίηση των πραγμάτων στην εμφάνισή τους, είναι δηλαδή η ανάδυσή τους στο φαίνεσθαι, η φωταύγειά τους με φροντίδα όμως και για το σκιερό τους υπόβαθρο. Υπάρχει, ως γνωστόν, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο ή ύστερο Χάιντεγκερ. Ο πρώτος ορίζει την αλήθεια ως μη λήθη των πραγμάτων, ορίζει δηλαδή το «α» ως στερητικό. Στη δεύτερη περίοδο της σκέψης του με την οποία και ασχολήθηκα περισσότερο κάποτε, το «α» δεν είναι στερητικό αλλά μέρος της αλήθειας. Μέρος της αλήθειας είναι πια η λήθη, δεν είναι άρνηση της αλήθειας αλλά κατά κάποιο τρόπο αυτοπροστασία της αλήθειας από το «εκτίθεσθαι». Η συγκάλυψη γίνεται έτσι μέρος της σωτηρίας των πραγμάτων, δεν πρέπει όλα να βγουν στο φως, δεν πρέπει όλα να φανερωθούν. Πρέπει, με κάποιον τρόπο, να διατηρηθεί το μυστικό: να διατηρηθεί η λήθη μέσα στην αλήθεια ως θετική στιγμή της ίδιας της αλήθειας. Αυτό βέβαια είναι οφειλή του Χάιντεγκερ στον Νίτσε ο οποίος έλεγε πως το πέπλο και το ψεύδος δίνουν νόημα στον κόσμο. Με άλλα λόγια, αν όλα έβγαιναν στο φως δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Δεν μπορεί κάποιος να ζει μονίμως με αφυπνισμένη τη συνείδηση, σε μια τρομακτική διαφάνεια. Χρειάζεται και ο ύπνος. Ο «ύπνος» είναι μια άρνηση της κίνησης, αλλά την ίδια στιγμή όρος απαραίτητος για να μπορεί να υπάρχει κίνηση.
Επέρχεται ισορροπία ανάμεσα στο στοχαστικό βίο και στο μόχθο, ανάμεσα στην “vita activa” και στην “vita contemplativa”, όπως γράψατε στη «Γυναίκα με Ποδήλατο» και πώς λειτουργεί η κανονικότητα στη γραφή;
Δεν πολυπιστεύω στα μαθήματα ισορροπισμού. Είναι καλό να ευχόμαστε την ισορροπία και την αρμονία, γνωρίζοντας όμως ότι δύσκολα επιτυγχάνονται. Στιγμές μόνο. Τότε μπορεί να υπάρξει, δεν μπορείς όμως να είσαι επαρκώς ισορροπημένος, γιατί η ζωή έχει πολλές γωνίες και η καθημερινότητα λοξοδρομήσεις και πάθη. Ακόμα και η ρουτίνα έχει πολλές γωνίες, δεν είναι ένα γκρίζο ομοιόμορφο πλαγκτόν. Η ισορροπία γίνεται ένα ιδεώδες της στιγμής και είναι πολύ δύσκολο να την βρεις ειδικά σε καιρούς όπου οι περισσότεροι πιεζόμαστε όπως συμβαίνει κυρίως αυτά τα τελευταία χρόνια. Έχω ξαναπεί ότι μια μορφή ρουτίνας είναι προϋπόθεση της ελευθερίας και όχι άρνησή της. Και βέβαια τόσο στη γραφή όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε όλα τα άλλα ζητούμενα της ζωής μας, πρέπει να υπάρχουν άξονες, κανόνες και σημεία σταθερής επαφής. Χωρίς κανόνες θα ήταν αβίωτη η ζωή. Βέβαια οι κανόνες οι ίδιοι δεν είναι γοητευτικοί, δεν έχουν και πολλή χάρη. Τη χάρη πάντα τη συνδέουμε όχι τόσο με την αταξία όσο με την υπέρβαση των κανόνων, με το σπάσιμο μιας ρουτίνας και την παραβίαση του πρωτοκόλλου. Και τον έρωτα τον φανταζόμαστε ως μικρό ή μεγάλο ρήγμα σε μια ρουτίνα και τη ρουτίνα συχνά ως καταστροφή του έρωτα και της σαγήνης. Θεωρώ όμως ότι ένα από τα πράγματα που κάνει η λογοτεχνία είναι να μας υπενθυμίζει ότι οι ρουτίνες είναι στοιχείο της ελευθερίας γιατί χωρίς αυτές δεν μπορείς να αναρωτηθείς για την τάξη και την αταξία, για το νόημα και το μη νόημα. Όταν είσαι κυριολεκτικά βουτηγμένος στην έλλειψη ρουτίνας με την αρνητική έννοια -όπως για παράδειγμα ένας κυνηγημένος, ο πρόσφυγας ή αυτός που οι κάθε λογής τύραννοι του αρνούνται το δικαίωμα σε μια «πεζή καθημερινότητα»- βυθίζεσαι στο χάος. Για μένα κάθε καλλιτεχνική δημιουργία προϋποθέτει την απόσταση από το άμεσο βίωμα. Όχι όμως μια υπερβολική απόσταση στην εκδοχή της αποξένωσης γιατί όταν αποσύρεσαι συναισθηματικά σε ένα «οχυρό», δεν μπορείς να περιγράψεις τον κόσμο ούτε και να τον εξερευνήσεις λογοτεχνικά. Χρειάζεται όμως μια δημιουργική απόσταση από τα ωμά δεδομένα της εμπειρίας, από την ωμότητα των πραγμάτων. Άλλωστε η συνείδηση στη δική μας δυτική παράδοση είναι εν μέρει η άρνηση του πράγματος, είναι απόσταση και αποξένωση από την άγρια «αμεσότητα».
Πώς ακριβώς λειτουργεί ο τόπος στη γραφή σας;
Έχουν πολλή μεγάλη σημασία οι τόποι και τα ονόματά τους. Δεν θα μπορούσα να εγκαταστήσω ήρωες σε έναν αφηρημένο χωροχρόνο ούτε να τους αποκαλώ ο Α. και ο Χ. Δεν είναι θέμα ρεαλισμού ούτε σκηνικού για παραδοσιακή πλοκή. Για μένα η πλοκή δεν είναι και τόσο σημαντική, ειδικά στο διήγημα. Με ενδιαφέρει ο τόπος γιατί οι άνθρωποι έχουν σχέση με αυτούς, όχι με την έννοια της ρίζας, αλλά με την ιστορία και τη φθορά τους. Ο τόπος μπορεί βεβαίως να είναι το σκαμπό ενός μπαρ ή ένας δρόμος. Το αντικείμενο όμως των περισσότερων διηγημάτων μου, το θέμα τους, είναι ο χρόνος. Και στα καινούρια διηγήματα το θέμα μου είναι ο χρόνος και οι μυστηριώδεις συνάψεις των ανθρώπων με τον χρόνο. Ο χρόνος, όμως, πάει μαζί με τον τόπο, εκτός αν παρουσιάσουμε σχέσεις όπως σε ένα αφηρημένο θέατρο ή σε μια καθαρά εγκεφαλική πρόζα, όπου φωνές μιλούν σ’ ένα απροσδιόριστο σκηνικό. Αυτό το «ανεικονικό» εμένα δεν με ενδιαφέρει εκφραστικά.
Χρόνος και τόπος, λοιπόν, σφιχτά δεμένοι: να αναζητήσουμε επιρροές στο λογοτεχνικό σας έργο από τις χαϊντεγκεριανές σας καταβολές;
Υπάρχουν επιρροές αλλά και πολλά σημεία τομής. Να πω για τη χαϊντεγκεριανή περιφρόνηση προς τη νεωτερική κοινωνία, για τον υπερβολικό του φόβο απέναντι στην τεχνική, για τον ριζοσπαστικό αντιμοντερνισμό και την αντιπάθειά του για το δημοκρατικό ιδεώδες πράγμα που τον οδήγησε μέχρι τον εθνικοσοσιαλισμό; Θεωρώ λοιπόν ότι δεν πρέπει να υπερτονίζονται οι οφειλές μου στη σκέψη του Χάϊντεγκερ. Ας πάμε όμως σε κάτι άλλο τώρα. Αν αυτό που λέμε για τους τόπους και τη μνήμη το μεταφέρουμε από το λεγόμενο «εργαστήρι του συγγραφέα» στο εργαστήρι του πολιτικού θεωρητικού, μπορεί να προκύψει κάποια τερατογένεση: ένας εθνικιστικός ελληνοκεντρισμός ή και μια κατ’ επίφαση βαθιά κριτική στη «σύγχρονη αλλοτριωμένη κοινωνία». Από το εγκώμιο του πατρώου τόπου μπορούν να φυτρώσουν ένα σωρό δηλητηριώδη ιδεολογικά μανιτάρια. Θέλει προσοχή. Προσπαθώ απ’ την πλευρά μου να τηρώ τη διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα του λόγου. Έχουμε όμως μιαν αυθόρμητη τάση να τα ενοποιούμε. Δεν λειτουργεί ο κόσμος με διαχωρισμούς στην καθημερινότητα και τη γλώσσα του, αλλά όταν φτάσουμε στην πρότασή μας για την πολιτεία και τη δημοκρατία, εκεί οφείλουμε να κάνουμε διαχωρισμούς και αναλυτικές διακρίσεις. Δεν μπορείς να ξεκινάς από μια ποιητική θεώρηση του τόπου και της «ρίζας» σου για να συλλάβεις λχ. το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης ή για να καταγγείλεις τις ανεπάρκειες του φιλελεύθερου πολιτισμού. Αν πάμε προς τα δημόσια και πολιτικά προβλήματα έχοντας κατά νου μια λυρική πατριδογνωσία, θα φτάσουμε σε μια άκρως αρνητική αντίληψη και στο συμπέρασμα πως οποιαδήποτε μορφή υπέρβασης του εθνικού και τοπικού στοιχείου είναι αλλοτρίωση, βία η απώλεια της ψυχής μας. Βλέπω συχνά να καταφεύγουμε σε έναν υπερφορτωμένο ηθικό λόγο απέναντι στην πορεία του σύγχρονου κόσμου. Εδώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας αρνητικότητας που τείνει στον πολιτικό μηδενισμό και στην ιδέα ότι όλα είναι απάτη και εκ των άνω χειραγώγηση. Είναι όμως τελείως άγονο να ανεμίζουμε μια ρητορική του χαμού και της καταστροφής. Η διάγνωση του «κακού» (η εκτίμηση ότι τα πράγματα πάνε κατά διαόλου και ο κόσμος μας είναι γεμάτος αρνητικά) γίνεται πια η πιο τετριμμένη και τεμπέλικη απόφανση, ένας άνευρος αυτοματισμός. Ειδικά σε καλλιτεχνικά περιβάλλοντα ή σε συνεντεύξεις συγγραφέων και δημιουργών κυριαρχεί αυτή η διαγνωστική της «κοινωνικής σήψης» και της καθολικής παρακμής. Θα προτιμούσα κάτι άλλο: να μεσολαβήσουμε κριτικά ανάμεσα στις δεδομένες πραγματικότητες για να βελτιώσουμε και να διορθώσουμε. Σε αυτό εξάλλου πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει η λογοτεχνία, το πνεύμα της λογοτεχνίας: σε μαθαίνει σ’ ένα βλέμμα πιο υπομονετικό απέναντι στα πράγματα. Πλησιάζεις πιο πολύ τα πράγματα με τη λογοτεχνία σαν να θέλεις να τα μάθεις και όχι πρωτίστως σαν να επείγεσαι να τα κρίνεις.
Τι αναγνώστες προτιμάτε; Ψυχαναγκαστικούς ή αδηφάγους, όπως κάνατε τη διάκριση στη «Γυναίκα με Ποδήλατο»; Ποια είναι η γνώμη σας για την ανάγνωση σήμερα;
Εγώ πάντως υπήρξα αδηφάγος αναγνώστης. Πολλές φορές περνούσα άτσαλα από το ένα βιβλίο στο άλλο. Αυτό που ξέρω είναι ότι θα επιθυμούσα τον αναγνώστη που θέλει να συνομιλήσουμε. Και αυτό νομίζω ότι έχει γίνει σε ένα βαθμό με ένα κοινό το οποίο είναι πραγματικά ευρύ και πολύ διαφοροποιημένο στη σύνθεσή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και μεγάλο. Το διήγημα έχει πάντα όρια στο πόσους μπορεί να συναντήσει. Παρόλα αυτά εξαρχής διαπίστωσα να λειτουργεί μια μορφή έμμεσης συνομιλίας. Σε «βρίσκουν» οι αναγνώστες σου και τότε καταλαβαίνεις αυτόν που έχει διαβάσει το βιβλίο και τον άλλον που αισθάνεται την ανάγκη να πει μια φιλοφρόνηση. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως η λογοτεχνία μου διαβάστηκε πολύ περισσότερο εκτός πανεπιστημίου παρά εντός. Διαβάστηκε από έναν κόσμο που δεν έχει καμιά σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Θεωρώ εδώ ότι ένα από τα αρνητικά του ακαδημαϊκού χώρου είναι, ότι πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες –λόγω των ειδικών συνθηκών του πεδίου– δεν διαβάζουν άλλα πράγματα έξω από το στενό ερευνητικό τους αντικείμενο. Κυρίως στους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά και στο χώρο της φιλοσοφίας και ευρύτερα της θεωρίας, νομίζω ότι έχει υπάρξει ένα διαζύγιο με τη λογοτεχνική απόλαυση. Οι παλιότερες γενιές φιλοσόφων, κοινωνιολόγων ή πολιτικών στοχαστών είχαν μια πιο διευρυμένη αντίληψη για την πνευματική καλλιέργεια. Τελευταία έπεσε στα χέρια μου η αλληλογραφία του Αντόρνο με τον Τόμας Μαν, όπου είχαν μια συνομιλία για το βιβλίο του τελευταίου, τον «Δόκτωρ Φάουστους». Νομίζω ότι τέτοιες συνομιλίες λείπουν και είναι μεγάλο έλλειμμα η στεγανοποίηση των πεδίων. Υπάρχει όμως και το αντίθετο: ειδικά στο χώρο των ποιητών έχω διαπιστώσει από παλιά την αντιπάθεια για οποιοδήποτε θεωρητικό εγχείρημα. Για κάποια χρόνια κυριάρχησε λοιπόν μια έντονη αντιθεωρητική στάση με παρωχημένα ρομαντικούς και αντιεπιστημονικούς τόνους. Για μένα πρέπει να υπάρχει σχέση μεταξύ των διακριτών πεδίων και όταν λέω σχέση εννοώ τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των οριζόντων. Είναι διακριτοί ορίζοντες κατανόησης του κόσμου και πρέπει να παραμείνει η διαφορά τους. Δεν υπάρχει όμως λόγος να γυρίζει ο ένας την πλάτη στον άλλον.
Αναμένουμε λοιπόν να κυκλοφορήσει η δεύτερη συλλογή διηγημάτων σας. Πείτε μας μερικά πράγματα για αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο φέρει όπως είπαμε τον τίτλο «Άντρας που πέφτει» και περιλαμβάνει δέκα διηγήματα. Είναι διηγήματα που ενδεχομένως αναζητούν μια μεγαλύτερη έκταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το επόμενο βήμα μου θα είναι νουβέλα ή μυθιστόρημα. Ίσως το επόμενο βήμα να είναι ξανά κάποιο πολιτικό δοκίμιο. Ξαναδιαβάζοντας στη διόρθωση τα διηγήματα αναρωτήθηκα μήπως κάποια από αυτά έχουν κάπως απότομο τέλος. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό έχει σχέση περισσότερο με τον τρόπο που βλέπω τα  πράγματα. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι σχέσεις και συνομιλίες στη ζωή ολοκληρώνονται μ’ ένα «στρογγυλό» τρόπο. Τις περισσότερες φορές μένει η γεύση του ημιτελούς, μένει το μισό πράγμα στη ζωή. Κάποτε το «μισό πράγμα» είναι πιο ισχυρό από το ολόκληρο. Στο κάτω-κάτω οι περισσότερες ιστορίες που γνωρίζω δεν έχουν ολοκληρωμένη πλοκή, ούτε αυτή η πλοκή χρειάζεται πάντα να υποκύπτει στη λογική της ολοκλήρωσης, όπου με έναν τρόπο πειστικό όλα αποκτούν το τελικό τους νόημα. Νομίζω πως τις περισσότερες φορές τα πράγματα τελειώνουν με το κλείσιμο μιας πόρτας. Τι μένει απέξω, τι μένει από μέσα δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Υποθέτουμε, απλά, ότι ξεχάσαμε και πάλι να πούμε τα πιο σημαντικά. Και ύστερα ψάχνουμε ένα δεύτερο κλειδί.

Οι “Καραμάζοφ” από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας στη Στέγη



Με  μια πρωτοποριακή πρόταση το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας παρουσιάζει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς (3 έως 6 Ιανουαρίου) τους Αδελφούς Καραμάζοφ”, του Ντοστογιέφσκι.
Η πεντάωρη παράσταση του ιστορικού Θεάτρου του Τσέχοφ και του Στανισλάφσκι βγαίνει πρώτη φορά εκτός ρωσικών συνόρων. Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης Κονσταντίν Μπογκομόλοφ τοποθετεί τους ήρωες σ’ ένα hi-tech περιβάλλον εταιρικών γραφείων με μαρμάρινη επένδυση, τύπου μαυσωλείου, με αίθουσες VIP, σολάριουμ όπου παρελαύνουν αλλόκοτες φιγούρες, ενώ το ηχητικό περιβάλλον της παράστασης ντύνεται με μουσική από ρώσικη ποπ μέχρι μπαλάντες του Φρέντι Μέρκιουρι και του Νικ Κέιβ.
Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, ο νεότερος από τους Καραμάζοφ ερμηνεύεται από γυναίκα ηθοποιό, γιατί, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σημείωμα του έργου, «ο εμφύλιος αλληλοσπαραγμός δεν αφορά μόνο μία οικογένεια ή αποκλειστικά το ανδρικό φύλο, αλλά όλη την ανθρωπότητα».
Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους Κονσταντίν Στανισλάφκσι και Βλάντιμιρ Νεμίροβιτς – Νταντσένκο και συνδέθηκε αμέσως με τη μεγάλη επιτυχία της παράστασης του «Γλάρου» (1898) του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία του Στανισλάφσκι.
Σ’ αυτό το θέατρο έκαναν πρεμιέρα όλα τα μετέπειτα έργα του Τσέχοφ («Θείος Βάνιας», «Τρεις αδερφές», «Βυσσινόκηπος») και σε αυτό εφαρμόστηκε η περίφημη μέθοδος υποκριτικής του Στανισλάφσκι, ενώ σφυρηλατήθηκε η ιδέα του ensemble ηθοποιών με ενιαίο ερμηνευτικό κώδικα και εγκαινιάστηκε ο αιώνας του σκηνοθέτη. Το θέατρο διανύει την 117η σεζόν λειτουργίας του και έμβλημά του εξακολουθεί να είναι ένας γλάρος με ανοιχτές φτερούγες.
Ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, ως σκηνοθέτης, συγγραφέας, ενίοτε ακόμη και ως ηθοποιός, έχει λάβει αρκετά βραβεία στην πατρίδα του, έχει υπάρξει πολλές φορές υποψήφιος για το Εθνικό Βραβείο «Χρυσή Μάσκα» και έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε ευρωπαϊκά θέατρα και διεθνή φεστιβάλ Θεάτρου, όπως το Εθνικό Θέατρο της Πολωνίας στη Βαρσοβία, το Festwochen στη Βιέννη και το Theatterformen στο Αννόβερο.
Ανεβάζοντας τον «Ιδανικό σύζυγο» του Όσκαρ Ουάιλντ σαν trash κωμωδία ή παρουσιάζοντας τον «Βασιλιά Ληρ» ως καρκινοπαθή γυναίκα, ο 40χρονος Μπογκομόλοφ θεωρείται ένας από τους πιο ριζοσπαστικούς σκηνοθέτες του ρώσικου θεάτρου. Οι «Καραμάζοφ», με υπότιτλο «Μια ονειροφαντασία του σκηνοθέτη Κ. Μπογκομόλοφ» αποτελούν την τέταρτη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

OCTAVIO PAZ "Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ"



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Ξεδιπλώνεται το μέσα βλέμμα, και ένας κόσμος ιλίγγου και πυρός
στου ονειροπόλου γεννιέται το μέτωπο:
ήλιοι γαλάζιοι, πράσινοι ανεμοστρόβιλοι, ράμφη φωτός που τρυπάνε
κι ανοίγουνε τ’ άστρα σαν νά ’τανε ρόδια,
ηλιοτρόπιο μονήρες, μάτι χρυσό που γυρνάει στο κέντρο μιας
καμένης σπιανάδας,
δάση ηχηρά κρυστάλλινα, δάση αντιλάλων και απαντήσεων και
κυμάτων, διάλογος της διαφάνειας με άλλες διαφάνειες,
ο άνεμος! καλπασμός υδάτων ανάμεσα στ’ ατέρμονα τείχη του
λαιμού ενός αεριωθούμενου,
το άλογο, ο κομήτης, το πυροτέχνημα που πετυχαίνει την καρδιά
της νύχτας στο κέντρο, φτερά και σιντριβάνια,
φτερά, μιά αιφνίδια ανθοφορία πυρσών, κεριά, φτερούγες, της
λευκότητας συντελείται η κάθοδος,
πουλιά των νησιών να κελαηδούν κάτω από του ονειροπόλου
το μέτωπο.
Άνοιξα τα μάτια, τά ’στρεψα στον ουρανό, και πώς ω πώς είχε
κυμάτων σκεπαστεί με άστρα ολάκερη η νύχτα είδα!
Νησιά ζωντανά, βραχιόλια καιομένων νήσων, πέτρες να καίνε,
ν’ ανασαίνουν, συστάδες βράχων ζωντανών,
κι όλες εκείνες οι πηγές, τί διαύγεια, τί κόμες πάνω σε μια ράχη
ολόμαυρη,
κι όλα εκείνα τα ποτάμια να χύνοντ’ εκεί, κι εκείνος ο απόμακρος
ήχος του νερού κοντά στη φωτιά, του φωτός ο ήχος στη σκιά
απέναντι!
Άρπες, κήποι μόνο με άρπες!
Στο πλευρό μου όμως εγώ δεν είχα κανέναν.
Μόνο την πεδιάδα: κάκτοι, βάτοι, βράχοι θεόρατοι που έτριζαν
στον ήλιο αποκάτω.
Δεν τραγουδούσε ο γρύλος,
υπήρχε μι’ αόριστη οσμή ασβέστη και καμένων σπόρων,
οι δρόμοι του χωριού είσαν τα ξεραμένα ρυάκια
κι ο αέρας σε χίλια θά ’σπαγε κομμάτια έτσι και φώναζε κανείς:
Είναι κανείς εδώ;
Λόφοι φαλακροί, ηφαίστειο ανενεργό, πέτρες και λαχάνιασμα
κάτω από την τόση λάμψη, ξεραΐλα, γεύση σκόνης,
σούρσιμο ποδιών ξυπόλυτων στη σκόνη πάνω, κι ο πιπερόσχινος
στη μέση της πεδιάδας ίδιος απολιθωμένο σιντριβάνι!
Πες μου, ξεραΐλα, πες μου, γη καμένη, γη οστέων αλεσμένων,
πες μου, σελήνη εσύ η τα λοίσθια πνέουσα:
Νερό εδώ δεν έχει;
Άραγε μόνο αίμα υπάρχει εδώ, μόνο σκόνη, μόνο βήματα
υπάρχουνε από πόδια γυμνά πάνω στ’ αγκάθια,
μόνο κουρέλια και τροφή εντόμων και λήθαργος στο βέβηλο
το μεσημέρι: στο χρυσό αρχηγό μας;
Σωθήκαν πια των αλόγων τα χλιμιντρίσματα στου ποταμού τις όχθες,
ανάμεσα στα μεγάλα βότσαλα τα τόσο γλιστερά,
στο έλος, κάτω απ’ το πράσινο των φύλλων φως και στις κραυγές
ανδρών και γυναικών που λούζονται το χάραμα;
Πού είναι οι Θεοί; – το Καλαμπόκι, το Λουλούδι, το Νερό, το Αίμα –
οι Θεοί, η Παρθένος πού είναι;
Όλοι τους πέθαναν; Έφυγαν; Σπασμένα σταμνιά μονάχα στο φιλιατρό
του στερεμένου πηγαδιού;
Και μόνος ζωντανός ο βάτραχος; –
Μόνο ο γκριζοπράσινος βάτραχος λάμπει τώρα να φωτίζει του
Μεξικού τη νύχτα;
Μόνο ο χοντρός αρχηγός της Τσεμποάλα είν’ ακόμη αθάνατος;
Νά ’ναι γονατιστός στο θείο δέντρο του νεφρίτη που ’χει ποτιστεί με
αίμα και δύο σκλάβοι νιούτσικοι να του κάνουν εκεί αέρα,
νά ’ναι τις μέρες των μεγάλων λιτανειών επικεφαλής του χωριού και
ν’ ακουμπάει στο σταυρό: όπλο του και βακτηρία του,
με πανοπλία, με προσωπείο από σκαλισμένη πέτρα, και ν’ ανασαίνει
τον καπνό των πυροβολισμών σαν θυμίαμα πολύτιμο,
ή να περνά σαββατοκύριακα στ’ οχυρωμένο σπίτι του, δίπλα στη
θάλασσα, με την αγαπημένη του μαιτρέσσα και με τα διαμάντια
της όλα από νέον;
Μόνο ο βάτραχος είναι εδώ ακόμη αθάνατος;
Κοίταξ’ εδώ την πράσινη και κρύα οργή που ’χει για ουρά μαχαίρια
και γυαλιά κομμένα,
κοίτα το σκυλί και το ψωριάρικό του αλύχτισμα,
τη σιωπηλή αγαύη, τη φραγκοσυκιά, το ιριδισμένο κακτοειδές, δες το
άνθος που αιμορραγεί και μόνο για να αιμορραγεί υπάρχει,
το άνθος με την κοφτερή και ανοξείδωτη γεωμετρία σαν όργανο
λεπτότατο βασανισμών,
κοίτα τη νύχτα με τα μεγάλα δόντια και με το βλέμμα μαστίγιο, τη
νύχτα που σφάζει και γδέρνει μ’ ένα κοτρόνι αόρατο,
άκου τα δόντια που συγκρούονται με δόντια,
άκου τα κόκκαλα που συντρίβονται στα κόκκαλα,
το τύμπανο του ανθρώπινου δέρματος το βαράει το κόκκαλο που το
λεν μηριαίο,
το τύμπανο του στήθους το βαράει η φτέρνα η μανιασμένη,
το ταμ-ταμ των τυμπάνων στ’ αφτιά το βαράει ο ήλιος με το
παραλήρημά του,
κοίταξ’ εδώ τη σκόνη που σηκώνεται σαν κίτρινος άνακτας και
ξεριζώνει τα πάντα και χορεύει μόνος του μέχρι που
σωριάζεται χάμω
σαν δέντρο που του ξεραθήκαν οι ρίζες απότομα, σαν πύργος που τον
εγκρέμισε του ανέμου μι’ ανάσα,
κοίτα τον άνθρωπο που πέφτει και σηκώνεται και τρώει σκόνη και
σέρνεται,
το ανθρώπινο έντομο που σκάβει το βράχο και τρυπά τους αιώνες και
τρέμει στο φως,
δες εδώ το σπασμένο βράχο, τον σπασμένο άνθρωπο, το φως δες εδώ
το σπασμένο.
Μάτια ανοιχτά και μάτια κλεισμένα – το ίδιο τάχα κάνει;
Κάστρα ενδότερα που τα πυρπολεί ο στοχασμός για νά ’βγει κάτι
άλλο, καθαρότερο, στη θέση τους, όλο λάμψη και όλο θάμπος,
σπόρος μιάς εικόνας που μεγαλώνει για να γίνει δέντρο που θα σπάσει
το κρανίο,
λέξη που γυρεύει χείλη να την πούνε,
πάνω στην αρχαία ανθρώπινη πηγή πέτρες έχουνε πέσει μεγάλες,
αιώνες βράχοι, χρόνια πλάκες, λεπτά της ώρας ξερολίθαρα έχουνε
πέσει πάνω στην πηγή την ανθρώπινη.
Πες μου, ξεραΐλα, πέτρα γυαλισμένη απ’ το φαφούτη χρόνο,
από τη φαφούτα πείνα,
σκόνη αλεσμένη από δόντια που ’ναι αιώνες, από αιώνες που είναι
πείνες,
πες μου, σπασμένη στάμνα που ’πεσες στη σκόνη, πες μου, σε ρωτάω,
γεννιέται φως, αν θα τριφτούν κόκκαλο με κόκκαλο, άνθρωπος με
άνθρωπο, πείνα με πείνα,
ίσαμε να τιναχτεί στο τέλος η σπίθα, η κραυγή, ο λόγος,
ίσαμε να τρέξει το νερό στο τέλος και να πεταχτεί το δέντρο
πλατύφυλλο και τυρκουάζ;
Πρέπει να κοιμόμαστε με μάτια ανοιχτά, να ονειρευόμαστε πρέπει
με τα χέρια μας,
να ονειρευόμαστε τα όνειρα τα ενεργά του ποταμού που ψάχνει να
βρει το ρεύμα του, τα όνειρα του ήλιου που ονειρεύεται τους
κόσμους του,
πρέπει να ονειρευόμαστε μεγαλοφώνως και πρέπει να τραγουδάμε,
ώσπου να πετάξει ρίζες το τραγούδι μας, νά ’χει πια κορμό, κλαδιά,
πουλιά και αστέρια,
να τραγουδάμε μέχρι να γεννήσει το όνειρο στο πλάι του κοιμώμενου
της αναστάσεως το στάχυ το κόκκινο,
της γυναίκας το νερό, την πηγή για να πίνουμε και να κοιταζόμαστε
και ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας και ν’αναλαμβάνουμε,
την πηγή που μας λέει ότι είμαστε άνθρωποι, την πηγή που ομιλεί
κατά μόνας τη νύχτα και μας καλεί με τ’ όνομά μας,
την πηγή των λόγων για να λέμε εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, κάτω απ’ το
μεγάλο δέντρο, της βροχής το ζωντανό το άγαλμα,
για να λέμε τις όμορφες αντωνυμίες, να γνωρίζουμε τον εαυτό μας
και νά ’μαστε οι πιστοί των ονομάτων μας,
πρέπει να ονειρευόμαστε κατά πίσω, επί τας πηγάς, πρέπει να
ξανακυλήσουμε και να φτάσουμε πάνω ψηλά πίσω στους αιώνες,
να πάμε πέρα από τη νηπιακή ηλικία, πέρα απ’ την αρχή, πέρα από
το νερό του μυστηρίου του βαπτίσματος,
να γκρεμίσουμε τους τοίχους που χωρίζουν τους ανθρώπους, να
ενώσουμε και πάλι ό,τι έχει χωριστεί,
ζωή και θάνατος δεν είναι κόσμοι αντίθετοι, είμαστε ένας μόνος μίσχος
μονός με δύο άνθη δίδυμα,
πρέπει να ξεθάψουμε τον χαμένο λόγο, να ονειρευτούμε προς τα μέσα
και συνάμα προς τα έξω,
ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το τατουάζ της νύχτας και να κοιταχτούμε
ίσια με το μεσημέρι σκίζοντάς του τη μάσκα του,
να λουστούμε στο φως του ήλιου και να γευτούμε καρπούς νυκτερινούς
και να συλλαβίσουμε τα γραπτά των ποταμών και των αστέρων,
να θυμηθούμε τί λένε το αίμα και η παλίρροια, η γη και το κορμί, να
επιστρέψουμε στο σημείο εκκινήσεως,
ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε πάνω ούτε κάτω, στο σταυροδρόμι εκείνο
απ’ όπου αρχίζουν όλοι οι δρόμοι,
γιατί το φως τραγουδάει με φλίφλισμα νερών, με των φύλλων το
φλίφλισμα τραγουδάει το φως,
και η αυγή γέμει καρπών, φιλιωμένες η ημέρα και η νύχτα κυλούν μαζί
σαν ποταμός στεκάμενος,
η ημέρα και η νύχτα, ο ήλιος και η σελήνη χαϊδεύονται απαλά και αργά
σαν άντρας και γυναίκα ερωτευμένοι,
σαν ένας ποταμός που κυλάει και κατεβάζει ακατάπαυστα κάτω από
αψίδες αιώνων τις εποχές και τους ανθρώπους,
πέρα, στο ζωντανό κέντρο της αρχής, πιο πέρα, κι ακόμα πιο πέρα,
επέκεινα, και του τέλους και της αρχής επέκεινα.
Μεξικό 1955

Ὁρισμὸς ὅνπερ ἔστειλεν ὁ Σινὰν πασιὰς ὁ τοῦ Σουλτὰν Μουρὰτ βεζίρης εἰς τὰ Ἰωάννινα ἐπὶ ἔτους ΄ στϠληω .:. [=1430 μ.X.]



 Τῆς κεφαλῆς τῶν κεφαλάδων καὶ αὐθέντου πάσης Δύσεως, τοῦ Σινὰν πασιὰ ὁρισμὸς καὶ χαιρετισμὸς εἰς τὸν πανιερώτατον μη- τροπολίτην Ἰωαννίνων καὶ εἰς τοὺς ἐντιμοτάτους ἄρχοντες, τόν τε καπετάνον Στρατηγόπουλον καὶ τὸν υἱὸν τοῦ Καπετάνου τὸν κὺρ Παῦλον καὶ εἰς τὸν πρωτοστράτορα τὸν Μπουήσαβον καὶ εἰς τὸν πρωτασιγκρήτη τὸν Στανίτζη καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς ἄρχοντες τῶν Ἰωαννίνων, μικρούς τε καὶ μεγάλους. Νὰ ἠξεύρετε ὅτι μᾶς ἔστειλεν ὁ μέγας αὐθέντης νὰ παραλάβω- μεν τοῦ Δούκα τὸν τόπον καὶ τὰ κάστρη του. Καὶ ὥρισέν μας γοῦν οὕτως: ὅτι ὁποῖον κάστρο καὶ χώρα προσκυνήση μὲ τὸ καλόν, νὰ μηδὲν ἔχει κανένα φόβον, οὔτε κακὸν οὔτε κουρσεμὸν ἀλλ’ οὔτε κανέναν χαλασμόν. καὶ ὁποῖον κάστρο καὶ χώρα δὲν προσκυνή- σουσιν, ὥρισεν νὰ τὰ καταλύσω καὶ νὰ τὰ χαλάσω ἐκ θεμελίων, ὥσπερ ἐποίησα καὶ τὴν Θεσσαλονίκην. Διὰ τοῦτο γράφω καὶ λέγω σας ὅτι νὰ προσκυνήσετε μὲ τὸ καλὸν καὶ μηδὲν πλανηθῆτε καὶ ἀκούσετε τῶν Φραγκῶν τὰ λόγια ὅτι τίποτε δὲν σᾶς θέλουν ὠφε- λήσει, πλὴν ἂν σᾶς χαλάσουν καθὼς ἐχαλάσασιν καὶ τοὺς Θεσσα- λονικαίους. Καὶ ἕνεκεν τούτου ὀμνέω σας τὸν Θεὸν τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τὸν προφήτην Μωάμεθ καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια καὶ εἰς τοὺς ἑκατὸν εἰκοσιτέσσαρες χιλιάδες προφήταις τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ εἰς τὴν κεφαλήν μου καὶ εἰς τὸ σπαθὶ ὅπου ζώνομαι ὅτι νὰ μηδὲν ἔχετε κανέναν φόβον, μήτε αἰχμαλωτι- σμόν, μήτε πιασμὸν παιδίων, μήτε ἐκκλησίας νὰ χαλάσωμεν, μήτε μασγίδι νὰ ποιήσωμεν ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκκλησίαις σας νὰ σημαίνουν καθὼς ἔχουν συνήθειαν. Ὁ μητροπολίτης νὰ ἔχῃ τὴν κρίσιν του τὴν ρωμαϊκὴν καὶ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ δικαιώματα· οἱ ἄρχοντες ὅσοι ἔχουσιν τιμάρια, πάλιν νὰ τὰ ἔχουσιν· τὰ γονικά τους, τὰ ὑποστα- τικά τους καὶ τὰ πράγματά τους ὅλα νὰ τὰ ἔχουν χωρίς τινος λόγου· καὶ ἄλλα εἴτι ζητήματα θέλετε ζητήσει νὰ σᾶς τα δώσωμεν. Εἰ τὲ καὶ σταθῆτε πεισματικὰ καὶ δὲν προσκυνήσετε μὲ τὸ καλὸν νὰ ἠξεύρετε ὅτι ὥσπερ ἐδιαγουματίσαμεν τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἐχαλάσαμεν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐρημώσαμεν καὶ ἀφανίσαμεν τὰ πάντα, οὕτως θέλομεν χαλάσει καὶ ἐσᾶς καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὸ κρῖμα νὰ τὸ γυρέψῃ ὁ Θεὸς ἀπ’ ἐσᾶς .:. Κωνσταντῖνος Ἄμαντος, «Ἡ ἀναγνώρισις ὑπὸ τῶν Μωαμεθανῶν θρησκευ- τικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁ ὁρισμὸς τοῦ Σινὰν Πασά», Ἠπειρωτικὰ Χρονικά, Α΄-Β΄ (1930), σ. 208