Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Ο συγγραφέας Σπύρος Γιανναράς προτείνει τα καλύτερα βιβλία του 2015!



"Η Αλεπού στη σκάλα" του Ηλία Παπαμόσχου, 



το "Μάρμαρα στη Μέση" του Δημήτρη Νόλλα,


 το "Εις Ελευθερίαν" της Ελεωνόρας Σταθοπούλου,


 οι "Δρόμοι" του Πέτρου Κουτσιαμπασιάκου, 



"Η δρακοντιά" του Στάθη Κοψαχείλη, 



το "Σύσσημον ή τα Κεφάλαια (βιβλίο δεύτερο)" του Νίκου Παναγιωτόπουλου,



το "Ένας απλός υπάλληλος βιντεοκλάμπ" του Τέλλου Φίλη,



 τα "Ποιήματα" του Θωμά Γκόρπα,


 το "Ημερολόγιο προσευχής" της Φλάννερυ Ο' Κόνορ,


, το "Σκέψεις για την αρχιτεκτονική σύνθεση" του Τάση Παπαϊωάννου,


το"Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας" του Νόρμπερτ Ελίας, 

οι "Τριλοβίτες" του Μπρις Πάνκεϊκ, 



Τα "διηγήματα" του Μάρκες, 



τα "Ποιήματα" του το "Χονολουλού και άλλα διηγήματα" του Σώμερσετ Μωμ, 


ο "Φαίδρος" του Πλάτωνα σε μετάφραση Σκουτερόπουλου,


η "Υποταγή" του Μισέλ Ουελμπέκ,



 ο "Τερματικός σταθμός" του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη,


, το "Πένθιμο Μπλουζ και άλλα ποιήματα" του Ωντεν σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά,


 είναι μερικά από τα καλύτερα βιβλία του 2015 που διάβασα μέσα στη χρονιά που φεύγει. Τα περισσότερα όμως βιβλία που διάβασα το 2015 δεν ήταν του 2015 και πολλά από αυτά ήταν συγκλονιστικά.


Σπύρος Γιανναράς 



Ο Σπύρος Γιανναράς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας στο Παρίσι. Εργάστηκε για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή γράφοντας κείμενα (κυρίως για το βιβλίο, τη φωτογραφία και τα εικαστικά) και παίρνοντας συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η "Νέα Εστία", το "Εντευκτήριο", η "Ευθύνη", το "Φρέαρ", "L'atelier du roman" κ.ά., δημοσιεύοντας κυρίως βιβλιοκριτικές και διηγήματα. 
Ασχολείται με την κριτική βιβλίου και τη μετάφραση.
Έχει μεταφράσει Pierre Assouline, Paul Auster, Laurent Mauvignier, Michel Houellebecq.


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Ο βασιλιάς έρχεται όποτε του καπνίσει, Άγρα
(2011)Ζωή χαρισάμενη, Πόλις
(2008)Ο Λοξίας, Ίνδικτος
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Το παρόν του παρελθόντος και το παρόν του μέλλοντος, Κουκκίδα
(2010)Ελληνικά ονόματα, Κέδρος
(2010)Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
(2009)Φωτογραφικόν Πρακτορείον "Δ.Α. Χαρισιάδης", Μουσείο Μπενάκη
(2009)Φωτογραφικόν Πρακτορείον "Δ.Α. Χαρισιάδης", Μουσείο Μπενάκη
Μεταφράσεις
(2015)Chaud, Benjamin, Ακροβατικά για αρκούδες, Κόκκινο
(2015)Houellebecq, Michel, Μορφολογία της τελευταίας όχθης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2015)Genet, Jean, 1910-1986, Το παιδί εγκληματίας, Άγρα
(2014)Mauvignier, Laurent, Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, Άγρα
(2014)Auster, Paul, 1947-, Σάνσετ Παρκ, Μεταίχμιο
(2013)Συλλογικό έργο, Ανθολογία σύγχρονης γαλλικής ποίησης, Άγρα
(2013)Auster, Paul, 1947-, Αόρατος, Μεταίχμιο
(2013)Auster, Paul, 1947-, Αόρατος, Μεταίχμιο
(2013)Assouline, Pierre, Οι βίοι του Ιώβ, Πόλις
Κριτικογραφία
σελ. 1 2    
Ανάπλους: Ένα καταγωγικό μυθιστόρημα [Θανάσης ΒαλτινόςΑνάπλους], http://www.lasttapes.gr, τχ. 6, Νοέμβριος 2015

Κλαυσίγελως εποχής [Κωνσταντίνος ΠουλήςΟ θερμοστάτης], www.bookpress.gr, 9.12.2014

Πέτρος Κουτσιαμπασάκος (1965-2014), "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 12.1.2014

Τα πορφυρά πανιά [Αλεξάντερ ΓκρινΤα πορφυρά πανιά], www.bookpress.gr, 7.1.2014

5 βιβλία του 2013 κι ένα του 2012, frear.gr, 23.12.2013

Πόλη παιδιών [Πέτρος ΚουτσιαμπασάκοςΠόλη παιδιών], www.bookpress.gr, 18.12.2013

Διασυρμός [Γιώργος - Ίκαρος ΜπαμπασάκηςΔιασυρμός], Περιοδικό "Νέα Εστία", τχ. 1858, Ιούνιος 2013

Ιλαροτραγικό πορτρέτο [Αύγουστος ΚορτώΟ άνθρωπος που έτρωγε πολλά], "Η Καθημερινή", 30.6.2012

Λαμπρό επίτευγμα, "Η Καθημερινή", 2.6.2012

Επίπονος μεταφραστικός μόχθος [Τ. Σ. ΈλιοτΤέσσερα κουαρτέτα], "Η Καθημερινή", 5.5.2012

Υποβλητικό κιαροσκούρο [Γιώργος ΜητάςΙστορίες του Χάλ], "Η Καθημερινή", 21.4.2012

Τάσος Μαντζαβίνος, μια άνω τελεία στη δουλειά του [Φίλιππος ΜπεγλέρηςΤάσος Μαντζαβίνος], "Η Καθημερινή", 7.4.2012

Άθροισμα ψηφίδων [Γιώργος ΣκαμπαρδώνηςΠεριπολών περί πολλών τυρβάζω], "Η Καθημερινή", 17.3.2012

Ο «ταξιδιώτης» φωτογράφος [Δημήτρης Παπαδήμος, ταξιδιώτης φωτογράφος], "Η Καθημερινή", 10.3.2012

Ένας πρώιμος Όσκαρ Ουάιλντ [Όσκαρ ΟυάιλντΒέρα η μηδενίστρια], "Η Καθημερινή", 6.1.2012

Ο χάρτης της χαμένης επικράτειας [Μισέλ ΟυελμπέκΟ χάρτης και η επικράτεια], Περιοδικό "Νέα Εστία", τχ. 1851, Ιανουάριος 2012

Ανθρωπιά και λογοτεχνία που ξεπηδούν μέσα από τον ζόφο και την κτηνωδία, "Η Καθημερινή", 23.12.2011

Λογοτεχνία όπως άλλοτε [Σεμπάστιαν ΜπάρυΕις γην Χαναάν], "Η Καθημερινή", 3.12.2011

Η τέχνη του Αντρέγιεφ [Leonid AndreyevΕκείνος και Το κόκκινο γέλιο], "Η Καθημερινή", 19.11.2011

Τόμος-κείμενα του συνθέτη Γ. Σισιλιάνου [Γιώργος ΣισιλιάνοςΓια τη μουσική], "Η Καθημερινή", 2.11.2011

Στο ναρκοπέδιο του διηγήματος [Κωστής ΚαλογρούληςΗ εξέλιξη του διηγήματος], "Η Καθημερινή", 6.8.2011

«Αντιφατικός και σκοτεινός ήρωας» [Μάριο Βάργκας ΓιόσαΤο όνειρο του Κέλτη], "Η Καθημερινή", 16.7.2011

Ώριμος σαρκαστής [Μισέλ ΟυελμπέκΟ χάρτης και η επικράτεια], "Η Καθημερινή"/ "Ειδική Έκδοση", 3.7.2011

Τα λαϊκά θεμέλια του μοντερνισμού [Άρης ΚωνσταντινίδηςΔυο "χωριά" απ’ τη Μύκονο. Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια. Ξωκκλήσια της Μυκόνου], "Η Καθημερινή"/ "Ειδική Έκδοση", 3.7.2011

Αριστούργημα σε νέα μετάφραση [Herman MelvilleΜπάρτλμπυ, ο γραφέας], "Η Καθημερινή", 25.6.2011

Πάτρικ Λη Φέρμορ, «Έλληνας» από επιλογή, πολίτης του κόσμου, "Η Καθημερινή", 15.6.2011

Η έκπληξη του Σάλιντζερ [Τζ. Ντ. ΣάλιντζερΕννέα ιστορίες], "Η Καθημερινή", 11.6.2011

Με το πάθος του αρχιτέκτονα, "Η Καθημερινή", 2.6.2011

Έξι καθημερινές μοιραίες ψευδαισθήσεις [Christopher ChabrisΟ αόρατος γορίλλας], "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 29.5.2011

Αναζητώντας το νόημα της γραφής [Danilo KišHomo poeticus], "Η Καθημερινή", 21.5.2011

Ο επίγειος κόσμος των κολασμένων [Χουάν ΡούλφοΟ κάμπος στις φλόγες], "Η Καθημερινή", 7.5.2011

Μνημειώδες έργο σε δέκα γλώσσες [Πολύγλωσσο εικονογραφημένο λεξικό όρων βυζαντινής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής], "Η Καθημερινή", 19.3.2011

Η «ελευθερία του υπόδουλου» απαιτεί και «ελευθερία του ελεύθερου» [Ζήσιμος ΛορεντζάτοςCollectanea], "Η Καθημερινή", 12.3.2011

Ερωτήματα ενώπιον του Κακού, "Η Καθημερινή", 5.3.2011

Asterios Polyp, ο νέος ήρωας του David Mazzuchelli, "Η Καθημερινή", 23.2.2011

Ο εφιάλτης της βράβευσης [Τόμας ΜπέρνχαρντΤα βραβεία μου], "Η Καθημερινή", 19.2.2011

Η αλληλογραφία δύο μεγάλων αναστημάτων [Στυλιανός ΑλεξίουΣτυλιανός Αλεξίου, Ζήσιμος Λορεντζάτος: Αλληλογραφία 1967 - 2003], "Η Καθημερινή", 15.2.2011

Με οδηγό το κέφι για τη λογοτεχνία [1.001 βιβλία], "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 13.2.2011

Οι τρεις ήρωες του Μέλβιλ [Χέρμαν ΜέλβιλΤρεις απόκληροι], "Η Καθημερινή", 29.1.2011

Πορτρέτα, «κομμάτια» ψυχών [Κώστας Ρούσσης: Ανωνύμων ταυτότητες], "Η Καθημερινή", 8.1.2011

Περιήγηση σε ιερά προσκυνήματα [Τα μοναστήρια του Στρυμόνα και της Ροδόπης], "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 31.12.2010

Σασπένς και φαντασία [Ray BradburyΠέθανε ο σκύλος, κατά τ' άλλα όλα καλά], "Η Καθημερινή"/ "Ειδική Έκδοση", 12.12.2010

Αδιάφορα διηγήματα [Guillermo ArriagaΡετόρνο 201], "Η Καθημερινή"/ "Ειδική Έκδοση", 12.12.2010

Αναπολώντας τον κόσμο της ελληνικής αρχοντιάς [Παναγιώτης ΤέτσηςΦαρμακείον Ευάγγελου Ραφαλιά], "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 5.12.2010

Με όχημα τη γλώσσα [Βάσω ΝικολοπούλουΒασιλική], "Η Καθημερινή", 27.11.2010

Ένα υπόγειο ρεύμα, ίχνος μιας φιλίας [Μισέλ ΟυελμπέκΔημόσιος κίνδυνος], "Η Καθημερινή", 17.11.2010

Θεός υπάρχει, η απόδειξη... [Laurence CosséΗ απόδειξη], "Η Καθημερινή", 13.11.2010

Παρωδία του νουάρ [Michel MaisonneuveΈνας Τσετσένος σκύλος στη Μασσαλία], "Η Καθημερινή", 25.9.2010

Η παλιά Αυστρία του Γιόζεφ Ροτ, "Η Καθημερινή", 28.8.2010

Ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής [Leonid AndreyevΗ σκέψη. Ο κυβερνήτης], "Η Καθημερινή", 31.7.2010

Ludwig Tieck (1773-1853), Οι Ελφ, ένα ρομαντικό παραμύθι. Μετάφραση Έλενα Νούσια


(Απόσπασμα από συνεργασία στο τεύχος 53 του περιοδικού “Μανδραγόρας”)
Ο πολυγράφος «βασιλιάς του ρομαντισμού»  Ludwig Tieck ήταν ποιητής, συγγραφέας, εκδότης, μεταφραστής και μελετητής λαϊκών μεσαιωνικών κειμένων και παραμυθιών. Γεννημένος στο Βερολίνο από πατέρα σχοινοποιό σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και φιλολογία. Συμμετείχε με τους Friedrich Hölderlin, August και Friedrich Schlegel, Novalis κ.ά. στον κύκλο των ρομαντικών της Ιένας, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής, και γνώρισε τους Goethe και Schiller. Έζησε για μεγάλα διαστήματα στην Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Διετέλεσε επίσης καλλιτεχνικός διευθυντής του βασιλικού θεάτρου της Δρέσδης και μετά του Βερολίνου.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα πρωτότυπα έργα του Tieck: Αμπντάλαχ, Διήγημα (Abdallah, Eine Erzählung) 1795,  Τα αδέρφια (Die Brüder) 1795, Πέτερ Λέμπρεχτ, μια ιστορία χωρίς περιπέτειες (Peter Lebrecht, eine Geschichte ohne Abenteuerlichkeiten) 1795-1796, Οι δύο πιο αξιοσημείωτες μέρες στη ζωή του Ζίγκμουντ (Die beiden merkwürdigsten Tagen aus Siegmunds Leben) 1796, Γουίλιαμ Λόβελ (William Lovell) 1795-1796, Ο παπουτσωμένος γάτος (Der gestiefelte Kater) 1797, Ο ξανθός Έκμπερτ (Der blonde Eckbert) 1797, Ο ιππότης  Μπλάουμπαρτ (Ritter Blaubart) 1797, Η ερωτική ιστορία της ωραίας Μεγκελόνε και του κόμη Πετερ φον Προβάνς (Liebesgeschichte der schönen Megelone und des Grafen Peter von Provence) 1797, Οι περιπλανήσεις του Φραντς Στέρνμπαλντ, μια παλιά ιστορία από τη Γερμανία (Franz Sternbalds Wanderungen, eine altdeutsche Geschichte) 1798, Το βουνό των Ρούνων  (Der Runenberg) 1804, Τα μάγια του έρωτα (Liebeszauber) 1811, Ο κύλικας (Der Pokal) 1811, Ποιήματα (Gedichte), 1921-1823, Ο λόγιος, Μια Νουβέλα  (Der Gelehrte, Novelle), 1827, Οι πολυτέλειες της ζωής (Des Lebens Überfluss) 1839. Σημαντικές μεταφράσεις του Tieck: Ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες (1799-1801) και τμήμα έργων του Σαίξπηρ μαζί με τους August Schlegel και την κόρη του, Dorothea Tieck  (1839-1840 και 1843-1844).

Δεύτερο κεφάλαιο
Τους φάνηκε πως βρίσκονταν και πάλι στο ύπαιθρο, επειδή τώρα στέκονταν στις όχθες μιας μικρής λίμνης. Ο ήλιος όμως δεν έλαμπε, ούτε έβλεπαν ουρανό από πάνω τους. Μια βαρκούλα τις περίμενε κι η Τσερίνα άρχισε με μεγάλο ζήλο να τραβάει κουπί. Προχωρούσαν γρήγορα. Όταν έφτασαν στη μέση των νερών, η Μαρί πρόσεξε ότι  από τη μικρή εκείνη λίμνη έφευγαν σ’ όλες τις κατευθύνσεις χιλιάδες αυλάκια, ρυάκια και κανάλια. «Αυτά τα νερά στα δεξιά μας» είπε το αστραφτερό παιδί «κυλάν κάτω από τους κήπους σας, γι’ αυτό είν’ έτσι ολάνθιστοι. Από εδώ βγαίνει κανείς στο μεγάλο ποτάμι».  Ξαφνικά  απ’ όλα τα κανάλια κι από τη λίμνη αναδύθηκαν αναρίθμητα παιδιά, που άρχισαν να κολυμπάν προς το μέρος τους. Πολλά φορούσαν στεφάνια από βούρλα και κρίνους της άμμου, άλλα κρατούσαν τρίαινες από κοράλλι κι άλλα φυσούσαν κυρτά κοχύλια. Ένας μπερδεμένος σάλαγος έκανε τις σκοτεινές όχθες ν’ αντιλαλούν χαρωπά. Ανάμεσα στα μικρά κολυμπούσαν πανέμορφες γυναίκες. Τα παιδιά πλησίαζαν άλλοτε τη μία κι άλλοτε την άλλη, κρεμιόνταν από το λαιμό ή το σβέρκο τους και τις καταφιλούσαν. Όλοι χαιρετούσαν την ξένη. Περνώντας μέσα από τη φασαρία άφησαν τη λίμνη και μπήκαν σ’ ένα ποτάμι που στένευε συνεχώς. Τελικά η βάρκα τους σταμάτησε να προχωράει. Βγήκαν, κι η Τσερίνα χτύπησε το βράχο. Εκείνος άνοιξε σαν δίφυλλη πόρτα και στο κατώφλι φάνηκε μια κατακόκκινη γυναικεία μορφή. «Όλα εντάξει;» ρώτησε η Τσερίνα. «Ω, έχουν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά» αποκρίθηκε η άλλη «Γεμάτοι χαρά! Μα και η ζέστη είναι υπέροχη!».
Ανέβηκαν μια γυριστή σκάλα και ξαφνικά η Μαρί βρέθηκε σε μια σάλα τόσο φωτεινή, που ένιωσε να τυφλώνεται. Τάπητες σε φλογερό κόκκινο σκέπαζαν με πορφυρές ανταύγειες τους τοίχους. Όταν τα μάτια της συνήθισαν κάπως, η Μαρί είδε για μεγάλη της έκπληξη να χοροπηδάν ολόχαρες στους τάπητες κάτι φιγούρες τόσο χαριτωμένες κι ομορφοκαμωμένες, που κυριολεκτικά ήταν ό,τι πιο θελκτικό θα μπορούσε ν’ αντικρίσει κανείς. Τα σώματά τους έμοιαζαν σαν από διάφανο, κοκκινωπό κρύσταλλο και θαρρούσε κανείς πως βλέπει το αίμα τους να κυλάει παιχνιδίζοντας στις φλέβες. Υποδέχτηκαν με γέλια το ξένο παιδί, και το χαιρέτισαν με διάφορες υποκλίσεις. Όταν όμως η Μαρί επιχείρησε να πλησιάσει, η Τσερίνα την τράβηξε ξαφνικά πίσω με δύναμη φωνάζοντας: «Θα καείς, μικρή Μαρί! Είναι φωτιά!».
Η Μαρί συνειδητοποίησε ότι έκανε ζέστη. «Γιατί αυτά τ’ αξιολάτρευτα πλάσματα» ρώτησε «δεν κατεβαίνουν από ‘κεί, για να παίξουν μαζί μας;». «Όπως εσύ χρειάζεσαι τον αέρα για να ζήσεις, έτσι κι εκείνα πρέπει να μένουν παντοτινά μέσα στη φωτιά. Εδώ έξω θα πέθαιναν. Κοίταξέ τα όμως τι ωραία που περνάν, πώς γελάν και ξεφωνίζουν! Οι φιγούρες αυτές στέλνουν τους ποταμούς της φωτιάς παντού κάτω από τη γη και υποχρεώνουν τα κόκκινα ρεύματα να κυλάν πλάι στα ρυάκια του νερού. Τα λουλούδια ανθίζουν, οι καρποί μεγαλώνουν και τ’ αμπέλια βλασταίνουν, επειδή τα πύρινα όντα είναι πάντα έτσι εργατικά και χαρούμενα. Μα θα ζεσταίνεσαι πολύ, ας βγούμε στον κήπο».
Εδώ το σκηνικό είχε αλλάξει. Το φως του φεγγαριού έλουζε τα λουλούδια, τα πουλιά σιωπούσαν και τα παιδιά κοιμόνταν σε λογής λογής ομάδες μες στις πράσινες φυλλωσιές. Όμως η Μαρί κι η φίλη της δεν ένιωθαν νύστα και περιπλανήθηκαν μέχρι το πρωί κουβεντιάζοντας για χίλια δυο πράγματα στη ζεστή, καλοκαιρινή νυχτιά.
Όταν ξημέρωσε, αφού προγευμάτισαν με καρπούς και γάλα, για να ξαναπάρουν δυνάμεις, η Μαρί είπε: «Γιατί δεν πάμε, έτσι γι’ αλλαγή, μέχρι έξω στα έλατα, να δούμε τι γίνεται;». «Ευχαρίστως» αποκρίθηκε η Τσερίνα «Έτσι θα μπορέσεις να επισκεφτείς και τους φρουρούς μας, που σίγουρα θα σ’ αρέσουν. Στέκονται ψηλά στα χείλη της γούβας, ανάμεσα στα δέντρα». Διέσχισαν ανθόκηπους, χαριτωμένα δασάκια γεμάτα με αηδόνια, ανηφόρισαν λόφους με αμπελώνες κι αφού ακολούθησαν για ώρα ένα διάφανο, στριφογυριστό ρυάκι, έφτασαν τέλος στα έλατα και στην κορφή του υψώματος που διέγραφε τα όρια εκείνης της περιοχής. «Καλά, πώς γίνεται» ρώτησε η Μαρί «η απόσταση μέχρι εδώ πάνω να είναι τόσο μεγάλη απ’ αυτή τη μεριά, ενώ απ’ έξω φαίνεται τόσο μικρή;». «Δεν ξέρω πώς» αποκρίθηκε η φίλη της «αλλά γίνεται». Ανηφόρισαν μέχρι τα σκοτεινά έλατα. Κρύος άνεμος φυσούσε απ’ έξω καταπάνω τους και το τοπίο μέχρι πέρα μακριά φαινόταν τυλιγμένο στην ομίχλη. Στην κορφή στέκονταν κάτι αλλόκοτες μορφές, με πρόσωπα σαν πασπαλισμένα με αλεύρι και με αποκρουστικά κεφάλια, σαν από λευκές κουκουβάγιες. Φορούσαν πτυχωτούς μανδύες από τραχύ μαλλί και κρατούσαν ανοιχτά ομπρελίνα από παράξενα δέρματα. Με κάτι φτερά νυχτερίδας, που ξεπρόβαλλαν περιπετειωδώς από τους μανδύες τους, ανάδευαν και κοπανούσαν ακατάπαυστα τον αέρα. «Μου έρχονται γέλια και μαζί με πιάνει φρίκη» είπε η Μαρί. «Να οι καλοί κι εργατικοί φρουροί μας» είπε η μικρή της σύντροφος «Στέκονται εδώ και ξεσηκώνουν με τα φτερά τους ανεμοστρόβιλους, για να κυριεύει μαύρος φόβος κι αλλόκοτο δέος όποιον διανοηθεί να μας πλησιάσει. Αλλά έχουν κουκουλωθεί έτσι, επειδή αυτή τη στιγμή έξω βρέχει και κάνει κρύο, κι αυτό δεν το αντέχουν. Εδώ κάτω ποτέ δε χιονίζει, ούτε φυσάει, ούτε κάνει κρύο, εδώ κάτω το καλοκαίρι είν’ αιώνιο, το ίδιο κι η άνοιξη. Οι σκοποί μας όμως δε θα επιβίωναν, αν δεν άλλαζαν κάθε λίγο βάρδια». «Μα ποιοι είσαστε επιτέλους;» ρώτησε η Μαρί, ενώ επέστρεφαν στους ευωδιαστούς κήπους «Ή δεν έχετε όνομα, για να σας αναγνωρίζουν;». «Ονομαζόμαστε Ελφ» είπε το φιλικό παιδί. «Κι απ’ όσο ξέρω, ο κόσμος μάς έχει ακουστά».
Άκουσαν ξαφνικά μεγάλη φασαρία στο λιβάδι: «Τ’ ωραίο πουλί! Ήρθε τ’ ωραίο πουλί!» φώναζαν τα παιδιά προς το μέρος των δύο κοριτσιών. Οι πάντες έσπευδαν στη σάλα. Νέοι και γέροι στριμώχνονταν ήδη στο κατώφλι. Όλοι ζητωκραύγαζαν κι από το σπίτι αντηχούσαν εορταστικές μελωδίες. Όταν μπήκαν μέσα, βρήκαν τη στρογγυλή αίθουσα κατάμεστη από κάθε είδους μορφές. Όλοι ατένιζαν ένα μεγάλο πουλί με αστραφτερό φτέρωμα, που διέγραφε αργά διαφόρων ειδών κύκλους στο εσωτερικό του τρούλου. Η μουσική ηχούσε πιο χαρούμενα από ποτέ, τα χρώματα και τα φώτα εναλλάσσονταν πιο γρήγορα. Επιτέλους η μουσική σίγησε και το πουλί πήρε θροΐζοντας θέση επάνω σ’ ένα αστραφτερό στέμμα, που αιωρούνταν στον αέρα κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο, που έλουζε το χώρο με φως από ψηλά. Το φτέρωμά του ήταν πορφυροπράσινο και το διέτρεχαν εκτυφλωτικές χρυσές λωρίδες, στο κεφάλι του σάλευε ένα διάδημα από λαμπερά, μικρά φτερά, που σπινθήριζαν σαν πολύτιμα πετράδια. Το ράμφος του ήταν κόκκινο και το χρώμα των ποδιών του αστραφτερό μπλε. Σε κάθε του κίνηση ιρίδιζαν όλα μαζί τα χρώματα που το τύλιγαν και το βλέμμα του έλαμπε από αγαλλίαση. Είχε το μέγεθος αετού. Τώρα όμως το πουλί άνοιξε το αστραφτερό του ράμφος κι από τα στήθη του ξεχύθηκε μια γλυκιά μελωδία, ωραία σαν το κελάηδισμα του κατακλυσμένου από έρωτα αηδονιού. Το τραγούδι δυνάμωσε και πλημμύρισε ολόκληρο το χώρο σαν τις αχτίδες του ηλίου. Οι πάντες, ως και τα μικρά παιδιά, έκλαιγαν από χαρά κι ευτυχία. Όταν το τραγούδι τελείωσε, όλοι υποκλίθηκαν, και το πουλί, αφού διέγραψε ακόμη μερικούς κύκλους στο θόλο, πέρασε από το άνοιγμα της πόρτας κι άρχισε να ξεμακραίνει πετώντας στον φωτεινό ουρανό, ώσπου πια έγινε ένα μικρό, κόκκινο σημαδάκι κι εξαφανίστηκε εντελώς.
«Γιατί είσαστε όλοι τόσο χαρούμενοι;» ρώτησε η Μαρί σκύβοντας προς τo μέρος του ωραίου παιδιού, που σήμερα της φαινόταν πιο κοντό από χθες. «Έρχεται ο βασιλιάς!» είπε η μικρή. «Πολλοί από εμάς δεν τον έχουμε δει ποτέ ως τώρα. Όπου πηγαίνει ο βασιλιάς μας, φέρνει την ευτυχία και τη χαρά. Πολύ καιρό τον περιμέναμε, με μεγαλύτερη νοσταλγία απ’ ό,τι εσείς την άνοιξη μετά το μακρύ χειμώνα. Και να που τώρα έστειλε αυτόν τον ωραίο αγγελιοφόρο, για να μας μηνύσει την άφιξή του. Το υπέροχο και σοφό αυτό πουλί, που βρίσκεται στην υπηρεσία του βασιλιά, ονομάζεται Φοίνικας. Ζει μακριά, στην Αραβία, σ’ ένα δέντρο  μοναδικό στον κόσμο, ακριβώς όπως δεν υπάρχει πουθενά ούτε δεύτερος Φοίνικας. Όταν καταλάβει ότι γέρασε, φτιάχνει μια φωλιά από βάλσαμο και λιβάνι, της βάζει φωτιά και καίγεται μαζί της. Πεθαίνει κελαηδώντας και ξαναγεννιέται με νέα ομορφιά  μέσ’ από την ευωδιαστή στάχτη του. Σπάνια μόνο αφήνει θνητά μάτια να τον αντικρίσουν, και όποτε συμβαίνει αυτό, δηλαδή μια φορά στα εκατό χρόνια, οι άνθρωποι το καταγράφουν στα χρονικά τους και το θεωρούν προάγγελο θαυμαστών γεγονότων. Μα τώρα, φίλη μου, πρέπει κι εσύ να φύγεις πια από κοντά μας, αφού δε σου έχει δοθεί η χάρη να δεις τον βασιλιά».
Τότε πρόβαλε μέσ’ από το συνωστισμό η χρυσοντυμένη, ωραία γυναίκα, έγνεψε στη Μαρί να πάει κοντά της και προχώρησε μαζί της σ´ ένα μοναχικό μονοπάτι ανάμεσα στις φυλλωσιές. «Πρέπει να μας αφήσεις, αγαπημένο μου παιδί» είπε. «Ο βασιλιάς σκοπεύει να μεταφέρει εδώ την αυλή του για τα επόμενα είκοσι έτη, πιθανόν και για περισσότερο καιρό. Έρχονται ημέρες γονιμότητας κι ευλογίας για όλα τα γύρω μέρη, ιδίως για τα πιο κοντινά. Το νερό στα ρυάκια και στις βρύσες θα είναι πιο πλούσιο, τα χωράφια και τα περιβόλια πιο εύφορα, το κρασί πιο ευγενικό, τα λιβάδια πιο χλοερά, τα δάση πιο δροσερά και πιο πράσινα. Θα φυσάν απαλές αύρες, δε θα πέφτει χαλάζι, ούτε θα γίνονται πλημμύρες. Πάρε αυτό το δαχτυλίδι για να μας θυμάσαι, μα ποτέ μη μιλήσεις σε κανέναν για μας, επειδή τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτόν τον τόπο και όλοι όσοι ζείτε εδώ γύρω κι εσύ η ίδια, θα στερηθείτε την ευτυχία και την ευλογία της παρουσίας μας πλάι σας. Φίλησε άλλη μια φορά τη φίλη σου κι έχε γεια». Βγήκαν έξω, η Τσερίνα έκλαιγε, η Μαρί έσκυψε και την αγκάλιασε, χώρισαν. Ξαναβρέθηκε πίσω στη στενή γέφυρα, κρύος άνεμος την ακολουθούσε, το σκυλάκι γάβγιζε με όλη του τη δύναμη και το κουδουνάκι του αντηχούσε. Έριξε άλλη μια ματιά πίσω της κι έτρεξε προς τ’ ανοιχτά χωράφια, επειδή η σκοτεινιά των πεύκων, η μαυρίλα των μισογκρεμισμένων καλυβιών και οι σκιές που τρεμόπαιζαν την γέμιζαν με φόβο κι αγωνία.
….

Ο γνωστός - άγνωστος Στέφανος Θ. Ξένος

Πηγή:http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=351864

Στο ιστορικό του βιβλίο «Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως», ο Ξένος αναπλάθει τον επτάχρονο αγώνα της εθνεγερσίας

Στέφανος Θεοδώρου Ξένος (Σμύρνη 1821 - Αθήνα 1894). Καθόλου φιλολογικό το αφιέρωμα στο πρόσωπό του. Καθόλου ρετρό. Καθόλου παλιομοδίτικο. Σύγχρονο, πολύ σύγχρονο, και θα καταλάβετε γιατί. Στέφανος Θ. Ξένος. Αυτός ο ξένος - και δεν παίζουμε με το επώνυμό του. Αυτός ο ξεχασμένος. Πέθανε πένης. Σήμερα, άγνωστος.

Το εφημεριδοπεριοδικό «Ο Βρεττανικός Αστήρ» που εξέδωσε το έργο του Ξένου στο Λονδίνο (1860-'62) και στην Αθήνα (1890-'92)

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, εφοπλιστής είκοσι πέντε ατμοκίνητων πλοίων, κύριος εισηγητής του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος. Με το έργο του «Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως: ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828» διασώθηκε στη μνήμη των συγχρόνων του και των μεταγενέστερων. Κυκλοφορεί σ' ένα δίτομο από τις εκδόσεις Κώστα και Ελένης Ουράνη (1988), το οποίο επιμελήθηκε φιλολογικά η Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη - σήμερα λέκτορας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
Αντιγράφουμε την αφιέρωση προς τον θείο του Εμμανουήλ και τον πατέρα του Θεόδωρο, με την ένδειξη «Τεκμήριον σεβασμού. Η συγγραφή αυτή ανατίθεται». Ελπίζω τα ελληνικά του να είναι κατανοητά και στους νεότερους:
«Υπήρξε ποτέ εποχή τρισευδαίμων, καθ' ην άπαντες οι υπό την δουλείαν του Οθωμανικού Κράτους Χριστιανοί από Ιστρου μέχρις Ευρώτα, δράξαντες τα όπλα, και μηδεμίαν άλλην φέροντες ονομασίαν ή ΕΛΛΗΝΕΣ, επειράθησαν να συντρίψωσι τον ζυγόν της δουλείας και εγείρωσι το Βυζαντινόν Κράτος.»
Ο αγών διήρκεσεν επτά σκληρά έτη, αλλά πλήρης ιστορικών συμβάντων και ενθουσιασμού έκαστος αληθής πατριώτης τότε κατά την ισχύν και την σφαίρα του επλήρωσε το προς την πατρίδα χρέος του».
Το έργο άρχισε να γράφεται το 1852, λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση του Στέφανου Θ. Ξένου στο Λονδίνο. Μολονότι είχε πάρει την ολοκληρωμένη μορφή του τη διετία 1853-1855, εκδόθηκε στα 1861, από τις εκδόσεις του εφημεριδοπεριοδικού «Βρεττανικός Αστήρ» (Εν Λονδίνω: Τύποις Βρεττανικού Αστέρος - όπως επακριβώς αναγράφεται στην πρώτη έκδοση).
Στο πρόσωπό του επιβραβευόταν ο λόγιος και ο Κερδώος Ερμής. Γι' αυτό απέκτησε βήμα, απ' όπου είχε τη δυνατότητα να διαδίδει τις ιδέες του, πάντα υπέρ του Ελληνικού Ζητήματος. Το εικονογραφημένο εφημεριδοπεριοδικό «Ο Βρεττανικός Αστήρ» το εξέδωσε πρώτα στο Λονδίνο (1860-1862) και το μετέφερε στην Αθήνα έπειτα από τριάντα χρόνια (1890-1892).
Οι συχνές επανεκδόσεις (1874, 1886, 1911, 1940 και ούτω καθεξής) μόνο πρόσκαιρες δεν ήταν και τυχαίες. Το κύριο πλαίσιο της ιστορίας, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο «Σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828», ορίζουν τα χρονικά του όρια από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα.
Βεβαίως, η δράση πηγαίνει και πέραν του επτάχρονου ορίου, προς τα πίσω, στα 1819, τη χρονιά που τα τρία πρωταγωνιστικά πρόσωπα του μυθιστορήματος συναντιούνται στη Δημητσάνα. Ο Θρασύβουλος Α. και η Ανδρονίκη Αθανασιάδου αρχίζουν να πλέκουν το ειδύλλιό τους, ενώ σαν κακιά σφήνα μπαίνει ο Βάρθακας, ο οποίος κακατρύχεται από δολιότητα απέναντί τους. Και αν πάμε προς τα μπροστά την αφήγηση, στα 1833, θα γίνουμε μάρτυρες του θανάτου της Ανδρονίκης σ' ένα μοναστήρι της Μόσχας.
Η πρώτη εικόνα της ιστορίας τοποθετείται στα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής του 1821, στην Κωνσταντινούπολη. Η Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, που συναντήσαμε στην αρχή ως επιμελήτρια της έκδοσης του Ιδρύματος Ουράνη, αποφαίνεται για την τεχνική της σύζευξης των ιστορικών και των επινοημένων μυθοπλαστικά προσώπων:
«Ο Ξένος αρχίζει να στήνει τον καλά διαρθρωμένο πίνακά του συμπλέκοντας εξαρχής τα ιστορικά πρόσωπα με τα πλασματικά, στην περιγραφή μιας δήθεν μυστικής συνεργασίας του νεαρού ήρωα Θρασύβουλου με τον θείο του, Πατριάρχη Γρηγόριο, δυο μέρες πριν από τον απαγχονισμό του Ελληνα Ιεράρχη».
«Η τακτική της σύζευξης αυτής», εξηγεί η λέκτορας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, «θα επεκταθεί γρήγορα και στα άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά ο αναγνώστης να μην ξεχωρίζει το ιστορικό στοιχείο από το φανταστικό. Ετσι, ο συγγραφέας προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε "από μέσα" τα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης [...]».
Αλλά ακόμα δεν «ξεμπερδέψαμε» με την υπόθεση του Στέφανου Θ. Ξένου. Το βιογραφικό του είναι η ιστορία της Ελλάδας του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός homo universalis.
Το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη και ότι ήταν γιος του Φιλικού Θεόδωρου Ξένου δεν είναι αστεία υπόθεση. Θα καταλάβετε αμέσως το γιατί. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα, οι Τούρκοι «απάντησαν» με πυρκαγιές στο εμπορικό λιμάνι της Μικράς Ασίας. Οπότε η οικογένεια Ξένου αναγκάζεται να μετοικήσει στην Αθήνα. Ο πατέρας θα επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, μετά τη λήξη του επτάχρονου Αγώνα, αναλαμβάνοντας τη θέση του Ελληνα προξένου στη Σμύρνη.
Η ενηλικίωσή του τον βρίσκει στο Λονδίνο, όπου θα δράσει κοντά τριάντα χρόνια. Θα ιδρύσει δικές του επιχειρήσεις. Θα ασχοληθεί κυρίως με τη ναυτιλία: Ελληνική και Ανατολική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία (1857), Αγγλοελληνική και Εμπορική Εταιρεία (1865) και Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (1871).
Ξεκίνησε με ιστιοφόρα που δρομολογούνταν Λονδίνο - Μαύρη Θάλασσα. Μετέφερε από το ένα λιμάνι στο άλλο κυρίως ουκρανικά σιτηρά, αφού η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εθεωρείτο ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Ομως ο ατμός θα φέρει την επανάσταση στη ναυσιπλοΐα και στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, καθώς αυξάνει την ταχύτητα στις μετακινήσεις, άρα το εμπόριο γίνεται περισσότερο κερδοφόρο.
Ετσι, ο Στέφανος Θ. Ξένος, εκμεταλλευόμενος τον Πόλεμο της Κριμαίας, που προκάλεσε την υπερπαραγωγή ατμόπλοιων -επειδή το μέτωπο έκλεισε νωρίς-, κι έτσι έμειναν πολλά αταξίδευτα στα ναυπηγεία, αγόρασε φθηνά, πούλησε ακριβά, παρουσίασε ανάπτυξη. Ετσι στην ακμή του ο στόλος του Στέφανου Θ. Ξένου αριθμούσε είκοσι πέντε ατμόπλοια!
Θα κλείσουμε με τα δικά του λόγια: «Το πόνημα αυτό (σ.σ. "Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως") ουδέν έτερον εστίν, ή η διήγησις των ενδοξοτέρων επεισοδίων της εποχής εκείνης, το πανόραμα των ηρώων της, το θέατρο των δυστυχιών της, και η ραψωδία των τραυμάτων του ήδη βραδέως και μετ' αγωνίας θνήσκοντος τυράννου μας».

Ερμής ο κερδώος ήτοι εμπορική εγκυκλοπαίδεια



Πρόκειται για φωτοαναστατική έκδοση της πρώτης τετράτομης εμπορικής εγκυλοπαιδείας του Ν. Παπαδόπουλου, Ερμής ο Κερδώος - Εμπορική Εγκυκλοπαιδεία, Βενετία 1815-1817, και συμπληρώνεται με έναν πέμπτο τόμο με εκτενή εισαγωγή και ευρετήριο ονομάτων. Το έργο αποτελείται από την ιστορία και θεωρία του εμπορίου και από δύο λεξικά εμπορικής ύλης και γεωγραφίας.